Τα δωματια του καλοκαιρινου σπιτιου - Φθινοπωρο 1 (Πλου-γη)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Εκεινο το καλοκαίρι ήταν το τελευταίο καλοκαίρι της ξενοιασιάς. Ετσι μου έχει αποτυπωθεί και μείνει στη μνήμη... Οι τελευταίες ανέμελες μέρες.

Ο γυρισμός στην Αθήνα επεφύλασσε πολλές αλλαγές στη ζωή μας, πολλές εντάσεις, πολλά καινούρια συναισθήματα που πυροδοτούσαν νεες ανακαλύψεις ή πυροδοτούνταν απο αυτες.

Ήταν το φθινόπωρο που ο Αρης ηρθε μετά απο δυο χρονια και με εψαξε στην Αθηνα, βρηκε το σπιτι μου και κάθε πρωι που πηγαινα σχολείο τον εβρισκα να με περιμένει απ' έξω... Ηταν το φθινοπωρο που φουντωσε ενας δυνατός ερωτας μεταξύ μας, πολύ δυνατότερος απο τον πρωτο. Αγαπη αδολη και πλατωνική με μια ενταση ομως και ζέση πρωτόγνωρη τοσο για μένα οσο και για αυτον. Τον είχα βασανίσει πολύ τοτε, μην αφηνοντάς τον να με αγγιξει, περα απο εκει που επετρεπα εγω. Επιζητουσε παραπάνω, μα εγω στα 16 μου χρονια φοβομουν και έθετα ορους.

Μέχρι που μετά απο λίγο καιρό μας ανακάλυψε ο πατέρας μου. Ανακαλυψε τις κρυφές βολτες, ανακάλυψε τα σκασιαρχεία απο το σχολειο, τις φωτογραφιές του μεσα στα σχολικά μου βιβλια και τα γραμματά του, γράμματα που μου εγραφε απο τότε που ειχαμε πρωτογνωριστει στις Μυκηνες και ειχαμε τσακωθει... Γραμματα γεμάτα εφηβικο ερωτα, γράμματα που τα φυλουσε δυο χρονια για να μου τα δωσει ολα μαζεμενα.

Η φασαρία που εγινε στο σπιτι ηταν διχως προηγουμενο. Εφαγα τόσο ξυλο που δεν είχα ξαναφαει ποτέ πριν. Μου εσκισε ολες τις φωτογραφιες και τα γραμματά του φωναζοντάς μου οτι ρεζιλευα ολη την οικογένεια που πηγα και μπλεχτηκα με αυτον τον "ξεβράκωτο"...

Και για να επισφραγίσει την ηγεμονία του ως πατέρας, για να’ναι σιγουρος οτι θα κάμψει οποιαδηποτε επιθυμια μου να ξαναδω τον Αρη, με κλειδωσε μια εβδομαδα στο δωματιο μου... Εκανα μια εβδομάδα να πάω στο σχολείο... Ειχα μέσα εκει, μια εβδομάδα κλαιγοντας. Δεν εκανα τιποτα αλλο. Εφτα μερες εκλαιγα. Το σωμα μου πονουσε απο το ξυλο που είχα φαει και πιο πολύ πονουσα μέσα μου για οσα μου ειχε πει, για τις προσβολές που ειχα ακουσει απο το στομα του, προσβολές που ενας πατέρας δεν τις λεει ευκολα στα παιδιά του. Και ορκίστηκα οτι δε θα ξανακλαψω, ορκιστηκα οτι θα το μετανοιωνε πολύ πικρά. Ενοιωθα τοσο ασχημα για την κατάσταση στην οποια ειχα βρεθει που το ενοιωθα σαν υποχρεωση προς τον ιδιο μου τον εαυτό να δωσω όρκο οτι κανείς και τιποτα δε θα με εκανε απο εδω και πέρα να κλαψω ή να λυγίσω με οποιοδηποτε τροπο.

Ηταν η εποχη που κατάλαβα τι σημαινει πραγματική σκληροτητα και αποφάσισα οτι ο μονος τροπος για να την πολεμίσω ηταν να γινω το ιδιο σκληρη, μπορεί και πολύ παραπανω.

Οταν επιτελους μου ανοιξαν την πορτα και μου επετρεψαν να ξαναπαω στο σχολειο κατω απο αυστηρη παρακολουθηση και συνοδεια, το εσκασα σα κυνηγημένο αγριμι. Ειχα με τροπο κλεψει χρηματα απο το συρτάρι του πατέρα μου το πρωι και το μεσημερι, μια ωρα πριν σχολάσω, εφυγα απο το σχολείο. Ηξερα οτι το σπιτι ηταν αδειο εκεινη τη στιγμη... Ολοι ελειπαν. Μαζεψα τρια ρουχα σε εναν σάκο και εψαξα και για αλλα λεφτά.

Τηλεφωνησα στον Αρη, του ειπα στα γρηγορα τι ειχε γινει και εμεινα εκπληκτη οταν πληροφορηθηκα οτι ειχε γινει ολοκληρη φασαρια στις Μυκηνες αναμεσα στις δυο οικογενειες. Μεχρι και τα εξαδέλφια μου απο εκει ειχαν ερθει να βρουν με όχι φιλησυχες διαθέσεις τον Αρη, απειλωντας τον να απομακρυνθει απο κοντα μου.

Του ειπα οτι εφευγα απο το σπιτι μου και στις επιμονες ερωτησεις του για το που θα πηγαινα, του εκλεισα το τηλεφωνο. Ειχα τη σωστη διαίσθηση οτι τον Αρη τον παρακολουθουσαν και τελικά δεν ειχα αδικο. Ολοκληρη επιχειρηση ειχε οργανωθει απο τις Μυκηνες ετσι ωστε να μην τον αφησουν λεπτο απο τα μάτια τους και αν τυχον τον εβλεπαν μαζι μου να τον σπάσουν στο ξύλο. Ηξερα ευτυχως καλά πως λειτουργουσαν οι αρβανιτικες οικογενειες σε αυτές τις περιπτωσεις... Ηξερα τι ειχα να αντιμετωπισω...

Μια μέρα περιπλανηθηκα στους δρομους της Αθηνας και τις αλλες δυο τις εβγαλα απο λεωφορειο σε λεωφορειο πηγαινοντας απο πολη σε πολη της Πελοποννησου. Τα βραδυα δεν κοιμομουν καθολου γιατι φοβομουν και απλως περπατουσα χωρις συγκεκριμενο προορισμο. Ημουν κατι παραπανω απο τυχερη που δε μου συνέβηκε κατι χειροτερο εκεινες τις βραδυες... Περπατουσα με τις γροθιες σφιχτές, εχοντας μεσα στη μία ενα μικρό σπρευ και στην αλλη πέτρες ετοιμη για επιθεση αν συναντουσα κατι περιεργο. Φοβομουν τόσο πολύ που παντου εβλεπα σκιες να με παρακολουθουν.

Μετά απο τρεις ημερες ασκοπης περιπλάνησης τηλεφωνησα στον Αριστειδη:

"Εχεις τρελλαθει;Εχεις τρελλαθει;Που εισαι;Σε ψάχνουν ολοι... Η μανα σου έχει αρρωστησει... ο πατέρας σου έχει τρελλαθει... Τι ειναι αυτα που κάνεις ρε ξαδελφουλα; Τι ειναι αυτα; Μιλα μου γαμοτι για πείσμα... που είσαι; Γιατι δε μιλας;"

"Ειμαι στο Ξυλοκαστρο... "

"Παρε ενα τηλεφωνο τη μανα σου... παρε την σε παρακαλω... μιλα της να δει οτι εισαι καλά... Τι σε επιασε; Ολα για τον Αρη;"

Του εκλεισα το τηλεφωνο... Ημουνα πολύ κουρασμενη για να πω οτιδηποτε... Τα ματια μου εκλειναν απο την αυπνια και τα ποδια μου δε με κρατουσαν. Κοντευα να κοιμηθω εκει, ορθια στον τηλεφωνικο θάλαμο.

Οταν τηλεφωνησα στους γονεις μου το μονο που τους ειπα ηταν "ελατε να με πάρετε... ειμαι στο Ξυλοκαστρο... αν μου πειτε οτιδηποτε θα ξαναφυγω..."

Και πραγματικά... Ηρθε ο πατέρας μου χλωμος, σα φάντασμα... Με βρηκε στο σταθμο και δε μου ειπε τιποτα μεχρι να παμε στην Αθηνα... σε ολο το δρομο μιλιά, κουβέντα καμια... Μονο το προσωπο του εβλεπα απο τον καθρεφτη να κοιτά αμιλητο, ανεκφραστο το δρομο μπροστά του. Τον ηξερα καλά... Εκεινη την ωρα το μονο που ηθελε ηταν να γυρισει και να μου χωσει δυο χαστουκια αλλα υπηρχε ενας φοβος στη ματιά του που δεν τον ειχα ξαναδει...

Που να γνωριζε και που να γνωριζα τι ερχόταν ακομη...

(Συνεχίζεται...)


Πλου-Γη


Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη