Πλανεύω με απόλαυση (φεύγοντας) - Chcome

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Το προηγούμενο μέρος εδώ.


Τις επόμενες μέρες απέφυγα όσο μπορούσα να συναντηθώ με τον Μίρο και το φίλο του. Εκείνοι εξάλλου ήταν πολύ απασχολημένοι τα πρωινά με τις εργασίες του συμποσίου κι εγώ πολύ απασχολημένος εξερευνώντας με το αυτοκίνητο την τριγύρω περιοχή. Τα απογεύματα δεν ανέβαινα στο εστιατόριο. Ή ζητούσα να μου φέρουν το φαγητό στο δωμάτιο ή έβγαινα από νωρίς έξω.

Κατά τη διάρκεια της επίμονης παραμονής μου μέσα στο ξενοδοχείο γνώρισα τον Άλεξ, έναν δικηγόρο λίγο μεγαλύτερο από μένα και περνούσα πια αρκετό χρόνο μαζί του. Ρίχναμε μαζί κλεφτές ματιές στις τοπικές εφημερίδες που κάθε πρωί ήταν απλωμένες σε ένα μεγάλο τραπέζι με μαντεμένια πόδια, μέσα στον κεντρικό προθάλαμο. Ο ξενοδόχος πρόσφερε σε όλους τους φιλοξενούμενους του ξενοδοχείου του τη χαρά της λαθρανάγνωσης και ως λαθραναγνώστες είχαμε γνωριστεί με τον Άλεξ που έμενε δυο δωμάτια δίπλα από το δικό μου. Ευχάριστος με εκείνη τη φυσική ευγένεια που χαρακτηρίζει τους διακριτικούς ανθρώπους.

Νωρίς κάθε απόγευμα πηγαίναμε μαζί για έναν περίπατο μέσα στα στενά της πόλης, χαζεύοντας μέχρι και τις βιτρίνες κάποιων καταστημάτων, ασχολία που μέχρι τότε δεν είχα σκεφτεί ποτέ να κάνω. Δεν είχα καν φανταστεί πόσο παράξενο είναι τελικά είναι το να κοιτάς, δίχως κάποιον συγκεκριμένο σκοπό, την προθήκη ενός μαγαζιού, μου φάνηκε σαν να κοιτούσα έναν άνθρωπο που πάντα προβάλει μια συγκεκριμένη εμφάνιση, για να έλξει ή να απωθήσει κάποιους άλλους. Πολλά μικροπράγματα, ρούχα, βιβλία, μέχρι και ηλεκτρικές συσκευές σαν να απέκτησαν ξαφνικά ένα ιδιαίτερο νόημα που περικλειε τους περιπάτους μας.

Μπροστά από τη βιτρίνα ενός ντελικατέσσεν λόγου χάρη, μπορούσαμε να κάνουμε την πιο ενδιαφέρουσα συζήτηση. Λες και τα μικρά γυάλινα βαζάκια με τα μικρά μπαλάκια από μαύρο χαβιάρι ή το όμορφα τυλιγμένο κουτάκι ενός συκωτιού χήνας ξεσήκωναν αραχνιασμένες από την αχρηστία ιδέες που κάποτε κατοικούσαν μέσα μας και μας ζέσταιναν. Φαίνεται λοιπόν πως ακόμα υπήρχε αυτή η ζέστη. Το παιδικό ποδηλατάκι σε μια βιτρίνα καταστήματος παιχνιδιών ήταν η αφορμή να συζητήσουμε για την επιρροή της ηλικίας αυτής σε όλα τα επόμενα στάδια της ζωής ενός ανθρώπου. Ένα κρυστάλλινο τασάκι σεταρισμένο με το αντίστοιχο κρυστάλλινο βάζο μας ωθούσε να αναλύσουμε λογής ασύνδετα μεταξύ τους πράγματα, τόσο ασύνδετα που αν τυχόν κάποιος τυχαία κρυφάκουγε την κουβέντα μας θα απορούσε πως είναι δυνατόν να μιλάμε με τόσο θέρμη για φαινομενικά πολύ σοβαρά ζητήματα, μέσα στο δρόμο, κοντοστεκούμενοι λίγο πιο δίπλα από ένα κατάστημα. Μα ίσως αυτό ήταν εν τέλει και το κίνητρο αυτών μας των συνομιλιών. Πως ακόμη και τις πιο φιλοσοφικές-φαινομενικά- θεωρίες τις θεωρούσαμε τόσο ανώδυνες όσο τη θέα ενός λούτρινου αρκούδου ή ενός ζευγαριού δερμάτινων αντρικών παπουτσιών. Καλό είναι να υπάρχουν οι θεωρίες, μάλλον μας άρεσε να παίρνουμε ένα θέμα και να το ξετινάζουμε από όλες τις απόψεις, νοιώθαμε πως μας ένωνε μια κοινή ματιά απέναντι σε πολλά πράγματα. Η ματιά των ανθρώπων που αν τους αφήσεις τυχαία να στροβιλίζονται πάνω σε ένα κομμάτι πάγου, οι κινήσεις τους θα βρουν από μόνες τους τρόπο να συγχρονιστούν. Οι διαφωνίες μας μάλιστα εμπεριείχαν ένα είδος ήρεμης αντιπαλότητας, σαν το υπόγειο ρυάκι που κυλάει γρήγορα κάτω από τους δρόμους μιας πόλης δίνοντας τον μυστικό παλμό της.

Την πρώτη φορά που σταθήκαμε μπροστά στην τζαμαρία ενός παλαιοπωλείου τράβηξε την προσοχή μου μια πολύ όμορφη μπρούτζινη γάτα ορθοστάτης, που στέκονταν ξαπλωμένη νωχελικά στη βιτρίνα. Τα μάτια μου είχαν φαίνεται κολλήσει εκεί για αρκετή ώρα, ίσως σκεφτόμουν και κάτι άλλο όταν ο Άλεξ με ρώτησε αν αισθάνομαι καλά. Είχα κουνήσει αρνητικά το κεφάλι, περισσότερο από συνήθεια μα επέμενα να κρατώ κολλημένο το βλέμμα μου εκεί. Ίσως τελικά να μην κοιτούσα τη γάτα. Ίσως και να σκεφτόμουν κάτι άλλο. Μπορεί και να μετρούσα τον Άλεξ και το πώς θα έπρεπε να χειριστώ αυτόν τον απογευματινό περίπατο μαζί του.

Δε μου αρέσει να ανοίγομαι στους ανθρώπους, πάντα κρατώ διακριτικές αποστάσεις, ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες των ανθρώπων που με θεωρούν καλό φίλο τους, πάντα τραβάω μια αόρατη γραμμή μέχρι την οποία μπορώ εγώ να πάω και εκείνοι να πλησιάσουν. Όχι πέρα από αυτή τη γραμμή, -ούτε εγώ ούτε αυτοί - δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο, προτιμώ να αντικρύζω μόνος τον εαυτό μου. Δεν είναι αναγκαίες οι φιλίες ακόμη και σε αυτό. Κάποιοι άνθρωποι προσπαθούν, σχεδόν απεγνωσμένα να με σύρουν πέρα από τη γραμμή. Το νοιώθω πόσο σκληρά το προσπαθούν, με κινήσεις παιδιού που πνίγεται μέσα στο νερό χτυπώντας άτσαλα τα άκρα του.

Θαρρούν πως είναι ικανοί να τραβήξουν οποιονδήποτε στον δικό τους απερίφραχτο χώρο, όσο και αν αντιστέκεται αυτός και με όποιον τρόπο και αν το κάνει. Αυταπατώνται πως αφήνουν τον χώρο τους απερίφραχτο, θεωρώντας αυτή τους την ανεμελιά ως την καλύτερη έκφραση αθωότητας και καλής διάθεσης. Πόσο αθώος μπορεί να είναι κάποιος που θεωρεί τον εαυτό του ξεκλείδωτη πύλη, που προσφέρεται ως αφύλακτο πέρασμα πιστεύοντας πως οι υπόλοιποι θα εναρμονιστούν τελικά με τις δικές του αντιλήψεις περί κατάργησης των νοητών ορίων που υπάρχουν στην αλληλοπροσέγγιση των ανθρώπων και όλα αυτά μόνο και μόνο επειδή αυτός τους καλεί να πράξουν έτσι; Ακόμη και την οριοθέτηση που οι άλλοι θέτουν, προσπαθούν να την σβήσουν ή να προσποιηθούν πως δεν υπάρχει.

Δεν μπορώ να εμπιστευτώ τέτοιους ανθρώπους και δεν θέλω να με εμπιστεύονται. Δεν απαιτώ. Τέτοιες σκέψεις έκανα το απόγευμα της πρώτης μας κοινής βόλτας με τον ‘Αλεξ μέσα στην πόλη. Αλλά ευτυχώς η διαισθησή μου είχε αποδειχτεί σωστή για μια ακόμη φορά. Ο Άλεξ ήταν εξαιρετικά διακριτικός άνθρωπος και κυρίως ικανός να δέχεται αλλά και να δίνει αυτό που λέμε “καλές πάσες” στην πορεία οποιασδήποτε κουβέντας. Με έκανε για λίγο να απωθήσω στο πίσω μέρος της μνήμης μου τη δυσάρεστη σκηνή στο εστιατόριο και τα τόσο οδυνηρά για μένα λόγια που είχαν ειπωθεί εκεί.

Είχα σχεδόν ξεχάσει το περιστατικό, προσπαθώντας να μην το σκέφτομαι, υποκρινόμενος πως ήταν κάτι ανάξιο σημασίας. Οι υπόλοιπες ημέρες κύλησαν ήρεμα. Δεν ξαναμίλησα με το Μίρο, είχε κιόλας φύγει νωρίτερα από μένα, αφού οι εργασίες του συνεδρίου είχαν λήξει πριν από την ημερομηνία της αναχωρησής μου. Η παρέα του Άλεξ εξακολουθούσε να είναι η μοναδική αχτίδα στη μοναξιά αυτών των διακοπών. Προσπαθούσε να με πείσει πως ήταν φιλάσθενος και πως οι μακρινές βόλτες ενδείκνυνταν από κάποιον γιατρό που τον παρακολουθούσε ως πρώτης τάξεως αναζωογονητικό της φυσικής του κατάστασης. Βλέποντάς τον να προχωρά μάλλον ζωηρά και να ενδιαφέρεται για το κάθε τι που συνέβαινε γύρω μας, μόνο την εντύπωση του φιλάσθενου δεν έδινε. Αντιθέτως σιγά σιγά διέκρινα έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να ονομαστεί και ελαφρώς υποχόνδριος. Μπορώ να πω μάλιστα πως διασκέδαζα, χωρίς να το δείχνω φυσικά, με τον ορκισμένο πόλεμο που είχε κηρύξει σε κάθε λογής μικρόβια, μέχρι και σε αυτά που ελόχευαν απειλητικά πίσω από καλογυαλισμένα πόμολα αλλά και με την καθημερινή του μουρμούρα σχετικά με κάποια αρρώστια που ήδη τον ταλαιπωρούσε ή τον απειλούσε. Και οι χειρότερες, οι πιο ύπουλες από όλες τις αρρώστιες ήταν εκείνες που επρόκειτο να έρθουν, ποτέ αυτές που είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους γιατί η απειλή μιας κατάστασης είναι πάντα χειρότερη από κάθε παγιωμένη κατάσταση. Η αναμονή ενός καρδιακού επεισοδίου ήταν δραματικότερη και από το ίδιο το καρδιακό επεισόδιο, που δεν ερχόταν ποτέ.

Υπήρχαν στιγμές που ήθελα να γελάσω όταν ένα ξαφνικό φτάρνισμα σήμαινε την καταστροφή του ανοσοποιητικού του συστήματος μα αντί για αυτό, κουνούσα γεμάτος κατανόηση το κεφάλι. Δεν του έλεγα αυτά που λέγονται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, όπως «ωχ, καημένε, είσαι υπερβολικός», «μπα, τίποτα δεν έχεις, μην το σκέφτεσαι» και διάφορα άλλα τέτοια παρόμοια τα οποία ποτέ δεν μπόρεσα να ξεστομίσω απέναντι στις μικρές ανθρώπινες μονομανίες. Νομίζω πως οι μονομανίες μας υπάρχουν και γεννιούνται ως ένας τρόπος προσέλκυσης της προσοχής, τον βρίσκω πολύ τρυφερό αυτόν τον τρόπο και καθόλου κραυγαλέο. Τον άκουγα με προσοχή όσες φορές και να μου έλεγε πόσο του πονούσαν τα κόκκαλα, χωρίς να δείχνω το παραμικρό σημάδι δυσαρέσκειας. Δυσαρέσκεια... η πιο χοντροκομμένη εκδήλωση φυσικής αγένειας. Όπως υπάρχει η τόσο δυσεύρετη πια φυσική ευγένεια, υπάρχει και ο αντιποδάς της, η φυσική αγένεια, που χαρακτηρίζει ανθρώπους ασχέτως τάξης, ασχέτως ηθικού προσανατολισμού τους. Και φανερώνονται και οι δύο, όπως όλα τα φυσικά πράγματα, μέσα από τις πιο μικρές κινήσεις, μέσα από τα πιο ανεπαίσθητες αποχρώσεις βλεμμάτων και φωνών.

Το γεγονός ότι δεν τον ρωτούσα για το τι είπε ο γιατρός για την περίπτωσή του –σε αυτές τις περιπτώσεις οι γιατροί δεν γνωρίζουν τίποτα, ο ρόλος τους είναι ιδιαιτέρως σκοτεινός- τον έκανε να με ευγνωμονεί σιωπηλά και να ανακουφίζεται από την παρουσία μου δίπλα του. Μόνο έναν γιατρό εμπιστευόταν, τον αδελφό του, ο οποίος στα σίγουρα ήξερε που ακριβώς βρισκόταν η πραγματική του αρρώστια και καταπράυνε τα «συμπτωματά» της με πολύ γενικόλογες οδηγίες που όμως ακολουθούνταν λατρευτικά από τον Άλεξ. Ναι, στα σίγουρα γνώριζε καλά το ποιόν της ασθένειας του αδελφού του αλλά και πώς να συγκρατεί τις εξάρσεις της.

Αλλά ποιος ξέρει και εγώ ποια μικρή μανία θα έβγαζα προς τα έξω, χωρίς να τη συνειδητοποιώ; Ο Άλεξ σε ανύποπτο χρόνο μου είχε επισημάνει πως περπατούσα με πολύ νευρικό τρόπο, πως κοιτούσα τριγύρω μου το ίδιο νευρικά, πως μερικές φορές οι κινήσεις μου έδειχναν ότι κατέχομαι από μια περίεργη αμηχανία η οποία όμως δεν έστεκε πουθενά. Ποιος ξέρει; Ίσως και να έμοιαζα με αυτά τα παράξενα, χρωματιστά, παραδείσια πουλιά που κινούν ανήσυχα τον μακρύ λαιμό τους προς όλες τις κατευθύνσεις, προσπαθώντας να μην εστιάσουν ούτε για ένα δευτερόλεπτο τους αστείους βολβούς των ματιών τους σε συγκεκριμένο σημείο. Ποιος ξέρει; Ίσως να μου έλειπε μονάχα ένα φανταχτερό μαύρο λοφίο στο κεφάλι, αυτά που μοιάζουν σα φτερωτές βεντάλιες, για να γίνω ένα από αυτά τα πουλιά.

Φύγαμε μαζί με τον Άλεξ από το ξενοδοχείο. Δεν είχε έρθει με το δικό του αυτοκίνητο και έτσι συνταξιδέψαμε μέχρι την μεγάλη πόλη όπου κατοικούσαμε και οι δύο. Είχαμε ήδη ανταλλάξει τηλέφωνα και υποσχέσεις πως θα συνεχίζαμε τους περιπάτους μας. Και έτσι έγινε. Ο Άλεξ έγινε πια αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου, όχι μόνο για τους λόγους μιας αντρικής φιλίας που άνθιζε, μα γιατί οι καταστάσεις θέλησαν να μού παίξουν περίεργα παιχνίδια, καθιστώντας μου απαραίτητη την επαγγελματική ιδιότητα του αδελφού του.



Η επιστροφή από τις διακοπές μου έφερε όπως ήταν αναμενόμενο –και ας έκανα πως δεν το έβλεπα- την πρώτη μεγάλη σοβαρή μου σύγκρουση με τη Μιναλού. Τη βρήκα ταραγμένη να προσπαθεί να αποφεύγει με παιδαριώδη τεχνάσματα κάθε προσπάθεια συζήτησης σχετικά με το διάλογο που είχε διαμειφθεί στο ξενοδοχείο μεταξύ του Μίρο, του φίλου του και εμένα. «Μη με πιέζεις» ήταν η μόνιμη επωδός στα χείλη της για να κάνει πέρα κάθε κουβέντα σχετικά. Η φράση κλειδί όλων όσων φοβούνται ή βαριούνται να προχωρήσουν είναι το «μη με πιέζεις». Ακούγεται τόσο απειλητική μέσα στην κοφτή αυτή συντομία της. Ξέρω πια όταν ακούω αυτή την τόσο αντιπαθή φράση πως έχω απέναντι μου κάποιον που, μέσα από ένα είδος αφελούς πονηριάς –όσης ακριβώς κρύβεται μέσα σε αυτές τις τρεις λέξεις-, δεν είναι ικανός να αντέχει ή να ξεχνά. Χαμένη περίπτωση για μένα τώρα πια. Μα τότε επέμενα με μανία, τη μανία ίσως του ανθρώπου που υποψιάζεται και δεν σιγουρεύεται, να βολιδοσκοπώ τις αντιδράσεις που της ξεσήκωνα ξαναφέρνοντας επίμονα στο καθημερινό μας προσκήνιο τον ξενοδοχειακό διάλογο, επέμενα να βρω άκρη και απαντήσεις. Τσακωθήκαμε τόσο έντονα που η Μιναλού ξανάκανε το γνωστό της κόλπο. Εξαφανίστηκε. Μα αυτή τη φορά εγώ δεν είχα τις γνωστές αντιδράσεις γύρω από την εξαφάνισή της. Δεν την έψαξα. Δεν την πήρα ούτε ένα τηλέφωνο, δεν πέρασα από το σπίτι της. Ο έρωτας που ένοιωθα για αυτήν είχε σκεπαστεί από το πέπλο του θυμού μου λόγω της ανικανότητάς μου να βγάλω άκρη... [...]

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη