Τα δωματια του καλοκαιρινού σπιτιου - δωματια 3-5 (Πλού-γη)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Αναμεσα στα κυριως δυο μεγάλα δωματια του επανω ορόφου, τη μεγαλη κρεββατομαρα του ζευγαριου δηλαδη και το γραφειο, υπηρχαν και αλλα τρια μικροτερα δωμάτια που χρησιμευαν σαν κρεββατοκαμαρες και αυτες και παλαιοτερα υπηρξαν δωματια των θειων.

Ο παππους κι η γιαγια ειχαν κανει εξι παιδια, πεντε αγορια κι ενα κοριτσι - τη μητερα μου - και ειχαν χάσει δυο.

Οι πολλες κρεββατοκαμαρες ηταν αναγκαιες λοιπον. Αυτα τα δωμάτια δεν περιειχαν τιποτα το ιδιαιτερο. Ενα κρεββατι διπλο η καθε μια, μια ντουλάπα μία καρέκλα και απο ενα μικροτερο ντουλάπι που συνηθως χρησιμευε ως βιβλιοθηκη.

Σε ενα απο αυτα τα δωματια ειχαμε βρει ενα φιδι ενα μεσημερι, μια οχια που πολυ συχναζει σε αυτα τα μέρη και ειχε αναστατωθει ολο το σπιτι.

Ειχαμε τρεξει ολοι κατω να παρουμε βεργες χοντρες και μαγκουρες και ριχθηκαμε με ζηλο στο κοπανημα του φιδιου που ολο μας ξεφευγε. Τελικα ο Αριστειδης κατορθωσε και το σκοτωσε ριχνοντας του μια γερη στο κεφάλι κι επειτα με καμαρι το περασε στη βεργα του να κρεμεται και το περιεφερε για κανα μισαωρο στην αυλη επιδεικνυοντας το στα γειτονοπουλα. Παρολο που δεν ειχα φοβηθει,ειχα νοιωσει σιχασια βλεποντας το με διαλυμενο κεφαλι να στολιζει το ραβδι του πρωτου μου ξάδελφου.Το πεταξε αργοτερα στην πισω μερια του κτηματος εκει που ειχαμε τις συκιες και απο εκει που προφανως ειχε ερθει.

Το κτημα ηταν πολυ μεγάλο, γυρω στα δωδεκα στρέμματα και γεματο αμυγδαλιες μεσα, συκιες και μουριες. Ηταν το κτημα του σπιτιου αυτο. Υπηρχαν και τα αλλα κτηματα που ηταν καθαρα για καλλιεργεια ειτε με ελιες, ειτε με αμυγδαλιες, ειτε με αμπελια. Οταν το καλοκαιρι ηταν στα τελευταια του θυμαμαι ηταν η εποχη που μαζευανε τα αμυγδαλα και οι μεγαλοι τοτε μας επαιρναν μαζι και μας εστρωναν κανονικα στη δουλεια. Τονοι απο βουνα αμυγδαλων στοιβαγμενα μεσα στις λινατσες και η δικη μας δουλεια ηταν να καθαρισουμε τη σκληρη μα ανοιχτη φλουδα απ' εξω και να μεινει το μυγδαλο οπως το ξερουμε.

Καθομασταν ολα τα παιδιά σε κυκλο και κανοντας αυτη τη δουλεια διασκεδαζαμε οσο τιποτα αλλο για λιγη ωρα γιατι μετα αρχιζε η πληξη,και οι δηθεν φαγουρες που προκαλουσε η τριχωτη φλουδα. Στα αληθεια το δερμα μας κοκκινιζε στα χερια και στα μπρατσα αλλα αυτο δε συγκινουσε κανεναν.

Αρχιζαμε και διαμαρτυρομασταν οτι πρεπει να καθαρισουν τα υπολοιπα οι εργατες που κρυφογελουσαν βλεποντας μας να ημαστε δηθεν τοσο ευαισθητοι. Αλλα κανεις δε μας ακουγε και αυτη η δουλεια τραβούσε μεχρι το βραδυ. Ποιος να μας λυπηθει;

Στον κάτω οροφο του σπιτιου υπηρχαν η μεγαλη σάλα, η μικρη τραπεζαρια και η τεράστια κουζινα. Μια κουζινα που ήταν περισσοτερο δωματιο για συζητηση παρα για οποιαδηποτε αλλη δουλεια που ειχε σχεση με την κουζινα. Η γιαγια ειχε μια υπηρεσια παλαιοτερα που τη βοηθουσε στην κουζινα αλλα οταν ο παππους πεθανε την εδιωξε καθως τα τραπεζια στο σπιτι τοτε σταματησαν. Η γιαγια επαψε πλεον να δέχεται κοσμο. Απο περιγραφες, που μου ειχε κανει η μητερα μου, αυτη η κουζινα καποτε εσφυζε απο ζωη μερα νυχτα σχεδον καθως το σπιτι διαθετε αρκετα ατομα υπηρετικο και βοηθητικο προσωπικο - πραγμα αδιανοητο για εκεινη την εποχη - και ο παππους καθε Κυριακη έκανε τραπέζια σε ενα σωρο κοσμο.

Φανταζομουν αυτο το σπιτι μεσα απο τις περιγραφες των θειων μου και της μανας μου, που ουτε εκεινη ειχε προλαβει να δει πολλα απο την παλια του αιγλη καθως στην κατοχη πολλα συνεβησαν αλλα και αργοτερα στον εμφύλιο εκει που βγηκε ολη η αναποδια και η απιστευτη αγριάδα που τρέχει αιωνες τωρα σε καθε αρβανιτικο αίμα, στο αιμα μας, και που κατι μικρο ειναι ικανο να την κανει να αποκαλυφθει και να τρομάξει ακομη και τον ιδιο της τον άνθρωπο που την εχει μεσα του.

Αυτο το πραγμα δε μας το εμαθαν, δε μας ειπε κανεις οτι καποιον επρεπε κι εμεις να φοβομαστε και ας ειμαστε αρβανιτες ατρομητοι απο γενιες ηρωικες. Κανεις δεν τολμησε να μας φανερωσει οτι ο αρβανιτης τον ιδιο του τον εαυτο πρεπει να διδαχθει να φοβαται και να υπολογιζει καθώς μεσα του μια αλλοκοτη τρέλλα φέρει και μια κακια απιστευτη πολλες φορες. Παρά το μόνο που μας πότιζαν απο το πρωι ως το βράδυ ήταν προτροπές για το να εχουμε τόλμη και τίποτα να μη βαζουμε πανω απο τον ελευθερο αέρα. "Βρε ειμαστε αρβανιτες εμεις" ελεγε ο παππους "απο την Μπουμπουλινα βγηκατε βρε σεις μυρμήγκια".

"Ρε κουνουπια" ελεγε κι ο θειος, ο παλιος αντάρτης, που μονο να τον έβλεπες σου κόβονταν τα πόδια - τοσο αγριο παρουστιαστικο ειχε - "ξέρετε απο τι δρακογεννια κρατάτε; Δεν πιστευω να βγει κανενας απο εσας φοβιτσιάρης γιατι θα τον πνιξω σαν αρνι!" και μας εκανε μια τρομαχτικη κινηση με το τεραστιο χέρι του οτι ταχα μας εκοβε το λαιμο πέρα ως πέρα. Θυμάμαι το αίμα μου να ανατριχιάζει σε αυτην την κίνηση και απο εναν φόβο αλλά κυριως απο ενα περιεργο αισθημα γλύκας που τότε δεν μπορουσα να το καταλάβω.

Με το ιδιο αυτο χέρι ο θειος αυτος, ο αγριος ανταρτης με το μονιμως συνοφρυωμενο προσωπο και τη βροντερη σα κεραυνο φωνη, διηθυνε χορωδιες. Στα νιατα του ηταν απο τους καλυτερους τενορους αλλα ηταν ο μονος απο τα αδελφια που ειχε μεινει ανυπαντρος και ο μονος που ολοι τον ετρεμαν το ιδιο με τον παππου. Μια φωνη του μονο αρκουσε σε εμας τα παιδια για να μας κάνει να κατουρηθουμε επανω μας. Εδειχνε μαλιστα ιδιαιτερη προτιμηση στην αδελφη μου και σε μια απο τις πρωτες μου εξαδέλφες γιατι ειχαν παρει τα ονοματα των γονιων του. Ετσι και εγω απο τότε τον κρατουσα σε αποσταση ασυνειδητα στην αρχη, συνειδητα μετά.

Φροντιζαν ολοι ομως και οχι μονο αυτος ο θειος, απο μωρά να μας εξοικειωσουν με τη θέα του αίματος λες και μας ετοιμαζαν για σφαγές. Την παραμονη της αναστασης μας επαιρναν ολους μαζι εκει που έσφαζαν τα αρνιά και τα κατσίκια. Πρωι πρωι μας τραβουσαν απο το ζεστο κρεββατι μας, μας έβαζαν να πλυθούμε και μουτρωμενοι να διώξουμε τις τσιμπλες απο τα μάτια μας. Μας φόρτωναν στα αυτοκινητα και πηγαιναμε ολοι μαζι στο μέρος που γίνονταν η σφαγή των ζωων. Και δεν ηταν καθολου λιγα αφου προοριζονταν να ταισουν την ημερα του Πασχα ολες μαζι τις οικογενειες των αδερφων.

Την πρωτη φορα που ειδα το μαχαιρι να μπαινει στο λαιμο του αρνιου και ακουσα τις φωνες του ημουν 6 χρονων και θυμαμαι οτι γυρισα απο την άλλη και δεν κοιτουσα. Χρονιά με χρονιά το συνηθισα πλεον το θέαμα και εφτασε και η εποχη που μας εμαθαν και εμας να το κανουμε γιατι επρεπε να μαθουμε να δουλευουμε το μαχαιρι αλλιως θα ημασταν αχρηστοι ανθρωποι. Και ολα αυτα απο ανθρωπους που μονο αμορφωτοι και αξεστοι δεν μπορουσαν να θεωρηθουν. Στην Αθηνα ολοι με καλες δουλειες. Στην πατρικη τους πολη μεταμορφωνονταν σε ανθρωπους αλλους, αγνωριστους αλλα γνωριμους σε αυτους τους ιδιους τους εαυτούς τους.

Ειχα ακουσει ιστοριες για την αλλη μου γιαγιά που στον εμφυλιο ειχε σκοτωσει η ίδια με τα χέρια της τον ανθρωπο που της τραυμάτισε τον αντρα βαριά και κοντεψε να την τον κανει φυτο.

Αργοτερα μονο εμαθα, πολύ αργότερα, τις λεπτομέρειες του εγκλήματος. Τον είχε πιάσει μαζι με αλλες δυο συγχωριανες της, που και αυτες ειχαν χάσει δικο τους ανθρωπο απο αυτο το καθαρμα, στηνοντας του καρτέρι ενα απογευμα. Τον παλουκωσαν οι τρεις γυναικες ζωντανο. Φρίκιασα αναλογιζομενη τι κουβαλω μεσα μου καθως πολλες φορες το ειχα νοιωσει να μου τρωει το μυαλο σε ωρες που ο θυμος με κυριευε και μου έφερνε ανω κάτω ολο μου το είναι.

Δυσκολα δέχεσαι οτι εχεις μέσα σου τετοια αποθέματα αγριάδας μονο και μονο γιατι τα γονιδια σου το επιτάσσουν. Κι ομως οτι επιτασσουν αυτα τα γονιδια απο αυτο δεν μπορεις να ξεφυγεις οσο και αν προσποιεισαι οτι μπορεις κι οσο κι αν το θέλεις γιατι κατα βάθος τιποτα δεν μπορεις να αποδιώξεις.

Οι σποροι και οι ρίζες τους εχουν τοσους αιωνες πισω τους που τι εισαι εσυ μπροστα τους για να τα ξεριζωσεις; Για αυτο κανεις δεν μας ειχε πει για αυτα. Αργα ή γρηγορα θα τα νοιωθαμε απο μονοι μας οπως εκεινο το απογευμα που 13χρονων πια στις Μυκηνες κανοντας βολτα με τα ποδηλατα ενας γειτονας στην ιδια περιπου ηλικια ηρθε και επεσε επιτηδες επανω μου με το δικο του .

Του φωναξα πως ειναι στραβος και πως αν το ξανακανει θα μου το πλήρωνε. Τα αγόρια της παρεας ηδη ειχαν τσιτωθει για καυγα.

"Αει και απαυτωσου παλιο μαλακισμενη" μου απαντησε "κολοαρβανιτισσα"... τη στιγμη που και ο ιδιος αρβανιτης ηταν.

Δε θυμαμαι με ποση φόρα εμβόλισα το δικο του ποδηλατο και κατω τον πέταξα.

Θυμαμαι μονο που θα τον σκοτωνα αν δε με τραβουσαν απο πανω οι υπολοιποι. Πανω στο στηθος του ειχα κατσει και οπως με δυναμη εκεινος πηγε να με γυρισει - γιατι στα σιγουρα εκεινος ως αγόρι δυνατότερος απο εμένα ήταν - αρπαξα μια πετρα και πανω στο κεφαλι του την εφερα μια φορα.

Και οταν το αιμα του αναβλυσε απο την ακρη του κεφαλιου αντι αυτο να με σταματησει, απολαυση αφανταστη ενοιωσα βλεποντας τον να ματωνει και να υποφερει. Σηκωσα την πετρα και με μεγαλυτερη φόρα πηγα να του τη φέρω στο κεφαλι, δεν ξερω τι με ειχε πιασει. Θυμαμαι μονο το τι αγριοτητα με ειχε κυριευσει και ποσο στα αληθεια επιθυμουσα να τον σκοτωσω διχως να με νοιαζει τιποτα αλλο εκεινη τη στιγμη. Και ήρθε ο ξαδελφος του να με πιασει απο τα χερια και να γινει μετα μεγαλος καβγας αναμεσα σε εμας και εκεινους. Κοριτσια και αγορια ολα ανακατα σε πετροπολεμο, τον πρωτο μας σοβαρο πετροπολεμο οπου σκιστηκαν φρυδια, κεφαλια, και μετα φαγαμε και τιμωριες απο τους γονεις μας ολοι. Και εκεινοι και εμεις.

Ενα αλλο συναισθημα γνωρισα ομως εκεινη την ημερα, συναισθημα που ως τότε δεν ειχα νοιωσει τοσο εντονο καθως περισσοτερο αγοροκοριτσο ημουνα και εβλεπα τα αγορια σα φιλους μου οπως και τα κοριτσια. Εξαλλου παντα ολα τα παιδια ημασταν ενα διχως τετοιους διαχωρισμους μεταξυ μας.

Αλλά μετα τον καυγα αυτο με τις πετρες είχα νοιωσει την καρδια μου να χτυπά περιεργα και η αιτια ηταν το αγορι που στον αερα μου προλαβε το χερι που την πετρα κρατουσε και ειχε σωσει απο μεγαλύτερο τραυματισμο τον ξαδελφο του. Ένα ομορφο ψηλό παιδι, δυο χρονια μεγαλυτερο μου με πολυ σκληρη ματιά και ζωγραφισμενα φρυδια. Πιο μετα έμαθα πως απο το ιδιο σοι κρατουσαμε και πως τρίτα ξαδέλφια ημασταν καθως η μιση καταγωγη του πατερα μου ηταν και εκεινου απο τις Μυκηνες. Δεν τον ξαναειδα παρα μονο ενα χρονο μετά αλλα ενα χρονο ολοκληρο η μορφη του δεν ελεγε να βγει απο μεσα μου.

Πλού-γή 1999

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη