The Hawk (chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Συνέχεια από το «Πλανεύω με Απόλαυση»
www.regina-rosas-amat.blogspot.com


Νομίζω πως πέρασα σε αυτήν την κατάσταση αρκετές μέρες. Τα πρωινά μέσα σε μια παράξενη σύγχυση, ανακαλούσα στη μνήμη μου απίθανα μακρινά γεγονότα, κολλούσα σε ξαφνικά χτυπητές λεπτομέρειες που μπορεί να είχαν μείνει απαρατήρητες εδώ και χρόνια. Μια αντρική κνήμη που είχε κουνηθεί νευρικά, κάποια πεταμένα πράγματα στο πίσω μέρος της αυλής, αμάζευτα για μέρες –μα ποιος μπορεί να τα είχε αφήσει έτσι και γιατί-, το βιαστικό τηλεφώνημα μιας γυναικείας φωνής που ζητούσε τον πατέρα μου, ένα ηλίθιο μονόφθαλμο γατί, που ο γιος μου του φορούσε λουρί σκυλιού, σέρνοντάς το στα σκαλιά.

Είναι απίστευτο, μοναδικό, ναι γιατί όχι, μοναδικό, το πόσο διαυγείς εμφανίζονται μπροστά στα μάτια κάποιες πολύ μεμονωμένες σκηνές που ίσως τότε που πρωτοδιαδραματίστηκαν είχαν από μόνες τους μια αμυδρή ακαθόριστη θαμπάδα. Ήταν σκηνές ασήμαντες, σκηνές βαρετές, μπορεί να υπήρξαν και ανύπαρκτες στον καμβά κάποιων μεγαλύτερων. Πιο απίθανο είναι το γιατί εμφανίζονται. Τόσο αναπάντεχες, τόσο διάφανες ζητώντας το καθυστερημένο μερίδιό τους στην προσοχή. Όταν όλες οι μεγαλύτερες αρχίζουν να καταρρέουν. Να μην υπάρχει το σύνολό τους, το κέντρο που σημάδευε η καθεμιά από αυτές, μα πολύ μικρότερα κομμάτια που αποτέλεσαν ξεχωριστά σημεία σύνδεσης των μεγαλύτερων, χωρίς ποτέ κανείς να αντιληφθεί στα σοβαρά το σημαντικό λόγο της ύπαρξής τους. Το λόγο που πια άρχισα να αντιλαμβάνομαι με τον τρόπο που ένας άπιστος αντιλαμβάνεται σιγά σιγά μέσα του την υποψία της πίστης να του αποκαλύπτεται και ανατριχιάζει μυστικά μπροστά στη συνειδητοποίηση της νέας αυτής καταληψίας.

Την πρώτη φορά πέρασα ένα ολόκληρο πρωί προσπαθώντας να ανασυνθέσω και να εξετάσω σα σύνολο μια παλιά εικόνα μου, ο εαυτός μου να φτυαρίζει με ένα αστεία μεγάλο φτυάρι σωρούς από χώμα που έφραζαν το μικρό παραθυράκι του υπογείου στο πατρικό μου σπίτι. Νομίζω ήταν ένα απόγευμα με τα παιδιά εκεί. Δε θυμάμαι για ποιο λόγο γινόταν το φτυάρισμα, δε θυμόμουν γιατί είχα βρεθεί εκεί μόνος με τα παιδιά, υπήρχε μια ερημιά στην εικόνα μου, κάτι σαν ελαφρά ψυχρός αέρας που έχει μείνει στάσιμος πάνω από ένα μέρος. Μα ήταν τόσο σημαντικό να θυμηθώ τις λεπτομέρειες. Το ξύλινο σαπισμένο πλαίσιο του παράθυρου, η άσχημη οσμή που αναδύθηκε απότομη όταν έφυγε όλος ο σωρός από το χώμα και το σπασμένο παράθυρο άφησε να ξεχυθεί προς τα έξω η μουχλιασμένη μυρωδιά της χρόνιας υγρασίας. Το χρώμα από τις μπότες που φορούσα τότε, όχι πρέπει να ήταν γαλότσες, φαρδιές σκουροπράσινες γαλότσες με μια οριζόντια μπλε ρίγα στο μπροστινό μέρος, λίγο πιο κάτω από τη μέση της γάμπας, το πώς με ενοχλούσαν που ήταν μεγάλες για τα πόδια μου, τα ένοιωθα να χώνονται πιο βαριά κάθε φορά που σκάλωναν για λίγο μέσα στο χώμα, είχα την αίσθηση πως τα δάχτυλά μου βάραιναν σα μολύβι, ναι ήθελα να θυμηθώ τέτοιες λεπτομέρειες. Την κόρη μου πιο πέρα με ένα ψιλό πλεχτό ζακετάκι να χτυπάει μια μικρή μπαλίτσα πάνω στον κορμό ενός δέντρου. Ω, ναι... με έπιανε πυρετός με αυτές τις λεπτομέρειες...

Ηδονικά σχεδόν το μυαλό μου άρχισε να στριφογυρίζει συνεχώς σε αυτές. Τι κρυφά νοήματα ξαφνικά μου φανέρωναν όπως τις φρόντιζα φυσώντας τη σκόνη του χρόνου από πάνω τους, σαν τον συντηρητή έργων τέχνης που προσεκτικά ξύνει τα στρώματα λαδιού πάνω από ένα έργο, για να αποκαλύψει το πραγματικό έργο στο τέλος. Τι νόημα είχε πια να σκέφτομαι τα πιο πρόσφατα γεγονότα; Το πώς είχαν εξελιχθεί, πόσο απότομα μα και πόσο μαλακά ταυτόχρονα είχαν γυρίσει από την άλλη τους μεριά, αποκαλύπτοντας πως η απαλότητα μέσα στην όποια έδειχναν ότι έρεαν ως εκείνη τη στιγμή δεν ήταν τίποτα παραπάνω από την πηχτή ατμόσφαιρα στην οποία είχαν ήδη εδώ και καιρό αρχίσει τη βυθισή τους.

Η ενασχόλησή μου με τις λεπτομέρειες του παρελθόντος έγινε όλο και πιο συστηματική. Εξάλλου το παρελθόν δε λένε πως είναι αυτό που φτιάχνει το παρόν και καθορίζει το μέλλον; Με βόλευε αυτή η θεωρία τώρα. Το παρελθόν είναι ένα κομμάτι που κρατώντας το στα χέρια μου –ήδη έτοιμο, ήδη πλασμένο από πριν-ήξερα πια πώς να το χειριστώ για να κατασκευάσω μέσω αυτού το νέο μου περιβάλλον σκέψης, το παρόν των διανοητικών μου συνδυασμών και φυσικά να καθορίσω το μέλλον, περιφράσσοντάς το μέσα στην ασφάλεια των όσων ανέπλαθα. Κάποιες φορές η Μιναλού με πήρε τηλέφωνο. Να εξηγήσει είπε, να μου δώσει να καταλάβω, μα δεν το ξέρετε; Κάποιοι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι. Ναι, θα έπρεπε να το καταλάβω αυτό, θα έπρεπε να μου τρίβει στη μούρη με τα τηλεφωνήματά της το πιο εμφανές, το πιο απλό στοιχείο κάθε ανθρώπινης σχέσης σαν μέχρι τώρα να είχα σταθεί κρετίνος σε μια τέτοια προοπτική. Άκουγα τη φωνή της σαν να ερχόταν από κάπου μακριά, το κάτω μέρος του ακουστικού στήριζε το πηγούνι μου έτοιμο να καταρρεύσει και αυτό μαζί με το υπόλοιπο κεφάλι. Είχα αρχίσει να της απευθύνομαι με το κανονικό της όνομα. Γουργούριζε στο τηλέφωνο πόσο την πλήγωνε αυτό. Χα, εσύ καλή μου άνοιγες τα πόδια σου στον επόμενο, ήδη πασαλειμμένα με το δικό μου σπέρμα από πριν. Έκλεινα το τηλέφωνο σε κάθε γουργουρητό. Ένοιωθα αηδία, μια τόσο έντονη οργή που βασανισμένη από την ίδια της την έκταση αναδιπλώνονταν και έβγαινε έξω σαν την πιο μεγάλη αδιαφορία. Της τηλεφώνησα δυο φορές, δυο βουβά τηλεφωνήματα. Όχι δεν ήταν ανάγκη να την ακούσω, δεν ήταν ανάγκη να διαπιστώσω, μα ήταν ανάγκη να ξαναθυμηθώ για να βυθιστώ καλύτερα στις παλιές μου εικόνες. Αγωνιωδώς ρωτούσε ποιος είναι. "Ποιος μπορεί να είναι " σκεφτόμουν συνεχίζοντας να στέκομαι σιωπηλός, ακούγοντας το μέταλλο της φωνής της να δονείται από τη σιγουριά της ίδιας της της αμφιβολίας. Έπαιζα;

Μπορεί. Έκλεινα το ακουστικό ακουμπώντας το απαλά στη θέση του και ξαναγυρνούσα στην πολυθρόνα μου ή στο κρεβάτι μου ή κατέβαζα αργά το παράθυρο του αυτοκινήτου. Η αντανάκλαση του ήλιου πάνω στο παρμπρίζ μού έφερνε στο νου την ασπρίλα από τα βότσαλα καθώς η επιφάνεια του στρώματός τους, εγκλωβισμένη κάτω απ’ το βαρύ νερό αναταράζεται από τις αλλαγές που κάνει το φως, ακόμη και με τις πιο αμυδρές από αυτές, δημιουργώντας κυψέλες φωτός, μπλεγμένες σε χορούς σχημάτων με κυψέλες σκιάς. Και εγώ να στέκομαι από πάνω, μισός μες στο νερό, μισός έξω, αιχμαλωτισμένος να παρατηρώ, δίχως να το καταλαβαίνω, αυτούς τους χορούς. Η γυμνή μου κοιλιά, μισή παγωμένη, μισή όχι, να κόβεται από τη γραμμή του νερού, αναποφάσιστος να πάω πιο μέσα ή να κάτσω εκεί που ήμουν. Το ανθρώπινο μυαλό μπορεί να βρει χιλιάδες τρόπους για να ανταπεξέλθει, να προσπεράσει, να ξεχάσει. Και το δικό μου είχε ήδη ξεκινήσει να γοητεύεται από το παζλ των εικόνων του που αναδύονταν αποφασιστικές και στέρεες όσο ρευστές είχαν υπάρξει κάποτε, όσο γρήγορα περαστικές. Γιατί όχι; Θα έπρεπε να υπάρχει κάποιος λόγος να πω οπωσδήποτε όχι, να βρω κάτι άλλο; Η ασφάλεια μου πήγαζε από τη δική μου πηγή.

Οι παραδόσεις μου στο πανεπιστήμιο ήταν οι μόνες που δεν ταράχτηκαν από το νέο αυτό ρυθμό της σκέψης μου. Έπρεπε συνεχώς να μιλάω, να στέκομαι όρθιος, κάποιες φορές να χειρονομώ έντονα, να βολιδοσκοπώ τις αντιδράσεις στα πρόσωπα. Δεν υπήρχε χρόνος για να καταφύγω στις εικόνες μου. Τουλάχιστον στην αρχή... Ίσως λίγο, ναι κάποιες λίγες στιγμές μέσα στο αμφιθέατρο η σκέψη μου να ξέφευγε, μα ήταν τόσο στιγμιαίο, δεν είχε τη διάρκεια των άλλων στιγμών. Ακούγοντας κάποιον φοιτητή από το ψηλότερο μέρος του αμφιθέατρου να διαβάζει αργόσυρτα με ελαφρά πομπώδες ύφος ένα ποίημα του Ted Hughes “ I sit in the top of the wood, my eyes closed... “ *, φευγαλέες σκηνές περνούν μπροστά από τα μάτια μου από το ίδιο δάσος, τα ίδια κλειστά μάτια, τα δικά μου αυτή τη φορά, σα να είμαι εγώ το γεράκι-άνθρωπος που εποπτεύει ακίνητος ένα ακίνητο δάσος, νάτο το βλέπω, να ετοιμάζεται να μου προσφέρει μέσα από τα παγωμένα άκαμπτα κλαριά του, κάποιο θύμα να αρπάξω. Κάποιο θύμα με ζωή μέσα του, με αίμα να τρέχει. Γρήγορα ανοιγοκλείνω τα μάτια μου και πριν εφορμήσω φτερουγίζοντας για να πιάσω το θύμα μου, ξυπνώ από αυτόν τον γρήγορο ύπνο, το μυαλο μου πετά ευτυχώς μακριά από τα δάση και τα γεράκια του Hughes, βλέπω πάλι το μεγάλο παράθυρο δίπλα μου, μερικοί φοιτητές κοιτούν το ρολόι τους, σκέφτονται αν θα προλάβουν την επόμενη παράδοση, είμαστε στα όρια της λήξης του χρόνου, ή μπορεί να αδημονούν ήδη για το ζεστό καφέ του διαλείμματος.

Αντιλήφθηκα πως φέρομαι διαφορετικά –δε θέλω να πω περίεργα, τι είναι το περίεργα, εσείς άραγε ξέρετε να διακρίνετε και να διαπιστώνετε τις περίεργες συμπεριφορές (φαντάζομαι πάντα έχοντας ως σημείο αναφοράς τη δική σας); - όταν ο Άλεξ, που είχα δεχτεί ως νέο φίλο στις μικρές διακοπές μου, ερχόμενος να με επισκεπτεί έσκυψε δυο τρεις φορές προς το μέρος μου και ανήσυχος μουρμούρισε:

«Μου φαίνεσαι λίγο παράξενος, σα να σκέφτεσαι κάτι. Είσαι σίγουρος πως όλα είναι εντάξει;»

Μα, ναι! Αλίμονο Άλεξ τι φαντάστηκες; Τον διαβεβαίωσα πως ήμουν μια χαρά, ίσως η κούραση από τη δουλειά, ο θάνατος του αδελφού μου που δεν έλεγε ακόμη να σβήσει τα ίχνη του. Και γιατί να τα έσβηνε κιόλας Άλεξ; Τέτοιοι θάνατοι πρέπει πάντα να μένουν μέσα μας, να κάνουν το σώμα μας και το πνεύμα μας κατοικία τους. Για να θυμόμαστε τι ακριβώς είμαστε, τα μεγέθη μας που δεν είναι καθόλου μικρά Άλεξ.

Σηκώθηκε και ανάβοντας ένα τσιγάρο στάθηκε κοντά στο παράθυρο της βεράντας. Άρχισε να μου μιλάει για το θάνατο του πατέρα του μερικά χρόνια πριν και τον ξαφνικό πόνο που του προκάλεσε. Σκεφτόμουν πως ακούω ανοησίες. Οι πατρικές φιγούρες μόνο για να θυμάσαι το θάνατό τους δεν είναι. Ο δικός μου πατέρας δεν έλεγε να πεθάνει ακόμη. Καταβεβλημένος από το θάνατο του μικρότερου παιδιού του, με τα ολόισια γκρίζα μαλλιά του, το στητό ακόμη παραστημά του, έσερνε κάθε απόγευμα τα βηματά του από το σπίτι, μέχρι την προκυμαία της πόλης και την έβγαζε σε ένα παγκάκι αγναντεύοντας τη θάλασσα. Οι άλλοι τον χαιρετούσαν με σεβασμό, για αυτούς ήταν ακόμη αξιωματικός του ναυτικού, μπορεί και να πίστευαν πως ακόμη έδινε παραγγελίες πάνω σε καμιά γέφυρα. Με ανακούφιση θα μάθαινα πως κάποιος περαστικός τον βρήκε παγωμένο και ξεχασμένο πάνω στο παγκάκι. Ποιος ξέρει; Μπορεί και ήταν κολλημένος πάνω στο παγκάκι, να τον τραβούσαν πεθαμένον όπως θα ήταν για να ξεκολλήσει. Χαμογελώντας κρυφά φανταζόμουν αυτή την εικόνα. Μου προκαλούσε ευχαρίστηση, μου θύμιζε πόσο αστείο θεωρούσα τον πατέρα μου, τον γεννητορά μου. Τον γεννητορά μου! Χα, χα, ... τα γέλια μου τώρα ακούστηκαν δυνατά. Ο Άλεξ με κοίταξε. Ένα βλέμμα κενό. Τι μπορεί να καταλάβει ένα βλέμμα κενό; Μα δεν πρέπει όμως να μιλάω έτσι για τον Άλεξ.

Ασυναίσθητα χαμήλωσα το κεφάλι, το τσίμπημα μιας ξαφνικής ντροπής, έπρεπε να πάρω λίγο αέρα. Σίγουρα ο αέρας μέσα στο διαμέρισμα με αρρώσταινε, με εκνεύριζε, με έκανε να χάνω τον ειρμό μου. Βγήκαμε μαζί έξω, κλείδωσα την πόρτα και έχωσα το κλειδί στην τσέπη μου. Χαμογέλασα στον Άλεξ. Μια χαρά είμαι, λίγο αέρα θέλω μόνο. Αλλά όχι Άλεξ δε θα σου πω για τη Μιναλού, δε θα σου πω για τον πόνο του πραγματικού θανάτου που κρύβεται στην απουσία του διπλού μας κομματιού. Αν θες περπάτησε λίγο πιο βιαστικά, προχώρα λίγο πιο γρήγορα, εσύ μπροστά εγω πίσω σου. Νομίζω πως το προσωπό μου σου προκαλεί ταραχή. Άραγε μπορείς και διακρίνεις τους ίσκιους των εικόνων μου πάνω σε αυτό; Διακρίνεις την απουσία της; Μα, δε θα σου μιλήσω για τίποτα. Θα συνεχίσω το ίδιο αμίλητος, όπως και τώρα, να περπατώ δίπλα σου, μαζί θα χαζέψουμε λιγάκι στον πάγκο με τα βιβλία, θα με κοιτάς πλαγίως προσπαθώντας να διακρίνεις τα σημάδια των εικόνων μου. Θα ξεφυλλίσεις ένα δυο βιβλία, θα με ρωτήσεις αν θέλω να περπατήσουμε και άλλο. Ίσως μου μιλήσεις λίγο για τα παιδιά σου –τα παιδιά είναι πάντα ένα εύκολο θέμα συζήτησης- για τη δουλειά σου και το πόσο απαιτητικοί έχουν γίνει οι πελάτες, ναι είμαι σίγουρος πως θα νοσήσεις από ακατάσχετη φλυαρία σήμερα και θα είναι η πρώτη φορά που δε θα μου μιλήσεις για καμία από τις υποτιθέμενες νόσους σου γιατί δε θα σε αφήσει το πλάγιο βλέμμα σου που θα προσπαθεί ακούραστο να εντοπίσει τι συμβαίνει.


* Στίχοι από το ποίημα "Τhe Hawk in the Rain": “Kάθομαι στο πιο ψηλό μέρος του δάσους, τα μάτια μου κλειστά...

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη