Το πίσω κάθισμα (chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Τα βηματά του ακούγονται να σέρνονται προς το πλάι, διστακτικά σα να φοβάται κάτι.

"Πλησίασε" του ξαναλέω πιο επιτακτικά.

Το σώμα του μετακινείται όλο και πιο κοντά στην άκρη του τοίχου του κελιού του. Τόσο που δεν πάει άλλο. Τον φαντάζομαι χωμένο μέσα στην εσοχή που κάνει η γωνία, να προσπαθεί με τεταμένη την προσοχή να ακούσει τι θέλω να του πω.

"Έμαθα πως μιλάς πολύ για μένα"

Η ανάσα του γίνεται πιο έντονη καθώς προσπαθεί με το ζόρι να βήξει. Ο βήχας του είναι πνιγμένος μέσα στην παλάμη του. Προσπαθεί να κερδίσει χρόνο για να σκεφτεί.

"Όχι. Δε λέω τίποτα για σένα. "

"Κι όμως, έμαθα πως όχι μόνο λες αλλά και απειλείς πως θα με ξεπαστρέψεις γιατί σου τη δίνει η γελοία φάτσα μου"

Τώρα βήχει ακόμη πιο έντονα. Το χέρι του σκεπάζει όλο του το πρόσωπο. Τα κοντά δαχτυλά του ίσως κοντεύουν να χωθούν μες στα ρουθούνια της μύτης. Για μια στιγμή σταματά δίχως να λέει τίποτα. Μπορεί να έχει στραφεί προς τον αδελφό του, ψάχνοντας για βοήθεια.

"Σε ακούω" επιμένω εγώ και ασυναίσθητα σφίγγω με την αριστερή μου παλάμη τα κάγκελα. Νοιώθω στο δέρμα μου την ψυχρότητα από το σκουριασμένο σίδερο.

"Όχι, δεν λέω τίποτα για σένα" επιμένει και αυτός. Η φωνή του ακούγεται σχεδόν δίπλα στο αυτί μου. Αν δεν υπήρχε ο τοίχος, θα μπορούσα να τον αρπάξω.

Τώρα είναι η σειρά μου να μείνω για λίγο σιωπηλός. Ξέρω πως έτσι θα εντείνω την ξαφνική ανησυχία που του προκάλεσα με τις ερωτήσεις μου. Δεν πέφτω έξω. Τον ακούω να ξαναβήχει, ένας βήχας ξερός, βγαλμένος με το ζόρι από το λαιμό, μονο και μόνο για να σπάσει αυτή την περίεργη σιωπή. Επαναλαμβάνει τα ίδια, σαν να έχει κουρδιστεί:

"Όχι, δε λέω τίποτα για σένα"

"Εντάξει" απαντώ αργά "ίσως αυτός που μού το είπε να έκανε λάθος"

Φροντίζω να δώσω στη φωνή μου έναν απροσδιόριστο τόνο απειλής, όχι ξεκάθαρης, μα σα μήνυμα που μεταφέρεται στον αποδέκτη του καλυμμένο για να μπορέσει ο ίδιος να το ξεσκεπάσει και έτσι να μην ξεχάσει αυτό που του μεταφέρθηκε.

Καθώς ακούει τα βηματά μου να απομακρύνονται προς το κέντρο του κελιού μου, βγάζει ένα τελευταίο βογγητό ξερού βήχα που επισφραγίζει την ανακουφισή του.

Δεν θα καθήσει να σκεφτεί αυτά που του είπα. Το μυαλό του δε δουλεύει πέρα από κάποια συγκεκριμένα σημεία. Τον ένοιαζε μόνο να αποφύγει τη συνέχεια των ερωτησεών μου αυτή τη στιγμή και τίποτα άλλο. Το ανακριτικό μου ύφος του είχε αποτελέσει για εκείνον αλλά και για τον αδερφό του, μια μεγάλη πηγή δυσφορίας.

Είχα πράγματικά μάθει πως τα δύο αδέρφια δε με χώνευαν και πως η γειτνιασή μου με αυτούς, ήταν πραγματικό αγκάθι για την παραμονή τους στη φυλακή. Πλησιάζοντας κάποιον τρίτο, ειχαν εκφράσει όλη τους την αντιπάθεια για μένα και πως όποτε τους δινόταν η ευκαιρία ευχαρίστως θα με καθάριζαν. Αντιπροσώπευα για αυτούς την άλλη όχθη που ποτέ δεν είχαν καταφέρει να πλησιάσουν. Έβλεπαν στο προσωπό μου, ό, τι εκείνοι επιθυμούσαν και θεωρούσαν ικανό να τους κάνει να εξαγριώνονται όλο και περισσότερο μαζί μου: Έναν άνθρωπο απλησίαστο, έναν άνθρωπο με σπουδαίο ύφος που τους κοιτούσε λοξά, έναν φονιά που ακόμα και πίσω από τα κάγκελα κρατούσε τη στάση του ανώτερου, αντί να σέρνεται με βλέμμα ζώου στο προαύλιο όπως αυτοί. Τι πιο φυσικό από το να θέλουν να με διώξουν από δίπλα τους; Έτσι και αλλιώς θα ήταν μέσα για όλη τους τη ζωή. Τι θα πείραζε ένας ακόμη φόνος; Όταν τα χέρια έχουν ήδη σκοτώσει μια φορά, μετά είναι ακόμη πιο εύκολο.

Κοιτώ τα δικά μου χέρια πάλι. Με έχει πιάσει μανία με την παρατηρησή τους. Ξανά και ξανά. Τις φουσκωμένες φλέβες που διατρέχουν το βραχιονά μου, το πόσο έντονες είναι ακόμη και στο πάνω μέρος της παλάμης, έτοιμες να εκραγούν, να σκάσουν σα φουσκωμένα ηφαίστεια. Μόνο χέρια ενός καθηγητή δεν είναι. Όταν τράβηξα το μαξιλάρι από το προσωπό της, ένα άγριο χτύπημα ταρακούνησε το στήθος μου καθώς αντίκρυσα το πάγωμα του θανάτου, του θανάτου που ήρθε από το ίδιο μου το χέρι. Είχα απλώσει την παλάμη μου πάνω στο μαγουλό της, προσπαθώντας να κουνήσω λίγο, αριστερά- δεξια το προσωπο. Και είχα και τότε μαγνητιστεί από την αντίθεση που έκαναν οι φλέβες μου, πάνω στην ακίνητη μάσκα που είχε απλωθεί επάνω της.

Ήταν σαν να κόχλαζαν. Έτσι ακριβώς όπως κόχλαζε και όλο μου το σώμα εκείνη τη στιγμή. Όλο μου το σώμα και το κεφάλι μαζί. Ήξερα κατευθείαν πως έπρεπε να εξαφανίσω το πτώμα της. Παρόλη την ταραχή κάποιο τμήμα του εαυτού μου ήταν σαν να εξακολουθούσε να λειτουργεί αυτόνομο.

Είχα ψάξει για αίμα. Παντού τριγύρω. Ανόητη σκέψη μα αυτός ήταν ο φόβος που βγήκε βίαια από μέσα μου. Ο φόβος κάποιας κηλίδας κάπου που θα αποκάλυπτε, που θα οδηγούσε σε μένα. Μα δεν υπήρχε τίποτα. Ο τρόπος με τον οποίο την είχα σκοτώσει δεν επέτρεπε στο αίμα να κάνει την εμφανισή του πουθενά. Τράβηξα το μαξιλάρι τελείως από δίπλα της και σηκώθηκα. Στάθηκα όρθιος πάνω από το άψυχο σώμα της. Τα μάτια της είχαν διασταλεί από έναν αφύσικο τρόμο και κοιτούσαν καρφωμένα σε ένα αδιόριστο σημείο, ίσως λίγο πιο πίσω από τον ώμο μου. Τα χείλη μισάνοιχτα είχαν τραβηχτεί προς το πλάι, φανερώνοντας μια αλλόκοτη ένταση, την ένταση του ουρλιαχτού που πνίγεται και σπρώχνεται πάλι μέσα στο ίδιο το σώμα, φυλακίζεται ανάμεσα στον φάρυγγα και στη στοματική κοιλότητα με τέτοια δύναμη που καταλήγει να παίρνει το στόμα δικό του, αιώνια τραβηγμένο σε μια αστεία γκριμάτσα.

Την είχα θάψει μόνος μου. Η παραδοχή αυτής της πράξης από μέρους μου μέσα στο δικαστήριο είχε προκαλέσει τη γενική κατάπληξη και φρίκη των παρευρισκομένων. Περιγράφοντας τις λεπτομέρειες τού πως ακριβώς την πήρα στην αγκαλιά μου, το πώς ακριβώς οδήγησα για να φτάσω σε ένα συγκεκριμένο ερημικό σημείο, το πώς έσκαβα με όλη μου τη δύναμη, το πώς έχωσα το σώμα μέσα στο λάκκο και το σκέπασα με το φρεσκοσκαμμένο χώμα, με έκανε να έχω την αίσθηση πως όλο το ακροατήριο παρακολουθούσε με εκείνη την ηδονική ανατριχίλα που μόνο η μεγαλύτερη αηδία μπορεί να δωσει. Η αηδία εκείνη που κινείται μέσα στον άνθρωπο από την ανάσα που κατοικεί στις πιο ανεξερεύνητες περιοχές του, τις ίδιες περιοχές που αν κάποια στιγμή φωτιστούν βίαια τον κάνουν εύκολα χειρότερο κτήνος και από το κτηνος σιχαίνεται.

Τα περιέγραψα όλα στο δικαστήριο, ακριβώς όπως έγιναν, μην ξεχνώντας να αναφέρω το παραμικρό. Με συγκινούσε αυτή η προσεκτική αφοσίωση του κόσμου, η γεμάτη αίθουσα, τα μουρμουρητά έκπληξης στο άκουσμα κάποιας ιδιαίτερα απωθητικής λεπτομέρειας. Το πώς μέχρι και ο δικαστής, ασυναίσθητα δίχως να το καταλαβαίνει και ο ίδιος, έγερνε προς τα εμπρός, δείχνοντας με την κλίση του σωματός του το μέγεθος της προσοχής του.

Για μια στιγμή άρχισα να νοιώθω ακριβώς ό, τι ένοιωθα στις ομιλίες μου. Πως έχω στα χέρια μου ολους αυτούς τους ανθρώπους, το πόσο εύπλαστα ήταν για μένα τα δικά τους συναισθήματα και πόσο άνετα μπορούσα να τους πάω εκεί που ήθελα εγώ. Σα να κρατούσα ξανά τη μαγική μπαγκέτα, σα να μπορούσα να τους καθοδηγήσω κατά το πώς επιθυμούσα, βαζοντάς τους μέχρι και να κάνουν τούμπες αν μού έρχονταν κάτι τέτοιο στο μυαλό. Και ήταν πολύ πιο εύκολο από ότι άλλες φορές. Το να τους δίνω τη φρίκη σταγόνα σταγόνα, με καθαρό λόγο, σε αναλυτικές περιγραφές, δίχως να κινείται ουτε μυς από το προσωπό μου, φαίνεται πως μέσα τους τους εξαγρίωνε. Όχι με θυμό, όχι, όχι με τέτοια πράγματα... Κάτι αγγίζονταν στα βάθη τους, κάτι καλά κοιμισμένο αναδεύονταν. Μπορούσα ξεκάθαρα να το δω στα μάτια τους, όσο αμίλητοι και να ήταν, όσο ήσυχοι και να κάθονταν πάνω στις καρέκλες τους. Τις ώρες της σιωπής, που μόνο η δική μου η φωνή ακουγόταν δυνατή να περιγράφει, είχα την εντύπωση πως μόνο εγώ μπορούσα να ακούσω τις κραυγές που έκρυβε μέσα της αυτή η ησυχία. Τα μουγκρητά μικρών θηρίων που εμοιαζαν να ξυπνούν από έναν βαθύ ύπνο και σιγά σιγά με πλησίαζαν για να μάθουν περισσότερα, γλύφοντας τα χείλη τους με ματωμένες γλώσσες. Με ένα αίμα καιρό ξεραμένο που ξαφνικά ήθελε σάλιο για να ξαναγίνει υγρό και να πλημμυρίσει τα κενά ανάμεσα στα δόντια. Και η περιγραφή μου λειτουργούσε ακριβώς έτσι: το σάλιο που εκκρίνεται όταν ανοίγει η όρεξη μα προσπαθούμε πάλι να το καταπιούμε για να μη φανεί η πείνα.

Δε χρειάστηκε να πω τίποτα για το ότι στην επιστροφή μετά την ταφή της γυναίκας μου, αναγκάστηκα να οδηγήσω σε μια πρωτόγνωρη για μένα κατάσταση συναισθηματικής ταραχής. Μια ταραχή που εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον δεν είχε να κάνει τίποτα με τις τύψεις ή έστω με κάποια αίσθηση μετάνοιας ή ανησυχίας. Την είδα να κάθεται στο πίσω κάθισμα, κοιτώντας με μέσα από τον καθρέφτη. Οδήγησα μέχρι το σπίτι έχοντάς την στο πίσω κάθισμα, να κάθεται στητή με εκείνο το αλαζονικό βλέμμα της. Να με καρφώνει με αυτό, δίχως να μιλά. ‘Ηξερα πως πρόκειται για παιχνίδι του μυαλού μου, προσπαθούσα να εκλογικεύσω την εικόνα αυτή, μα η επιμονή της ήταν τρομερή. Συνέχιζε να με κοιτά δίχως να μιλά και δίχως να μετακινείται από εκεί. Σταμάτησα το αυτοκινητο στην άκρη του δρόμου και βγήκα έξω κοπανώντας την πόρτα μου, σαν να ήλπιζα πως ο ξερός θόρυβος θα μπορούσε να τη διώξει.

Άνοιξα την πίσω πόρτα. Καθόταν ακόμη εκεί. Φορούσε ένα αχνογάλαζο φουστάνι, σταυρωτό μπροστά στο στήθος, είχε τα μαλλιά της λυμένα και οι γάμπες της ήταν σφιχτά κολλημένες η μία με την άλλη. Τα χέρια της ήταν ακουμπισμένα πάνω στα γονατά της. Καθώς η πόρτα άνοιξε γύρισε το κεφάλι της και με κοίταξε. Έδειχνε αρκετά νεότερη, τουλάχιστον μια δεκαετία μα τα μάτια της ήταν πιο ψυχρά από ποτέ. Τα ένοιωσα να με διαπερνούν και ενώ η καρδιά μου πετάριζε από την ταραχή, μπόρεσα και της μίλησα. Δε θυμάμαι τι της είπα, θυμάμαι μόνο που μού έδειξε με το χέρι της ένα άγνωστο για μένα κόσμημα που φορούσε στο λαιμό της. ’Ένα μενταγιόν με μια ρουμπινένια στρογγυλή πέτρα.

Το κεφάλι μου γεμίζει ξανά από ταραχή καθώς σκέφτομαι αυτή τη σκηνή. Έμεινα αποσβολωμένος κοιτώντας το κόσμημα, σαν να προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω τι γινόταν, τι ακριβώς συνέβαινε, αν με είχε πάρει ο ύπνος, ή αν κάτι προσπαθούσε να μου πει και εγώ πραγματικά ήμουν σκυφτός δίπλα από την πίσω ανοιχτή πόρτα του αυτοκινήτου. Στιγμιαία ένοιωσα τα μάτια μου να γεμίζουν από δάκρυα, ήταν δάκρυα ενός θυμού που αισθάνθηκα να με πνίγει, μα δεν τα άφησα να βγουν προς τα έξω. Μια οργή τρομερή με πλημμύρισε ξαφνικά. Την κοίταξα με μίσος. Εστίασα το βλεμμα μου μέσα στο προκλητικά ατάραχο δικό της και με ένα ουρλιαχτό ρίχτηκα επάνω της. Ναι, θα τη σκότωνα και δεύτερη φορά. Και αυτή τη φορά θα την έσκιζα σε κομμάτια.


Συνέχεια από το "Πλανεύω με απόλαυση"

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη