Της γενιάς μου (pirgaris)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Δε παραδώσαμε τα χρόνια που μας ψήλωσαν βορά στη λησμονιά. Καλά στο κόρφο μας κρατάμε, τις στάλες του λιγοστού αυθεντικού που αξιώθηκε η πλαστική ζωή μας. Σαν αγιασμό. Κληρονομιά πατέρων μεροκάματο πικρό.

Περάσαμε τα πρώτα χρόνια μας παριστάνοντας τους στρατηγούς, φορώντας επωμίδες χάρτινες. Καλπάσαμε πάνω σε καλαμένια άλογα, δώσαμε μάχες άπειρες χωρίς έναν νεκρό. Μέσα σε τρύπιες σκάφες οργώσαμε θάλασσες φανταστικές, σκοτώσαμε τέρατα, αφήσαμε πίσω νικημένες συμπληγάδες. Θέατρα στήσαμε με κουρελούδες και τελάρα σάπια όπου πληρώναμε μια δραχμή τον θεατή. Φτιάξαμε μόνοι τα παιχνίδια μας με σκουριασμένο σύρμα και παλιοσανίδια που πάνω τους κουβαλούσαμε το πιο ελαφρύ, το πιο γεμάτο όνειρο. Και φόρα κατουρούσαμε για ένα δίφραγκο, να κάνουν χάζι κείνοι που τους νομίζαμε μεγάλους...

Κίτρινες μπουλντόζες κατεδάφιζαν σα τσιγαρόχαρτα τα παλιά πέτρινα σπίτια με τους φουγάρους και τα κεραμίδια. Μελαψοί μαστόροι με σκεπάρνια πιασμένα στο σβέρκο και στα χείλη καρφιά, καλούπωναν τη νέα πατρίδα, φτιαγμένη από τούβλα, ταράτσες και κεραίες. Σκαρφαλώναμε σε σωρούς χαλίκια, σε σωρούς άμμο, κλέβαμε απ' τους μαστόρους τσιγάρα και τα καπνίζαμε κρυμμένοι σε παλιά γεφύρια, πάνω σε δέντρα, χωμένοι σε πεταμένα λάστιχα αυτοκινήτων. Μασούσαμε έπειτα τσίχλες με φύλλα δυόσμου, να μη μυρίζουμε κι επιστρέφαμε με τα χέρια στις τσέπες, παρατηρώντας τις καρδερίνες που πετούσαν τριγύρω, αναζητώντας ζωή μέσα στ' αγκάθια. Κι αν κάποιος όργωνε εκεί κοντά, τρέχαμε πίσω απ' το τρακτέρ να βρούμε παλαιότητες. Κεραμικά και τέτοια που ξεθάβονταν μέσα από τη γη και θάβονταν στις τσέπες μας. Σπασμένα μηνύματα αλλοτινής εποχής, που αρχίζαμε σιγά σιγά να ενώνουμε, όταν μέναμε μόνοι στις αυλές που ήταν θαμμένα τα άλογα...

Τους χειμώνες εκείνους, τους έφερνε σα καματερά βαλμένα στη σειρά, διορισμένος δάσκαλος, κρατώντας έναν μεγάλο κόκκινο χάρακα. Επειδή του άρεσε να βάζει κι άλλους νόμους πάνω στο νόμο, τις ώρες που απαγόρευε τη κυκλοφορία, ψάχναμε μέρη να παίξουμε κρυφά ποδόσφαιρο. Οι τσέπες γεμάτες βόλια, φωτογραφίες από γκοφρέτες και λιλίκια, περιουσία, κτήμα, γόητρό μας.
Συνήθως ό, τι μας άρεσε πατιότανε. Οι πιο σκληροί, αρνούνταν με πείσμα να παρατήσουν τα σύνεργα του ονείρου για να αποστηθίσουν ηλίθια ποιήματα και τη προπαίδεια. Μα άντεχαν όσο κανείς τη τιμωρία. Άπλωναν τα χέρια σταθερά μπροστά και κοίταζαν το δάσκαλο στα μάτια' αδικημένοι ήρωες που πίστευαν ακράδαντα πως είναι κατάντια να δέρνεις εννιάχρονους στρατηγούς με χάρτινες επωμίδες. Δεν έβγαζαν όμως μιλιά, ακόμη κι όταν εκείνος τους χτυπούσε στην ανάστροφη της παλάμης για να τους δει να κλαίνε...

Μα οι γονείς, καταπιασμένοι με τα μαστάρια της γης, σταλιά σταλιά συνάζανε το γάλα του χωμάτου να θρεφτούμε. Ό, τι κάναν, το κάναν με τα μπράτσα τους. Σκληροί, με χαραγμένα χέρια και σπασμένα νύχια -σα να οργώνανε τη γη με τα δάχτυλα- δεν είχαν κέφι για τις δικές μας τσιριμόνιες. Ο καλός ο λόγος, το χάδι, πράματα σπάνια ίσως γιατί μας ήθελαν σκληρούς σα το τόπο.
Τις κρύες νύχτες, όταν εξοντωμένοι άπλωναν τις παλάμες πάνω απ 'τη σόμπα, με φράσεις ξερές μας πρόσταζαν να μάθουμε γράμματα να φύγουμε απ' τη λάσπη. Όμως δεν ήταν ο κόπος και η λάσπη που τους πλάκωνε. Ήταν η περιφρόνηση απ' όλους αυτούς, που στέκονταν ψηλά και δε λογάριαζαν και δε ρωτούσαν. Ήταν η από χρόνια κατασταλαγμένη επίγνωση, πως θάναι για πάντα η τελευταία τρύπα της φλογέρας. Αυτοί που ίδρωναν περισσότερο, που δε χρωστούσαν κανενού. Αυτοί που σήκωναν απάνω τους τη φάρα εκείνη που γυρεύει, λίγα να δώσει και να τα πάρει όλα.
Θα συνεχίζαμε με το βάρος αυτής της δικαίωσης...

Προσμέναμε όμως την Άνοιξη που μας πείραζε αλλιώτικα τότε. Μας αναστάτωνε. Ερχόταν μυρουδική, ερχόταν σπέρνοντας γύρω έν’ άλλο φως, που έμοιαζε περισσότερο με το φως του βαθιού μας ονείρου. Γεμίζαν οι γράντες, γεμίζαν τα ριζά με χίλια δυο λουλούδια που ποτέ δε γυρέψαμε να τα ονοματίσουμε. Ανέμιζαν στο απαλό αεράκι τα σπαρτά, όλος ο κάμπος, θάλασσα πράσινη κυματιστή που τη διασχίζαμε με βάρκες τα ποδήλατά μας. Ψήλωνε ο τόπος τις μέρες αυτές, μεταφερόταν αλλού και μεις ακολουθούσαμε, μικροί αγγέλοι από τη γύρη μεθυσμένοι.

Όπλο μεγάλο της Άνοιξης να τη ποθούμε πάντα η Μεγάλη Βδομάδα. Εκεί στις λεύκες του Αη Γιώργη, στο φωτισμένο προαύλιο, εμείς μικρά σπουργίτια με τον Χριστό και τον Αη Γιώργη πλάι μας, τρέχαμε ιδρωμένοι πετώντας κροτίδες, ρίχνοντας φωτοβολίδες απ' τη Μεγάλη Δευτέρα με τον Χριστό και τον Αη Γιώργη πλάι μας. Ανεβαίναμε στο ηρώο των πεσόντων, ανάβαμε σύρμα κουζίνας και το γυρίζαμε γρήγορα γύρω, για να δούνε όλοι -προπαντός τα κορίτσια- το μεγάλο φωτοστέφανο που μας τύλιγε και πέταγε ολόγυρα σπίθες, σα το μικρό ιερό πάθος που γεννιόταν σιγά σιγά μέσα μας και μας ζέσταινε. Κι οι επιτρόποι, πούχαν επωμιστεί το έργο της τάξης και της φροντίδας του ναού, μας κυνηγούσαν όχι γιατί τους ενοχλούσαν οι φωνές, μα γιατί είχαν βαρεθεί να κουβαλούν κεριά, να κάθονται στο παγκάρι μετρώντας κέρματα κι ήθελαν να τρέξουν λιγάκι μαζί μας για να ξεδώσουν...


Pirgaris

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη