Τα κουταλάκια (chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Συνέχεια του όρθιου λογοτέχνη


Ζαλισμένος, με τη μυρωδιά του λιβανιού να καίει ακόμη τα ρουθούνια του, κατόρθωσε να βγει παραπατώντας έξω από την αίθουσα. Προσπάθησε να σταθεί γερά στα πόδια του –άλλωστε αυτός ήταν ένας άνθρωπος πάντα σκεπτόμενος, πάντα υπεύθυνος και ιδιαίτερα επιλεκτικός σε ό, τι και αν έκανε ή αποφάσιζε- και αφού πήρε δυο τρεις βαθιές αναπνοές στον καθαρό αέρα, αισθάνθηκε τον εαυτό του να ανασυγκροτείται και πάλι. Ίσιωσε με μια απότομη κίνηση το σακκάκι του, με μια ακόμη πιο απότομη κίνηση το πουκαμισό του, άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, στύλωσε την πλάτη του και παίρνοντας ξανά το αγέρωχο ύφος του σκέφτηκε πως αρκετά πια με αυτούς εκεί μέσα –δεν πάνε στον αγύριστο καλύτερα; - αυτός στέκει μακρυά από τέτοιες γελοιότητες. Οπωσδήποτε, φυσικά και αναμφίβολα αυτός ήταν ένας λογοτέχνης με κάποιες συγκεκριμένες αρχές (πολύ συγκεκριμένες μάλιστα). Προς στιγμήν σκέφτηκε τα χειρογραφά του που είχαν μείνει στα χέρια των γλυκούληδων, σκέφτηκε πως τα πασπάτευαν και τα έβαζαν με λατρεία πάνω στο στήθος τους, με πόσο θαυμασμό και υπερηφάνεια τα κρατούσαν σα λάφυρα και ένας αγύριστος ακόμη, ήταν ό, τι πρέπει για να τους πάρει και να τους σηκώσει όλους αυτούς. Βλαμμένοι, εντελώς βλαμμένοι! Τώρα αμέσως θα έφευγε μακριά από αυτούς τους ανισόρροπους.

«Δεν έπρεπε να πέρναγες από αυτούς...”

Ξαφνικά μια φωνή πίσω του τον τρομάζει. Ένας λίγο αναμαλλιασμένος άντρας γύρω στα εξήντα με φιλική φυσιογνωμία και ελαφρύ περπάτημα, έχει επιταχύνει το βήμα του για να τον προλάβει. Χειρονομεί λίγο, σα να μιλούσε προηγουμένως στον εαυτό του, –μα από πού ξεφύτρωσε πάλι αυτός σκέφτεται ο νεαρός άντρας- αλλά είναι ηλίου φαεινότερον πως πρόκειται για έναν καλό άνθρωπο. Και οι καλοί άνθρωποι μπορούν να ξεφυτρώσουν όπου και όπως θέλουν, οι κακοί είναι αυτοί που αιωνίως πρέπει να δίνουν λογαριασμό για όλα.

Όπως μπορούμε με μια γρήγορα ματιά να χαρακτηρίσουμε κάποιον άνθρωπο ως «καλό», με τον ίδιο τρόπο ο άνθρωπος αυτός άνετα ενέπιπτε σε αυτήν την κατηγορία, των ευκόλως χαρακτηριζόμενων ως «καλοί». Ήταν το είδος του ανθρώπου που εμπνέει αμέσως εμπιστοσύνη, ίσως και λόγω ηλικίας, ίσως και λόγω ύφους. Έπιασε από το μπράτσο τον νεαρό και εντελώς εμπιστευτικά, σκύβοντας στο αυτί του, του δήλωσε με σοβαρό στυλ πως οι γλυκούληδες είναι τοις πάσι γνωστό πως είναι λογοτέχνες εντελώς για πέταμα και πως κακώς ονομάζονται λογοτέχνες.

«Τα σκουλήκια της λογοτεχνίας, η πιο γελοία φάρα της...

Κουνώντας απογοητευμένα το κεφάλι του, πρότεινε στον νεαρό άντρα να τον πάρει μαζί του «ελάτε μαζί μου για έναν καφέ, φαίνεστε τόσο σοβαρός νέος, τόσο ελπιδοφόρος λογοτέχνης, αφού καταφέρατε να γλυτώσετε από τα νύχια τους.. Μόνο και μόνο για αυτό αξίζετε να σας εκτιμήσει κάποιος και δεν υπάρχει απλούστερος τρόπος για να σας δείξω την εκτιμησή μου από το να σας κεράσω έναν καφε; Αλήθεια πως πίνετε τον καφέ; Εγώ πάντα με λίγο κονιάκ μέσα, αλλά ααα.. όχι.. δεν θα πω και όχι σε έναν αφρώδη καφέ με άρωμα κανέλλας.. Ελάτε, μη διστάζετε, θα πιούμε απλώς έναν καφέ σα συνάδελφοι, εδώ παρακάτω έχει ένα καφέ όπου συγκεντρώνονται και άλλοι συνάδελφοι.”

«Γιατί όχι;” σκέφτηκε ο νεαρός άντρας. Μετά την έκπληξη που είχε δοκιμάσει μέσα στην αίθουσα των γλυκούληδων χρειαζόταν κάτι να τον κάνει να συνέλθει. Έναν ζεστό καφέ, την παρέα ενός ευχάριστου ανθρώπου, μα γιατί να θέλει περισσότερα, οι απλές απολαύσεις είναι πάντα τα κλειδιά για την είσοδο σε αυτό που ονομάζουμε ευτυχία.

Χαμογέλασε ευγενικά στον μεγαλύτερο άντρα και ναι, γιατί όχι; Με μεγάλη του χαρά θα έπινε έναν καφέ, εξάλλου τον είχε ανάγκη. Φυσικά και προτιμούσε έναν ζεστό καφέ. Είχε σε μεγάλη εκτίμηση εξάλλου τον ζεστό καφέ, όπως οι περισσότεροι λογοτέχνες. Η συγγραφή γινόταν πάντα πιο εύκολη και κυρίως πιο πειστική για τον ίδιο τον εαυτό της όταν συνοδεύονταν από έναν γλυκό καστανό καφέ.

Η καφετέρια ήταν ένα είδος εσωτερικού αίθριου, πνιγμένου στους κισσούς και στις περικοκλάδες. Όπου και να έριχνε κάποιος τη ματιά του, θα έβλεπε πράσινο, πράσινο, πράσινο.. Και μερικά φινετσάτα τραπεζάκια και φινετσάτες καρέκλες χωμένες μέσα στο πράσινο. Θα έλεγε κανείς πως τα κλαριά των κισσών σφιχταγκάλιαζαν σαν χέρια, τα πόδια από τα καθίσματα και τα τραπέζια. Το επάνω μέρος καλύπτονταν ολόκληρο από έναν μεγάλο γυάλινο θόλο δεμένο με σκουροπράσινες μπάρες σίδερου. Μερικές παρέες ήταν σκορπισμένες εδώ και εκεί, συζητώντας χαμηλόφωνα και ευγενικά, όλα ήταν ειδυλλιακά, έμοιαζαν σαν πίνακας. Αυτό ήταν σπουδαίο. Ανακουφισμένος ο νεαρός λογοτέχνης που επιτέλους βρέθηκε σε ένα εντελώς αντίθετο περιβάλλον από το προηγούμενο, χαμογέλασε ακόμη πιο πλατιά και προθυμοποίηθηκε γεμάτος ευγνωμοσύνη να αφήσει στο νέο φίλο του την επιλογή του σωστού τραπεζιού. Πόσο είχε ανάγκη αυτή τη στιγμή από έναν πολιτισμένο άνθρωπο που θα μπορούσε να συζητήσει μαζί του και να ανταλλάξουν απόψεις πάνω σε θέματα της λογοτεχνίας αλλά κυρίως για αυτούς όλους που λυμαίνονταν το χώρο της. Αν μάλιστα το έφερνε η κουβέντα θα μπορούσαν να συζητήσουν μέχρι και για το χώρο της λογοτεχνίας, πως αυτός ορίζεται, τι τον ορίζει, αν πρέπει να ορίζεται και άλλα τέτοια δελεαστικά που κάνουν την καρδιά ενός εξευγενισμένου πνεύματος να πεταρίζει από την προσμονή της αναλυσής τους.

Ο μεγαλύτερος άντρας διάλεξε ένα κεντρικό τραπέζι, σχεδόν στη μέση της καφετέριας. Οι υπόλοιποι θαμώνες φαίνονταν να τον γνωρίζουν. Τον χαιρέτησαν όλοι με ένα νεύμα του κεφαλιού συνοδεύομενο από ένα αχνό χαμόγελο. Ο νεαρός λογοτέχνης ένοιωθε την ανακούφιση πλέον να διεισδύει μέσα σε κάθε κυτταρό του, αναμεμιγμένη με ένα κράμα μη εκδηλωτέου ακόμη θαυμασμού, αλλά οπωσδήποτε ήδη ρέοντος στο σώμα του, για την διακριτικότητα και λεπτότητα που αγκάλιαζε τα πάντα.

«Παρακαλώ καθήστε» έκανε ευγενέστατα ο μεσήλικας αρνούμενος να διαλέξει αυτός πρώτος καρέκλα, ας άφηνε αυτό το προνόμιο στον καλεσμένο του.

«Σας ευχαριστώ πολύ. Είστε πολύ φιλόξενος.”

«Πιστεύω θα ήταν καλή ιδέα να πάρουμε έναν ζεστό καφέ, καλμάρει τα νεύρα, έτσι δε λένε;”

Ο νεαρός χαμογέλασε συνεσταλμένα στο ευφυολόγημα του μεγαλύτερου και βιαστικά συμφώνησε, αλίμονο, δεν ήθελε να κακοκαρδίσει σε τίποτα τον τόσο ευγενικό φίλο του.

«Τι θα λέγατε λοιπόν για έναν καφέ αφρώδη, στα χείλη στα σίγουρα κρεμώδη;”

Ήταν βέβαιο πως ο μεγαλύτερος λογοτέχνης είχε όρεξη και για άλλα ευφυολογήματα, αλλά γιατί να μην είχε; Τα ευφυολογήματα ίδιον λένε του μεγάλου πνεύματος και κάθε καλλιτεχνικής ανωτερότητας.

«Μα, ναι βέβαια, γιατί όχι; Έναν καφέ αφρώδη, στα χείλη σίγουρα κρεμώδη!” και γέλασε και ο ίδιος με την επανάληψη του ευφυολογήματος του φίλου του, μα ο άλλος δεν φάνηκε να τον πρόσεξε. Με το βλέμμα λίγο πιο αυστηρό τώρα και όχι τόσο μαλακό όσο πριν, έψαχνε να βρει το σερβιτόρο και όταν τον βρήκε να μισοκρύβεται πίσω από μια περικοκλάδα, με σταθερή φωνή τον κάλεσε στο τραπέζι τους, φωνάζοντας τον με το μικρό ονομά του. Ο σερβιτόρος, ένας παχουλός τύπος με περίεργες φαβορίτες, τσακίστηκε να έλθει στο τραπέζι τους. Έβγαλε μέσα από την ποδιά του ένα μικρό μπλοκάκι, έφτυσε το ένα του δάχτυλο, το ύψωσε στον αέρα και δήλωσε πως: “ο αέρας σήμερα, φέρνει όλα τα ήμερα.”

«Σαφώς τα ήμερα είναι συνώνυμο του εφήμερα.” απάντησε ο ασπρομάλλης για να συμπληρώσει αμέσως μετά:

«Καφέδες δύο επιθυμούμε, συνοδεία αφρόγαλου να πιούμε.”

«Εντός ενός λεπτού, διαλυθέντος συρφετού»

Και ο σερβιτόρος χάθηκε με μια μικρή υπόκλιση στα ενδότερα της καφετέριας, πίσω από τον πάγκο της κουζίνας, πίσω από τις καλογυαλισμένες μηχανές του καφέ.

Ο νεαρός λογοτέχνης βρήκε την ευκαιρία να αρχίσει να παρατηρεί τους υπόλοιπους θαμώνες. Ο συνομιλητής του είχε επιδοθεί στην εξεύρεση ενός αναπτήρα και αυτό του έδωσε το χρόνο να ρίξει μια ματιά τριγύρω του. Με μεγάλη έκπληξη διαπίστωσε πως οι περισσότεροι θαμώνες είχαν σταματήσει τις προηγούμενες συζητήσεις τους και είχαν όλοι –ανεξαιρέτως όλοι- επιδοθεί στην ίδια ασχολία: ανακάτευαν αργά ως υπνωτισμένοι τους καφέδες τους, κοιτώντας επίμονα προς τη μεριά τους. Μάλιστα του έκανε τρομερή εντύπωση που το υπόλοιπο σώμα τους έδειχνε κυριολεκτικά καρφωμένο στην καρέκλα. Μόνο το χέρι φαινόταν να πηγαινοέρχεται μηχανικά γύρω από τον καφέ και τα μάτια γουρλωμένα να τους εξετάζουν εξονυχιστικά και απροκάλυπτα.

«Περίεργο» έσκυψε προς τον μεγαλύτερο άντρα «Γιατί όλοι αυτοί μάς κοιτούν τόσο επίμονα και τόσο αδιάκριτα;”

Ο άλλος εξέτασε στα γρήγορα την κατάσταση γύρω του, μα σαφώς η όλη εξέταση δεν του προκάλεσε κάποια ιδιαίτερη αντίδραση, πέρα ίσως από ένα νευρικό τρεμούλιασμα στο αριστερό μάγουλο που ανεβοκατέβηκε για δευτερόλεπτα σαν ατίθασο ζελεδάκι.

«Τα βλέμματα ατίθασα άλογα φυλακισμένα στον πάγο του χρόνου.. Ο χρόνος, α... ο χρόνος.. οιμωγή στο αιώνιο άλας!”

Υπήρξε μια σχετική σιωπή... Ο μεγάλος άντρας κοιτούσε με σοβαρό ύφος τον νεαρότερο, ο νεαρότερος προσπαθούσε ξεροκαταπίνοντας να πάρει το ίδιο ακριβώς σοβαρό ύφος μα υπήρχε κάτι που τον εμπόδιζε στο λαιμό και έκανε τις συλλαβές να έχουν κολλήσει μεταξύ του χμμ.. και του μμμ... ναι.... «Περίεργη απάντηση» σκέφτηκε «Θέλει άραγε να πει κάτι; Υπάρχει κάτι το κρυμένο στα λόγια του που θα πρέπει να ανακαλύψω;”

Κρύος ιδρώτας άρχισε να τον λούζει. Απλώς χαμογέλασε, μη λέγοντας τίποτα και αδυνατώντας να εξωτερικεύσει το κύμα αμηχανίας που είχε φουσκώσει ξαφνικά μέσα του. Έπρεπε πάση θυσία να δείξει πως είχε καταλάβει; Ευτυχώς για εκείνον ο παχουλός σερβιτόρος με τις περίεργες φαβορίτες εμφανίστηκε χαμογελαστός μπροστά τους κρατώντας ψηλά το δίσκο με φοβερή χάρη και άνεση. Ήταν ένας έμπειρος σερβιτόρος, δεν χωρούσε αμφιβολία επ' αυτού.

Ο μεγαλύτερος λογοτέχνης τον ευχαρίστησε με ένα ελαφρύ νεύμα στο οποίο ο σερβιτόρος αντέδρασε με ένα τεράστιο χαμόγελο ευτυχίας, σαν αυτό το νεύμα να ήταν για εκείνον η μεγαλύτερη αναγνώριση της σερβιριστικής του χάρης και ικανότητας. Ο νεαρός σκέφτηκε πως όλοι φαίνονταν να σέβονται τον άντρα που ήταν μαζί του. Να τον σέβονται ή να τον μισούν. Σχεδόν το ίδιο πράγμα είναι. Ασυναίσθητα άρχισε να προσέχει τις κινήσεις του αλλά και τα λόγια του.

«Καλέ μου φίλε» τον διέκοψε από τις σκέψεις του ο φίλος του, "τόση ώρα περπατήσαμε μαζί, καθήσαμε εδώ, πίνουμε τώρα μαζί τον καφέ μας και παρολαυτά δε σου συστήθηκα. Με λένε Σωρούλ Ξεντόμ"...... Σωρούλ Ξεντόμ... Τι παράξενο όνομα... Το μικρό θύμιζε ερήμους του Μαρόκου ή ηλιοκαμένους άντρες με άγρια μάτια και γιαταγάνια και το επίθετο μάρκα φαρμάκου κατά της δυσκοιλιότητας.

«Σωρούλ Ξεντόμ» επανέλαβε «χάρηκα που σας γνώρισα κύριε Ξεντόμ, το δικό μου όνομα είναι..”

Μα εκείνη τη στιγμή ο άλλος τον έκοψε με μια απότομη χειρονομία που σήμαινε ξεκάθαρα, στοπ, δεν θέλω να ακούσω το ονομά σου.

«Τα ονόματα δεν έχουν σημασία, προς το παρόν καμία σημασία, μπροστά στη σημασία που έχει το φυλακισμένο άτι στα στήθη των ποιητών και στην πηγή της χλόης που ανελέητα σταλάζει τα θέλω της πάνω στα ανύποπτα μετωπά μας...”

Ξανά σιωπή. Ο νεαρός ένοιωσε το στομάχι του να δένεται κόμπο. «Διάολε τι να απαντήσω εγώ τώρα σε αυτήν την πατάτα; Ή μήπως η πατάτα σημαίνει κάτι;”

Και αμέσως ήρθε η ερώτηση που τόση ώρα έτρεμε:

«Δε συμφωνείτε;”

Αν συμφωνούσε λέει! Μα όλη του τη ζωή αυτό έλεγε και αυτός. Για το άτι στα στήθια των ποιητών και την πηγή της χλόης που σταλάζει θέλω. Το θέμα δηλαδή το ήξερε απ’ έξω και ανακατωτά και οπωσδήποτε είχε πολλά να πει επ’ αυτού. Ηλιθιωδώς κάρφωσε το βλέμμα του στο συνομιλητή του και πάσχισε να πνίξει τα γέλια που βίαια ανέβηκαν στο στήθος του και από εκεί γαργάλησαν το λαιμό του.

«Μα φυσικά και συμφωνώ. Αχ, αυτές οι χλόες που σταλάζουν θέλω.. Για να μην πούμε και για τα ανύποπτα μέτωπα.. Το δράμα των ανύποπτων μετώπων πως μπορεί να μη συγκινήσει εμάς τους λογοτέχνες;”

Ο άλλος φάνηκε να ευχαριστήθηκε από την απάντηση και ένα αδιόρατο κόρδωμα τέντωσε τη σπονδυλική του στήλη.

«Ώστε και εσείς νοιώθετε το ανυπόμονο άτι;” Και μετά γυρνώντας προς τους υπόλοιπους θαμώνες είπε με δυνατή φωνή σαν να απευθύνονταν στο κοινό του:

«Και αυτός φίλοι. Και αυτός!”

Όλη η καφετέρια ξέσπασε σε ένα πηγαίο ενθουσιώδες χειρόκροτημα και τα κουταλάκια άρχισαν να κάνουν ένα δαιμονισμένο θόρυβο μέσα στις κούπες τους καθώς από τον ενθουσιασμό είχαν αρχίσει και αυτά να γυρίζουν σχεδόν μόνα τους. Μόλις το χειροκρότημα καταλάγιασε, ο νεαρός λογοτέχνης ένοιωσε τα μαγουλά του να φλέγονται, το προσωπό του να είναι κατακόκκινο, αλλά αυτό που τον ενοχλούσε περισσότερο είναι το γεγονός του ότι δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν αυτή η φλόγωση οφειλόταν στη φυσική του συστολή ή στην αίσθηση ντροπής για ό, τι είχε πριν λίγο ξεστομίσει. Τι ήταν πάλι αυτοί εδώ; Τι παιχνίδι έπαιζαν και αν έπαιζαν κάποιο παιχνίδι με τον αρχηγό τους τον Σωρούλ Ξεντόμ, τι τον έσπρωχνε και αυτόν να πάρει μέρος; Και έπρεπε να πάρει μέρος; Σαν επιθυμία αναγνωριστικής κίνησης του εδάφους γύρω του, επέλεξε το ναι. Το χρόνο θα τον όριζε ο ίδιος. Πάσχισε να κάνει τη φωνή του να δείχνει παλλόμενη από την ίδια τη λογοτεχνική χάρη που ναι ασφαλώς είχε ανοίξει το κεφάλι του και είχε εισχωρήσει κατακαίγοντας όλο το πνεύμα του και κοιτάζοντας με λίγο υγρό βλέμμα τον μεγαλύτερο λογοτέχνη πρόσθεσε πως τα ανύποπτα μέτωπα είναι ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίσει η πένα ενός ποιητή.

Συγκρατήθηκε βιαίως βέβαια για να μη ξεστομίσει «τι απίστευτες ηλιθιότητες είναι όλα αυτά;”. Ο Σωρούλ φάνηκε να ευχαριστιέται διπλά τώρα με την απαντησή του, όπως και όλοι τριγύρω. Ένας ποιητής από το διπλανό τραπέζι σηκώθηκε και ακουμπώντας συγκινημένος το χέρι του πάνω στον ώμο του, τον έσφιξε –καθαρά σημάδι πως τον θεωρούσε φίλο- “Ανύποπτα μέτωπα, κράχτες των νυχτών που αλυχτούν και σπαράσσουν άστρα και το πρώτο χάος..”... Ένα ομαδικό ααααααα τέλειας συγκίνησης ακούστηκε από τους υπόλοιπους που πλέον είχαν μετατραπεί σε κανονικό κοινό.....

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη