Το σχολείο μας (Η Λουλουδού)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Την κρυψώνα μας την ανακάλυψε ο Αντώνης, που ήταν ο πιο γρήγορος και ευλύγιστος από όλα τα παιδιά. Μια μέρα, αφού κατάφερε να σκαρφαλώσει στο ψηλό δέντρο, πήδηξε μετά από ένα κλαδί στην ταράτσα της εκκλησίας. Με λίγη προσπάθεια τον ακολουθήσαμε όλοι και σε λίγο είχαμε ανακαλύψει την κρυψώνα που θα γινόταν το μυστικό μας στέκι.

Ήταν μια γωνιά στο σημείο που συναντιούνται οι τρεις τρούλοι της εκκλησίας, και σχηματιζόταν ένα μικρό κοίλωμα που δεν φαινόταν από πουθενά τριγύρω. Όταν στεκόμασταν εκεί μέσα βλέπαμε μόνο ουρανό και κανένα από τα τριγύρω σπίτια.

Σε μια-δυο μέρες γίναμε άσσοι στο σκαρφάλωμα και περνούσαμε πια τις περισσότερες ώρες μας εκεί πάνω. Το αγαπημένο μας παιχνίδι ήταν το σχολείο μας. Η Νικολέτα, που ήταν και η πιο μεγάλη (είχε πάει κιόλας νήπια), ήταν η δασκάλα μας. Έκανε μάθημα σε μένα και στον Αντώνη, μας έβαζε να γράφουμε, να ζωγραφίζουμε και μάς έκανε ερωτήσεις. Εμείς βέβαια δεν ξέραμε ακόμα να γράφουμε, αλλά αυτό λίγο μας πείραζε.

Είχαμε λίγο δυσκολευτεί να βρούμε τετράδια για το κρυφό μας σχολείο. Τελικά, μια μέρα η Νικολέτα βρήκε κάτι παιδιά που πετούσαν τα τετράδιά τους και τα βιβλία τους στον αέρα, τα μάζεψε και τα έφερε. Τι περίεργο να πετάς τα τετράδιά σου στον αέρα, σκέφτηκα, εγώ δεν έβλεπα την ώρα και τη στιγμή να πάω σχολείο και να έχω το δικό μου σάκο με μολύβια και τετράδια, και αυτοί τα πετούσαν. Άσε που δεν μού πολυφαινότανε και για μαθητές, μέχρι και γένια είχανε και μερικοί.

Η άλλη μας αγαπημένη ασχολία ήταν να φέρνουμε πράγματα από τα σπίτια μας και να τα πετάμε κρυφά στους περαστικούς στο δρόμο. Συνήθως πετάγαμε φουντούκια και φασόλια που αρπάζαμε κρυφά απ' τα ντουλάπια της κουζίνας, πολλές φορές όμως (και ήταν μεγάλη η χαρά μας), πετούσαμε και κρεμμύδια ή πατάτες.

Με τον καιρό είχαμε μαζέψει κάμποσα πράγματα εκεί πάνω. O καθένας απ’ τους τρεις μας είχε φέρει τ’ αγαπημένα του παιχνίδια. Η Νικολέτα είχε φέρει δυο κούκλες της, τις καλύτερες, ο Αντώνης τη μεγάλη του μπάλα, κι εγώ το καινούργιο μου όπλο που σφύριζε και πετούσε σπίθες. Παραλίγο να προδοθώ και στη μάνα μου εξαιτίας του: Όταν κατάλαβε ότι έλειπε μού έριξε μιά περιποιημένη κατσάδα, γιατί νόμιζε πως το είχα χάσει. Εγώ όμως δεν φανερώθηκα.

Είχαμε μαζέψει και άλλα πολλά χρήσιμα πράγματα εκεί πάνω: Παλιές κουρελούδες και κασόνια απ' τον μανάβη για να καθόμαστε, σκισμένες ομπρέλες για όταν έβρεχε, περιοδικά και εφημερίδες για διάβασμα και ό,τι άλλο βρίσκαμε.

Ήμασταν πολύ περήφανοι για το στέκι μας και προσέχαμε μη μάς το δει κανένας άλλος. Όταν ανεβαίναμε κοιτούσαμε πρώτα να είναι ο δρόμος άδειος, το ίδιο και στο κατέβασμα. Βέβαια είχαμε για παρείσακτους τις γάτες που έρχονταν κάθε τόσο, όμως αυτές δε μάς πείραζαν, αφού δεν μπορούσαν να μάς μαρτυρήσουν στα άλλα παιδιά. Ίσα-ίσα που διασκεδάζαμε τρομάζοντάς τις όταν πλησίαζαν, πετώντας τους φασόλια.

Καλά-καλά δεν είχαμε μάθει να γράφουμε το α, το β και το γ στο μικρό μας σχολείο, και αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε. Ένα πρωί, πηγαίνοντας να ανεβούμε, βρήκαμε μπροστά στο δέντρο μας ένα μεγάλο φορτηγό με κηπουρούς που είχαν τεράστια ψαλίδια και πριόνια. Η Νικολέτα, που ήταν και η πιο θαρραλέα, ρώτησε: Θα το κόψετε κύριε το δέντρο; Όχι, απάντησε ένας από τους κηπουρούς, μόνο μερικά κλαδιά. Μάς πήραν τηλέφωνο απ' τη γειτονιά ότι κάτι παιδιά ανεβαίνουν από εδώ πάνω στην εκκλησία, και είναι πολύ επικίνδυνο, μάς είπε,

Εμείς, τρομαγμένοι που είχαμε ανακαλυφθεί και μάλιστα χωρίς να το ξέρουμε, το βάλαμε χωρίς κουβέντα στα πόδια. Τρέξαμε, τρέξαμε, τρέξαμε όσο μπορούσαμε και μετά τη γωνιά μπήκαμε σε μιά σκοτεινή είσοδο και κρυφτήκαμε για κάμποση ώρα λαχανιασμένοι στο σκοτάδι.

Μετά από λίγο όλα τα δέντρα ήταν κλαδεμένα και έτσι δεν μπορέσαμε πια άλλη φορά να ξανανεβούμε στο στέκι μας, και όταν ήρθε ο χειμώνας και πήγαμε πια σε κανονικό σχολείο, το ξεχάσαμε για τα καλά και αυτό, και τα αγαπημένα μας παιχνίδια που είχαν μείνει εκεί πάνω για πάντα...


Πάνω από τριάντα χρόνια πέρασαν από τότε που ανεβαίναμε και κάναμε μάθημα κάτω από τον ουρανό. Η μορφή της γειτονιάς είχε αλλάξει εντελώς, κι εγώ μιά μέρα για επαγγελματικούς πια λόγους βρισκόμουν σε μια πολυκατοικία δίπλα στην εκκλησία.

Περιμένοντας το ασανσέρ για να κατέβω, κοίταξα τη θέα έξω απ’ το παράθυρο. Αμέσως τραντάχτηκα. Στην ίδια κόχη που είχαμε κάποτε για στέκι μας, τρία μικρά κεφαλάκια καθόταν φρόνιμα το ένα δίπλα στο άλλο. Στα πόδια τους είχαν τετράδια και έκαναν πως έγραφαν. Ένα τέταρτο και μεγαλύτερο παιδί ήταν ο δάσκαλος, και που και που έδειχνε και έλεγε κάτι. Οι τρεις μαθητές σήκωναν και αυτοί κάθε τόσο το χέρι τους και μιλούσαν.

Όχι, δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκα, τα μάτια μου με γελάνε! Ίδια και απαράλλαχτα όπως στο δικό μας στέκι, μερικά παιχνίδια ήταν στο πάτωμα, καναδυό μπάλες και μια κούκλα. Μόνο που στο μεταξύ οι γύρω πολυκατοικίες είχαν ψηλώσει τόσο, που οι μικροί μαθητές φαινόταν πια από παντού. Χωρίς αυτό να τους πειράζει, συνέχιζαν σοβαρά το μάθημά τους.

Το μάτι μου ασυναίσθητα έφερε ένα γύρο και αμέσως είδα αυτό που περίμενα: Στην άλλη άκρη της εκκλησίας, ένα καινούργιο δέντρο είχε φουντώσει και ένα μεγάλο κλαδί ακουμπούσε πάνω στον ένα τρούλο της.


15-4-97

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη