Η παρατήρηση (chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Η Μιναλού, όπως ακριβώς το περίμενα δεν ήρθε να με βρει. Επικαλέστηκε τον μεγάλο φόρτο της δουλειάς της, ήξερα πως δεν έλεγε ψέματα μα κάτι με ενόχλησε και ας ήξερα πως δεν ήταν λογικό να με πειράξει. Το πρωινό που μου τηλεφώνησε για να μου πει πως όχι δεν θα έλθει και να μην της στέλνω τέτοια μηνύματα και την ξεσηκώνω, μου χάλασε όλη η διάθεση. Κάθισα για αρκετή ώρα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, άνοιξα λίγο το παράθυρο, φυσούσε ψυχρός χειμωνιάτικος αέρας μα στην ατμόσφαιρα πλανιόταν η ανεπαίσθητη μυρωδιά της επερχόμενης άνοιξης. Σκεφτόμουν και ξανασκεφτόμουν τα λόγια της “όχι ξέχασέ το, δεν μπορώ να έλθω, ξέρεις πως κάτι τέτοιο θα σήμαινε το τέλος της δουλειάς μου, δεν πρόκειται να προλάβω ούτε μέχρι τη μέση να το φτάσω”. Αναθεμάτισα τους Ιταλούς λογοτέχνες που την είχαν μπλέξει αυτή τη στιγμή και την κρατούσαν μακριά. Και δεν μπορούσα καν να τη βοηθήσω. Τα Ιταλικά μου ήταν φτωχά σε σχέση με τα δικά της, οποιαδήποτε προσπάθειά μου για βοήθεια στη μετάφρασή της θα ήταν σαν την προσπάθεια ενός παιδιού να αποκρυπτογραφήσει το Χάμσουν Κνουτ και την τρέλα της πείνας του. Ένοιωθα λίγο σαν τον ήρωά του τώρα εκεί κλεισμένος μέσα σε ένα δωμάτιο, με έναν παράλογο εκνευρισμό να μου χτυπάει τα μηνίγγια και την αίσθηση πως πρέπει κι εγώ να βγω να πάρω τους δρόμους χωρίς σκοπό, μόνο και μόνο για να παρασυρθώ από την φρενίτιδα που φούσκωνε στη σκέψη μου εκείνα τα λεπτά. Μέσα στο δωμάτιο υπήρχε ένα μεγάλο στρογγυλό λαμπατέρ, τοποθετημένο σε κάποια γωνία ως διακοσμητικό στοιχείο, μα μου φάνηκε πως έστεκε παράταιρο και ερεθιστικό για τα νεύρα μου. Σπατάλησα ένα δεκάλεπτο προσπαθώντας να βρω τη σωστή θέση για το ηλίθιο λαμπατέρ αλλά στο τέλος κατέληξα να το βγάλω έξω στην βεράντα. Τουλάχιστον να μην το βλέπω.

Τα απόγευμα αποφάσισα να μείνω στο εστιατόριο του ξενοδοχείου για φαγητό. Δεν είχα καθόλου όρεξη να βγω έξω. Το εστιατόριο ήταν στον τελευταίο όροφο. Σε άλλες περιστάσεις θα με ενθουσίαζε η ωραία θέα της πόλης μα τώρα δεν έδωσα καμία σημασία. Το μυαλό μου είχε κολλήσει στην παρατήρηση των λευκών τραπεζομάντηλων και στο αν ήταν σωστά στρωμένα. Με μανία έψαχνα σχεδόν για μια άκρη υφάσματος που θα περίσσευε κρεμασμένη λίγο στραβά προς τα κάτω ή για κάποια άλλη άκρη λίγο περισσότερο ανασηκωμένη απ 'όσο θα έπρεπε. Διόρθωσα με επιμελείς κινήσεις το δικό μου τραπεζόμαντηλο όσο μπορούσα καλύτερα. Πρόσεξα από την απέναντι πλευρά της αίθουσας έναν άντρα που με κοιτούσε περίεργα, σαν να έβλεπε κάτι το παράδοξο επάνω μου που είχε μαγνητίσει την προσοχή του. Αναρωτήθηκα μήπως πρόσφερα γελοίο θέαμα με την εμμονή μου να στρώνω για ώρα τις πτυχώσεις του τραπεζόμαντηλου και ντράπηκα αμέσως σαν να συνειδητοποίησα την ανοησία της μικρής αυτής ιδιοτροπίας μου. Αμήχανος γύρισα το κεφάλι μου προς την άλλη μεριά. “Θεε μου» συλλογίστηκα «λες και αρχίζω να χάνω το μυαλό μου ώρες-ώρες!”

Επέπληξα αυστηρά τον εαυτό μου για την απρόσεκτη αυτή εκδήλωση μονομανίας δημοσίως και υποσχέθηκα σιωπηλά να είμαι προσεκτικός. Πάντα με ενοχλούσαν τα αδιάκριτα βλέμματα των άλλων ανθρώπων, δεν υπήρχε συνεπώς λόγος να τα τραβάω από μόνος μου. Αν και ξαφνικά ένοιωσα ένα κύμα οργής να με πλημμυρίζει. Οργή για την πηγή της αδιακρισίας αυτού του άντρα. Γιατί να είχε το δικαίωμα να με κοιτάει έτσι και μάλιστα τη στιγμή που είδε πως παρατήρησα την αδιακρισία του; Σαν να ήθελε να γίνει ακόμη περισσότερο προκλητικός συνέχιζε να με κοιτάζει. Ναι, πραγματικά ένοιωθα θυμό και πίεσα τον εαυτό μου να στρέψει τις σκέψεις του αλλού.

Μια απότομη δυνατή φωνή με επανέφερε σε μια πιο κοντινή πραγματικότητα, στην καρέκλα που βρισκόταν το σώμα μου. «Επ, φίλε καλησπέρα”

Ένοιωσα ένα χέρι να αγγίζει την πλάτη μου και σε δευτερόλεπτα είδα το πρόσωπο του Μίρο μπροστά μου. Με τρόμο σχεδόν σκέφτηκα πως λόγω της περίπτωσης θα έπρεπε να τον προσκαλέσω να καθίσει μαζί μου. Συνοδευόταν από έναν ψηλό γκριζομάλλη άντρα, ντυμένο αρκετά ανάλαφρα για τέτοια εποχή και κρατούσε στο χέρι του ένα από εκείνα τα ψιλά φτηνά πουράκια που η μυρωδιά τους με έκανε να δυσφορώ.

“Να σας συστήσω” συνέχισε ο Μίρο

Επρόκειτο για έναν συγγραφέα που παρακολουθούσε το συμπόσιο. Αρκετά γνωστός ως όνομα. Είχε κάποια συμπαθητικά βιβλία στο ενεργητικό του μα τίποτα παραπάνω.
Τώρα που τον έβλεπα από κοντά κατάλαβα πως ίσως ποτέ δεν θα μπορούσε να γράψει τίποτα περισσότερο από ένα μέτριο βιβλίο. Το πρόδιδε η αδυναμία της ματιάς του και ο τρόπος που έσφιγγε το χέρι. Ένας άνθρωπος χλιαρός που αντίκριζε τους άλλους με ένα βλέμμα χαμένο, ασταθές μέσα στην πλήξη του. Έχωνε συνεχώς το χέρι του μέσα στα μαλλιά του θέλοντας να τα ανασηκώσει αν και πρόσεξα ότι στην πραγματικότητα δεν τον ενοχλούσαν, περισσότερο μια νευρική κίνηση ήταν. Φορούσε ένα μεγάλο ακριβό ρολόι στον αριστερό του καρπό και είχε τα μανίκια του πουκαμισού του ανασηκωμένα ως τον αγκώνα σχεδόν. Θα πρέπει να του έσφιγγαν το χέρι με τον τρόπο που τα είχε γυρίσει. Αναγκαστικά τους προσκάλεσα να καθίσουν μαζί μου και να με συνοδεύσουν στο φαγητό μου αν και η παρουσία του Μίρο δίπλα μου και τα αλεπουδίσια μάτια του, μού δημιουργούσαν μόνο μια ακατανίκητη επιθυμία να σηκωθώ και να φύγω. Φαντάστηκα την έκπληξή του και τη σφοδρή αντιπάθεια που θα του γεννούσα αυτομάτως, αν έκανα κάτι τέτοιο.

Στην αρχή είπαμε όλες τις τυπικότητες που λέγονται σε αυτές τις περιπτώσεις, μιλήσαμε για τη θερμοκρασία, για την κίνηση που είχε η πόλη, για το ταξίδι τους μέχρι εδώ, για το ξενοδοχείο. Μέχρι που ο Μίρο θεώρησε καλό να περάσει και σε πιο προσωπικά θέματα. Το βλέμμα του με κοιτούσε κατευθείαν στο κέντρο του δικού μου βλέμματος. Θα μπορούσα να ορκιστώ πως τα ρουθούνια του τρεμόπαιζαν νευρικά καθώς άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει, σβήνοντας παράλληλα με μια έντονη κίνηση το μικρό του πούρο στο τασάκι. Το πάτησε με όλη του τη δύναμη σαν να προσπαθούσε να σβήσει μια πιθανή εστία φωτιάς.

- Η ποιήτριά σου πως και δεν ήλθε στο συμπόσιο;

Ταράχτηκα τόσο στο άκουσμα αυτής της ερώτησης που για λίγο δεν ήξερα πώς να αντιδράσω, τι να πω. Το αίμα μου εκτινάχτηκε ξέφρενα ζεστό μέσα στις φλέβες μου σαν λάβα που δεν κρατιέται κι αισθάνθηκα τον ρυθμό των παλμών μου να τρελαίνεται. Σίγουρα φάνηκε στην έκφρασή μου όσο κι αν προσπάθησα να μην το δείξω. Ήταν ολοφάνερο πως το πρόσωπο του Μίρο χαιρόταν για αυτό το θριαμβευτικό και ξαφνικό χτύπημα που με ζάλισε. Θα μπορούσα ίσως να πω πως βρήκα την αυτοκυριαρχία μου γρήγορα, όπως πάντα έκανα σε τέτοιες περιπτώσεις, μα δεν τη βρήκα, ήταν από τις ελάχιστες φορές που δεν μπορούσα να τη βρω. Το στόμα μου παρέμεινε πεισματικά κλειστό, τα ζυγωματικά μου σχεδόν έτριζαν από την ένταση, έτοιμα να σπάσουν το σαγόνι που τους αντιστέκονταν σφιγμένο και τα μάτια μου κοιτούσαν έκπληκτα το Μίρο. Εκείνη η έκπληξη δεν μπορούσε με τίποτα να φύγει, λες και είχε απομείνει χαραγμένη μέσα στο βλέμμα μου. Κι όσο ήθελα να τη διώξω, τόσο εκείνη παρέμενε πεισματικά κολλημένη στο πέρασμα των βασανιστικών δευτερολέπτων που μεσολάβησαν μέχρι να ξαναμιλήσει o Μίρο:

- Θα αναρωτιέσαι πως ξέρω για τη «Μιναλού»...

Ο συγγραφέας που συνόδευε το Μίρο έβγαλε ατάραχος ένα πακέτο τσιγάρα μέσα από το τσαντάκι του και το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι. Είδα πως κοιτούσε αδιάφορος προς την πόρτα. Οι κινήσεις του ήταν ράθυμες, κινήσεις ανθρώπου που γνωρίζει τα πάντα και πλέον βαριέται να τα ξανασυναντά. Όλη αυτή η αργοπορία στις κινήσεις του ήταν λες και γινόταν επίτηδες για να εξάψει ακόμη περισσότερο τη νευρικότητα που με είχε καταλάβει. Νευρικότητα που λίγο απείχε από τη λύσσα, τουλάχιστον έτσι την ένοιωθα, κάτι έντονο να ξεκινά από την κοιλιά, κάτι που πάλευε να μου σκίσει το στήθος... Ήξερε και το χαϊδευτικό της όνομα... Το όνομα που τη φώναζα μόνο εγώ. Ο ιδρώτας πλημμύρισε τις ρίζες των μαλλιών μου κι άρχισε να κατεβαίνει προς το πρόσωπο. Ήθελα έντονα να σκουπίσω τα μαγουλά μου και τους κροτάφους μου με κάποιο μαντήλι αλλά γιατί να έδινα στόχο; Αν μπορούσα θα τον άρπαζα από το γιακά εκείνη την ώρα που με κοιτούσε με ξεκάθαρη την ειρωνεία στην έκφρασή του κι ας μη μου είχε δώσει ακόμη εξήγηση. Κι ας υπήρχε ίσως εξήγηση. Το όνομα της Μιναλούς να προφέρεται με αυτόν τον τρόπο από τα χείλη του μού ήταν αρκετό για να θέλω να τον εξαφανίσω από μπροστά μου. Να σβήσω την εικόνα του με τον πιο βίαιο τρόπο.

- Φαντάζομαι πως όλο και σε κάποια ποιητική συγκέντρωση, σε κάποια εκδήλωση θα έχετε συναντηθεί...

Η φωνή μου δεν ακούστηκε πολύ δυνατή αν και προσπάθησα να είναι, γιατί ήθελα να δώσω βεβαιότητα ή ανεμελιά σε αυτό που είπα. Ο άντρας δίπλα από το Μίρο χαιρέτησε χαμογελώντας κάποιον γνωστό του που μπήκε στο εστιατόριο.

Ο Μίρο χαμογέλασε.

- Έλα τώρα αγαπητέ μου φίλε και παλιέ συμφοιτητή...

Το χαμόγελο μεγάλωσε στα χείλη του, το ίδιο κι ο σαρκασμός του. Σκέφτηκα πόσο άθλιος και βρωμερός έδειχνε, πόσο αντιπαθητικός μες στην δήθεν κρυφή μεγαλομανία του, μα την τόσο επιδεικτική και κραυγαλέα μέσα από το ύφος του και τις κινήσεις του. Στα σίγουρα ήθελα να τον δω να ματώνει. Τα χέρια μου, χριστέ τα χέρια μου σαν να άρχιζαν ξαφνικά να αποκτούν δική τους βούληση. Πρώτη φορά ένοιωθα πως δεν υπήρχε όσος έλεγχος ήθελα. Πίεσα με δύναμη προς τα κάτω το τραπέζι, χωρίς να σκεφτώ πως αυτό θα μπορούσε να γίνει εύκολα ορατό.

- Όλοι στον κύκλο μας ξέρουν τη σχέση σας. Η Μιναλού συχνάζει στα στέκια μας, εσύ είσαι καθηγητής στο πανεπιστήμιο, ε, μερικά πράγματα δεν είναι δύσκολο να μαθευτούν. Συμπαθέστατη πάντως και έχει δυνατότητες.

Ίσως το κρανίο μου να μπορούσε να ανοίξει στα δύο, από την ένταση που όλο και μεγάλωνε. «Συμπαθέστατη κι έχει δυνατότητες». Μα πως ήταν δυνατόν να μιλάει αυτό το τέρας για τη Μιναλού, να εκφέρει άποψη για τη γραφή της, να εκφράζει γνώμη για τον χαρακτήρα της με τόσο τάχα μεγαλόψυχο τρόπο, τον τρόπο του ανώτερου προς τον κατώτερο; Το ζεστό ποτάμι ενός τυφλού θυμού κύλησε από το λαιμό μου καίγοντάς τον και απλώθηκε στο στέρνο μου.

- Η Μιναλού είναι εξαιρετική, του είπα μόνο. Εξαιρετική ποιήτρια.

Στο μυαλό μου το μόνο που τριγύριζε τώρα ήταν πως είναι δυνατόν να ξέρει το μυστικό της όνομα, πως κατάφερε να μάθει το χαϊδευτικό ψευδώνυμο που της είχα χαρίσει σε μια τρυφερή μας στιγμή; Ήξερε άραγε και την αγάπη της για τις γάτες; Την αγάπη της για τον Γέητς που με έκαναν να της δώσω αυτό το όνομα; Είχε προσέξει ίσως και τον τρόπο που έπαιζε με τα μαλλιά της όταν αφηρημένη διάβαζε κάποιο βιβλίο ή μια εφημερίδα; Τον τρόπο που σταύρωνε τα πόδια της ανασηκώνοντας ελαφρά προς τα πάνω το δεξί της πέλμα στρέφοντας λιγάκι τον αστράγαλο;

Ο θυμός αυτός με έκανε να μην μπορώ να σκεφτώ πια. Κρατιόμουν με νύχια και δόντια να μην τον αρπάξω βίαια πλησιάζοντας το πρόσωπό του στο δικό μου. Μπορούσα όμως ακόμη να δείχνω ψυχραιμία τη στιγμή που μέσα μου είχε ξεσηκωθεί τόση ταραχή ώστε δεν μπορούσα να καταλαγιάσω τον βόμβο που ζάλιζε το κεφάλι μου σαν τεράστιο βουητό από πολλές μέλισσες μαζί. Ένα μελίσσι είχε μπει μέσα από το αυτί στο εσωτερικό του κεφαλιού μου... ναι... αυτό είχε συμβεί... Σχεδόν τις άκουγα σαν ουρλιαχτό...

- Την ξέρεις καιρό; ρώτησα καθώς ο σερβιτόρος ήρθε να για να γράψει την παραγγελία μας.

Κοίταξε τον φίλο του που τόση ώρα άκουγε αμίλητος και έδειχνε να βρίσκεται αλλού. Δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω ένα βλέμμα κρυφής συνενοχής μεταξύ τους. Ήταν στιγμιαίο σαν το πετάρισμα μιας πεταλούδας μα η τεταμένη ψυχική μου κατάσταση με έκανε να έχω τέτοια οξύνοια που δεν μπορούσα να χάσω οποιαδήποτε κίνηση. Έβλεπα τα πάντα μέσα από μια μεγέθυνση. Υπήρχε μπροστά μου το κοίλο κάτοπτρο ενός τεράστιου φακού που μου επέτρεπε ακόμη και το πιο ασήμαντο νεύμα να το δω πολλαπλασιασμένο ως αντανάκλαση πολλών αντίγραφων της ίδιας εικόνας.

- Μου τη σύστησε ο Πολάν.

Ο Πολάν χαμογέλασε μάλλον ευγενικά μα το βλέμμα του ξανά έπεσε αλλού. Πάλι αργά έβγαλε ένα τσιγάρο από το πακέτο του και άναψε φυσώντας τον καπνό στραβώνοντας λιγάκι τα χείλη του για να βοηθήσει την έξοδο.

- Είμαστε παλιοί γνώριμοι, απάντησε μόνο αδιάφορα.

Το υπόλοιπο του δείπνου κύλησε σε μια πρωτόγνωρη αγωνία και αναστάτωση για μένα. Κοιτούσα συνεχώς το ρολόι, δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσω πάλι στο δωμάτιό μου. Να την πάρω τηλέφωνο. Να μου πει, να μού εξηγήσει πως ήταν το δυνατόν το όνομα Μιναλού να το γνωρίζει και κάποιος άλλος, κάποιοι άλλοι μάλλον που είχαν το θράσος να το συζητούν μπροστά μου.

«Ίσως να το είχα αναφέρει κάποια στιγμή μπροστά τους, δεν ξέρω, δεν θυμάμαι... μα τι σε έπιασε τώρα;”

Ναι, βέβαια αυτό ήταν. Σε κάποια συζήτηση τι πιο φυσικό από το να αναφέρει το κρυφό της όνομα; Αυτό που τη φώναζε ο εραστής της; Αυτό που της έλεγε ψιθυριστά με ερωτική φωνή όταν έσκυβε να της φιλήσει τα μαλλιά, όταν την αγκάλιαζε απ’ τους ώμους μέσα στον κινηματογράφο. Το ψέμα της, το ολοφάνερό της ψέμα με εξαγρίωσε για τα καλά. Δεν μπορούσα να την πιέσω να μου πει τίποτα περισσότερο και δεν μου αρέσαν οι καυγάδες. Ίσως αν ήταν εκεί να είχαμε ήδη τσακωθεί, ποτέ δεν γλύτωνα ένα τσακωμό μαζί της όταν ήμασταν τετ α τετ, όσο κι αν δεν ήθελα να καυγαδίσω κατάφερνε πάντα να μου προκαλεί την ταραχή που φέρνει ένας θυμός. Μα τώρα από το τηλέφωνο μου φαινόταν αληθινά αστείο, γελοίο να φωνάζω, να την ακούω να φωνάζει, να μαλώνουμε, να χτυπάμε ίσως τα ακουστικά με μανία καθώς θα διακόπτουμε αλλόφρονες τη συνομιλία μας. Μίλησα ήρεμα μα εκείνη κατόρθωσε να διακρίνει την ταραχή στη φωνή μου, να αποκρυπτογραφήσει το ανεπαίσθητο σβήσιμό της στο τέλος κάθε ερώτησης.

«Δεν υπάρχει λόγος να ζηλεύεις. Πραγματικά είναι κάτι ασήμαντο. Ούτε που θυμάμαι πως και που το ανέφερα. Έλα τώρα αγάπη μου»

Μα μπορούσα κι εγώ να την αποκρυπτογραφώ, έπιασα κι εγώ το κρυφό τρεμούλιασμα καθώς πρόφερε κάποιες λέξεις, άκουσα με τεταμένη προσοχή την αλλαγή της ανάσας της μέσα από το ακουστικό.


Συνέχεια από το Β' μέρος του “πλανεύω με απόλαυση”

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη