Πλανεύω με απόλαυση (chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Το προηγούμενο μέρος εδώ:
http://portal.kithara.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=894


www.regina-rosas-amat.blogspot.com


Προσπάθησα να συγκεντρωθώ στην καθημερινότητά μου αλλά και να ξεχαστώ μέσα σε αυτήν. Ήταν δύσκολο, το μυαλό μου γύριζε και ξαναγύριζε πίσω. Σε κάποιο απόγευμα στις όχθες της λίμνης που συνηθίζαμε να πηγαίνουμε τις Κυριακές, τότε που μια μεγάλη χρυσαφί αντανάκλαση αγκάλιαζε όλη την ατμόσφαιρα γύρω μας, σαν να υπήρχε μια αόρατη σφαίρα που ήμασταν μέρος της δίχως να το βλέπουμε μα αισθανόμενοι τις μικρές ταλαντεύσεις της παρουσίας της. Ή τότε που τη βοηθούσα σε μία παλιά της μετάφραση, ακουμπώντας τις πλάτες μας στις μεγάλες κουνιστές καρέκλες που είχε στο σπίτι της, να διαφωνούμε για μερικές λέξεις, τα μολύβια μας να δείχνουν με τις μύτες τους συγκεκριμένες γραμμές, συγκεκριμένα στοιχεία που θα βοηθούσαν στο να επικρατήσει η μία άποψη, οι λέξεις ήταν σαν να πάλευαν μαζί μας, μου έλεγε πως τις ένοιωθε να της γελούν κατάμουτρα όταν προσπαθούσε να βγάλει στην επιφάνεια την πραγματική τους σημασία μέσα στο κείμενο. Όχι έννοια, δεν υπήρχε έννοια. Μόνο σημασίες υπήρχαν που πρόσταζαν πως πρέπει να αποδοθούν σωστά αλλιώς να αφεθούν ήσυχες. Έπαιρνε πολύ σοβαρά κάθε μετάφραση. Στην αρχή σαν αγγαρεία λίγο, με μια μικρή διάθεση τεμπελιάς, αργούσε τόσο πολύ να συγκεντρωθεί, το βλέμμα της ήξερε και είχε μετρήσει κάθε λεπτομέρεια στο σχέδιο της ταπετσαρίας, στα ανάγλυφα διακοσμητικά του σετ του καφέ, στα μπλεγμένα μοτίβα του χαλιού, τίποτα δεν περνούσε απαρατήρητο μπροστά από τα μάτια της προκειμένου να λυγίσει έστω και λίγο την αβάσταχτη εκείνη κούραση της ανίας των πρώτων σειρών, των πρώτων δύσκολων ρημάτων και των διφορούμενων αντωνυμιών. Μα προχωρώντας βυθίζονταν για τα καλά στο κείμενό της. Έπαιρνε πλέον έως και κάθε κόμμα ως προσωπική υπόθεση.

Καμιά δυο φορές σκέφτηκα πως είναι ανόητο αυτό που γινόταν μεταξύ μας τώρα. Αυτή η ξαφνική απομάκρυνση. Έμοιαζε σαν να μην υπήρχε σοβαρός λόγος. Μάλλον δεν υπήρχε. Κατηγορούσα τον εαυτό μου που ξαφνικά είχε πάρει όλη αυτή τη σκηνή στο ξενοδοχείο τόσο σοβαρά. Τι θα γινόταν δηλαδή εάν δεν είχα δώσει καμία σημασία; Γιατί να το συνεχίσω μετά την επιστροφή μου; Να επιμείνω με τόση εσωτερική οργή; Αυτή η εσωτερική οργή ήταν αυτή τη στιγμή που με κινούσε σε κάθε λόγο μου απέναντι της. Ήταν άραγε το πιο σωστό κίνητρο ένας ανεκδήλωτος θυμός;

Όχι, δεν με ενδιέφερε πια. Δεν ήθελα να το σκέφτομαι. Τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν προχωρήσει έτσι και χωρίς τη δική μου επιθυμία να μάθω τι κρυβόταν πίσω από τα βλέμματα συνενοχής του Μίρο και του φίλου του. Τα πράγματα δεν έχουν ανάγκη από τις δικές μου μικρές εμμονές για να προχωρήσουν εκεί που θέλουν αυτά. Εγώ τρέχω πίσω τους και ας προσποιούμαι πως συμβαίνει το αντίθετο.

Δεν περίμενα να με πάρει η Μιναλού τηλέφωνο ζητώντας μου να συναντηθούμε κάπου έξω, αλλά δεν ένοιωσα την παραμικρή έκπληξη όταν το έκανε. Συναντηθήκαμε στη μικρή καφετέρια στον κάτω όροφο της πινακοθήκης. Οι σερβιτόροι ρωτούσαν με ευγένεια τι θα πάρουμε, η Μιναλού παρήγγειλε το συνηθισμένο της καφέ με κρέμα, εγώ κοιτούσα για λίγο το σερβιτόρο ζαλισμένος, «Δε θέλω να πιω τίποτα» πρέπει να του είπα, τον θυμάμαι να με κοιτάζει χαμογελώντας και να φεύγει στητός και γρήγορος για να εκτελέσει τη διαταγή της Μιναλούς. Παρόλο που πάντα χαμογελούσε όταν μιλούσε στους άλλους, τα μάτια της διέταζαν, το θυμάμαι καλά αυτό, κάπως έτσι έπρεπε να ένοιωσε και εκείνος ο σερβιτόρος, μια προσταγή μέσα από την έκφραση του βλέμματός της. Τα χέρια της τακτοποίησαν καλά το βαθυκόκκινο σου-βερ με τη φίρμα της καφετέριας, κάτω από το φλιτζάνι. Άρχισε να μου λεει πως σχεδόν όσο καιρό ήταν μαζί μου διατηρούσε παράλληλη σχέση με το συγγραφέα, το φίλο του Μίρο, πως τον είχε γνωρίσει σε μία φιλική παρέα, σε κάποιο πάρτυ γενεθλίων, πως δεν μπορούσε να χωρίσει μαζί του, αλλά ούτε και μαζί μου. Παρόλο που ήξερε πως κάτι τέτοιο δεν έστεκε μέσα στις φυσιολογικές νόρμες, για εκείνην έστεκε. Τα πάντα είναι μέσα στο ανθρώπινο μυαλό, αυτό ορίζει το καλό και το κακό, για εκείνην δεν υπήρχε τίποτα το κακό στο να αγαπάει δυο ανθρώπους. Όσο μιλούσε ανακάτευε με ηρεμία τον καφέ της. Το κουταλάκι κινούταν σαν παγοπέδιλο χορεύτριας μέσα στο υγρό, προκαλώντας γλυκές αναταράξεις, όπως είναι οι απαλές κινήσεις ενός χορού. «Ξέρω πως δεν θα το άντεχες αν μάθαινες την αλήθεια, όλοι οι άντρες ζηλευετε την παρουσία ενός άλλου άντρα, ήμουν σίγουρη πως θα με άφηνες.”

Και ο έρωτας που είχαμε κάνει, εκείνα τα βίαια αγκαλιάσματα, οι μικρές κραυγές της παράδοσής της στα χέρια μου, τα παθιασμένα φιλιά της, τα απαλά χάδια, τα όσα μου έλεγε, ξαφνικά όλα αυτά έγιναν μέρος μια διπλής αγάπης. Εγώ ήμουν το ένα μέρος από το διπλό είδωλο της λατρείας της. Εγώ που πίστευα πως ήμουν μοναδικός. Πως την είχα συγκινήσει όσο κανένας άλλος. Που αρεσκόμουν να πιστεύω πως εξουσίαζα αυτή τη γυναίκα, όσο μπορεί να εξουσιάζει ένας δυνατός έρωτας. Ήμασταν δύο λοιπόν που εξουσιάζαμε. Γέλασα με αυτό που σκέφτηκα. Ακόμη και τώρα σκεφτόμουν για εξουσίες, να ποια είναι η βαθύτερη ανάγκη του έρωτα. Και δεν έβλεπα το ξεκάθαρο, το ολοφάνερο. Τη δύναμη της Μιναλούς. Ναι, τώρα νομίζω πως άρχιζα να παρατηρώ με αλλαγμένο μάτι τα πράγματα. Την κοίταξα καθώς συνέχιζε να μου λέει πως ο συγγραφέας εκείνος είχε ακούσει σε μια τηλεφωνική συνομιλία μας το χαϊδευτικό της όνομα και για αυτό και γνώριζε το όνομα που εγώ υπέθετα πως κανένας άλλος δεν ήξερε. Το βλέμμα μου χάθηκε στα χείλη της, να ανοιγοκλείνουν αποκαλύπτοντας την ύπαρξη ενός άλλου άντρα, άραγε τα είχε δαγκώσει και εκείνος όπως τα δάγκωνα εγώ; Μπορεί να έφευγε από τον έναν και να πήγαινε στον άλλον. Λίγες ώρες μόνο να μεσολαβούσαν από τη στιγμή που εγώ ήμουν μέσα της. Λίγες ώρες μόνο για να μπει μετά ο άλλος μέσα της, ακριβώς εκεί που ήμουν εγώ πριν. Ίσως το σπέρμα μου να κολυμπούσε στον κόλπο της μαζί με το δικό του. Η μυρωδιά μου να ήταν εκεί μαζί με τη δική του. Συνέχιζα να την κοιτάζω. Ήθελα να της κάνω έρωτα. Μα υπήρχε ένας πόνος στο κεφάλι μου που σαν να απλώνονταν αργός και απειλητικός...

Φύγαμε μαζί, της βρήκα ταξί για το σπίτι, με φίλησε τρυφερά στο μάγουλο, κάτι είπε για την αδυναμία μου να μιλήσω, να της πω οτιδήποτε. Την είχα μόνο ακούσει δίχως να μπορέσω να πω τίποτα σε απάντηση. Όλα αυτά που μου έλεγε ήταν σαν να έμοιαζαν απολύτως φυσιολογικά, σαν να μου έλεγε για τα ψώνια που είχε κάνει ένα πρωινό του Σαββάτου. Νομίζω πως φταίει το ανακάτεμα που έκανε στον καφέ της. Ο τρόπος που κουνούσε το κουταλάκι γύρω γύρω, ο πορσελάνινος ήχος που γέμιζε τα αυτιά μου κοφτός και επαναλαμβανόμενος. Έμοιαζε με μάγισσα, με μια μακρινή απόκοσμη γυναίκα. Προσπαθούσε να με υπνωτίσει με εκείνο το κουταλάκι που κουνιόταν σαν ασημένια σβούρα μέσα στο σκούρο υγρό. Κάθε κυκλική ανατάραξη του καφέ μέσα στο φλιτζάνι συνοδεύονταν από κάποια μουρμουριστά μαγικά λόγια που εγώ δεν μπορούσα να ακούσω. Ίσως αν ήμουν πιο προσεκτικός και όχι τόσο αφημένος και χαλαρός σε εκείνη την καρέκλα του καφέ, να είχα ακούσει το μουρμουρητό λαρύγγισμα από το λαιμό της, το γουργουρητό της μάγισσας μπροστά στο θύμα της. Και ίσως τότε να είχα μπορέσει να πω κάτι, να αντιδράσω σε όσα άκουγα.

Γύρισα με τα πόδια στο σπίτι μου. Η διαδρομή ήταν μεγάλη μα δε σκέφτηκα την απόσταση, ούτε τα πόδια μου την πρόσεξαν. Πέρασα μπροστά από το δημοτικό κολυμβητήριο. Υπήρχε ένας προπονητής ψηλός σωματώδης με δυνατή φωνή. Φώναζε σε δυο, τρεις κολυμβητές σφυρίζοντας ταυτόχρονα με την κρεμαστή μεταλλική σφυρίχτρα του και κουνώντας έντονα τα χέρια του. Για λίγο στάθηκα μπροστά από τα κάγκελα. Μύριζαν φρεσκοβαμμένη μπογιά. Πάντα μου άρεσε αυτή η μυρωδιά. Βλέποντας τον προπονητή να χειρονομεί και να φωνάζει, η μπογιά μπήκε πιο βίαια και βαθιά μεσα στα ρουθούνια μου. Την ένοιωσα να φτερουγίζει μέσα στο στήθος μου. Ένα στήθος φρεσκοβαμμένη μπογιά. Συνέχιζα να τον κοιτάζω και αυτόν και τους κουρασμένους κολυμβητές με τα μπλε σκουφάκια τους, ίδιοι με μεγάλα γυμνά τριζόνια καθώς πετάγονταν απότομα μπροστά στο στυλ της πεταλούδας, απλώνοντας τα χέρια τους σαν τεράστιες δαγκάνες καβουριού έξω από το νερό. Αυτό το στυλ κολύμβησης είχε σταθεί η αιτία να με διώξουν από την εθνική κολυμβητική ομάδα εφήβων. Ήμουν ο έφηβος με το καταπληκτικό στυλ ύπτιας κολύμβησης και την άτσαλη, σχεδόν αστεία πεταλούδα. Και η ομάδα τα ήθελε όλα. Την ημέρα που με βάλανε στην ομάδα λόγω των συνεχών νικών μου σε τοπικούς αγώνες στο ύπτιο, είχα κολυμπήσει στην πισίνα πάνω κάτω αμέτρητες φορές. «Είναι ταλέντο κύριε ο γιος σας στο ύπτιο. Μοναδικός, ο τρόπος του είναι τόσο φυσικός, σαν να είναι γεννημένος για το νερό. Ναι, πιστεύω θα έχει μέλλον». Η πλάτη μου έσκιζε απαλά, βελούδινα, το νερό. Λάτρευα την αίσθηση από το βαρύ νερό της πισίνας σε αντίσταση πάνω στη μονοκόμματη γραμμή του σωματός μου. Κοιτάζοντας ανάσκελα τον ουρανό, χτυπώντας με σύντομες κοφτές κινήσεις τις φτέρνες μου για ώθηση, είχα νοιώσει τη μυρωδιά του χλωρίου να μπαίνει μες στο στήθος μου όπως έμπαινε τώρα η φρεσκοβαμμένη μπογιά.

Όταν με έδιωξαν από την ομάδα ορκίστηκα να μην ξαναπατήσω το πόδι μου στο κολυμβητήριο. «Μα στα αλήθεια πίστεψες πως θα μπορούσες να γίνει αθλητής;” με είχε ρωτήσει ειρωνικά ο πατέρας μου καθώς ξεφύλλιζε μία από τις ηλίθιες εγκυκολοπαίδειες του, όλη τη γνώση για αυτόν κρύβονταν μέσα στις ιλουστρασιόν σελίδες της εγκυκλοπαιδειάς του. Ήμουν υπερβολικά αφηρημένος και χωρίς εσωτερική πειθαρχία κατά αυτόν. Γελώντας με φαντάζονταν να βυθίζομαι μέσα στην πισινα κατά τη διάρκεια των επόμενων αγώνων, ευτυχώς που είχα γλυτώσει τη γελοιοποίηση μπροστά στους επόμενους θεατές. «Η τάση σου για φαντασία θα σε κάνει να βουλιάξεις εκεί που δεν το περιμένεις και ο απείθαρχος χαρακτήρας σου δεν θα σε βοηθήσει καθόλου στο να ξαναβγείς στην επιφάνεια». Έκρυβε τα παλιά βιβλία του Ντοστογιέβσκυ που η μητέρα μού δώριζε, απομεινάρια της βιβλιοθήκης του δικού της πατέρα. «Αυτός δεν κάνει για σένα, μιλά συνεχώς για τις ανθρώπινες αδυναμίες. Είσαι ήδη αρκετά αδύναμος δεν χρειάζεσαι τους αδελφούς Καραμαζώφ να σε ξεσηκώσουν περισσότερο». Το βλέμμα του καθώς μου άρπαζε το βιβλίο από το χέρι, είχε ακριβώς την ίδια απόχρωση με το νερό της πισίνας. Υγρό και παγωμένο, μπορεί αν πλησίαζα τη μύτη μου κοντά στο ασπράδι των βολβών του, να μύριζα την ίδια μυρωδιά του χλωρίου. Ονειρευόμουν πως τον σκότωνα. Ναι, θα μπορούσα να το κάνω δίχως καμία τύψη για την άχρηστη πειθαρχημένη ζωή του.

Ο προπονητής συνέχιζε να φωνάζει όλο και πιο δυνατά. Οι κολυμβητές συνέχιζαν να κολυμπούν όλο και πιο κουρασμένα. Τον φαντάστηκα να πλησιάζει κοντά στην πισίνα, λυγίζοντας τα γόνατά του δίπλα από τον βατήρα. Έσκυβε πάνω από το νερό, σε κάθε διάδρομο και όταν πλησίαζαν οι κολυμβητές για αλλαγή διαδρομής τους έπιανε το κεφάλι και το κρατούσε πατημένο μέσα στο χλώριο. Εκείνοι δεν πάλευαν για να σωθούν, σα να αναζητούσαν από πριν τον πνιγμό τους άνοιγαν τα χέρια και τα πόδια τους και έδειχναν σαν μεγάλα υπερφυσικά ζελεδένια πλάσματα, σα μέδουσες που άνοιγαν τα ανθρώπινα πλοκάμια τους. Και έπειτα ο προπονητής ανασηκώνονταν, περπατούσε απολύτως φυσιολογικά μέχρι την πόρτα των αποδυτηρίων, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, ξέπλενε τα πόδια του στον τσιμεντένιο λάκκο του νερού, έβγαζε τα πλαστικά παπούτσια του και χανόταν πατώντας ανάλαφρα πάνω στα βρεγμένα πλακάκια του ντους. Δε γύριζε καν το κεφάλι του να κοιτάξει τους πνιγμένους κολυμβητές του. Οι αναποδογυρισμένες πλάτες τους ήδη φούσκωναν πάνω από το νερό.

Ο ύπνος μου εκείνο το βράδυ ήταν γεμάτος τέτοιες περίεργες εικόνες, παράλογα οράματα και ανήσυχα όνειρα. Πρέπει να στριφογύριζα πολλές φορές πάνω στο μαξιλάρι μου. Ένοιωθα το πρόσωπο μου να βουλιάζει μέσα σε ένα αόρατο σύννεφο βαμβακιού που υπερίπτατο πάνω από το κρεβάτι μου. Τα μαγουλά μου τα χάιδευε ένα αηδιαστικό χέρι και ένα ξύλο γαργαλούσε τη μύτη μου, μια σπασμένη βέργα από κάποιο δέντρο. Χωνόταν βαθιά στα ρουθούνια λες και προσπαθούσε μέσα από αυτήν την οδό να φτάσει και να σκαλίσει τη μαλακή ουσία του εγκέφαλου. Ξυπνούσα και ξανακοιμόμουν σχεδόν αμέσως...

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη