Το "κρακ" στο χρόνο (Πλού-γή)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Μια ημερα φωτεινη θα γίνει νύχτα
και μία νύχτα σε χρώμα μαύρο
θα γίνει ημέρα
Εν δυνάμει το φως περιεχει σκοτάδι
και το σκοτάδι φως
και αυτη ειναι μια αλήθεια .
Πως μπορουμε φυσικα να ζουμε
εχοντας επιγνωση τετοιας νομοτέλειας;
Να ξέρεις οτι η γέννηση θα φέρει θάνατο;
Η αγάπη μισος
το μισος αγαπη
κι ο θάνατος ζωή;
Δεν ειναι ενας τετοιος κύκλος βαρετός;
Και οι παραστάσεις με τον ουροβορο οφι
τι θέλουν επιτελους να πουν;
Μια ουσία ψάχνω σε αυτα τα πράγματα
κατι να καταλάβω
το γιατι, το πως και το άλλοτε
Αλλά οσο περισσοτερο ψάχνω
μεγαλυτερος μοιάζει ο λαβύρινθος
σκεφτομαι όμως οτι το μεγαλο ειναι μικρο
και το μικρο μεγαλο
αρα η αληθεια θα ειναι αστεια
και θα με κανει να γελάσω οταν τη δω
οπως γελαει μυστικα το νεογεννητο
με λακακια στα μαγουλα,
ευτυχισμένο στην κούνια του

Αυτα συλλογιζομουν οταν με πηρε ο υπνος
στην πολυθρονα με ανοιχτο παράθυρο,
να βαζει ολη τη βοη του δρόμου μεσα
Οταν ξύπνησα αέρας ειχε φυσήξει
χαρτια ειχε πετάξει κάτω
ολες τις ζωγραφιες μου με τεμπερες λαδιου
ολα τα καρβουνοφτιαγμενα σκιτσα μου
και εσκυψα να τα μαζεψω
μα το μυαλο μου σε περιεργα μονοπάτια γυρνουσε
αληθειες ηθελα ακομη να βρω
και φιλοσοφιες να παιξω
πισω γύρισε, σε εκεινο το απογευμα το καλοκαιρινο
που μαζι καθομασταν Στέφανε
στα σκαλάκια του εξοχικου
δωρο μου ειχες φέρει ενα καπέλο
κι εγω τσιγάρα σου χάριζα
"Αναψε κι εσυ" μου ειπες καθως στον τοιχο ακουμπουσες,
μαζι ακουγαμε τα τζιτζικια στις μυγδαλιες
και εκεινες οι συζητησεις οι πολυωρες
για τον κοσμο και το πως λειτουργει,
αυτες τωρα μου γυρισαν στο μυαλο
Να με πεισεις προσπαθουσες
να σε πεισω παλευα κι εγω
καναμε τους αλλους να βαριουνται μαζι μας
Σε μια απο αυτες τις φορες
το ρολοι σου εβγαλες και το 'σπασες με πετρα
Αυτο κανουμε μου ειπες
αυτο ζουμε και λαχταρουμε,
ενα σπασιμο, ενα κρακ στον χρονο.
Ή εχθρος λοιπον του χρόνου ειμαι
ή παλιος του γνωριμος που να του δωσει νοημα επιθυμει
ή μηπως ψέμα ειναι και αυτος;

Σηκώθηκες, "ελα παμε στη θεια Ευγενία"
ολο αυτο ζητουσες οταν ακρη δε μπορούσαμε να βγάλουμε,
το κτημα αφήναμε
και στην παλια μονοκατοικια πηγαίναμε
γλυκο κεράσι, υποβρυχιο, καφε
ολα πάνω στο δίσκο
η Ευγενία δυναμη περιεργη είχε
στα μαυρα ρούχα της
με το αργό βήμα της, τα φωτεινα της μάτια
εσυ χαλάρωνες και παντα εκει κοιμοσουν για μεσημερι
ύπνο βαθυ χαμογελαστο
κι εγω με το ποδηλατο εφευγα
ψώνια να φέρω στην Ευγενία
που κρυφά μας κορόιδευε
πισω απο τους πολλους της αιώνες
τους γκρίζους κότσους της
και τις ακριβες πορσελάνες...


1999 (Πλού-γή)

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη