Τα δωματια του καλοκαιρινου σπιτιου - Η κουζίνα (Πλου-γή)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η κουζίνα ήταν το μέρος που μαζευομασταν τα κοριτσια να μαγειρεψουμε. Αντι για αυτη τη δουλεια ομως το μονο που καναμε ηταν να κορόιδευουμε η μια την αλλη και καταφέρναμε παντα να εκνευριζουμε τη γιαγια που προσπαθούσε - οχι και με πολύ μεράκι ειναι η αληθεια - να μάθουμε να φτιάχνουμε τα στοιχειώδη εστω απο τα φαγητά. Τη βαριόταν ομως τη μαγειρική, αυτο το έβλεπες σε κάθε κινησή της και σε καθε ξεφυσημα της μεχρι να τελειωσει και να φυγει απο εκεινο το παλιοδωμάτιο. Ηταν μια γυναικα φτιαγμένη για δουλειές εξω απο το σπιτι και οχι μεσα σε αυτο οπως αλλωστε ολες οι αρβανιτισσες που δε δειχνουν ιδιαιτερο ζηλο για το εσωτερικο του σπιτιου τους παρα μονο ειναι πρωτες για ολες τις σκληρες, τις λεγομενες αντρικες δουλειες. Οταν τη γνωρισε ο παππους η γιαγια ασχολουνταν με το αυγατισμα της περιουσιας της και ολη μέρα βρισκοταν σε τράπεζες να παρακολουθει τις μετοχες της. Ο πατέρας της μοιράζοντας την περιουσια του, θεωρησε καλο να δωσει ολη του τη γη στα αγορια και τις μετοχες στις κορες του. Πως λοιπον αυτη η γιαγια να κλειστει στην κουζινα και να μας μαγειρευει με την ποδια και την κουτάλα; Δεν της ταιριαζε και ηταν ολοφάνερο οτι τη στενοχωρουσε ιδιαιτερα το μαγειρεμα. Ηξερε λιγα φαγητα και γλυκα γιατι η αρβανιτικη μαγειρικη δε φημίζεται για τον πλουτο των γευσεων της και των συνταγων της. Μαγειρικη για Σπαρτιατικη διαιτα. Λιγα πράγματα.

Θυμαμαι οτι οποτε κατεβαιναμε απο την Αθηνα για τις καλοκαιρινες διακοπες μας στον Ισθμο ή το Πασχα και τα Χριστουγεννα στις Μυκηνες το προβλημα μας με τα αδερφια μου ηταν το φαγητο που το βρισκαμε βαρετα επαναλαμβανομενο. Το πιο χαρακτηριστικο φαγητο των αρβανιτων ειναι οι λεγομενοι κοχλιοι δηλαδη τα σαλιγκαρια που μονο αναγουλα μου προκαλουσαν βλεποντας τα, το "μπλουμ" δηλαδη κοκκινιστα μακαρονια με κρεας μεσα τους ανακατεμενο και βρασμενο μαζι τους, τα καλαμαρια θραψαλα που πολυ μας άρεσαν, τα κολοκύθια συνηθως τηγανητα βουτηγμενα μεσα σε αλευρι, οι τηγανητες πατατες που εχουν την ιδιοτροπια να τις τηγανιζουν σε τονους ελαιολαδο δινοντας τους μια ιδιαιτερη νοστιμια, τα γεμιστά και η γκιοσα, δηλαδη κρεας γριας προβατινας στο φουρνο. Αυτα ηταν τα πιο συνηθισμενα που συνοδευονταν στο τραπεζι παντα απο ντοματοσαλατα και φέτα ή τζατζίκι αφού το σκορδο δεν ελειπε σε οποιαδηποτε μορφη απο το αρβανιτικο τραπέζι. Θυμαμαι τον παππου να το τρωει ωμο πραγμα που το κανουν και πολλοι αλλοι! Ακομη και μετα απο τοσα χρονια ειναι πια μεταφυσικα περιεργο να βλεπω το δικο μου γιο λιγο αφοτου περπατησε να ζητα να φαει ωμο σκορδο και να κρυβεται πισω μου σε στιγμες που μαγειρευω για να μου αρπαξει στα κρυφα τις καθαρισμενες σκελιδες και να τις πιπιλα στο στομα οπως τα γλυφυτζουρια.

Τα πιο συνηθισμενα γλυκα ειναι ο χαλβας με ελαιολαδο και συμιγδαλι η γαλατοπιτα και οι τηγανίτες με μελι. Δε θυμαμαι περιπλοκα γλυκα με πλουσιες γευσεις και βαρια υλικα. Αυτο που ετρωγαν σε μεγαλες ποσοτητες ηταν παντα οι ξηροι καρποι, κυριως τα στραγάλια και οι σταφιδες. Ειδικα τις δευτερες που τις διαθεταμε σε μεγαλη αφθονία λογω των αμπελιων, τις τρωγαμε ακομη και στο φαγητο πολλες φορες μεσα σε ενα κουπακι.

Γι 'αυτο λοιπον η κουζινα δε σταθηκε ποτε για εμας δωματιο εμπνευσης και δημιουργιας, οπως συνηθως ειναι για οσους απολαμβανουν τη μαγειρικη, παρα μονο ενα μερος οπου επρεπε απλως κατι να μαγειρεψουμε για να βαλουμε στο στομα μας και να κρατηθουμε. Τιποτα παραπανω τιποτα παρακατω.

Μεσα στην κουζινα υπηρχε και ενα πολυ ομορφο τζάκι, το δευτερο του σπιτιου - το αλλο ηταν στη σάλα - που η γιαγια συνηθιζε να σκεπαζει με ενα μεγαλο σεντονι αφου οταν πηγαιναμε εμεις εκει ηταν καλοκαιρι και το τζακι δεν αναβε ποτέ. Το χρησιμοποιουσαμε για κρυψώνα μονο οταν παιζαμε κρυφτο τα καλοκαιρινα απογευματα και βραδυα.

Ενα καλοκαίρι απο αυτα εκανα κατι παρατολμο, μια τρελλη ιδεα που η συλληψη της ξεκινησε απο εκεινη την κουζινα. Καθομουν ενα μεσημερι που ολοι κοιμοντουσαν μαζι με τα ξαδέλφια μου Τασση, Χρυση και Στεφανο. Ημασταν περιπου γυρω στα 14 ολοι, αλλοι λιγο πανω, αλλοι εκει ακριβως. Βαριομασταν τρομερα και δεν ξέραμε τι να κανουμε. Ειχαμε μολις γυρισει απο το πρωινο μπανιο και οτι ειχαμε καθησει. "Λοιπον, εγω λεω να παρουμε τα ποδηλατα και να πάμε στα μερη του πατέρα σου" ειπε ξαφνικα ο Στεφανος και επεσε μια σιγη στην αρχη. "Τρελλαθηκες" ειπε η Χρυσή "ειναι μια ωρα περιπου για το αυτοκινητο, ξερεις ποσο θελουμε εμεις με τα ποδηλατα; "Εμένα ομως το μυαλο μου που απο τότε λειτουργουσε με την επιθυμια της στιγμης με προσταξε αμεσως να συμφωνησω και να τρεξω στο υποστεγο να ξεκλειδωσω το ποδήλατο. "Ειστε τρελλοι" συνεχισε η Χρυση "αν σας παρουν χαμπαρι θα σας κρεμάσουν αναποδα".. Ο Τασσης γυρισε και την κοιταξε περιφρονητικα "Κοκοκο, κοτουλα" της εκανε ειρωνικα "φοβάσαι"; Η Χρυσή εσμιξε τα φρυδια της και σουφρωσε τα χειλη της επιτιμητικα. "Καλά, θα ερθω αλλά ειμαι σιγουρη οτι θα γινει το σωσε το βραδυ αμα παρουν χαμπαρι" "Δε θα παρουν" ειπε ο Στεφανος καθως άφηνε ενα σημειωμα πανω στο τζακι με το οποιο πληροφορουσε τους γονεις οτι θα παμε και για αλλο μπανιο στη θάλασσα και οτι μετα θα περασουμε απο τη θεια Ευγενια, οποτε θα αργησουμε.

Δεν μπορω να καταλάβω πως μας ηρθε αυτη η τρέλλα αν και μετα απο τοσα χρόνια εχω σχεδον πειστει πως παντα ολα γινονται για εναν ιδιαιτερο λογο που ισως εκεινη τη στιγμη αδυνατουμε να συλλαβουμε αλλά αργοτερα μας φανερώνεται και πρεπει μέσα μας να κοιταξουμε για να τον ανακαλυψουμε.

Και φτάσαμε κατακοποι στις Μυκηνες μετα απο ωρες ποδηλασιας μην εχοντας ουτε το κουράγιο να αναπνευσουμε καλά καλά. Σταθήκαμε στην πλατεία για να αποφασισουμε τι θα κάνουμε αλλα και για να ξεκουραστουμε. Και εκει τον ξαναδα. Τον τριτο εξάδελφο που ειχα ερωτευτει απο εκεινη τη μάχη. Ολο μου το σωμα το κατέλαβε μια πρωτογνωρη ταραχη. Τα χερια μου μουδιάσαν και η καρδια μου λες και ηθελε να βγει εξω απο το στηθος μου. Καθοταν στις σκαλες της εκκλησιας μαζι με καποιους αλλους και δεν ειχε σταματησει στιγμη να κοιτάζει προς το μέρος μας. Εγω δεν μπορουσα ουτε να καθησω κάτω οπως οι υπολοιποι. Κλωτσησα με τροπο τον Τασση και του ειπα να σηκωθει να παμε στη γιαγια μου. "Δε θα εισαι καλα" εκανε αυτος "ασε μας να παρουμε μια ανασα." "Κανε οτι θελεις, εμεις εδω θα ειμαστε." Δακρυα μου ηρθαν στα ματια γιατι εκεινη τη στιγμη ενοιωθα τοσο στριγμωμενη οσο ποτε αλλοτε μεχρι τοτε. Δεν αντεχα ουτε λεπτο το βλεμμα του, εγω που αν καποιος με κοιτουσε επιμονα και με τοσο θαρρος συνηθως πηγαινα και τον ρωτουσα τι ηθελε. "Καλα" απαντησα θυμωμενη "ξαπλωστε εσεις εδω στις σκαλες και εγω θα παω μεχρι τη γιαγια. Να με περιμενετε!"

Ξεκινησα να φυγω με το ποδηλατο και στην πρωτη γωνια λιγο πριν στριψω με προλαβε αγγελιοφορος. Ενας φιλος του. "Θελει να σε δει. Μου ειπε να σου πω να τον περιμενεις στο πισω μερος του κοινοτικου γραφειου". Ολα μεσα μου εκεινη την ωρα αρχιζαν παραξενα να γυριζουν. Σκεφθηκα οτι ισως μου εκαναν πλακα γιατι ετσι ειχα μαθει να λειτουργω, δυσπιστα. "Βρε δε μας παρατας" του ειπα. "Οχι αληθεια, αληθεια σου λεω" πηγαινε σου λεω. "Θελει να σου μιλησει". Γυρισα το κεφαλι μου πισω και τον ειδα απο μακρια να μας κοιτάζει. Δεν απαντησα μονο εφυγα φουριοζα, χωρις να πω ουτε ναι ουτε οχι. Εκανα πρωτα μερικες βολτες ασκοπες, πριν αποφασισω να παω εκει. Κατεβηκα στην πισω μερια του γραφειου, εκρυψα το ποδηλατο πισω απο ενα φουντωτο θαμνο και εβγαλα το λαστιχακι απο τα μαλλια μου σε μια κινηση να φανω πιο κοριτσι. Ειχα τοτε μακρια μαλλια καστανοκοκκινα ολο μπούκλες και παρολο που ημουν μια πολυ ομορφη έφηβη εγω δεν ειχα καμια εμπιστοσυνη στον εαυτο μου. Απεφευγα μεχρι και σε καθρεφτες να κοιτιεμαι και η γυναικεια φιλαρεσκεια αργησε πολυ να με βρει. Εκλεισα τα μάτια, πηρα μερικες βαθιες ανασες προσπαθωντας να ηρεμησω την αγωνια που με ειχε κυριευσει και προχωρησα

Τον βρηκα να κάθεται κατάχαμα και να πετιέται αποτομα μολις με ειδε. Για λιγο δε μιλουσε κανεις. Ηταν παραπανω απο προφανες οτι ειχε την ιδια αγωνια με εμενα. "Το ξέρεις οτι ειμαστε τριτα ξαδέλφια" μου ειπε. "Αυτο με φωναξες να μου πεις;" του απαντησα οσο πιο σκληρα μπορουσα γιατι ενοιωθα να χανω το εδαφος. "Αναρωτιεμαι αν πρεπει να μου αρέσεις τοσο... Γιατι μου αρεσεις πολυ" μου ειπε και εκει μπηκα πλεον σε ενα πεδιο που δεν ειχα ξαναμπει και ημουν τελειως εξω απο τα νερα μου. Ηταν η στιγμη που έχασα εντελως την αυτοκυριαρχια μου και αφησα τον εαυτο μου να κοκκινησει και να τα χασει. Θυμαμαι ακομη και μετα απο τοσα χρονια το τρεμουλο που με ειχε πιασει και την γλυκια ταραχη που ειχε απλωθει μεσα μου. Το περιεργο ηταν οτι μετα απο τη βασανιστικη σιωπη βρηκα θαρρος να μιλησω "Μου αρέσεις και εμενα" και αυτη ηταν η αληθεια αφου ενα χρονο δεν ειχα σταματησει να τον σκεφτομαι παρολο που μια φορα τον ειχα δει. Κοιτουσα το προσωπο του και η ταραχη μου ολο και θεριευε. Με περνουσε αρκετα στο υψος, ειχε αυτο που λεμε Ελληνικη μυτη, εντονα ζυγωματικα και ματια που ενοιωθα οτι με διαπερνουσαν με την ευθυτητα που κοιτουσαν. Μαλλια σκουρα καστανα, λιγο μακρια και σκουλαρικι στο αριστερο του αυτι. Μου άρεσε παρα πολυ και απο τοτε η διαισθηση μου μου έλεγε οτι με αυτον τον ανθρωπο θα περνουσαμε πολλα μαζι οπως εγινε και γινεται. Με επιασε απο τη μεση και με τραβηξε κοντα του, αδεξια λιγο αλλα ενοιωθα τη λαχταρα του ιδια με τη δικη μου. "Σε εχουνε ξαναφίλησει ποτε; " με ρωτησε "Φιλησε με εσυ" του ειπα και τα χείλη μας εσμιξαν σε ενα φιλι καθαρα ερωτικο και καθολου παιδιαστικο. Ηταν 16 και ημουν 14 αλλά φιληθηκαμε και νοιωσαμε οπως αντρας με γυναικα και καταλαβα τι σημαινει να σε τραβαει ερωτικα το αλλο φύλο, να τρεμει ολο σου το σωμα απο επιθυμια. Ανταλλαξαμε αλλο ενα φιλι ακομη πιο δυνατο και μου χαιδεψε το προσωπο λεγοντας μου ποσο όμορφη ειμαι και ποσο με σκεφτόταν ενα χρονο τωρα. Οπως και εγω. Επρεπε ομως βιαστικα να τον αφησω καθως με περιμεναν. Δωσαμε υποσχεσεις ο ενας στον αλλον οτι θα τηλεφωνηθουμε και οτι θα ερθει να με βρει ή στον Ισθμο ή στην Αθηνα και χωρισαμε. Πετούσαμε κι οι δυο στα σύννεφα.

Γυρισα στα ξαδελφια μου φανερα αναψοκοκκινισμενη και ταραγμενη νομιζοντας οτι ολοι θα με καταλαβουν αλλα κανεις δεν καταλαβε τιποτα. Τους ειπα ψεματα οτι δε βρηκα τη γιαγια στο σπιτι. Αφου χαζεψαμε για λιγο ακομη στις Μυκηνες κανοντας βολτες με τα ποδια και αφου πλεον βαρεθηκαμε ειπαμε να γυρισουμε. Μονο που ο γυρισμος μας εμελλε να ειναι ιδιαιτερα αργος αφου ημασταν πια κουρασμενοι και το ποδι δεν μπορουσε να τραβηξει πεταλι οπως πριν. Μας βρηκε το βραδυ λοιπον και γυρισαμε στο σπιτι πολυ αργοτερα απο οτι υπολογιζαμε και ημασταν τοσο κουρασμενοι που ουτε να μιλησουμε δεν μπορουσαμε.

Σταθήκαμε ομως τυχεροι. Οι μεγαλοι ελειπαν εχοντας κατεβει βολτα στην παραλια. Η αδερφη μου μας πληροφορησε οτι ειχαν παρει τηλεφωνο στη θεια Ευγενια που μας ειχε καλυψει λεγοντας οτι βρισκομασταν σπιτι της. Αυτη η γυναικα μας αγαπουσε τοσο πολυ που τα παντα μπορουσε να κανει για να μη μας μαλωσουν και εμεις της ξεπληρωναμε την αγαπη της κανοντας της συνεχεις επισκεψεις και κρατωντας της συντροφια αφου ζουσε μονη της. Ανασαναμε ολοι με ανακουφιση και πεσαμε ξεροι στα κρεββατια μας παραδωμενοι σε βαθυ υπνο οι υπολοιποι και σε σκεψεις ερωτικες εγω γεμάτη ευτυχια. Την άλλη ημέρα πηγαμε στη θεια Ευγενία -την αδερφη του παππου - για να την ευχαριστησουμε που τόσο μας βοηθησε.

Ολα ειχαν το σκοπο τους που εγιναν. Και αυτο το συνειδητοποιησα μετα απο μερικα χρόνια, όπως κατάλαβα και το οτι οι δυνατές παρορμήσεις που κατα καιρους έχουμε, το χέρι μιας ανωτερης δύναμης αποτελουν που προσπαθεί, κατα τις βουλές της, να μας σπρωξει σε μονοπάτια συγκεκριμενα.

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη