Το καφενείο

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Διήγημα - απόσπασμα


Κάπου στα 1928, σ' ένα μικρό χωριό


Το πρωί, ο Παύλος ο Φούρκας, βγήκε κατσούφης απ' το σπίτι, κατούρησε στο πεύκο και κουμπώνοντας το παντελόνι, έριξε μια ματιά στο καιρό. Μαύρα σύννεφα ήταν μαζεμένα απ' άκρη σ' άκρη του ουρανού και μπουφάριζε.

“Σκατομέρα! ” ψιθύρισε και πήρε τορό για τη πλατεία.

Σε λίγο όμως, αντίθετα απ' το δρόμο του, άρχισε να συναντάει κόσμο που πήγαινε στην εκκλησία και μόνο τότε θυμήθηκε πως ήταν Κυριακή.

“Τον αντιοβραίο μου! ” σκέφτηκε σιχτιρίζοντας τον εαυτό του, που δε ξύπνησε νωρίτερα να πάει στο καφενείο.

“Καλημέρα Παύλο! ” άκουγε κάθε τόσο. Μουρμούριζε κάτι μέσα από τα δόντια του και τάχυνε το βήμα.

Όταν έφτασε στη πλατεία και χώθηκε στο καφενείο, ένοιωσε τέτοια ανακούφιση, που παραλίγο να πει καλημέρα στον Λιέτα, που φορώντας μια άσπρη ποδιά συγύριζε περιμένοντας πελάτες. Ο Παύλος που ήταν ο πρώτος, διάλεξε μια γωνιά και κάθισε.

“Ένα κατοστάρι! ” πρόσταξε με την μάγγικη προφορά του.

Ο Παύλος ο Φούρκας, ήταν γεννημένος για το καλύτερο η το χειρότερο. Σπάνιο, κοφτερό μυαλό, μα ο τόπος και η εποχή που γεννήθηκε, τον αδίκησαν. Η έτσι πίστευε τουλάχιστον. Γι' αυτό, μισούσε και τον τόπο και την εποχή. Κάτω από διαφορετικές συνθήκες, θα ήταν ίσως ένας μεγάλος άντρας, διανοούμενος, καλλιτέχνης η κάτι τέτοιο, μα τώρα δεν ήταν, παρά ένας φτωχός εργάτης στ' αμπέλια και τα χωράφια ξένων, με μοναδική περιουσία τα δυο του χέρια, που έπρεπε να κάνουν τα πάντα για να θρέψουν μια μεγάλη οικογένεια.

Ο Παύλος είχε πλήρη επίγνωση αυτής της διάστασης και έτσι, αντιπαθούσε ό, τι φαινόταν ανώτερο από κείνον. Νοικοκυραίους και φρόνιμους και δεν έχανε την ευκαιρία να ρίχνει τα φαρμακερά του βέλη παντού. Απίστευτα ετοιμόλογος, είχε το ταλέντο να γράφει μια μεγάλη ιστορία σε τρεις λέξεις, συμπυκνώνοντας μέσα τους μια εκρηκτική δύναμη που αποδιοργάνωνε τον άλλον και τον άφηνε θεόγυμνο σε ένα αδίστακτα ειρωνικό βλέμμα που τον έφτυνε. Ο Παύλος όμως είχε κι ένα κουσούρι. Δε μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς κρασί. Όταν δεν έπινε, έμοιαζε τρωτός και ξεκούρδιστος σα γέρος. Το κρασί, δεν ήταν γι' αυτόν μόνο πηγή δύναμης που τον βοηθούσε να αντέχει τη σκληρή χειρωνακτική δουλειά. Ήταν και πηγή έμπνευσης, για να βλέπει βαθύτερα ανθρώπους και πράματα. Να κατεβάζει πιο εύκολα, μανδύες και προσωπεία. Και αυτό για τον Παύλο, ήταν η μεγαλύτερη ηδονή. Ό, τι απολάμβανε περισσότερο στη ζωή του, ήταν η αμηχανία των θυμάτων του στις ακαριαίες του επιθέσεις.

Και οι επιθέσεις, ήταν απαραίτητες στο πόλεμο που είχε ανοίξει, εδώ και χρόνια με τα πάντα γύρω του. Και προπαντός με τη μιζέρια. Ακόμη και τη δικά του...

Ο Λιέτας άφησε στο τραπέζι τη καράφα κι ένα ποτήρι και κατά το συνήθειό του, έφτυσε με δύναμη τις χούφτες κι άρχισε να τις τρίβει κατευθυνόμενος στο πάγκο.

“Ξεφτιλισμένε βρωμιάρη!” ψιθύρισε αηδιασμένος ο Παύλος και γέμισε το ποτήρι. Αν ήταν άλλη ώρα, θα του πέταγε στα μούτρα κανά καντήλι, μα ήταν ακόμη στεγνός, γι' αυτό έφερε το κρασί στα χείλη κι άρχισε να το γεύεται παρατηρώντας με τα μικρά πονηρά μάτια του το καφετζή, που πράμα παράξενο σήμερα, έδειχνε ανήσυχος. Δεν έβαζε κώλο κάτω. Είχε μια περίεργη ταραχή. Σκούπιζε το πάτωμα, το σφουγγάριζε, περνούσε τα τραπέζια συνέχεια μ' ένα πανί, καθάριζε τα τζάμια κι όλο έριχνε ξύλα στη σόμπα που μέσα της φουρτούνιαζε η φωτιά, ενώ άλλες φορές ψυχοραγούσε. Έφτασε στο σημείο να γράψει σ' ένα τετράγωνο χαρτόνι “τρεις δεκάρες ο καφές” με μεγάλα ανορθόγραφα γράμματα και να το κολλήσει φάτσα κάρτα στο μπροστινό τζάμι.

Ο Παύλος όσο τον παρατηρούσε, τόσο τον τρώγανε τα φίδια.

“Τι νάχει σήμερα αυτός” αναρωτιόταν “τι όνειρο είδε! ... έριξε μέχρι και τη τιμή του καφέ ο τσιφούτης μπαααα... “

Τόφερε από δω, το τριβέλισε από κει και ξαφνικά κατάλαβε. Κατάλαβε και τούρθε να χτυπηθεί από τα γέλια.

“Α τη σουπιάααααα... α τη λουμπίνααααα... α τη σιγανοπαπαδιάααα... “

Ο Παύλος θυμήθηκε ότι σήμερα άνοιγε δίπλα στο μαγαζί του Λιέτα, καινούριο καφενείο. Ολοκαίνουριο! Βαμμένο στη τρίχα, με καινούρια τραπέζια, καρέκλες και φλυτζανοπότηρα.

Ο Παύλος ήπιε το κρασί του και παράγγειλε κι άλλο. Η μέρα άρχισε να φτιάχνει...

---###---

Θα τον προτιμήσουν; Και γιατί να μη τον προτιμήσουν δηλαδή, τι τους έκανε; Δε του είχε εξυπηρετήσει τόσα χρόνια; Δε τους είχε σταθεί σα δούλος; Από τη μαύρη νύχτα σηκωνότανε να τους προλάβει και μαύρη νύχτα τόκλεινε ετούτο το ρημάδι. Κι αν πεις για πόσα άκουγε; Όποιος ήθελε να ξεσπάσει, πάνω του ξέσπαγε, όποιος ήθελε να βρίσει, αυτόν έβριζε. Μα αυτός εκεί, χωρίς βαρυγκώμια και να οι καφέδες, να το κρασί, να τα ουζάκια, να οι μεζέδες. Πόσες φορές δε ξαγρύπνησε μέχρι τα ξημερώματα, ενώ του κλείνανε τα μάτια από τη νύστα, μόνο και μόνο για να μη χαλάσει μια παρέα που ήτανε στο κέφι; Κι αν πεις τα βερεσέδια; Να πήχτρα το τετράδιο! Βασίλη δεν έχω σήμερα... Βασίλη είμαι στεγνός... γράφτα Βασίλη!

Γιατί να μη τον προτιμήσουν; Επειδή είχε αυτό το ελάττωμα - το μόνο του ελάττωμα δηλαδή - να φτύνει τις χούφτες τη στιγμή που σέρβιρε; Μα αυτό δεν ήταν τίποτα, από ικανοποίηση τόκανε. Που σέρβιρε. Για τη δουλειά. Δε χαίρεσαι εσύ άμα η δουλειά πάει καλά; Κι έπειτα ήταν κάτι που δε μπορούσε να το κόψει. Ήταν σαν ανοιγόκλεισμα του ματιού ένα πράμα, μπορείς εσύ να κόψεις το ανοιγόκλεισμα του ματιού; Μήπως δε προσπάθησε; Τόβαζε σκοπό, δε θα το κάνω τώρα, δε θα το κάνω και μόλις ακουμπούσε τη παραγγελία στο τραπέζι φραπ! ... τα χέρια σηκώνονταν μόνα τους και τάφτυνε.

Όμως σήμερα, πάει τέλειωσε κι αυτό θα έκοβε, ναι κι αυτό το ανοιγόκλεισμα του ματιού για χατήρι τους...

Γιατί δηλαδή; Επειδή άνοιξε καινούριο καφενείο ένας χάχας; Ένας αρχιτεμπέλαρος, που μέχρι να σηκώσει το ένα πόδι βρωμάει τ' άλλο; Ένας αποτυχημένος που χαΐρι στη ζωή του δεν είδε; Και που ξέρει αυτός... όχι που ξέρει αυτός από πελάτες; Διότι το κατάστημα κύριε, πρέπει να γνωρίζει από ψυχολογία πελάτη, όχι ψεύτικα πράματα! Γιατί δηλαδή, επειδή μοστράρει πεντέξι καινούριες καρέκλες; Ε και; Να σε καναδυό μήνες, θα παλιώσουν κι αυτές. Οι βλάκες! Που θα πάνε; Εδώ, στη σιγουριά θα έρθουν. Δοκιμασμένα πράματα... Εγγυημένα!

Τέτοια σκεφτόταν ο Λιέτας κι όσο πλησίαζε η ώρα να σχολάσει η εκκλησία, τόσο η ταραχή του δυνάμωνε.

Ξαφνικά στη πόρτα φάνηκε, λιγάκι λαχανιασμένος ο Νάκος, ο αδικημένος από τη φύση κι ελαφρύς στο μυαλό γιος του.

“Πούσαι ρε, το φλαρό μου; ” τον πρόγκηξε ο Λιέτας μόλις τον είδε.

Το παιδί, είχε τόση εμπιστοσύνη κι έτρεφε τέτοιον θαυμασμό στον πατέρα, που αν τον ρωτούσες ποιος ήταν ο σημαντικότερος άντρας στην ιστορία του ανθρώπινου γένους, θα σου τον έδειχνε. Ήταν δεμένο μαζί του και παρ' όλη του την ελαφρότητα, είχε αναπτύξει κοντά του μια συμφεροντολογική κουτοπονηριά, ώστε να νοιώθει απόλυτα ένοχο σήμερα, που το πήρε λίγο παραπάνω ο ύπνος, μια τόσο σημαντική μέρα για το μαγαζί τους.

Γι' αυτό, χωρίς να πει τίποτα, πήγε στα ενδότερα, φόρεσε μια άσπρη ποδιά και στάθηκε στην εξώπορτα, γελώντας ηλίθια και κάνοντας υποκλίσεις στον αέρα.

“Θα χαμογελάς και θα σκύβεις συνέχεια το κεφάλι! ” τούχε πει από βραδύς ο πατέρας...

---###---

“Μπαμπ... μπαμπά ε... ε... έρχονται! ” είπε ξαφνικά το αγόρι, που ήταν και βραδύγλωσσο κι άρχισε να εντείνει τα χαμόγελα και τις υποκλίσεις.

Με το “έρχονται” του μικρού, ο Λιέτας -καθάριζε εκείνη τη στιγμή για πολλοστή φορά τα τραπέζια- πέταξε το πανί πίσω από τον πάγκο και αστραπιαία κάθισε σ' ένα τραπέζι. Έπιασε να σιγοσφυρίζει έναν σκοπό, παριστάνοντας τον αδιάφορο...

Ο Φούρκας που ήταν ικανός να πληρώσει για να δει τέτοιο θέαμα, πέταγε στους εφτά ουρανούς. Κιχ δεν έβγαζε. Είχε μαζευτεί στη γωνιά του και προσπαθούσε να περάσει όσο πιο απαρατήρητος γίνεται, για να τους αφήσει να λειτουργήσουν αυθόρμητα. Και τόχε μισοκαταφέρει. Οι άλλοι μέσα στη ταραχή τους, τον είχαν σχεδόν ξεχάσει.

Η πρώτη που έφτασε στη πλατεία, ήταν η παρέα του δάσκαλου. Ο Νάκος όταν πέρασαν από μπροστά του, είχε γίνει ολόκληρος μια υπόκλιση, μα αυτοί τον αγνόησαν και προχώρησαν για το καινούριο καφενείο. Ο Λιέτας αν και κόντευε να πάθει συμφόρηση, συνέχιζε να το παίζει άνετος σιγοσφυρίζοντας κι έκανε πως δε πρόσεξε καν τη παρέα που πέρασε.

Το ίδιο έγινε με τη δεύτερη και τρίτη παρέα. Πέρασαν από μπροστά του και χωρίς καν να ρίξουν μια ματιά προσπέρασαν. Ο Λιέτας σταμάτησε να σφυρίζει, άπλωσε τα χέρια πάνω στο τραπέζι, τάπλεξε, κι άρχισε να κοιτάζει φανερά πια τις παρέες. 'Εβραζε!

Όταν έφτασε το μεγάλο κύμα με τον πρόεδρο και τους συμβούλους, ο Λιέτας αναθάρρησε.

“Αυτοί θάρθουν! Δε μπορεί... τους έχω ψηφίσει! ” σκέφτηκε, μα το μεγάλο κύμα συνέχισε όπως οι άλλοι. Η χειρότερη μαχαιριά... προδοσία!

Πέρασαν κι άλλοι, μέχρι που άρχισαν να αραιώνουν. Κανείς, ούτε ένας δε φιλοτιμήθηκε να μπει στο παλιό καφενείο κι ας ο Νάκος είχε γίνει ερπετό από τις υποκλίσεις. Ο Λιέτας πια δε βαστιόταν. Είχε αρχίσει να τρέμει...

Και τότε, την οριακή εκείνη στιγμή, έκανε το λάθος να γυρίσει και ν' αντικρύσει το βλέμμα του Φούρκα, που φαινόταν να είναι από ώρα καρφωμένο πάνω του. Ένα βλέμμα διεισδυτικό, ειρωνικό κι ένα αμυδρά κοροϊδευτικό μειδίαμα, που έκανε τον Λιέτα να νοιώσει πέρα για πέρα ξεβράκωτος. Ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Πετάχτηκε απ' τη καρέκλα, σα να καθόταν πάνω σε αχινούς.

“Παύλο γαμιέσαι! ” είπε κι έτρεξε στη πόρτα. Έδωσε μια σπρωξιά στο Νάκο που σωριάστηκε και βγάζοντας αφρούς από το στόμα, φώναξε στους αποσβολωμένους συγχωριανούς του...

“Ρε σεις πουλημένοι! Εμείς χειρομπομπίδες πουλάμε;”

Κι επειδή έτυχε κείνη τη στιγμή να περνάει η παρέα του παπά με τους ψαλτάδες συνέχισε...

“Χιτώνες μου λέτε μένα... χιτώνες! Δώστε μου και μένα ένανε ντε! ”

Έβγαλε όπως όπως τη ποδιά, τη πέταξε στο δρόμο κι έφυγε για το σπίτι, ολοκόκκινος, οικτρός, δυστυχισμένος...

---###---

Ο Νάκος μπήκε στο μαγαζί, ξεσκονίζοντας τη ποδιά του. Έπιασε μια γωνιά και μόνο που δεν έκλαιγε.

“Μωρέ το χρειαζόσασταν το καζίκι! ” ψιθύρισε ο Παύλος.

Εκείνη την ώρα είδε τον φίλο του, τον Αγγελή τον τελάλη να περνά στη πλατεία. Έριξε ένα σφύριγμα και σήκωσε το χέρι. Ο Αγγελής τον είδε και κατευθύνθηκε προς το καφενείο του Λιέτα.

“Καλως τον αηδονάρι! ” τούπε ο Παύλος, μόλις εκείνος έφτασε “Κάτσε! ”

Ο Αγγελής τίναξε από την υγρασία τα μαλλιά του.

“Κωλόκαιρος” είπε και κάθισε “Τι κερνάς; ”

“Ο, τι θες, άλλος πληρώνει... “ είπε με νόημα ο Φούρκας.

“Ποιος;”

“Ο Λιέτας από τη χαρά του... Άσε, έχασες θέατρο με τον τσιφούτη” και του εξήγησε εν ολίγοις τι συμβαίνει.

“Ρε το φουκαρά! ” είπε στο τέλος ο Αγγελής

“Ρε τον μασκαρά να λες! Νάκο! ”

Ο Νάκος σηκώθηκε από την θέση του και πλησίασε άκεφος.

“Πιάσε ένα ποτήρι κι ένα κατοστάρι! ”

Ο Νάκος έκανε να φύγει.

“Και μεζέ! ” πρόσταξε ο Παύλος.

“Τι λες ρε; κληρονόμησες τίποτα;” είπε απορημένος ο φτωχός Αγγελής.

Ήταν μαθημένοι χρόνια στο ξεροσφύρι λόγω αφραγγίας. Μόνο σε ειδικές περιπτώσεις παράγγελναν κρασί με μεζέ. Κάθε Πάσχα που λέμε.

Ο Παύλος έφερε το δάχτυλο κάτω απ' τη μύτη.

“Μόκο! ... άλλος πληρώνει! ”

Όταν ο Νάκος έφερε το κατοστάρι κι ένα πιάτο με μεζεκλίκια, στρώθηκαν να πίνουν και να μασουλάνε.

Έπειτα από λίγο, ο Πάυλος παράγγειλε κι άλλη παρτίδα. Έπειτα κι άλλη, καθησυχάζοντας κάθε φορά τον καημένο τον Αγγελή, που διαμαρτύρονταν για το πως θα πληρώσουν.

Κάποια στιγμή ο Αγγελής σηκώθηκε.

“Έχω δουλειά ρε, πρέπει να φύγω... “

Έδειξε τα μεζεκλίκια.

“Τι θα γίνει; ”

“Φέγα! ” τούκανε ο άλλος.

Μόλις έφυγε ο τελάλης, ο Παύλος φώναξε το Νάκο.

“Νάκο! ”

“Νννν... ναι... ναι θείο! ”

“Βρε παιδί! Δε βαστάω λεφτά. Φέρε αυτό το τεφτέρι να γράψω το λογαριασμό... μη χάσετε και σεις...“

Το παιδί δεν υποψιάστηκε τίποτα, μα και να υποψιάστηκε, δεν ήθελε να πάει κόντρα στον μοναδικό πελάτη που προτίμησε σήμερα το μαγαζί τους.

“Ννννν... να... να το φέρω θεί... θ... θείο! ”

Ο Παύλος, ήξερε φυσικά πως ο μικρός είναι μπιτ για μπιτ αγράμματος και βέβαια είχε κάτι παλιούς λογαριασμούς, που τούχανε γίνει βραχνάς.

Σε λίγο ο Νάκος, που ήταν ο μόνος που ήξερε, πού ο πατέρας του έκρυβε το τεφτέρι, τόφερε και τόδωσε στον Παύλο. Εκείνος το ξεφύλλισε, βρήκε τ' όνομά του κι έπιασε το μολύβι.

“Πόσο τόχετε το κατοστάρι Νάκο; ”

“Τε... τέσσερις δεκάρες”

“Πέντε εγώ και τρία ο Αγγελής οκτώ... επί τέσσερα... τρεις και είκοσι” είπε ο Παύλος και διέγραψε με μια γραμμή, όλους τους παλιούς λογαριασμούς.

“Οι μεζέδες; ”

“Έ... ε... ενα πε... πενηνταράκι! ” είπε το παιδί

“Ένα πενηνταράκι... επί τρία μιάμιση! είπε ο Παύλος κι έγραψε δίπλα ένα ανορθόγραφο “εξοφλήθει”

“Πιάσε και δέκα τσιγάρα! ”

Ο Νάκος έτρεξε να φέρει τα τσιγάρα.

“Κάντα είκοσι! Πόσο πάνε; ”

“Έ... εε... ένα φράγγο! ”

“Ένα φράγγο! ” επανέλαβε ο Παύλος μιμούμενος τη τζίφρα του Λιέτα, που πιστοποιούσε το γνήσιο της διαγραφής.

Πήρε τα τσιγάρα, τάβαλε στη τσέπη κι έδωσε το τεφτέρι στον Νάκο.

“Πάρτο ρε παιδί... Μη χάσετε και σεις. Αρκετά πάθατε σήμερα! ”




http://pirgaris.blogspot.com

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη