Το δακτυλίδι με το ψάρι... (ilianak)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Από μικρός μου άρεσε να πηγαίνω το καλοκαίρι στο χωριό στο σπίτι των παππούδων μου. Κάθε φορά που πήγαινα περνούσα ωραία. Έπαιζα με τους φίλους μου στην παραλία ή χαζεύαμε τον Μάρτιν όταν έπιανε ένα καρχαρία από τα ανοιχτά και τον ξεκοίλιαζε. Πάντα του άρεσε να πιάνει ένα μωρό καρχαρία και να το "εξερευνεί" αν κι εγώ το έβρισκα λίγο αηδιαστικό.

Την τελευταία φορά όμως που πήγα στο χωριό ήταν διαφορετικά. Όταν πήγα στην παραλία με το φίλο μου τον Τζόναθαν ψάξαμε για τον Μάρτιν. Πήγαμε στη μικρή καλύβα όπου φύλαγε τη βάρκα του. Η καλύβα είχε αρχίσει να καταστρέφεται. Με δυσκολία μπήκαμε μέσα. Η βάρκα του Μάρτιν ήταν εκεί ξεθωριασμένη, έμοιαζε νεκρή. Ξαφνικά είδα σε μια γωνιά ένα μουσάτο κακομοίρη. Τα μάτια του κοιτούσαν το κενό. Ήταν άδεια.... Τελικά αναγνώρισα αυτά τα μάτια ήταν του Μάρτιν. Θεέ μου τι να έχει πάθει? Ήταν ολόκληρος μια σκιά. Είδα κάτι να γυαλίζει στο λαιμό του. Ήταν ένα δαχτυλίδι περασμένο με πετονιά στο λαιμό του. Ένα δακτυλίδι χρυσό με ένα ψάρι σκαλισμένο πάνω του. Αποφασίσαμε να τον πλησιάσουμε αλλά πριν προλάβουμε να κάνουμε ένα βήμα π Μάρτιν πετάχτηκε πάνω και πιάνοντας το δαχτυλίδι άρχισε να φωνάζει: "Το δαχτυλίδι, μου το έδωσε πίσω". Ήταν βέβαιο ότι είχε χάσει τα λογικά του.

Τελικά φύγαμε από την καλύβα χωρίς να του μιλήσουμε. Εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Είχα συγκλονιστεί. Εκείνος ο ατρόμητος Μάρτιν που ήξερα που ήταν πάντα με το χαμόγελο στο στόμα είχε καταντήσει σε ένα μίζερο τρελό. Αποφάσισα ότι το επόμενο πρωί θα πήγαινα στην καλύβα μόνος μου να μάθω τι συμβαίνει.

Κι έτσι, κατά το μεσημεράκι έφτασα στην καλύβα και μπήκα μέσα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα. Είδα το Μάρτιν στην ίδια γωνία εκείνος δε με είχε δει. "Μάαααρτιν" είπα με αλλαγμένη φωνή αν και δε ξέρω γιατί το έκανα.

"Θεέ μου εσύ είσαι? Το ήξερα ότι μια μέρα θα έρθεις να με λυτρώσεις". Δεν ξέρω γιατί αλλά κάτι μέσα μου μου έλεγε να μην του φανερωθώ αλλά να του απαντήσω ως Θεός: "Ναι Μάρτιν, εγώ είμαι ήρθα να σε βοηθήσω". "Θεέ μου πρέπει να σου τα πω όλα" είπε με απελπισία ο Μάρτιν. "Σε ακούω, πες μου τα όλα". Κι Μάρτιν άρχισε.....

Αυτό το δαχτυλίδι είναι της Τζούλι... είπε... Της Τζούλι? αναρωτήθηκα κι αμέσως κατάλαβα. Όταν ήμασταν μικροί ο Μάρτιν κι η Τζούλι ήταν ερωτευμένοι. Πολύ ερωτευμένοι. Όμως ο πατέρας της την προόριζε για έναν πλούσιο. Ο Μάρτιν μη θέλοντας να τη χάσει έφυγε από το χωριό να δουλέψει για να αποκτήσει λεφτά. Πριν φύγει της έδωσε το δαχτυλίδι με το σκαλισμένο ψάρι...

Σε εκείνο το διάστημα η Τζούλι μαράζωσε πίστευε ότι την παράτησε. Ο πατέρας της ήταν φίλος με τον ταξίαρχο Χενρυ ο οποίος είχε ένα γιο τον Πίτερ. Ο πατέρας της Τζουλι καλούσε τον Πίτερ συχνά στο σπίτι κι έτσι η Τζούλι άρχισε να ερωτεύεται τον Πίτερ....

Στο μεταξύ γύρισε κι ο Μάρτιν από τα ξένα είχε μαζέψει λίγα λεφτά μιας και είχε πάει για λίγο καιρό. Ο Μάρτιν δεν έχασε καιρό πήγε αμέσως να μιλήσει με τον πατέρα της αγαπημένης του και ζήτησε το χέρι της. Η απάντηση ήταν απογοητευτική. "Λυπάμαι, αλλά η Τζούλι θα παντρευτεί έναν επιχειρηματία από το Λονδίνο". Σκόπευε να την παντρέψει με έναν πλούσιο σαραντάρη.... στην ουσία δεν έκανε γάμο αλλά επένδυση...

Η φωνή του Μάρτιν με επανέφερε στην πραγματικότητα. Ο Μάρτιν είχε αρχίσει την εξομολόγησή του.
"Πήγα στα ξένα να μαζέψω λεφτά για να μπορέσω να την παντρευτώ. Της το έδωσα (εννοούσε το δαχτυλίδι) πριν φύγω εις ένδειξη της αγάπης μου. Το είχα αγοράσει με πολύ κόπο αλλά το άξιζε. Εκείνη νόμισε πως δε θα ξαναγύρισε και βρήκε άλλον. Όταν γύρισα από τα ξένα πήγα αμέσως στον πατέρα της να τη ζητήσω και μου 'πε πως θα την πάντρευε με κάποιον πλούσια από το μια μεγαλούπολη. Κατέρρευσα... Πήγα στην παραλία στον τόπο που συναντιόμασταν όταν ακόμα με αγαπούσε κι εκεί... είδα το χειρότερο. Η δικιά μου αγαπημένη πιασμένη χέρι χέρι με έναν άλλο. Ήθελα να του ορμήσω και να τον σκοτώσω αλλά έμεινα εκεί να ακούσω τι θα πουν. Άκουσα εκείνον να λέει "αύριο τα μεσάνυχτα. θα σε περιμένω στα ανοιχτά με τη βάρκα και μόλις σε δω στη στεριά να έρθω να σε πάρω. δε θα αφήσουμε κανέναν να μας χωρίσει". Ήθελα να πεθάνω εκείνη τη στιγμή, όμως όχι δε θα άφηνα την αγαπημένη μου να την πάρει άλλος. Ή εγώ ή κανείς. Έφτιαξα το τέλειο.

Κατά το βραδάκι πήγα και σκότωσα το γάιδαρό μας και έχυσα το αίμα του στα ανοιχτά ώστε να μαζευτούν μπόλικοι καρχαρίες. Έδεσα με σχοινί κάτω από τη βάρκα του δύο πόδια από το γάιδαρο. Έτσι με το που θα έβγαινε στα ανοιχτά θα τον τακτοποιούσαν τα "ψαράκια" κι η καλή του θα περίμενε ώρες να εμφανιστεί να την πάρει αλλά δε θα ερχόταν ποτέ αυτός και θα ήταν πάλι δική μου. Έφυγα από την παραλία και πήγα στην ταβέρνα γεμάτος χαρά να γιορτάσω. Το επόμενο πρωί πήγα όλος χαρά στο σπίτι της να της μιλήσω. Όμως όλοι ήταν ανάστατοι. "Από χτες το βράδυ λείπει είπε η μικρή της αδερφή". Αποφάσισα να βγω στα ανοιχτά να βρω τη βάρκα. Ακόμα κι αν πρόλαβε να την πάρει από την παραλία όταν θα βγήκαν στα ανοιχτά θα είδε τους καρχαρίες και θα βουτούσε να τους διώξει. Κάπου στα ανοιχτά θα ήταν σίγουρα. Και να βρήκα τη βάρκα αλλά ήταν άδεια. Από κάτω βρισκόταν ένας μικρός καρχαρίας παγιδευμένος στο σχοινί πού είχα δέσει τα πόδια του γαϊδουριού. Εύκολα τον έπιασα και τον έβαλα στη βάρκα και τον "άνοιξα" στο στομάχι του υπήρχαν ψαράκια. Ξαφνικά είδα ένα χέρι. Το ξέπλυνα για να το δω καλύτερα με την ελπίδα ότι ήταν εκείνου του αχρείου. Το χέρι ήταν λεπτό με νύχια μακριά βαμμένο ροζ. Άρχισα να τρέμω. Συμφορά μου... το χέρι είχε στον παράμεσο ένα χρυσό δαχτυλίδι με ένα ψάρι σκαλισμένο... Βούτηξα στο νερό με την ελπίδα να μου δώσει τέλος ένας καρχαρίας μιας κι είχαν μαζευτεί από το αίμα αυτού που είχα σκοτώσει. Αλλά όχι Θεέ μου δε θα μου έκανες τη χάρη να με λυτρώσεις. Έπρεπε να τιμωρηθώ αλλά τώρα ξέρω ότι θα με λυτρώσεις.

Ώστε αυτό ήταν. Το σχέδιό του σκότωσε την αγαπημένη του. Γι αυτό είχε τρελαθεί. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα βογκητό. Ήταν βογκητό πόνου αλλά και ανακούφισης μαζί. Στράφηκε το βλέμμα μου στον Μάρτιν. Είχε καρφώσει τον κοφτερό του σουγιά στις φλέβες του. Ήταν πια νεκρός. Είχε πλέον λυτρωθεί από τον πόνο του...Από μικρός μου άρεσε να πηγαίνω το καλοκαίρι στο χωριό στο σπίτι των παππούδων μου. Κάθε φορά που πήγαινα περνούσα ωραία. Έπαιζα με τους φίλους μου στην παραλία ή χαζεύαμε τον Μάρτιν όταν έπιανε ένα καρχαρία από τα ανοιχτά και τον ξεκοίλιαζε. Πάντα του άρεσε να πιάνει ένα μωρό καρχαρία και να το "εξερευνεί" αν κι εγώ το έβρισκα λίγο αηδιαστικό.

Την τελευταία φορά όμως που πήγα στο χωριό ήταν διαφορετικά. Όταν πήγα στην παραλία με το φίλο μου τον Τζόναθαν ψάξαμε για τον Μάρτιν. Πήγαμε στη μικρή καλύβα όπου φύλαγε τη βάρκα του. Η καλύβα είχε αρχίσει να καταστρέφεται. Με δυσκολία μπήκαμε μέσα. Η βάρκα του Μάρτιν ήταν εκεί ξεθωριασμένη, έμοιαζε νεκρή. Ξαφνικά είδα σε μια γωνιά ένα μουσάτο κακομοίρη. Τα μάτια του κοιτούσαν το κενό. Ήταν άδεια.... Τελικά αναγνώρισα αυτά τα μάτια ήταν του Μάρτιν. Θεέ μου τι να έχει πάθει? Ήταν ολόκληρος μια σκιά. Είδα κάτι να γυαλίζει στο λαιμό του. Ήταν ένα δαχτυλίδι περασμένο με πετονιά στο λαιμό του. Ένα δακτυλίδι χρυσό με ένα ψάρι σκαλισμένο πάνω του. Αποφασίσαμε να τον πλησιάσουμε αλλά πριν προλάβουμε να κάνουμε ένα βήμα π Μάρτιν πετάχτηκε πάνω και πιάνοντας το δαχτυλίδι άρχισε να φωνάζει: "Το δαχτυλίδι, μου το έδωσε πίσω". Ήταν βέβαιο ότι είχε χάσει τα λογικά του.

Τελικά φύγαμε από την καλύβα χωρίς να του μιλήσουμε. Εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Είχα συγκλονιστεί. Εκείνος ο ατρόμητος Μάρτιν που ήξερα που ήταν πάντα με το χαμόγελο στο στόμα είχε καταντήσει σε ένα μίζερο τρελό. Αποφάσισα ότι το επόμενο πρωί θα πήγαινα στην καλύβα μόνος μου να μάθω τι συμβαίνει.

Κι έτσι, κατά το μεσημεράκι έφτασα στην καλύβα και μπήκα μέσα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα. Είδα το Μάρτιν στην ίδια γωνία εκείνος δε με είχε δει. "Μάαααρτιν" είπα με αλλαγμένη φωνή αν και δε ξέρω γιατί το έκανα.

"Θεέ μου εσύ είσαι? Το ήξερα ότι μια μέρα θα έρθεις να με λυτρώσεις". Δεν ξέρω γιατί αλλά κάτι μέσα μου μου έλεγε να μην του φανερωθώ αλλά να του απαντήσω ως Θεός: "Ναι Μάρτιν, εγώ είμαι ήρθα να σε βοηθήσω". "Θεέ μου πρέπει να σου τα πω όλα" είπε με απελπισία ο Μάρτιν. "Σε ακούω, πες μου τα όλα". Κι Μάρτιν άρχισε.....

Αυτό το δαχτυλίδι είναι της Τζούλι... είπε... Της Τζούλι? αναρωτήθηκα κι αμέσως κατάλαβα. Όταν ήμασταν μικροί ο Μάρτιν κι η Τζούλι ήταν ερωτευμένοι. Πολύ ερωτευμένοι. Όμως ο πατέρας της την προόριζε για έναν πλούσιο. Ο Μάρτιν μη θέλοντας να τη χάσει έφυγε από το χωριό να δουλέψει για να αποκτήσει λεφτά. Πριν φύγει της έδωσε το δαχτυλίδι με το σκαλισμένο ψάρι...

Σε εκείνο το διάστημα η Τζούλι μαράζωσε πίστευε ότι την παράτησε. Ο πατέρας της ήταν φίλος με τον ταξίαρχο Χενρυ ο οποίος είχε ένα γιο τον Πίτερ. Ο πατέρας της Τζουλι καλούσε τον Πίτερ συχνά στο σπίτι κι έτσι η Τζούλι άρχισε να ερωτεύεται τον Πίτερ....

Στο μεταξύ γύρισε κι ο Μάρτιν από τα ξένα είχε μαζέψει λίγα λεφτά μιας και είχε πάει για λίγο καιρό. Ο Μάρτιν δεν έχασε καιρό πήγε αμέσως να μιλήσει με τον πατέρα της αγαπημένης του και ζήτησε το χέρι της. Η απάντηση ήταν απογοητευτική. "Λυπάμαι, αλλά η Τζούλι θα παντρευτεί έναν επιχειρηματία από το Λονδίνο". Σκόπευε να την παντρέψει με έναν πλούσιο σαραντάρη.... στην ουσία δεν έκανε γάμο αλλά επένδυση...

Η φωνή του Μάρτιν με επανέφερε στην πραγματικότητα. Ο Μάρτιν είχε αρχίσει την εξομολόγησή του.
"Πήγα στα ξένα να μαζέψω λεφτά για να μπορέσω να την παντρευτώ. Της το έδωσα (εννοούσε το δαχτυλίδι) πριν φύγω εις ένδειξη της αγάπης μου. Το είχα αγοράσει με πολύ κόπο αλλά το άξιζε. Εκείνη νόμισε πως δε θα ξαναγύρισε και βρήκε άλλον. Όταν γύρισα από τα ξένα πήγα αμέσως στον πατέρα της να τη ζητήσω και μου 'πε πως θα την πάντρευε με κάποιον πλούσια από το μια μεγαλούπολη. Κατέρρευσα... Πήγα στην παραλία στον τόπο που συναντιόμασταν όταν ακόμα με αγαπούσε κι εκεί... είδα το χειρότερο. Η δικιά μου αγαπημένη πιασμένη χέρι χέρι με έναν άλλο. Ήθελα να του ορμήσω και να τον σκοτώσω αλλά έμεινα εκεί να ακούσω τι θα πουν. Άκουσα εκείνον να λέει "αύριο τα μεσάνυχτα. θα σε περιμένω στα ανοιχτά με τη βάρκα και μόλις σε δω στη στεριά να έρθω να σε πάρω. δε θα αφήσουμε κανέναν να μας χωρίσει". Ήθελα να πεθάνω εκείνη τη στιγμή, όμως όχι δε θα άφηνα την αγαπημένη μου να την πάρει άλλος. Ή εγώ ή κανείς. Έφτιαξα το τέλειο.

Κατά το βραδάκι πήγα και σκότωσα το γάιδαρό μας και έχυσα το αίμα του στα ανοιχτά ώστε να μαζευτούν μπόλικοι καρχαρίες. Έδεσα με σχοινί κάτω από τη βάρκα του δύο πόδια από το γάιδαρο. Έτσι με το που θα έβγαινε στα ανοιχτά θα τον τακτοποιούσαν τα "ψαράκια" κι η καλή του θα περίμενε ώρες να εμφανιστεί να την πάρει αλλά δε θα ερχόταν ποτέ αυτός και θα ήταν πάλι δική μου. Έφυγα από την παραλία και πήγα στην ταβέρνα γεμάτος χαρά να γιορτάσω. Το επόμενο πρωί πήγα όλος χαρά στο σπίτι της να της μιλήσω. Όμως όλοι ήταν ανάστατοι. "Από χτες το βράδυ λείπει είπε η μικρή της αδερφή". Αποφάσισα να βγω στα ανοιχτά να βρω τη βάρκα. Ακόμα κι αν πρόλαβε να την πάρει από την παραλία όταν θα βγήκαν στα ανοιχτά θα είδε τους καρχαρίες και θα βουτούσε να τους διώξει. Κάπου στα ανοιχτά θα ήταν σίγουρα. Και να βρήκα τη βάρκα αλλά ήταν άδεια. Από κάτω βρισκόταν ένας μικρός καρχαρίας παγιδευμένος στο σχοινί πού είχα δέσει τα πόδια του γαϊδουριού. Εύκολα τον έπιασα και τον έβαλα στη βάρκα και τον "άνοιξα" στο στομάχι του υπήρχαν ψαράκια. Ξαφνικά είδα ένα χέρι. Το ξέπλυνα για να το δω καλύτερα με την ελπίδα ότι ήταν εκείνου του αχρείου. Το χέρι ήταν λεπτό με νύχια μακριά βαμμένο ροζ. Άρχισα να τρέμω. Συμφορά μου... το χέρι είχε στον παράμεσο ένα χρυσό δαχτυλίδι με ένα ψάρι σκαλισμένο... Βούτηξα στο νερό με την ελπίδα να μου δώσει τέλος ένας καρχαρίας μιας κι είχαν μαζευτεί από το αίμα αυτού που είχα σκοτώσει. Αλλά όχι Θεέ μου δε θα μου έκανες τη χάρη να με λυτρώσεις. Έπρεπε να τιμωρηθώ αλλά τώρα ξέρω ότι θα με λυτρώσεις.

Ώστε αυτό ήταν. Το σχέδιό του σκότωσε την αγαπημένη του. Γι αυτό είχε τρελαθεί. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα βογκητό. Ήταν βογκητό πόνου αλλά και ανακούφισης μαζί. Στράφηκε το βλέμμα μου στον Μάρτιν. Είχε καρφώσει τον κοφτερό του σουγιά στις φλέβες του. Ήταν πια νεκρός. Είχε πλέον λυτρωθεί από τον πόνο του...

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη