Το τρομαγμένο εκείνο ζώο - chcome

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


www.regina-rosas-amat.blogspot.com


Κλεισμένος μέσα στο μικρό αυτό δωμάτιο, το μόνο που μπορώ να κάνω πια είναι να γράφω, να γράφω, να γράφω. Το μυαλό μου ήταν πάντα φυλακισμένο και περιορισμένο, σα μια πεταλούδα που φτεροκοπάει μέσα σε ένα στενό γυάλινο μπουκάλι και τώρα που είμαι πραγματικά κλεισμένος εδώ μέσα, νοιώθω σα να βρέθηκα στο φυσικό μου περιβάλλον, αυτό για το οποίο σε όλη μου τη ζωή προοριζόμουν και έπρεπε να φτάσω τα 49 μου χρόνια για να το βρω και να τρυπώσω μέσα σ’ αυτό σχεδόν κρυφά και ξέπνοα με την αγωνία μήπως κάποιος με πάρει χαμπάρι.

Βρίσκομαι σε μία φυλακή, από αυτές που ονομάζουν υψίστης ασφαλείας, από αυτές που έχουν φτιαχτεί για να φιλοξενούν ανθρώπινα τέρατα, σαν αυτό που πάντα γνώριζα πως είμαι και που έκρυβα πίσω από τις καλά σκηνοθετημένες σκηνές της φόρμας που είχα διαλέξει να ζω. Διαλέξει... Είπα "διαλέξει", έχω ακόμη τη συνήθεια να χρησιμοποιώ ακατάλληλες λέξεις, τις πιο αταίριαστες για κάποιες περιπτώσεις. Το σωστότερο θα ήταν να πω πως κάποιος άλλος διάλεξε για μένα- ποιος άραγε; -, δε θυμάμαι εύκολα τον εαυτό μου να κάνει πολλές επιλογές, η βασική διαδρομή είχε χαρακτεί εξ αρχής από κάποια άλλη δύναμη αόρατη και ακατανόητη, το μόνο που μπορούσα εγώ να κάνω πλέον ήταν να διαλέγω ποιο παράδρομο θα έπαιρνα, με τελικά ήταν τόσο μάταιο. Κάποιος με είχε πετάξει σε ένα ποτάμι, του οποίου κάθε παραπόταμος κατέληγε ακριβώς στην ίδια θάλασσα. Σε αυτήν που θα βρισκόμουν πεταγμένος και πνιγμένος μόλις το νερό με ξέβραζε σαν ψόφιο ψάρι στον υδάτινο βυθό της. Νομίζω πως άρχισα να συνειδητοποιώ την ξέφρενη ροή των ποταμιών που ακολουθούσα και το πόσο ανώφελη ήταν η πίστη πως εγώ επιλέγω τα βήματά και τους δρόμους, λίγο μετά την γνώση της απιστίας της Μιναλού. Ήταν οι ακόλουθες μέρες αυτής της γνώσης που με έκαναν να αρχίσω να πιστεύω πως δεν κινούμαι μόνος μου, πως είμαι σαν τα φύλλα που παρασύρονται από ανέμους και νερά, όχι επειδή είναι αδύναμα και εύθραυστα, μα επειδή δεν έχουν γνώση αυτής της αδυναμίας τους. Σιγά σιγά άρχισα να χάνω τον εαυτό μου, μα ήταν ακριβώς τότε που άρχισα να τον βρίσκω πραγματικά. Μόνο που εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να ταυτίσω τη δήθεν απώλεια με την ολοφάνερη ανακάλυψη που συντελούνταν μπροστά μου, μέσα μου, κάτω από τη μύτη μου. Έβρισκα αυτό που ήμουν, αυτό που τελικά αναδυόταν από το εσωτερικό μου ήταν σαν τη μεταμόρφωση μιας κάμπιας.

Στο βάθος του κεφαλιού μου, σε μια μικρή γωνίτσα ήξερα τη μεριά στην οποία βρισκόμουν ζαρωμένος και τυλιγμενος σφιχτά στα δύο σα ζαρωμένο γερασμένο έμβρυο, περιμένοντας να πεταχτώ ξαφνικά και να ανακαταλάβω βίαια το χώρο που ήταν ουσιαστικά δικός μου. Ήμουν τυχερός τελικά. Άλλοι περιμένουν μια ζωή και οι περισσότεροι πεθαίνουν χωρίς να έχουν ανακαλύψει τον τρομαγμένο εαυτό τους, κρυμμένο στο πιο κρυφό του μέρος, εκεί που κανένα μάτι και καμία κεραία δεν το φτάνει. Το τρομαγμένο εκείνο ζωο που μπορεί ξαφνικά να διεκδικήσει με ζηλευτή λύσσα τα όσα του είχαν λείψει τόσον καιρό και αδηφάγο ζητά να κατασπαράξει σάρκες, αέρα και κάθε ανάσα που δικαιωματικά του ανήκαν. Αν το άφηνα και εγώ να πιστέψει πως μόνο θέλει να κατασπαράξει και τίποτα άλλο, αυτό ακριβώς θα έκανε. Μα όχι. Το αντιμετωπισα αυτό το ζώο με τρυφερότητα εξαρχής. Μόλις ένοιωσα τα βίαια σκιρτημάτά του, μόλις άκουσα τις πνιχτές αναπνοές του έτοιμες να μετατραπούν σε ζωώδεις κραυγές, μόλις αισθάνθηκα στο στήθος μου τα χτυπήματα από τις οπλές των ποδιών του να πονάνε σχεδόν αφόρητα, σαν από ένστικτο θέλησα να το καλοπιάσω. Να το αγγίξω μαλακά σε ένα απαλό σημείο του, να το κοιτάξω ατάραχος βαθιά στα μάτια, να αναμετρήσω το βλέμμα που είχα μέχρι τώρα με το δικό του, εκείνο το βλέμμα που ήθελε να μπει και να απλωθεί στο δικό μου πρόσωπο. Το πρόσωπο που του ανήκε.

Ναι, θέλησα να τού μουρμουρίσω με τον ίδιο ψίθυρο που ένας ερωτευμένος ψιθυρίζει στο αγαπημένο του πρόσωπο για να το ηρεμήσει όταν εκείνο μανιασμένο από εκδικητικό πάθος και λυσσαλέο έρωτα που φτάνει στα όρια της τρέλας, προσπαθεί να του επιτεθεί για να του ξεσκίσει το σωμα. Μιλήσαμε σαν δυο τρυφεροί εραστές, ήταν περίεργο αλλά μπόρεσα να το καθυποτάξω από τις πρώτες στιγμές, ακριβώς επειδή το γνώρισα από τις πρώτες στιγμές. Η ελευσή του και το ξεσκεπασμά του σήμαιναν την αρχή μιας τεράστιας ανακούφισης για μένα. Βρήκα κάτι που δεν περίμενα ποτέ να βρω μέσα σε εκείνες τις αρχικές εκδηλώσεις του μανιασμένου μου ξεσπάσματος. Τα θραύσματα της αλήθειας. Και η αλήθεια μου προκαλεί πάντα γαλήνη όσο παράξενη, όσο σκληρή και αν ειναι. Λέω σκληρή αλήθεια και ακούγομαι αστείος στον ίδιο μου τον εαυτό. Σα να μπορούσε ποτέ η αλήθεια να είναι κάτι άλλο. Δεν ανήκω σε αυτούς που υποστηρίζουν πως υπάρχουν πολλές αλήθειες, πολλά στρώματα πραγματικότητας που περιμένουν να τα ανασηκώσουμε κοιτώντας με φόβο από κάτω τους. Οχι, εγώ ήξερα πόσο ζώο ήμουν κατά βάθος, πόσες φορές μου είχε περάσει από το μυαλό η λέξη και η εικόνα του φόνου. Τη στιγμή που έπιανα τη χειρολαβή μέσα στο μετρό μπορεί με απόλαυση και τρόμο μαζί να σκεφτόμουν πόσο καλά θα μπορούσα να σκοτώσω και να αναρωτιόμουν αν τελικά ήταν κάτι που το είχα ανάγκη. Εκείνο... Εκείνο το ένστικτο που φωνάζει από μέσα... Και μετά απόδιωχνα πάλι με ταχύτητες δευτερολέπτου αυτές τις σκέψεις ως ανόητες, ως προϊόν κούρασης, ακόμη και ανίας. Ή προσποιόμουν πως δεν υπήρξαν ποτέ. Τι να μπορούσα να κρατήσω από τη γρήγορη ροή της σκέψης και γιατί να το κρατήσω;

Τώρα έχω μπόλικο καιρό να αναρωτιέμαι πάνω σε αυτά. Ξυπνάω κάθε πρωί στις έξι και μαζί με τους υπόλοιπους κρατούμενους παίρνουμε το πρωινό μας στα γρήγορα, στη μεγάλη τραπεζαρία. Και μετά το προαύλιο... Αυτό το προαύλιο της φυλακής είναι νομίζω το σωστότερο μέρος στο οποίο θα μπορούσα να βρεθώ. Αν ήξερα το πόσο καλό αποδεικνύεται για μένα αυτό το στρίμωγμα, θα επεδίωκα να κλειστώ νωρίτερα εδώ μέσα. Βαδίζω από τον έναν τοίχο στον άλλον και ανάποδα. Η απόσταση από τη μια πλευρά στην άλλη είναι αρκετά μέτρα, όχι βέβαια και πάρα πάρα πολλά, αλλά τόσα ωστε να με βοηθάνε να συγκεντρώνομαι καλύτερα. Η αίσθηση που μού δίνει αυτός ο ψηλός τοίχος, που υπάρχει σε όποια μεριά και να γυρίσω τα μάτια μου, είναι αυτή που έπρεπε να είχα από την αρχή. Η αίσθηση ότι οι σκέψεις μου δεν μπορούν να μού ξεφύγουν, να πλατειάσουν ή να προσπαθήσουν να πετάξουν. Είναι σαν να χτυπάνε στον τοίχο και ξαναγυρίζουν πίσω σε μένα. Ενα είδος ιδιότυπου γκελ. Όπως ένα πουλί φτερουγίζει μέσα σε ένα κλουβί. Πηγαίνει από το ένα κάγκελο στο άλλο, δοκιμάζει αν τα φτερά του λειτουργούν ακόμη και μετά κάθεται αδιάφορο πάνω στο οριζόντια τοποθετημένο πλαστικό ξυλαράκι του. Αν το άφηνε κάποιος να βγει έξω ή θα χάνονταν ή θα έπεφτε έξω ψόφιο μέσα σε λίγες ώρες άσκοπης και φοβισμένης περιπλάνησης. Η σκέψη μου ήταν κάτι σαν περιπλανώμενο φοβισμένο πουλί. Για αυτό και δε συμπαθώ ιδιαίτερα τα πουλιά. Όταν τα βλέπω, αισθάνομαι- ναι, είναι αλήθεια όσο και αν ντρέπομαι για αυτό- ένα σφίξιμο στο στήθος και πάντα προσποιούμαι πως δεν τα βλέπω, πως δεν τα ακούω. Μέσα στο μεγάλο πάρκο σπάνιων πτηνών που είχα επισκεφθεί κάποτε με τα παιδιά μου, ήμουν ο μόνος από όλους τους επισκέπτες που τόλμησε εύκολα να μπει μέσα στο τεράστιο κλουβί με τα παραδείσια πουλιά. Το διέσχισα ατάραχος στην αρχή, με λίγο προκλητικό ύφος, αισθανόμενος την ανάγκη να τα προκαλέσω, να τα κάνω να με πλησιάσουν, να κρώξουν άγρια, να τσιμπήσουν τις άκρες του παλτού μου για να μπορέσω μετά να τα φοβίσω με τον ίδιο άγριο τρόπο. Μα όσο προχωρούσα μόνος προς το εσωτερικό του κλουβιού και μπλεκόμουν ανάμεσα στα τεράστια φυτά, τόσο άρχισα να νοιώθω το χτύπημα ενός αλλόκοτου εσωτερικού φόβου. Σε κάθε βήμα μου ένοιωθα τα αόρατα παγωμένα μάτια κάποιων κρυμμένων πτηνών να με παρακολουθούν, το βλέμμα τους να είναι σαν ένα τεράστιο καρφί που προσπαθούσε να με κρεμάσει κάπου ψηλά, να αιωρούμαι από τα κάγκελα κοιτώντας τα όλα μαζί. Είχα επιταχύνει το βλέμμα μου και είχα βγει από την αντίθετη πλευρά του κλουβιού σαν τρελός, με τον ιδρώτα να κυλάει στα μηνίγγια μου και ένα σφυρί μέσα στο κεφάλι μου να χτυπάει μανιασμένο.

Υπάρχει ένας φύλακας με μάτια παγωνιού. Το παγώνι έχει τα πιο τρομακτικά μάτια που έχω δει. Γυάλινα και κρύα με όλες τις αντανακλάσεις των χρωμάτων να μπερδεύονται μέσα τους, κοιτάνε σαν ψεύτικα, σαν ολοστρόγγυλες σφαίρες που θέλουν να φυτευτούν στο κεφάλι κάποιου άτυχου. Ετσι ακριβώς κοιτάζει και αυτός ο φύλακας. Τα μάτια του είναι αραιά το ένα από το άλλο, στρογγυλά και τόσο μικρά που φαίνεται μόνο η κόρη τους. Σα να μην υπάρχει ασπράδι. Είναι πραγματικά τρομερά. Η κόρη γεμάτη ανάμικτες αποχρώσεις, όταν με κοιτάει έχω πολλές φορές την αίσθηση ότι παγώνω, ποιος ξέρει, μπορεί αυτό να προσπαθεί να κάνει, να με παγώσει. Ίσως για αυτόν ακριβώς το λόγο να βρήκε και εύκολα αυτή τη δουλειά. Οι υπόλοιποι συγκρατούμενοι τον φωνάζουν " χάντρα". Είναι αντιπαθής σε όλους και πώς θα μπορούσε κιόλας σε αυτή τη θέση να ήταν συμπαθής, μα όχι... υπάρχουν κάποιοι άλλοι φύλακες που μας είναι εντελώς αδιάφοροι, σα να μην υπάρχουν καν και κανα δυο κιόλας πιο συμπαθητικοί. Αυτός δε μιλάει πολύ. Όταν θέλει κάτι μας καρφώνει απλώς με τα μάτια του, καταφέρνει μόνο με αυτά να πει και να διατάξει αυτό ακριβώς που πρέπει να γίνει. Ψηλός ευθυτενής, υπερβολικά αδύνατος, μέχρι και το κεφάλι του μοιάζει με ένα τεράστιο κακοσχηματισμένο ράμφος.

Τολμώ και τον κοιτάζω πάντα ευθεία στα αλλόκοτα μάτια του. Δεν κουνιέται ποτέ όταν το κάνω αυτό, δε δείχνει κανένα σημείο ταραχής όπως όλοι οι άνθρωποι όταν τους κοιτάζει κάποιος ακριβώς στο κέντρο του βλεμματός τους. Οι υπόλοιποι κρατούμενοι καμιά δυο φορές που με είδαν να τον κοιτάζω μαρμαρωμένος με τράβηξαν από το μανίκι. Μπορεί να φαντάστηκαν πως με είχε ήδη παγώσει μα όχι ήθελαν μόνο να με προειδοποιήσουν να μην τον κοιτάζω έτσι προκλητικά. Θα βρω τον μπελά μου. Ωραία σκέφτηκα. Για να δούμε τι μπελά μπορεί να βρει κάποιος από ένα ράμφος με μάτια παγωνιού; Μα ασυναίσθητα σταμάτησα να το κάνω με την ίδια ένταση. Τα βλεμματά μας διασταυρώνονταν πιο αδιάφορα τώρα.

Στον προαύλιο χώρο οι φύλακες ήταν συνήθως διαφορετικοί, πιο ογκώδεις, πιο τρομεροί στην όψη, με συμπεριφορά καταπιεσμένων βρωμόπαιδων. Αυτούς τους φωνάζουν "μαντρόσκυλα" για να τους ξεχωρίζουν από τους άλλους τους πιο ντελικάτους, αυτούς που είναι για πιο ελαφριές δουλειές. Ανακατεύονται αναμεσά μας καθώς κόβουμε βόλτες ή καθόμαστε στα λιγοστά πεζούλια και έχω την αίσθηση ότι με το ζόρι κρατάνε τα ζωώδη μουγκρητά στο στήθος τους. Με την παραμικρή φασαρία, αυτά τα μουγκρητά απελευθερώνονται πολλαπλασιασμένα. Ένα πρωί έλιωσαν στο ξύλο με κλωτσιές από ότι έμαθα έναν άλλον κρατούμενο. Όχι μπροστά σε εμάς. Τον έσυραν σαν σακί μέσα. Αυτός διαμαρτύρονταν με τσιρίγματα πως ένας άλλος έφταιγε μα εκείνη τη στιγμή δεν είχε φωνή, ήταν απλώς ένας ανθρώπινος σάκος που έπρεπε να συρθεί μακριά από τους υπόλοιπους ανθρώπινους σάκους. Οι κανονισμοί απαγόρευαν στους φύλακες να δέρνουν άλλους κρατούμενους μπροστά μας, μα προφανώς τους επέτρεπαν να το κάνουν εκτός κοινής θέας.


Συνέχεια από το πλανεύω με απόλαυση

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη