Κατηγορία:Πεζός Λόγος

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


                                      ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ



            Η μεγάλη ξύλινη πόρτα άνοιξε σιγά σιγά για να υποδεχτεί το παλιό σπίτι , τη μορφή του . Δυο μέρες είχε να φανεί εδώ . Δυο μέρες γύρναγε άσκοπα στους   δρόμους  κρατώντας ένα μπουκάλι ουίσκι στο χέρι . Δυο μέρες γύρναγε προσπαθώντας  να καταλάβει τι είχε κάνει , τι είχε πετύχει όλα αυτά τα χρόνια ,τι είχε ζήσει . Ένα μεγάλο γιατί έβγαινε από τα χείλη του κάπου κάπου ενοχλώντας  μέσα στο μεθύσι του τους περαστικούς και κάνοντας τους να τον κοιτάνε περίεργα . 
         Δεν μπορούσες να πεις ότι ήταν μεγάλος . Βέβαια αρκετές ρυτίδες είχαν σκεπάσει το πρόσωπο του ενώ τα μαλλιά του σχεδόν μαύρα (εκτός από λίγες γκρίζες τρίχες ) δεν πρόδιδαν καμία μεγάλη ηλικία . Πρέπει να ήταν εκεί γύρω στα πενήντα . Πενήντα χρόνια που πέρασαν άσκοπα . Πενήντα χρόνια δίχως κάτι να αποκτήσει , δίχως  κάτι να δώσει , δίχως κάτι να μοιραστεί .      
    Οι καταχρήσεις ήταν άγνωστη λέξη γι’ αυτόν . Η διασκέδαση το ίδιο . Κάθε  πρωί πήγαινε πρώτος στη δουλεία και έφευγε τελευταίος . Παρόλα αυτά  είχε μείνει ένας απλός υπάλληλος . Υπήρχαν βραδιές που ξενυχτούσε πάνω στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας θέλοντας να διορθώσει κάποιο λάθος ή να ανανεώσει κάποιους λογαριασμούς . Κι όμως ευχαριστώ δεν άκουσε από κανένα . Οι συνάδελφοι τον κορόιδευαν : ο κύριος ευσυνείδητος έλεγαν .Εξάλλου όσες φορές του είχαν προτείνει να βγει μαζί τους να πιούν κανένα ποτηράκι , πάντα το απέφευγε ευγενικά . Από την άλλη για τους ανώτερους του, ήταν απλά αδιάφορος . 
        Έτσι δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει ποτέ φίλους ούτε θυμόταν ποτέ να είχε . Ούτε μπερδέματα με γυναίκες είχε ποτέ , εκτός από μια φορά – ήταν πολύ νέος ακόμα – όπου είχε φτάσει λίγο πριν το γάμο με «εκείνη» τη μόνη γυναίκα που μπόρεσε να αγαπήσει και να αγαπηθεί . Οι γονείς της όμως άνθρωποι άλλων εποχών δεν τον ήθελαν ,υπήρχε βέβαια και εκείνος ο ξυλέμπορος που τους τη ζητούσε και αυτός με το ελάχιστο εισόδημα ενός λογιστή δεν μπορούσε να τον ανταγωνιστεί .Τη μέρα που την έχασε τα δάκρυα είχαν γίνει ένα με το πρόσωπο του .Και από το στόμα της έβγαινε ένα μεγάλο όλο  πάθος «σ’αγαπώ» . Από τότε δεν την ξαναείδε . Μόνο μετά από καιρό έμαθε ότι είχε παντρευτεί τον ξυλέμπορο και είχε κάνει μαζί του δύο παιδιά .     
       Ο μόνος άνθρωπος που επισκεπτόταν όλα αυτά τα χρόνια ήταν η μάνα του . Έμενε βέβαια στο πατρικό του , που ήταν στην άλλη άκρη της πόλης  και για να φτάσει ως εκεί έπρεπε να αλλάξει δύο λεωφορεία(δεν είχε μάθει να οδηγεί και μετακινούνταν μόνο με λεωφορεία ή σπανιότερα με ταξί.) . Παρόλα αυτά ήθελε πολύ να τη βλέπει αφού ήταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να του μιλήσει για τα προβλήματά του , τις σκέψεις του και τις ανησυχίες του και να νιώθει ότι τον καταλαβαίνει . Τον κοίταζε με τα δυο γαλανά της μάτια τόσο στοργικά .Ένιωθε ότι κανένας δεν μπορούσε να τον κοιτάξει έτσι με τόση αγάπη και τόση αλήθεια . Εκείνη δεν μίλαγε μονάχα τον άκουγε . Ίσως να μην καταλάβαινε όλα όσα της έλεγε μα πάντα του έδειχνε με το γαλάζιο βλέμμα της πως ήταν πάντα δίπλα του . Ώσπου πριν από ένα χρόνο περίπου τον πήραν τηλέφωνο από το νοσοκομείο . Όταν έφτασε εκεί άκουσε από  τους ανέκφραστους γιατρούς να του λένε πως ήταν ακαριαίο . Δεν προλάβαμε να κάνουμε τίποτα είπαν .Τίποτα , και το γαλάζιο βλέμμα χάθηκε για πάντα . 
 Όσες φορές  τύχαινε να τελειώσει νωρίς από τη δουλεία γύρναγε κατευθείαν σπίτι. Βιαζόταν να ταξιδέψει Βιαζόταν να βυθιστεί μέσα στα βιβλία του . Μέσα από αυτά χανόταν μέσα σε μαγικά και εξωτικά μέρη , γνώριζε τον κίνδυνο έμπλεκε σε περιπέτειες θριάμβευε ή αποτύχαινε ανάλογα με την κατάληξη του έργου . Και ύστερα κατάκοπος πια αποκοιμόνταν για να συνεχίσει τα ταξίδια του μέσα από τα όνειρα του .     



      Τον τελευταίο καιρό δεν ένιωθε πολύ καλά . Τον ταλαιπωρούσαν πονοκέφαλοι και πολλές φορές ο πόνος γινόταν αβάσταχτος . Άλλες φορές όταν έγραφε ή  διάβαζε τα γράμματα φαινόταν να θολώνουν και στο τέλος χανόταν από μπροστά του σαν να τα σκέπαζε μια λάμψη , ένα δυνατό φως . Έκλεινε τα μάτια του για λίγο και όταν τα άνοιγε οι λέξεις είχαν επανέλθει λες και κάποιος τις είχε δανειστεί και μετά πάλι τις επέστρεφε . 
      Και όσο περνούσε ο καιρός οι πόνοι μεγάλωναν και δεν τον άφηναν ούτε να δουλέψει ούτε να διαβάσει τα αγαπημένα του βιβλία πια . Αποφάσισε λοιπόν πως έπρεπε να πάει στο γιατρό . Τους φοβόταν τους γιατρούς δεν ήθελε να μπλέκει με εξετάσεις και σπάνια τους επισκεπτόταν μόνο όταν έβλεπε πως δεν είχε άλλη επιλογή. Διαφορετικά , αντιμετώπιζε κάθε αρρώστια με γιατροσόφια  που είχε μάθει από τη μάνα του ή παίρνοντας  ασπιρίνες . Όμως τώρα το ένιωθε και ο ίδιος πως έπρεπε να πάει στο γιατρό εξάλλου οι πονοκέφαλοι δεν είχαν σταματήσει με ότι και αν προσπάθησε να τους αντιμετωπίσει μέχρι τώρα , αντίθετα δυνάμωναν .          
        Την άλλη μέρα πήγε λοιπόν στο νοσοκομείο και άρχισε τις εξετάσεις . Τον έστειλαν για εξετάσεις αίματος , ακτινογραφίες και μία μαγνητική . Όλα αυτά τα σιχαινόταν δεν μπορούσε τις βόλτες μες τα νοσοκομεία και κυρίως δεν μπορούσε να αντικρίζει τα πρόσωπα των άρρωστων ανθρώπων , δεν μπορούσε να αντικρίζει την απελπισία και την απογοήτευση στο βλέμμα τους . Αυτή η διαδικασία ένιωθε να τον εξαντλεί , να τον κάνει πιο άρρωστο από ότι ήταν . 
       Κάθισε  σε μία από τις καρέκλες στην αίθουσα αναμονής περιμένοντας να βγουν τα αποτελέσματα των εξετάσεων . Απέναντι του καθόταν μια μεσήλικη γυναίκα . Φορούσε μαύρα και κάπου κάπου την έβλεπε να δακρύζει και να σκουπίζει τα μάτια της με ένα μαντήλι . Κάποια στιγμή γύρισε και του μίλησε :  

- Εσείς γιατί είστε εδώ ; - Τώρα θα μάθω , της απάντησε απότομα θέλοντας να της δείξει πως δεν έχει όρεξη για κουβέντα . - Εγώ δεν θέλω να πεθάνω , φώναξε , και έβγαλε το μαντήλι για να σκουπίσει ένα ακόμα δάκρυ , δεν θέλω .

     Γύρισε το κεφάλι του από την άλλη κοιτάζοντας με ανυπομονησία την πόρτα του γιατρού και περιμένοντας να ακούσει το όνομα του . Να τελειώνει , να φύγει όσο το δυνατόν πιο σύντομα από εδώ .       



- Ξέρετε τα πράγματα δεν είναι ευχάριστα , ψέλλισε ο γιατρός και τα μάτια του κοιτούσαν πεισματικά στο πάτωμα μη θέλοντας να συναντήσουν τη δική του ανήσυχη ματιά . - Τι έχω ; τον ρώτησε αυτός απότομα . - Ξέρετε σήμερα με την πρόοδο της ιατρικής όλες οι ασθένειες μπορούν να αντιμετωπιστούν και … - Τι έχω ; ξαναρώτησε ακόμα πιο απότομα αυτή τη φορά . - Πάσχετε από …


  Η πόρτα άνοιξε και η σκιά του εμφανίστηκε στο σπίτι ύστερα από δυο μέρες απουσίας . Έτσι και αλλιώς ο χρόνος είχε σταματήσει γι’ αυτόν τώρα . Ή μάλλον κύλαγε αντίστροφα . 
  Ούτε και ο ίδιος θυμόταν που γύρναγε δυο μέρες . Μονάχα έπινε και περπατούσε . Μέσα στη ζάλη του σκόνταφτε πάνω στους περαστικούς και παραμιλούσε . Έβλεπε τη μάνα του να απλώνει τα  χέρια της και να τον αγκαλιάζει . Ένιωθε τα δυο γαλάζια μάτια της να τον ζεσταίνουν . Ύστερα συνερχόταν για λίγο και έβλεπε τα πρόσωπα των ανθρώπων κρύα και απαθή . Ήθελε να φωνάξει βοήθεια ,ήθελε η κραυγή του να ακουστεί παντού , μα δεν μπορούσε . Μονάχα έπινε και περπατούσε .    
 Άφησε να πέσει από τα χέρια του το άδειο μπουκάλι ουίσκι  . Ένιωθε μεθυσμένος  , ένιωθε κουρασμένος μα κυρίως ένιωθε άρρωστος . Το μπουκάλι έσπασε και έμεινε να το κοιτάει απορημένος  . Ύστερα άρχισε να γελάει μόνος του , με ένα γέλιο τόσο δυνατό ,λες και είχε ακούσει το μεγαλύτερο αστείο  . Και μετά το γέλιο έγινε κλάμα . Κλάμα γεμάτο παράπονο . Μόνο τότε που είχε χάσει τη μάνα του είχε κλάψει ξανά έτσι . Μόνο τότε και τώρα . 
   Όταν κουράστηκε να κλαίει το βλέμμα του στράφηκε προς την μεγάλη ξύλινη βιβλιοθήκη με τα δεκάδες βιβλία του . Πλησίασε και άρχισε να τα ξεφυλλίζει ένα ένα. Καθένα από αυτά μια διαφορετική περιπέτεια που την είχε ζήσει και ο ίδιος μέσα από τις κιτρινισμένες σελίδες τους . Ότι είχε να θυμάται από τη ζωή του βρισκόταν μέσα σε αυτές τις σελίδες . Από τη ζωή του ! Άρχισε πάλι να γελάει πιο δυνατά από πριν .  

- Πάσχετε από …

  Τόσα χρόνια που πέρασαν χωρίς αναμνήσεις , χωρίς  ωραίες και άσχημες στιγμές , χωρίς αναμνήσεις . Μια ζωή που δεν την έζησε απλά την άφησε να περάσει . Κυνηγημένος από το φάντασμα της μοναξιάς του δεν μπόρεσε να πετύχει τίποτα  . Και τώρα ξαφνικά είδε το τέλος να πλησιάζει . Δεν ένιωθε φόβο γι’ αυτό μόνο μια αίσθηση αποτυχίας και μία ατέλειωτη πίκρα στο στόμα . Όχι τόσο γιατί θα έφευγε , αλλά κυρίως γιατί θα έφευγε νικημένος . 
 - Πάσχετε από … 
  Δεν είχε τίποτα να τον κρατήσει εδώ . Αυτό ήταν που τον αρρώσταινε ακόμα περισσότερο . Δεν είχε αποκτήσει τίποτα , δεν είχε κανένα δίπλα του , δεν είχε κάτι για το οποίο έπρεπε να παλέψει για να ζήσει ή τουλάχιστον να παρατείνει τη ζωή του. Απλά θα αφηνόταν στην ασθένεια του , απλά θα περίμενε το τέλος .      
  -Πάσχετε από …     
   Του είχαν δώσει προσωρινή άδεια από τη δουλεία μα στην ουσία έψαχναν ήδη τον αντικαταστάτη του . Δεν πειράζει έτσι και αλλιώς ποτέ δεν είχε αγαπήσει τη δουλεία του . Όμως είχε αγαπήσει και ποτέ τίποτα ; Τώρα πια δεν ήταν σίγουρος για τίποτα . Και τι μπορούσε να κάνει ; Δεν του έμεναν και πολλά . 
-Πάσχετε  από … 
  Τα πνιχτά γιατί μέσα τόσο αλκοόλ τον είχαν εξουθενώσει . Έκλεισε τα μάτια και έγειρε στην μεγάλη πολυθρόνα του σαλονιού .Έκλεισε τα μάτια του και ονειρεύτηκε  μια αλλιώτικη ζωή λες και έβγαινε μέσα από τα βιβλία του .       



     Το πρωί σηκώθηκε με ένα τρομερό πονοκέφαλο δίχως να ξέρει αν ευθυνόταν γι αυτό η  αρρώστια του ή οι καταχρήσεις της προηγούμενης βραδιάς . Τράβηξε σιγά σιγά τα ξύλινα παντζούρια που έκρυβαν το μικρό μπαλκονάκι και άφησε τον ήλιο να χυθεί στο δωμάτιο του . Είχε πολύ καιρό να το κάνει αυτό , συνήθως στο σπίτι του τα πάντα έμεναν σκοτεινά . Τώρα τα πάντα φαινόταν πολύ διαφορετικά . Οι παλιές καρέκλες , η μεγάλη πολυθρόνα ακόμα και τα βιβλία του είχαν τώρα ένα άλλο χρώμα . Λες και το φως του ήλιου είχε περάσει τα πάντα με μία φωτεινή μπογιά . 
    Γύρισε το βλέμμα του στον ουρανό. Ήταν τόσο όμορφος , ήταν τόσο γαλάζιος . Του φάνηκε πως τον κοίταζαν τα μάτια της μάνας του και τον αγκάλιαζαν με τη ματιά τους . Τα πάντα ήταν τόσο όμορφα τώρα . Τώρα που τα πάντα τελειώνουν . 
     Ένιωσε την ανάγκη να πάρει λίγο αέρα και βγήκε στο μπαλκονάκι . Άναψε ένα τσιγάρο και χάθηκε στις σκέψεις του . Και τότε το είδε . Στεκόταν εκεί που το είχε δει και την τελευταία φορά . Ατάραχο και τόσο ήρεμο . Δεν φαινόταν να είναι καλά μα ακόμα ζούσε . Πάλευε και ζούσε  . Χωρίς τη βοήθεια κανενός ακόμα τα κατάφερνε . Πόσο καιρό το είχε αφήσει απότιστο ; Πόσο καιρό είχε ξεχάσει την ύπαρξη του ;    
    Πλησίασε την γλάστρα και άγγιξε με προσοχή ένα ένα τα φύλλα του . Ήταν ταλαιπωρημένα  και άλλα είχαν σχεδόν μαραθεί . Μα ακόμα σαν από θαύμα ζούσε . Πότε το είχε πάρει ; Πρέπει να είχαν περάσει σίγουρα τρεις μήνες από εκείνο το απόγευμα που είχε τελειώσει νωρίς από τη δουλεία και το είδε μέσα στη βιτρίνα του ανθοπωλείου . Ήταν τόσο όμορφο . Το άνθος του είχε ένα χρώμα μεταξύ κίτρινου και κόκκινου και τα μεγάλα του πράσινα φύλλα το στόλιζαν ιδανικά . Είχε πάρα πολύ καιρό να νιώσει μια έλξη για οτιδήποτε , σχεδόν  το είχε ερωτευτεί αυτό το λουλούδι . Ρώτησε τον ανθοπώλη τι ακριβώς φυτό ήταν μα ούτε και εκείνος ήξερε ακριβώς , σπάνιο είδος του είπε που δεν φύτρωνε σε αυτόν τον τόπο . Και κατευθείαν το αγόρασε . Ήταν λίγο ακριβό βέβαια μα τον είχε κυριέψει γι αυτό ένα συναίσθημα που ελάχιστες φορές το είχε νιώσει στη ζωή του . Ύστερα από πολύ καιρό είχε νιώσει μια δυνατή χαρά .            
      Το είχε βάλει στο μικρό μπαλκονάκι που το φώτιζε αρκετά ο ήλιος . Και στην αρχή το πρόσεχε ευλαβικά . Το πότιζε σχεδόν κάθε μέρα και έκοβε τα περιττά ή τα ξεραμένα φύλλα του . Ύστερα άρχισε να το ξεχνάει . Ίσως όλα να ήταν απλά ενθουσιασμός που στη συνέχεια χάθηκε . Ίσως κουραζόταν πολύ στη δουλεία και μόλις γύριζε σπίτι το μόνο που σκεφτόταν ήταν να επιστρέψει στα βιβλία του  . Ύστερα άρχισαν και οι πονοκέφαλοι , τα πρώτα σημάδια της ασθένειας του . Και έτσι ξέχασε την ύπαρξη του . Και έτσι το είχε εγκαταλείψει στη μοίρα του για πολύ καιρό. 
   Κι όμως τώρα βρισκόταν ξανά εδώ μπροστά του , ολοζώντανο . Είχε παλέψει με την αδιαφορία του , με το κρύο και τη βροχή και είχε νικήσει . Είχε παλέψει για να ζήσει . Είχε παλέψει μόνο για τον εαυτό του . Και είχε γεμίσει πληγές μέσα από τα ξεραμένα φύλλα του , μα ζούσε . 
      Το κοίταξε και ένιωσε λες και ξανάβρισκε ένα παλιό φίλο , κάποιον που αγαπούσε και τον είχε χάσει για καιρό . Πως μπόρεσε και το είχε εγκαταλείψει όλο αυτό το διάστημα ; Και αυτό πως τα κατάφερε και επιβίωσε ;   Αυτή ήταν η θέληση για ζωή . Αυτό το λουλούδι είχε τη δύναμη που δεν είχε εκείνος . Αυτό το λουλούδι έκρυβε μέσα στα μεγάλα ξεραμένα πια φύλλα  του , όλη την ελπίδα .        
   Nαι τα είχε καταφέρει . Είχε αντέξει ενάντια σε όλες τις κακουχίες . Τα είχε καταφέρει . Χωρίς τη βοήθεια κανενός ολομόναχο απέναντι σε όλα . Ολομόναχο όπως ήταν και ο ίδιος . Αυτό το λουλούδι που του είχε αρέσει τόσο πολύ έκρυβε μέσα στο κιτρινοκόκκινο άνθος του τόση δύναμη ! Τόση δύναμη που ίσως περίσσευε και γι’ αυτόν λίγη .   
   Το κοίταξε ξανά με μια ματιά γεμάτη θαυμασμό .Θα μπορούσε να του δώσει ξανά ζωή θα μπορούσε να το φροντίσει να γίνει ξανά εκείνο το πανέμορφο φυτό που τυχαία είχε δει σε κάποια βιτρίνα ανθοπωλείου . Μα και εκείνο θα μπορούσε να τον βοηθήσει να παλέψει με την αρρώστια του , να παλέψει για τη ζωή του όπως δεν είχε κάνει ποτέ μέχρι τώρα . Ναι θα τα κατάφερνε . Δεν θα αφηνόταν αυτή τη φορά στο ρεύμα και αυτού του ποταμού . Είχε τη δύναμη να σταθεί για πρώτη φορά με θάρρος στα πόδια του . Θα άνθιζε ξανά μαζί με τον πρώτο πραγματικό φίλο του . Οι δυο τους θα αγωνιζόταν ο ένας για τη ζωή του άλλου . Και θα τα κατάφερναν . Για πρώτη φορά είχε βρει ένα φίλο που θα τον στήριζε στα δύσκολα , όχι με λόγια , αλλά με πράξεις , με το παράδειγμα του . Από εδώ και πέρα η πορεία τους θα ήταν κοινή . Ο αγώνας τους θα ήταν κοινός . Ένιωσε ξαφνικά πόσο ωραία είναι να ελπίζεις . Χαμογέλασε . 
      Μετά γέμισε με νερό ένα ποτήρι και άρχισε να ποτίζει το διψασμένο για ζωή φίλο του .

Σελίδες στην κατηγορία «Πεζός Λόγος»

Οι ακόλουθες 200 σελίδες είναι σε αυτή την κατηγορία, από 207 συνολικά.

(200 προηγουμένων) (200 επομένων)

"

7

A

E

H

I

M

O

R

T

Ά

Έ

Ό

Α

Γ

Δ

Ε

Η

Θ

Κ

Λ

Μ

Ν

Ξ

Ο

Π

Π συνεχίζεται...

Ρ

Σ

Τ

(200 προηγουμένων) (200 επομένων)
Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη