H μοναξιά του φυσαρμονίστα...

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Δεκέμβρης 2002, Ελευσίνα,


Η πόλη είναι τόσο άδεια και τόσο μόνη, ανεβαίνω στην ταράτσα να χαζέψω το ρολόι της πόλης. Το ρολόι που στέκει εκεί γύρω στα 100 χρόνια. Βγάζω την φυσαρμόνικα από την κωλότσεπη του παντελονιού και την φέρνω στο στόμα μου. Το ρολόι κάνει την δουλειά του μετρονόμου. Δύο μοναξιές αντικρυστά, η καθεμιά στον δικό της λόφο, ο ένας να δίνει τον ρυθμό και ο άλλος να κάνει μουσική το τικ-τακ. Το φεγγάρι έπαιζε με τα σύννεφα, πότε χανόταν και πότε εμφανιζόταν σαν παιδί με την γλώσσα έξω.

Η φυσαρμόνικά μου έκλαιγε και το ρολόι κράταγε τον ρυθμό πιο φωτεινό από ποτέ. Το φεγγάρι χάθηκε στα σύννεφα και κοίταξα ικετευτικά το ρολόι. Εκείνο χτύπησε μία φορά σα να είπε ναι και εγώ συνέχισα χαρίζοντάς του ένα χαμόγελο. Τα σύννεφα άρχισαν να επιβεβαιώνουν την φυσαρμόνικα και άρχισαν να κλαίνε. Στην αρχή ακούστηκε ένας λυγμός, μετά κύλησαν λίγα δάκρυα κι ύστερα άρχισαν να κλαίνε σπαρακτικά με λυγμούς. Το ίδιο και τα μάτια μου.

Η στιγμή με είχε συνεπάρει. Το στρογγυλό καντραν του ρολογιού αντικαθιστούσε το φεγγάρι που είχε κρυφτεί στα σύννεφα. Οι γραμμές πάνω του έμοιαζαν με χαρακιές, κάθε χαρακιά ήταν και μία πληγή, κάθε πληγή ήταν και μία θύμιση. Πονούσε εκείνο, πονούσα κι εγώ. Οι πόνοι μας ενώθηκαν, η φυσαρμόνικα βράχνιασε -επειτα από τόσο νερό που κατάπιε, ήταν λογικό. Την έβαλα στην κωλότσεπη και κλείνοντας το μάτι στο ρολόι, του έστειλα μια καληνύχτα. "Καληνύχτα γέρο μου", του είπα. "Καληνύχτα ρε μπαγάσα", μου απάντησε.

Τότε σταμάτησε η βροχή και το φεγγάρι γέμισε τον ουρανό πιο φωτεινό κι από ποτέ. "Καληνύχτα αιώνιε παρατηρητή της μοναξιάς μου", είπα και σ' εκείνο. "Καληνύχτα", μου είπε. Μια ξερή καληνύχτα, ξέρει εκείνο, ξέρω κι εγώ...

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη