Τα σκουπίδια της Σοφίας (Chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


"Χμ... μην ανησυχείς, έχω πολλά ράμματα για τη γούνα του"

Η Σοφία χαμογέλασε ικανοποιημένη και ρούφηξε αργά μια γουλιά από τον καφέ της.

"Μωρέ τους ξέρω εγώ καλά κάτι τέτοιους" συνέχισε κουνώντας το κεφάλι της, με τη σιγουριά εκείνου του ανθρώπου που για όλους ξέρει κάτι και για όλα τα κακά των άλλων εκείνη έχει έναν κρυμμένο άσσο στο μανίκι της που όπου να’ναι-τι διάολο δε θα κάνουν μια στραβή; -θα τους τον τρίψει στη μούρη.

Η Σοφία ήταν εκείνο το είδος γυναίκας που πάντα παρακολουθούσε στενά τις κινήσεις και ειδικά τα λόγια των ανθρώπων. Ήξερε ανά πάσα στιγμή τι είχε πει ο καθένας, ήταν πανεύκολο για εκείνην να το ανασύρει από την τράπεζα πληροφοριών του μυαλού της και σε μια λανθασμένη-σύμφωνα μ’ εκείνην κίνηση-του το πέταγε χαιρέκακα στο πρόσωπο, αλλά με εκείνη την κεκαλυμμένη χαιρεκακία του ανθρώπου που υποπτεύεται για τον εαυτό του-χωρίς όμως να το παραδέχεται δημοσίως-ότι είναι διορισμένος από μια ανώτατη δύναμη να θυμίζει στους άλλους τη θέση τους και να τους ταρακουνά με νουθεσίες ή κρυφοαπειλές στη θέση τους. Τη θέση που εκείνη πίστευε ότι όφειλαν να έχουν.

Η φύση δεν την είχε προικίσει ιδιαίτερα ως γυναίκα κι ίσως κι εκεί κρύβονταν η αιτία για αυτό το "αστυνομικό" της φέρσιμο. Γιατί έτσι ακριβώς φέρονταν η Σοφία. Ήταν ο χωροφύλακας στα λόγια των άλλων, ο αδέκαστος δικαστής των πράξεών τους, ο κονδυλοφόρος κριτής που σημείωνε κάθε τι στα κιτάπια του και αν τυχόν κάποιος έκανε ή έλεγε κάτι που δεν της άρεσε, μπουμπούνιζε κι άστραφτε ως νέα θέα δίκη.

Μέτρια στο ανάστημα, μικρά πονηρά ανοιχτόχρωμα μάτια, μεγάλη μύτη και ένα ζευγάρι στενά και κάπως στραβογραμμένα χείλη. Το πρόσωπό της ήταν σκαμμένο κατά τόπους με σημάδια από παλιά εφηβική ακμή. Σα γυναίκα βάφονταν, ντύνονταν και λίγο πιο εξεζητημένα κάποιες φορές, αλλά η ασχήμια της ήταν εκεί, βραχνάς. Λίγο αν την πρόσεχε κάποιος, λίγο αν την παρατηρούσε, έβλεπε κάτω από τη σκιά των ματιών της, το πονηρό της βλέμμα, κάτω από το ακριβό κραγιόν της, τα άσχημα χείλη.

Ο άντρας της ένας παρόμοιος τύπος, πίστευε κι εκείνος πως είχε σταλθεί στη γη με την ειδική θεία αποστολή να γίνει θεματοφύλακας ιδεών και αξιών, συγκεκριμένως τακτοποιημένων μες στο κεφάλι του. Είχαν ταιριάξει με τη Σοφία για αυτόν ακριβώς το λόγο. Η μέγιστη ευχαριστησή τους ως ζευγάρι ήταν όταν έκαναν μαζί υποδείξεις σε κάποιον που τόλμησε να βγεί από τα όρια της σωστής ζωής-πάντα όπως εκείνοι την όριζαν-. Θύμιζαν τότε θλιβερό θέαμα, σκυλολόι σωστό που γρυλίζει αγριεμένο οποιονδήποτε περαστικό, περάσει από το σημείο που έχει κολλήσει στο μυαλό τους ως όριο.

Η Σοφία πάντα στην αρχή μιλούσε σε κάποιον ευγενικά. Ήταν η στιγμή που έκοβε τον συνομιλητή της για να του ράψει μετά την κατάλληλη γούνα, όπως συνήθιζε να λέει κι η ίδια. Ήταν απίστευτο το τι μπορούσε να ανασύρει οποιαδήποτε ώρα και στιγμή, από τα κιτάπια του μυαλού της.

Έλεγε κάποιος πως δεν του αρέσει η ζέστη και πως θέλει να έρθει ο χειμώνας;

"ΧΑ" ακούγονταν θριαμβευτική η φωνή της Σοφίας.

"Ώστε σου αρέσει η ζέστη ε; Εσύ δεν ήσουν που είχες πει, τότε, την τάδε ώρα, την τάδε του μήνα, ότι δεν αντέχεις το κρύο; "

"Αυτό το μέρος τελικά, μου αρέσει "έλεγε κάποιος άλλος για το χωριό τους.

"ΧΑ" ξανακούγονταν η φωνή της Σοφίας και σχεδόν την άκουγες να φυλλομετρά τα κιτάπια της για να βρει τη σωστή σελίδα.

"Συ δεν είσαι εκείνος που ακριβώς την ώρα τάδε, λεπτά τόσα, δευτερόλεπτα άλλα τόσα, χρονολογία τότε, που έλεγες ότι αυτό το μέρος το σιχαίνεσαι; "

Για κάθε στραβή κουβέντα μπορούσε να αραδιάσει στον πίπτοντα σε αμάρτημα, μέχρι και δέκα παραπομπές για λόγου του. Αν όντως είχε κάποιο βιβλίο μπροστά της, θα ανέφερε μέχρι και σελίδα, παράγραφο, σειρά, όπου ο αμαρτωλός είχε κάνει ή εκφράσει το αντίθετο από εκείνο που έπραττε ή εξέφραζε σήμερα.

Ίσως και τα όνειρά της να ήταν πασπαλισμένα με εικόνες από παχιά σύννεφα όπου εκείνη κάθονταν επάνω τους και με κρυφό καμάρι για την τόση εξυπνάδα της, επρότασσε το δάχτυλο, όρθιο στον αέρα και έβγαζε λόγους περί σωστού και λάθους, στο πλήθος που άλαλο την εκοιτούσε από κάτω.

Μα το γεγονός ότι παρέμενε μια άσχημη γυναίκα και εξαιρετικά ανόητη κατά βάθος, τίποτα δεν μπορούσε να το αλλάξει. Εκτός από το πρόσωπό της που στερούνταν κάθε θηλυκότητας και γυναικείας χάρης, το ίδιο στην ουσία ήταν και το μυαλό της κι ο τρόπος που σκέπτονταν.

Μονοκόμματη σαν τσοπανόσκυλο, ο λόγος της και τα φερσίματά της δεν είχαν καμία γλυκύτητα και καμία καπατσοσύνη. Οι πονηριές της ήταν χοντροκομμένες πονηριές και της έλειπε εκείνη η λεπτή γυναικεία ευφυΐα που λίγο αν την έχει κάποια γυναίκα, κινεί μέχρι και βουνά να περπατήσουν στο κατόπι της. Τα θηλυκά μικρά κόλπα που άγουν και φέρουν τους άντρες, ήταν είδος άγνωστο για εκείνην. Προσποιούνταν ότι απεχθάνονταν κάθε γυναικεία πονηριά, κατατάσσοντας τις στου αισχίστου είδους παρεκτροπές από τη φυσιολογική ροή των πραγμάτων. Τη δίκαια ροή των πραγμάτων, το φυσικό ρου, του δικού της εγκεφάλου, που τον είχε αναγάγει σε ρου παγκόσμιας σωστής κρίσης.

Προσομοίαζε τον άντρα της με θεό, ευγνωμονώντας, στην ουσία με αυτήν την προσομοίωση, την τύχη που μπόρεσε έστω κι ένας άντρας να την προσέξει. Το γεγονός ότι κι εκείνος ήταν το ίδιο στενόμυαλος με εκείνην δεν την απασχολούσε καθόλου, ίσα ίσα την ευχαριστούσε κατά βάθος το ότι ο χαρακτήρας της συνταίριαζε τόσο με του άντρα της, εξασφαλίζοντας έτσι για πάντα μια σίγουρη, ασφαλή από εμπόδια σχέση.

Ο ερωτισμός ήταν πράγμα άγνωστο για εκείνην καθώς η συμπεριφορά της στερούνταν οποιουδήποτε ερωτικού στοιχείου. Είχε τόσο ερωτισμό όσο κι ένα ροντβάιλερ. Ακόμη και στις σχέσεις της με τον άντρα της, λειτουργούσε περισσότερο σαν αδελφή ή σαν κολλητή φίλη παρά σα γυναίκα. Διατείνονταν παντού πόσο υπέροχο ζευγάρι ήταν οι δυο τους, πόσο αρμονικά έχουν δέσει μεταξύ τους, πόσο σεβασμός κι αλληλεκτίμηση υπήρχε ανάμεσά τους. Ναι, ήταν στα σίγουρα ευτυχισμένη με τον συμβίο της.

Αν τυχόν κάτι της θύμιζε πως ανάμεσα σε έναν άντρα και σε μια γυναίκα οι όροι αλληλοσεβασμός κι αλληλεκτίμηση μύριζαν σήψη ερωτική, τότε λυσσούσε μέσα της και ρίχνονταν με μανία σε παραληρηματικά λογύδρια, βαρετώς αναμασούσα τα ίδια και τα ίδια περί συζυγικών αξιών, συζυγικών σωστών ερώτων και βρίθοντων σεξουαλικής μούχλας αναδευόντων λόγων.

Ο "καλός" ερωτισμός συνιστώνταν για εκείνην σε περισσότερο μηχανικές κινήσεις του σώματος μόνο και μόνο, παραγνωρίζοντας τον καταλυτικό εκείνο αισθησιασμό που πηγάζει από συγκεκριμένες γυναικείες συμπεριφορές και που δένει έναν άντρα χειροπόδαρα χωρίς καν να το καταλάβει, μέχρι να ξυπνήσει και να παρακαλάει να δεθεί ακόμη περισσότερο.

"Πουτανιές!", έλεγε υποτιμητικά όταν αναφέρονταν σε κόλπα όπως ζήλιες αληθινές και ψεύτικες, πλαστούς και προκλητούς εξ επίτηδες τσακωμούς με τον άντρα, ψεματάκια εντελώς προφανή, νάζια και γαλιφιές για να πετύχει η γυναίκα το σκοπό της, φλερτ για το φλερτ και μόνο, σεξουαλικά χάδια και πράξεις που υπερέβαιναν κατά πολύ το δικό της μέσο όρο. Η Σοφία ήταν από εκείνες τις γυναίκες που πιστεύουν ακράδαντα πως ερωτισμός είναι το σωστό σταυροπόδι ή το σωστό κράτημα του τσιγάρου. Μέχρι εκεί πήγαινε η φαντασία της. Έτσι νόμιζε πως μαγεύεται ένας άντρας αγνοώντας τι σημαίνει πραγματικό μάγεμα κι όχι επιφανειακό.

Ο νους της αδυνατούσε να κατανοήσει τη δύναμη που είχε μία γυναίκα απέναντι σε έναν άντρα. Απέρριπτε οποιαδήποτε υπεροχή του φύλου της έναντι του άλλου, φρικιάζοντας στην ιδέα ότι έτσι, αυτομάτως, δεν υπήρχε ισότητα ανάμεσα στις πράξεις άντρα-γυναίκα.
Για εκείνην τα πάντα ήταν θέμα ισότητας και αρμονίας πηγάζουσας εκ σεβασμού και εκλεκτών αξιών, όπως φιλία, κατανόηση και τέτοιες άλλες μπούρδες.

Δεν είχε νοιώσει στο πετσί της τη χαρά του να σέρνει η γυναίκα έναν άντρα από τη μύτη, να τον κάνει με τις "πουτανιές" - όπως έλεγε η Σοφία - να την ποθεί ακόμη περισσότερο, να τον φέρνει σε σημείο να λυσσάει για εκείνην. Αγνοούσε το μέγεθος του σεξουαλικού πυρετού που δημιουργούσαν τέτοιες συμπεριφορές και υποτιμούσε κυρίως το όργανο που φέρουν ανάμεσα στα πόδια τους οι άντρες και που πολλές φορές λειτουργεί σε ασυνεννοησία με την εσωτερική λογική τους και τις οποιεσδήποτε αξίες τους. Που να σκεφτεί ότι οι αξίες είναι όλες επίπλαστες στον άνθρωπο κι ότι δημιουργήθηκαν με αποκλειστικό σκοπό την καλύτερη οργάνωση των κοινωνιών του, που να βάλει το μυαλό της ότι τα μόνα πράγματα που δεν είναι επίπλαστα αλλά γερά ριζωμένα στο υποσυνείδητο είναι η ερωτική ορμή και το ένστικτο της επιβίωσης. Όλα μπορεί να πεθάνουν, όλα μπορεί να σβήσουν, αυτά μόνο θα μείνουν ζωντανά κι όρθια.

Δεν είχε ποτέ της ξαπλώσει με άντρα που να τη θέλει σαν τρελός, να της μουρμουρίζει λόγια παραφροσύνης στο αυτί, παθιασμένα ερωτόλογα, γεμάτα ερωτική τρέλα. Δεν είχε νοιώσει αντρικό κορμί να σπαρταράει μέσα της, χαμένο στις δίνες της, δεν είχε ποτέ της γλύψει με λύσσα τη αλμυρή γεύση των χειλιών ενός άντρα την ώρα που η σάρκα του ιδρώνει.

Δεν είχε καν η ίδια νοιώσει το σώμα της να τρέμει τη στιγμή που το αντρικό χέρι, αχόρταγο, ψαχουλεύει, καίγοντας το δέρμα, κάτω από τη φούστα ' τη στιγμή που οι αντρικές παλάμες, σφίγγουν μανιασμένες, τη στρογγυλάδα του στήθους...
Ούτε και γνώριζε πόσο εύκολο είναι για μια γυναίκα να διατηρεί τον άντρα, σε ερωτική εγρήγορση κι έξαψη για εκείνην, ακόμη και εις τον αιώνα τον άπαντα.

Ο άντρας της, ο πρώτος της και σίγουρα ο τελευταίος της, δεν την είχε αγαπήσει ποτέ έτσι μανιασμένα. Δεν ξύπναγε η Σοφία τέτοια πράγματα και δεν επιθυμούσε κιόλας να τα ξυπνήσει. Αυτά για εκείνην ήταν για τους κατάφωρα τρελούς που ο εγκέφαλός τους λειτουργεί σε συχνότητες, πέραν του αποδεκτού κοινωνικού στερεότυπου και που η Σοφία τους σιχτίριζε, ως σχεδόν κοινωνικά μιάσματα.

Και τώρα καθώς κουβέντιαζε με την καλύτερη της φίλη- φίλες όσο φίλοι είναι και το ποντίκι με το φίδι-της θύμιζε και υπενθύμιζε ακατάπαυστα πόσο ευτυχισμένη είναι με τον άντρα της.

Βεβαίως βασική προϋπόθεση για να είναι ευτυχισμένη μαζί του ήταν να το θυμάται από καιρό εις καιρό αλλά κυρίως να το θυμίζει στους άλλους. Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που για να διατηρήσουν την ευτυχία, πρέπει να την μνημονεύουν εις τον αιώνα τον άπαντα, μακαρίζοντας εμφανώς εις τους άλλους την τύχη τους, αλλά προσπαθώντας κρυφώς και μυστικώς να πείσουν τον ίδιον τους τον εαυτό ότι όντως αυτή η ευτυχία υπάρχει και δεν είναι κάτι άλλο.

Στην κουβέντα τους με τη φίλη της, είχανε μπλέξει κι έναν φουκαρά που έμενε ένα στενό κάτω από το σπίτι της Σοφίας και ο οποίος προσπάθησε προχτές να την πείσει ότι έχει δικαίωμα να πετά κι εκείνος τα σκουπίδια του στον κάδο που βρίσκονταν ακριβώς στη γωνία και των δύο πεζοδρομίων.

Που να ήξερε ο άμοιρος που πήγαινε να μπλέξει και τι θα άκουγε από τη Σοφία που νοιώθοντας ότι ξυπνάει μέσα της ο άτεγκτος –αλλά φευ δίκαιος-δικαστής τον πέρασε από ψιλή κρισάρα και του πέταξε στα μούτρα μέχρι και κάτι που είχε πει περί σκουπιδιών πριν από κάτι μήνες, λέγοντάς του πάλι, συγκεκριμένη ώρα και μέρα που το είχε πει.

Άφωνος ο άνθρωπος την παρακολουθούσε, μανιασμένη σχεδόν, να βγάζει το λογύδριό της περί απορριμμάτων, κάδων, σωστής γειτνίασης, πασπαλισμένο με πολύ σοβαρές και λόγιες λέξεις κατά τ’ άλλα, γιατί το παν ήταν να πείθει με τις σωστές τεχνικές και πιο σωστή τεχνική δεν είχε βρει η Σοφία από τη δήθεν σοβαροφανίζουσα γλώσσα.

Αλλά ήταν σίγουρο πως αν αντί για στόμα είχε μουσούδα, τότε θα αλυχτούσε σαν υστερική σκύλα εκείνη την ώρα, αλλά δεν είχε μουσούδα, είχε χείλη και αυτό την περιόριζε μονάχα στο να κάνει υποδείξεις, με έναν ακατάπαυστο, ασύνδετο στην ουσία, λόγο. Ο στόχος ήταν να ζαλίσει τον καημένο, μην αφήνοντάς του περιθώρια να απαντήσει, αλλά κυρίως υποσυνείδητα να τον κάνει να αγανακτήσει και να σιχτιρίσει την ώρα και τη στιγμή που της έδωσε δικαίωμα να του μιλήσει.

Και αυτό ακριβώς έκανε ο άνθρωπος. Μουρμούρισε ένα "αϊ γαμήσου μωρή σκρόφα" μέσα από τα δόντια, μη τυχόν και τον ακούσει και την πιάσει νέα υστερία αυτή τη φορά, πολύ πιο δυνατή φυσικά από την πρώτη και γυρνώντας την πλάτη του έφυγε, ρίχνοντας με τα χέρια του κρυφές μούντζες προς τα πίσω.

Η Σοφία διηγούνταν το περιστατικό στη φίλη της, χρωματίζοντας με τα μελανότερα των χρωμάτων τον γείτονα της κάτω γωνίας και υπερθεματίζοντας τη δικιά της σωστή κρίση αλλά και τη γενικότερα δίκαια θεώρηση των πραγμάτων. Η φίλη της συμφωνούσε και μαζί βάλθηκαν να κάνουν πικρόχολα σχόλια για το "νούμερο" που τόλμησε έστω και για δευτερόλεπτα να αμφισβητήσει την παντογνώστρια γνώμη της αλλά και να ξεχάσει-ο δύσμοιρος- την εκπληκτική ικανότητα στη μνήμη της Σοφίας να τους έχει όλους γραμμένους με σειρά αλφαβητική στο μυαλό της, ταξινομώντας σε νοητικές θυρίδες τα παλιά τους φερσίματα και μιλήματα και τραβώντας κάθε φορά τη σωστή θυρίδα προς τα έξω να τους αραδιάζει τα πρωτύτερα πεπραγμένα τους.

Κάθονταν στο μπαλκόνι του διαμερίσματός της, πίνοντας καφέ και οι δύο, σαν σωστές φίλες που έτσι πρέπει να κάνουν όταν συναντούν η μία την άλλη.

Η φίλη κουνούσε το κεφάλι της εις ένδειξη βαθίας κατανόησης των συμβάντων με εκείνον τον αλητάμπουρα το γείτονα-άκου να δεις ρε Σοφία μου, καθίκια που υπάρχουν, αλλά νόμος; που είναι ο νόμος να τους ρίξει μερικά πρόστιμα ε; -και βάζοντας ιδέες στη Σοφία την επόμενη φορά που θα τολμήσει ο αχρείος να κατεβάσει σκουπίδια στο συγκεκριμένο κάδο να καλέσει την αστυνομία επί τόπου, και πως θα γίνονταν δηλαδή μέχρι και το FBI και τη CIA, άντε το πολύ καμία KGB-πάει τώρα αυτή Σοφία μου- να είχε ειδοποιήσει από πριν και να περίμεναν τον αλητήριο κρυμμένοι με τα αυτόματα στο χέρι τη στιγμή που θα άνοιγε το καπάκι του κάδου.

Ρούφηξαν τον καφέ από τα καλαμάκια τους, ταυτόχρονα κι οι δυο μαζί, καθώς ταυτόχρονα ηδονίζονταν στη σκέψη του γείτονα να σηκώνει τα χέρια ψηλά υπό την απειλή δέκα περιστρόφων στραμμένων πάνω του και τη σακούλα με τα βρωμερά απορρίμματα να πέφτει στα πόδια του, λερώνοντας τα παπούτσια του. Λεμονόκουπες παντού, μια πηχτή σάλτσα πάνω στο κορδόνι του αριστερού υποδήματος, κολλημένα μακαρόνια πεταγμένα στο δεξί υπόδημα, να ακουμπούν και να λερώνουν την άκρη του παντελονιού, φλούδες από κρεμμύδι, ανακατεμένες με σπόρια ντομάτας να κοσμούν και τα δύο παπούτσια και ως επιστέγασμα ένας σωρός από χαρτιά τουαλέτας να στέκουν μπροστά από τα πόδια του, καθώς εκείνα θα τρέμουν από την αηδία.

Χαμογέλασαν η μία στην άλλη χαιρέκακα, αφού μέχρι κι η εικόνα των σκουπιδιών να ανοίγουν και να αραδιάζονται μπροστά στον γείτονα ήταν κοινό όνειρο και για τις δύο.

Μέχρι που άγνωστο πως και γιατί, ο γείτονας της κάτω γωνίας τόλμησε να περάσει ακριβώς εκείνη την ώρα, μπροστά από το μπαλκόνι της, κρατώντας πάλι δυο μικρές σακούλες με σκουπίδια.

Η Σοφία κόντεψε να πνιγεί με το καλαμάκι του καφέ βλέποντάς τον. Η γουλιά του καφέ της στάθηκε στο λαιμό. Σαν κάποιος να την τσίμπησε, πετάχτηκε έξαλλη επάνω.

"Για κοίτα, για κοίτα" έκανε όλο τσαντίλα στη φίλη της δείχνοντάς της με το χέρι σε μια απαξιωτική κίνηση, τον γείτονα που περνούσε σιγοσφυρίζοντας. Φρόντιζε η φωνή της να είναι δυνατή για να την ακούσει κι εκείνος ο γελοίος που σφύριζε κιόλας. "Που να σου σφυρίξει ο παπάς στο αυτί " μονολόγησε έμπλεος μανίας.

Εκείνος γύρισε αργά προς το μέρος τους, σκάζοντάς τους ένα χαμόγελο. Ναι, ήταν ξεκάθαρο πως ήταν χαμόγελο ειρωνείας. Η Σοφία σκύλιασε κανονικά. Τώρα έμοιαζε περισσότερο με ροντβάιλερ, από ποτέ.

"Θα πάρω την αστυνομία τηλέφωνο" φώναξε, έχοντας τη φίλη από πίσω να τη φερμάρει όπως φερμάρει το αφεντικό το σκυλί του "έτσι, έτσι, μπράβο, καλά του τα λες... τον μαλάκα, κοίτα θράσος".

"Δε πα να φέρεις και τις ένοπλες δυνάμεις" είπε αυτός από απέναντι σκάζοντάς της ένα φιλί στον αέρα.

Η Σοφία δεν κρατιόταν πουθενά. Μα ήταν ειρωνικότατος ο παλιάνθρωπος, εκείνη έφταιγε που τώρα της έβγαζε στην επιφάνεια τον κακό της εαυτό όσο και αν προσπαθούσε -στη φαντασία της- να συγκρατηθεί;

"Δε σου ’πα ρε να μην πετάς τα σκουπίδια σου εδώ; " ούρλιαξε σχεδόν τώρα, τονίζοντας με έμφαση το ρε, επιθυμώντας να μειώσει τον απέναντί της, ρίχνοντας την αξία του ως άνθρωπο στα τάρταρα.
Αλλά δε φαίνονταν να παίρνει χαμπάρι εκείνος.

"Στα παπάρια μου" της πέταξε προκλητικότατος κι άνοιξε τον κάδο για να πετάξει την πρώτη σακούλα.

’’Στον εισαγγελέα θα σε πάω, θα σου πω εγώ ρε αλήτη, θα σου κάνω μήνυση, θα σε κλείσω μέσα και για εξύβριση μαζί με τα άλλα". Η φωνή της ακούγονταν να τρέμει από τα νεύρα καθώς προσπαθούσε να του μιλήσει δήθεν αποφασισμένα, προσπαθώντας να τον φοβίσει. Ακούς εκεί το παλιόσκυλο να της πει "στα παπάρια μου"!

Ο γείτονας την κοίταξε για άλλη μια φορά, πριν σηκώσει το χέρι για να πετάξει και την άλλη σακούλα. Στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένη όλη η αντιπάθειά του για αυτήν την γυναίκα που τον είχε πρήξει πόσες μέρες τώρα για τα σκουπίδια και τη σωστή θέση των κάδων. Κάθε φορά που την έβλεπε ήξερε πως θα άκουγε άλλη μία ακόμη, προφορική διατριβή περί απορριμμάτων, απορριμματοφόρων, κατάλληλης κατανομής κάδων ανά πεζοδρόμιο και σωστών συντεταγμένων για τη ρίψη των σκουπιδιών στον πρέποντα σκουπιδοτενεκέ, υπό τη σωστή γωνία κιόλας.

"Βρε δε γαμιέσαι, αγάμητη, έ, αγάμητη! " της φώναξε δυνατά και αυτός τώρα, φροντίζοντας να τον ακούσει όλο το πεζοδρόμιο.

Και σε μια τελευταία κίνηση, φαίνοντας πως μετάνιωσε για κάτι, αποτράβηξε τη δεύτερη σακούλα από τον κάδο, ακριβώς τη στιγμή που ήταν έτοιμος να τη ρίξει μέσα και αμφιταλαντευόμενος για μερικά εκατοστά του δευτερολέπτου άλλαξε ρότα κι έκανε ακριβώς αυτό που του υπαγόρευσε εκείνη τη στιγμή ο θολωμένος από τα νεύρα νους του. Κάτι όμως που λαχταρούσε καιρό τώρα να το κάνει.
Με μια αστραπιαία, όσο και θεαματική κίνηση, έφερε σβούρα δύο φορές τη σακούλα στον αέρα, σα να ήθελε να της δώσει δύναμη για κάτι και με μία τελευταία δυνατή κίνηση του χεριού του την άφησε να υπερυψωθεί, ελεύθερη από τα δάχτυλά του και ιπτάμενη για μερικά δευτερόλεπτα να έλθει και να προσγειωθεί στο μπαλκόνι της Σοφίας, ανοίγοντας και γεμίζοντας τα πλακάκια της με ψαροκέφαλα, πηχτό ρύζι, λερωμένα με μπογιές και νέφτια χαρτιά, αλλά και δυό χοντρές φέτες καρπούζι που έκαναν και το μεγαλύτερο θόρυβο καθώς εκσφενδονίσθησαν στο κάτω μέρος του τοίχου.

"Ξαναμίλα μωρή και αν δεν έλθω να σε σκίσω, να μη σώσω! "

Η Σοφία κρατώντας το πρόσωπό της καθώς είχε φάει μερικά ζουμιά από το καρπούζι, άρχισε να τσιρίζει υστερικά. Η φίλη της λερωμένη κι εκείνη δίπλα και αηδιασμένη από την εμετική μυρωδιά των ψαροκέφαλων προσπαθούσε να την τραβήξει και να πάνε μέσα, για να τηλεφωνήσουν στην αστυνομία.

Αλλά η Σοφία είχε κολλήσει εκεί, έχοντας χώσει το πρόσωπό της ολόκληρο μες στις παλάμες της. Συνέχιζε να τσιρίζει με νεύρα αλλά παράλληλα άνοιξε κρυφά τα δάχτυλα της, κάνοντας μια σχισμή ανάμεσά τους, για να δει τι έκανε ο γείτονας. Τον μισοείδε να προχωρά χαμογελώντας κάνοντάς της μια χειρονομία με υψωμένο το μεσαίο δάχτυλο.

Κάθισε σα λιγωμένη στην πολυθρόνα της βεράντας. Μέσα στις συνεχούμενες τσιρίδες της, που άρχισαν να παύουν σιγά σιγά, δυο πράγματα κυριαρχούσαν στο μυαλό της. Το υψωμένο - εν είδει αντρικού οργάνου σε στύση - δάχτυλο και η μανιασμένη φράση του θυμωμένου άντρα "θα σε σκίσω".
Ένοιωσε την κοιλιά της να καίγεται και έσφιξε δυνατά μεταξύ τους τα πόδια της. Κάτι σα γλυκός σπασμός είχε αρχίσει να την πνίγει...


Chcome
forum1gr@yahoo.gr

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη