Oι ροδιές της Σιμώνης - β' μέρος (Chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Πέρασε ένας μήνας μέσα στον οποίο η Σιμώνη παραμιλούσε στον ύπνο της. Υπήρχαν νύχτες που φώναζε και ξυπνούσε μουσκεμένη σε έναν ιδρώτα αγωνίας και φόβου. Κάρφωνε τότε για λίγο τα μάτια της στο ταβάνι και σιγά-σιγά ηρεμούσε αφήνοντας τον εαυτό της να πέφτει σε ύπνο βαθύ αλλά γεμάτο τρομερές σκιές πάλι.

Rodiasekipo.jpg

Κάθε πρωί έλεγε με λεπτομέρειες στη γιαγιά, τα όνειρα της βραδιάς. Εκείνη τα άκουγε σκεπτική με το βλέμμα προσηλωμένο στο παράθυρο κι έπειτα ανέλυε τις λεπτομέρειες. "Αυτό είναι καλό, αυτό είναι κακό, εκείνο είναι ξαφνική είδηση, ετούτο είναι θάνατος ή βαριά αρρώστια". Ποτέ της δεν είχε πέσει έξω. Πάντα ό, τι έβλεπε η Σιμώνη μεταφράζονταν σε μια επερχόμενη πραγματικότητα που ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσε περισσότερη τυραννία στο μυαλό του κοριτσιού αν επαληθεύονταν είτε με καλό, είτε με άσχημο τρόπο. Δεν ήταν ο τρόπος πια που μέτραγε, ούτε το υλικό και το μήνυμα του ονείρου παρά μόνο ο απόηχός του και πόσο δυνατός θα ήταν αυτός μέσα στις γραμμές της κανονικής ζωής που σχηματίζονταν πια σα να βασίζονταν πάνω στις μυρωδιές και στις διαθέσεις του ενύπνιου κόσμου της Σιμώνης.

Η γιαγιά ισορροπούσε επικίνδυνα κάποιες φορές ανάμεσα στους δυο κόσμους, τον οφθαλμοφανή και τον κρυφό, εκείνον που σήκωνε σαν ψιλό αεράκι τις κουρτίνες στο σαλόνι και έσταζε ξαφνικούς φόβους μέσα στο μυαλό. Μουρμούριζε ξόρκια, μάζευε σε μπουκαλάκια βότανα με άγνωστα ονόματα, ανακάτευε σκόνες κοπανίζοντάς τα, προσεύχονταν πάντα με ένα λιβανιστήρι στο χέρι κι όταν έβγαινε στα πιο μακρινά κτήματα φάσκιωνε το κεφάλι της γερά γύρω-γύρω μ’ ένα μαντήλι πατώντας καλά τα αυτιά της, προφυλάσσοντας την ακοή της από εξωπραγματικά ακούσματα και μελωδικά σφυρίγματα που πουθενά δεν μπορούσες να εντοπίσεις την πηγή τους.

Η πίστη της σε έναν κόσμο αερικών και πνευμάτων ήταν ακράδαντη, ποτίζοντας κάθε της ενέργεια και κάθε της λόγο και αν δεν ήταν τόσο σκληρή κι απότομη γυναίκα, δείχνοντας ότι γνωρίζει κάθε στιγμή τη θέση της, τότε θα αντιμετωπίζονταν διαφορετικά από τους άλλους. Μα τώρα όλοι σέβονταν μέχρι και τον αέρα γύρω της, ζητώντας της μάλιστα και πρακτικές συμβουλές αντιμετώπισης "μυστήριων φαινομένων". Το γεγονός ότι η εγγόνα της κληρονόμησε την ικανότητά της να ακροβατεί μεταξύ φυσικού και μεταφυσικού την ικανοποιούσε όσο τίποτα άλλο για αυτό κι είχε βαλθεί να την κάνει να εμβαθύνει περισσότερο στα σκοτάδια της και στις σκιές της με την ελπίδα να την οδηγήσει να δει, ή έστω να πάρει μια μικρή ιδέα, από τα μεγάλα φώτα που κρύβονται στα πιο μαύρα μέρη και από τις μαγευτικές λάμψεις που αντανακλώνται μέσα από τις πιο σκούρες λίμνες στα βάθη κάθε ανθρώπου.

Η Σιμώνη όμως τρόμαζε, οπισθοχωρώντας και κλείνοντας τα μάτια της. Άρχισε να παραπαίει πια και όχι να ακροβατεί ζητώντας ισορροπίες. Ήταν βράδια που ένοιωθε πως θα τρελλαίνονταν αν έβλεπε κι άλλο ένα όνειρο και ήταν ημέρες που δεν ξεκόλλαγε πίσω απ’ τη φούστα της γιαγιάς, παρακαλώντας την να της βρει κι άλλη μια ερμηνεία, άλλη μια εξήγηση, άλλο ένα παράθυρο.

Η ροδιά τής έγνεφε απ’ τις ανοιχτές κουρτίνες και οι μεγάλοι σκληροί ολοστρόγγυλοι σα στολίδια, καρποί της ξυπνούσαν μέσα της ανεπάντεχα συναισθήματα, μυστηριώδεις κραδασμούς και μιαν μυστική δεύτερη αναπνοή, που μέρα με τη μέρα, φούντωνε παράλληλα με την άλλη της ανάσα, ζητώντας σιγά-σιγά δρόμο δικό της για να υπάρξει και μια μεριά εκεί να κοντοστέκεται όλη μέρα, ψάχνοντας στιγμές για να εκτοξευτεί προς τα έξω με μια δύναμη που σίγουρα θα έκανε τη Σιμώνη να βγάλει φτερά στην πλάτη και να πετάξει. Μα άλλες φορές, που ήταν κι οι περισσότερες αυτή η δεύτερη αναπνοή, αυτή η παράλληλη ανάσα, στέκονταν στο λαιμό της και γίνονταν δυνάστης που την έτρωγε αργά.

Τα μεσημέρια ήταν η μόνη ώρα της ημέρας που η Σιμώνη μπορούσε να απολαύσει έναν ύπνο ίδιο με το θάνατο. Γκρίζο χωρίς σκιές, χωρίς κανένα όνειρο, δίχως σύμβολα που θέλουν εξηγήσεις, ύπνο ήσυχο, βαθύ, σχεδόν ληθαργικό που δεν απαιτούσε τίποτα από εκείνην παρά μόνο να βυθίζεται στα χέρια του ευτυχισμένη για την ανυπαρξία μέσα στην οποία θα βρίσκονταν σε λίγο. Κι όταν ξυπνούσε από τον ύπνο του μεσημεριού ήταν οι στιγμές που αντίκρυζε και πάλι τον εαυτό της ανάλαφρο, ευδιάθετο, καλοπροαίρετο απέναντι σε όλα. Ήταν οι στιγμές που η ροδιά στέκονταν ακίνητη, βαριά σαν να τραβιόταν απ’ τις ίδιες της τις ρίζες κι η Σιμώνη έβλεπε μέσα από τα μισανοιχτά της μάτια που μόλις ξυπνούσαν, τα ρόδια σαν υπερφυσικά λουλούδια με ωχροκόκκινα πρόσωπα και μια μικρή κορώνα στο κεφάλι τους.

Πάντα μετά το μεσημεριάτικο ύπνο σηκώνονταν και έβγαινε έξω για να καθίσει στο μικρό ξύλινο κάθισμα που της είχε δωρίσει ένας γείτονας ξυλουργός σε κάποια γενέθλιά της. Καθάριζε με το χέρι της τα φύλλα της ροδιάς που είχαν πέσει επάνω και ξεχνιόταν, μπορεί και ώρες, με κάποιο βιβλίο στο χέρι. Επάνω της η ροδιά αναδεύονταν, κουνιούνταν απαλά στα μικρά αεράκια, χτυπιόταν δυνατά στους πιο γερούς ανέμους με θροίσματα και ήχους που ήταν τόσο οικείοι για τη Σιμώνη ώστε να τους ακούει σαν τις ανάσες κάποιου ανθρώπου.

Μόνο η γιαγιά σαν την έβλεπε απ’ το παράθυρο της φώναζε να σηκωθεί από εκεί:

"Σήκω, σήκω είπα από εκεί, δεν είναι ώρα αυτή για να κάθεσαι κάτω απ' τη ροδιά... Δεν κάνει, με ακούς, είπα; "

Ήταν γρουσιουζιά ο ίσκιος της ροδιάς, οι καρποί της γούρικοι μα όχι κι η σκιά της.

"Τα σπόρια φύλαγε μα από τον ίσκιο φυλάξου" έλεγε η δοξασία μα η Σιμώνη ούτε τη δοξασία υπολόγιζε ούτε τη γιαγιά της άκουγε. Τι να μπορούσε ένας ίσκιος να της κάνει; Είχε χορτάσει από ίσκιους η Σιμώνη. Παρέα τους είχε κάθε βράδυ στον ύπνο της, μαζί τους μιλούσε και βάδιζε.

Μέχρι που ένα μεσημέρι, ο ίσκιος της ροδιάς μεγάλωσε κι η Σιμώνη ένοιωσε αλαφιασμένη το σώμα της να τυλίγεται σε μια μυστήρια αχλύ, σ’ ένα τρεμουλιαστό αραιό νέφος που απλώνονταν γύρω και κάτω απ’ τη ροδιά.

Ο ήλιος είχε κρυφτεί από τον ουρανό και τα γκρίζα σύννεφα μηνούσαν υγρασία και βροχή σε λίγη ώρα. Η Σιμώνη τυλίχτηκε στην ζακέτα της και ανήσυχη κοίταξε γύρω της. Τίποτα που να μπορεί να το δει το μάτι, τίποτα που να μπορεί να το ακούσει το αυτί, μα εκείνη έπιασε να τρέμει. Τα βλέφαρά της σπαρτάρησαν πολλές φορές σαν τα ψαράκια που χτυπιούνται έξω απ’ το κύμα κι η καρδιά της σφίχτηκε σε έναν ακαθόριστο φόβο.

Γύρισε σελίδα στο βιβλίο, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί στο διάβασμά της, προσποιούμενη πως δεν είχε νοιώσει τίποτα και επιθυμώντας το φόβο της να διώξει. Οι γραμμές με τα γράμματα ανεβοκατέβαιναν μπροστά στα μάτια της και το κείμενο είχε χάσει πια μορφή και σχήμα. Γύρισε κι άλλη σελίδα, μην έχοντας καταλάβει τίποτα από την προηγούμενη. Ο ουρανός ακούστηκε να βογγάει σιγανά, ετοιμάζοντας το κατοπινό μεγάλο ξέσπασμά του.

Πάνω σε εκείνο το σχεδόν ερωτικό βογγητό, η Σιμώνη αισθάνθηκε την παρουσία καλύτερα. Κάτι την αγκάλιασε γύρω από τους ώμους και βάλθηκε να την πιέζει ελαφρά. Τα πόδια της ήταν σαν να μην ακουμπούσαν πια στο έδαφος. Τρεκλίζοντας σηκώθηκε από το καρεκλάκι της, αφήνοντας το βιβλίο να της πέσει κάτω στο χώμα. Τα μάτια της φτερούγισαν τριγύρω. Η σκιά είχε πια πυκνώσει, έχοντας πάψει να τρεμουλιάζει, κι είχε γίνει πιο στέρεη, σφίγγοντας ασφυκτικότερα τους ώμους της. Ταυτόχρονα κάτι απαλό πέρασε πάνω από το πρόσωπό της. Αυθόρμητα μισόκλεισε τα μάτια της νιώθοντας το χάδι της σκιάς να πασπατεύει μαλακά το πρόσωπό της σαν χέρι εραστή που ψάχνει να ερωτευτεί με την αφή τα χείλη της αγαπημένης του.

Μαρμάρωσε σαν άγαλμα, ψάχνοντας με λοξές ματιές να εντοπίσει τη ρίζα της σκιάς, από πού ακριβώς ερχόταν και πόσο χώρο έπιανε. Είδε μια γκριζομαύρη άκρη, σαν ουρά από αραχνοΰφαντο σεντόνι, να βγαίνει από τα κάτω κλαριά της ροδιάς και υπολόγισε τρομαγμένη πως η σκιά είχε το μέγεθος της κανονικής ροδιάς που βρίσκονταν δίπλα της. Ήτανε ένας καθρεφτισμός της, μια σκοτεινή αντανακλασή της, σκιά ζωντανή του δέντρου, ανάσα κρυσταλλοποιημένη από τους πόρους των φύλλων του, πάχνη βαριά από την εσωτερική υγρασία των καρπών του.

Η Σιμώνη συνειδητοποίησε πως βρίσκονταν πάλι μπλεγμένη με εκείνα που η γιαγιά ονόμαζε "πίσω και πέρα από τα μάτια". Η θύμηση της τελευταίας φοράς που είχε έρθει σε επαφή άθελά της με αυτόν τον κόσμο τής έφερε ρίγη στην πλάτη και στα χέρια.

"Όχι, πάλι" ψιθύρισε στον εαυτό της, αισθανόμενη τα μάτια της να θέλουν να ξεσπάσουν σε δάκρυα. Ήθελε να τρέξει μακριά από εκεί, να φτάσει λαχανιασμένη στην εξωτερική κουζίνα της γιαγιάς και ξέπνοη να κρυφτεί κάτω από το τραπέζι τρέμοντας. Μα στέκονταν εκεί σα μαγεμένη από γητειά. Κι είχε γητειά κείνο το δέντρο, γύρευε δεσίματα κείνος ο ίσκιος.

Ξάφνου της φάνηκε πως άκουσε ένα μικρό δροσερό γέλιο. Κάρφωσε τα πόδια της ακόμη πιο γερά στη γή και προσπάθησε να ξανακούσει. Το γέλιο ακούστηκε συνεχόμενο πάλι, γάργαρο, γεμάτο ανάλαφρη διάθεση και μια υποψία λεπτής κοροϊδίας. Τα χέρια της σκιάς σφίχτηκαν λίγο ακόμη γύρω της κι ένα καινούριο χάδι πέρασε σαν αέρας πάνω από τα μάτια της αυτή τη φορά.

"Γιαγιά " μουρμούρισε κλαψουρίζοντας σχεδόν η Σιμώνη, με το σώμα της να τρέμει σύγκορμο πια από την πρωτόγνωρη ανατριχίλα ενός κύματος πανικού που ξέσπασε μεμιάς μέσα της.

Και παρόλο που μπορούσε να φύγει, δεν έφευγε, σαν ο ίδιος της ο φόβος να την κράταγε εκεί, σαν η επιθυμία της να δει το ζωντάνεμα του ίσκιου της ροδιάς, της έδενε τα πόδια.

Το γέλιο σταμάτησε το ίδιο ξαφνικά όσο είχε αρχίσει και για μερικά ανακουφιστικά δευτερόλεπτα επικράτησε σιωπή. Ο ουρανός άρχισε να στάζει ελαφρά και δυνατές βροντές σκέπασαν για λίγο οποιονδήποτε άλλο ήχο. Ώσπου ήρθε ο επόμενος ήχος για τη Σιμώνη.

Μια απαλή γυναικεία φωνή ακούστηκε να μουρμουρίζει σιγά κι απαλά το όνομά της, αργά σα να προσπαθούσε να το συλλαβίσει. "Σι-μώ-νη, Σιμώνη"

Μυρωδιά μύρου απλώθηκε γύρω κι η φωνή εξακολούθησε να μουρμουρίζει όλο και πιο επίμονα το ονομά της, σε κάθε άκουσμα φωνής πιο γρήγορα και πιο δυνατά.

Και όλο και πιο δυνατά χτυπούσε η καρδιά της, όλο και πιο πολύ έτρεμε το σώμα της. Φοβόταν με φόβο βαθύ που της ξέσκιζε τα σωθικά, φόβο που έφερνε σε αδράνεια κάθε λειτουργία μέσα της. Είχε πάψει πια εκείνη τη στιγμή να είναι ένα κορίτσι κι ήταν ολόκληρη κλαράκι που ταλανίζονταν από τρομερούς αέρηδες, έτοιμο όπου να ’ναι να σπάσει λυγίζοντας.

Η σκιά είχε γίνει πια ίσκιος βαρύς, με χέρια που ψηλάφιζαν δυνατά το πρόσωπο και τα μαλλιά της Σιμώνης κι η φωνή, κραυγή που κραύγαζε εκατό φορές μαζί σαν διαολεμένη μάγισσα το όνομα "Σιμώνη". Κάθε χρόνος είχε χαθεί, κάθε ώρα, κάθε λεπτό και κάθε δευτερόλεπτο είχαν πάψει να υπάρχουν. Μόνο μια τρύπα λες κι υπήρχε γύρω απ’ τη Σιμώνη, ένα βαθύ στόμα που έχασκε ξερνώντας απ’ το στόμα του μια μεγάλη ροδιά που πάλευε να πιάσει στις κλάρες της το κορίτσι. Τα ρόδια έκαναν έναν διαολεμένο θόρυβο κάθε φορά που το όνομα Σιμώνη αντηχούσε, σαν χίλια άλογα μαζί ζεμένα να ορμούσαν κόντρα στον άνεμο.

Έβρεχε πια και οι στάλες χοντρές πέφτανε η μια μετά την άλλη στο ιδρωμένο μέτωπο της Σιμώνης.

Είχε ξεχάσει όλες της τις προσευχές. Μόνο έστεκε και περίμενε μέχρι που η φωνή μπήκε μέσα στα αυτιά της και από εκεί κύλησε σ’ όλο το σώμα της και το συντάραξε σαν γιγαντιαίο ουρλιαχτό. Έκλεισε τα μάτια της σφιχτά για μια στιγμή κι όταν τα ξανάνοιξε απέναντί της στέκονταν μια μικροκαμωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, θολή φιγούρα μπλεγμένη μαζί με τον ίσκιο.

(συνεχίζεται...)


Chcome (toavgo@in.gr)

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη