Τα δωματια του καλοκαιρινου σπιτιου - Δωματιο δευτερο (Πλου γή)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Συνέχεια...

Δωματιο δεύτερο

Αγαπημένο μας δωμάτιο ήταν το γραφείο του παππου που πλεον ειχε διαμορφωθεί και σε ενα είδος προσωρινης κρεββατοκαμαρας καθως το καλοκαιρι παντα εβαζαν ενα κρεββατι μεσα διπλο ετσι ωστε να χωρεσουμε ολα τα παιδια. Το κρεββατι εφευγε μαζι με εμας στο τελος καθε καλοκαιριου και ξαναγυρνούσε στην αποθήκη μαζεμένο περιμενοντας μας ως την επόμενη χρονιά.

Αυτο ήταν το δωματιο με τις πολλές κουρτινες. Ετσι το ονομαζαμε. Ασπρες και ιβουάρ κρεμοταν σαν πέπλα απο τα μακροστενα παραθυρα δημιουργώντας τρομακτικες σκιές το βραδυ στους τοίχους και κανοντας μας να σκαρωνουμε ιστοριες με φαντάσματα μονο και μονο για να τρομάξουμε ο ενας τον αλλον.

Στον παππου άρεσε να ανοιγει τα παράθυρα ολη μερα κάνοντας τη γυναικα του να εκνευριζεται και βριζοντας τον στα αρβανιτικα "κόκα, ντρέσσα, παλιοπίγκα" - δηλαδη αρβανιτικο κεφάλι - να ανεβαινει με νευρα για να του τραβήξει τις κουρτινες ετσι ωστε μάτι απο έξω να μη δει μεσα στο σπιτι τι κάνουμε. Αυτο απαγορεύονταν και το θεωρουσαν μεγάλη προσβολή ακόμη κι αν τους εβλεπαν απλώς να συγυριζουν. Ολα επρεπε να ειναι μέσα στην οικογένεια για την οικογενεια.

Ο παππους καθόταν με τις ώρες τα απογευματα στο γραφείο του αφου γυρνουσε απο τα κτηματα για να διαβασει ή να ζωγραφισει κι αποζητούσε πολυ το φως της ημέρας παρολο που ο ήλιος τον εκαιγε ολη μέρα στα κτήματα. Πηγαινε εκει απο τα χαράματα και ερχοταν το απογευμα κατα τις 6 παντα.

Ήθελε ο ιδιος να επιβλέπει τις δουλειές και τους εργάτες κι ειχε μια αγαπη στη γη πολυ ιδιαιτερη. Παρόλο που καποτε υπηρξε δικηγόρος τα είχε ολα παρατησει στην κατοχη και είχε μπλεχτει με την αντίσταση και το αντάρτικο τοτε παρασυροντας και τους δυο μεγάλους γιους του. Ιστοριες που εκαναν τον παππου μας να φαντάζει ηρωας τρομερός στα ματια μας και ετσι ήταν πραγματι.

Το να λέγαμε στους αλλους οτι ημασταν εγγόνια του μας τοποθετουσε αυτοματα σε ενα ψηλό βαθρο κι εμεις φουσκωναμε απο υπερηφάνεια καθως διαπιστωναμε οτι αρκουσε και η παραμικρη αναφορά στο ονομά του για να μας φερθουν σα σε πριγκηποπαιδα. Απολαμβάναμε αυτο το σεβασμό που υπηρχε για την οικογενεια μας γιατι αυτο ειναι που θέλαμε πανω απο ολα, οπως ολοι οι αρβανιτες. Και σε εμας τα μικρά η καταγωγη μας ετρεχε στο αίμα μας και τότε την αποδιωχναμε διχως να καταλαβαινουμε οτι το παρελθον ενος ανθρωπου και οι ρίζες του αυτά ειναι που τον σημαδεύουν και το παρόν του σχεδιάζουν γιατι μέσα του κυλουν ειτε το θέλει ειτε οχι.


Στη μέση του δωματιου ειχε ενα μεγαλο γραφειο, που περισσοτερο εμοιαζε με φαρδυ τραπέζι κι αν δεν ειχε τα συρταρια στο πλαι δε θα ξεχωριζε απο ενα τραπέζι τραπεζαρίας.

Το γραφειο ηταν πάντα αδειο απο τοτε που πεθανε ο παππους κι η γιαγια ειχε μια φανερη ιδιοτροπία με αυτο μην επιτρεποντας μας να πλησιασουμε και να διαβασουμε επανω ή εστω να καθήσουμε και να ακουμπησουμε τα χέρια μας εκει.

Απροειδοποιητα μια φορα ανεβηκε επανω και με βρηκε να ψαχνω το πρωτο συρτάρι. Η αντιδρασή της υπήρξε αμεση και τρομερη καθως με επιασε κατευθειαν απο τα μαλλιά - 12 χρονων εγω - αναγκαζοντας με με τη δυναμη της να πέσω κατω απο την καρέκλα. Δε με αφηνε να σηκωθω. Με κρατουσε εκει κατω με τα μαλλια μου μπλεγμένα γυρω απο το χέρι της σα σχοινι και προκαλωντας μου εναν πονο αφόρητο καθώς με τράβαγε με όλη της τη δύναμη που δεν ηταν καθόλου λίγη.

Αλλα ειχα κι εγω μουλαρωσει κανονικα και δεν εβγαζα οχι μονο αχνα αλλα ουτε μια γκριματσα πονου δεν εκανα για να μη της δωσω την ικανοποιηση οτι με ποναει. Ποσα μου εσυρε στα αρβανιτικα ανακατεμενα με ελληνικα δε θυμαμαι, θυμαμαι μονο την επιμονη της να με κραταει εκει μεχρι να με δει να ποναω. Αλλα ουτε κι εγω εκανα πισω γιατι ημασταν φτιαγμενες απο το ιδιο υλικο και απο το ίδιο αίμα.

"Δεν ποναω" της ειπα σε μια στιγμη "κατσε εκει να με κρατας μεχρι το βραδυ". Και ο πονος μου ειχε φαει τα σωθικα, τα δακρυα μου εκαιγαν τη μυτη και το λαιμο αλλα δεν εβγαινε εξω ουτε σταλα δακρυ.

"Α, δεν πονας παλιογαιδουρα" πεισμωσε κι εκεινη περισσοτερο και μου χωνει ενα σκαμπιλι με το ελευθερο το χερι της που μου εφυγε το μισο σαγονι. Εκει της αρπαξα το άλλο χέρι που σα μεγγενη μου κρατουσε τα μαλλια και ελευθερωθηκα με το ζορι τρεχοντας οσο πιο γρηγορα μπορουσα μακρια για να μη φαω κι αλλη.

"Που να σκασεις, δε με πονεσες" της φωναξα και ηταν η πρωτη φορα που της είπα τετοια λόγια κι ήρθα σε τοσο ανοιχτη συγκρουση μαζι της. Δυστυχως με προλαβε στις σκαλες και μου εριξε ενα γερο μπερτακι μπροστα σε ολα τα αλλα παιδια κι αυτο ηταν το χειροτερο απο ολα για εμας τα ξαδερφια. Να τις τρως μπροστα στους αλλους. Τι ντροπη φοβερή!Αλλα δεν εκλαψα και ελεγα πως νικησα!

Το πιο περιεργο ομως ηταν οτι απο εκεινη τη μερα αρχισα διστακτικα να περιεργαζομαι τον γραφειο του παππου χωρις παλι να εχω το φοβο του να μη με πιασει.Την εβλεπα οτι ειχε γινει πιο ανεκτικη μαζι μου αν και απο καθαρο εγωισμο και αρβανιτικο πεισμα δεν ηθελε με τιποτα να μου το δειξει ολοφανερα. Κατα βάθος την είχε ικανοποιησει το γεγονος οτι η εγγονη της ηταν το ίδιο σκληρη και πεισματάρα με αυτην γιατι αλιμονο ετσι επρεπε. Αν τυχον καποιος εβγαινε μαλθακος ποτέ δεν είχε το "μαζεμα" απο τους μεγάλους.

Μεσα σε αυτο το γραφείο βρηκα πολλα γράμματα του παππου στη γιαγια τον καιρο που ειχανε σχεση και την ειχε κλέψει, καθως ετσι επιτάσσει το εθιμοτυπικο οταν οι γονεις του γαμπρου και της νυφης προβαλλουν δυσκολιες μικρες ή μεγαλες, αλλα και γραμματα του απο φιλους του στο εξωτερικο που συνοδευοταν απο ασπρομαυρες κάρτες και φωτογραφίες. Πηρα στα κρυφα οσες πιο πολλες μπορουσα κι αυτη ηταν μια κλεψια που ποτε μου δε φανέρωσα.

Διπλα απο αυτο το γραφειο υπηρχε μια ψηλη σιφινιερα γεματη ποτηρια κρυσταλλινα και πιατικα πορσελανινα που ποτε δε χρησιμοποιουσαμε παρα μονο οταν ερχοταν κάποιος επισκέπτης.

Μονο τοτε τα εβγαζαν και τα εστρωναν στο τραπεζι και ολα τα πιτσιρικια μεναμε με ανοιχτο το στομα χαζευοντας τα ομορφα αυτα πραγματα που μονο οι τυχεροι ξενοι μπορουσαν να χαρουν. Απεναντι απο αυτό το έπιπλο εβαζαν συνηθως το διπλο κρεββατι πανω στο οποιο κοιμομασταν τρια παιδια.

Η αγαπημενη μερια και η πιο ζηλευτη ηταν η μερια του τοιχου για δυο λογους. Ο ενας λογος ηταν οτι ο τοιχος το βραδυ ηταν παντα δροσερος και τυχερος εκεινος που ακουμπαγε πανω του για να κοιμηθει καθως η ζεστη τα καλοκαιρια εδω ειναι αφόρητη κι ο αλλος ηταν οτι σε εκεινη τη μερια υπηρχε και ενα απο τα παραθυρα. Όποιος λοιπον κοιμόταν κατω απο το παραθυρο χαζευε ολη τη νυχτα τον μωβ τον ουρανο με τα χιλιαδες αστεράκια και ωραιοτερο πραγμα απο αυτο δεν υπηρχε εκτος απο τον ύπνο το μεσημεριανο κατω απο τις μουριες σε ενα παλιο κρεββατι που ετοιμο να καταρρευσει ηταν.

Ατυχος οποιος κοιμοταν στη μεση γιατι συνηθως εσκαγε απο τη ζέστη πιεσμένος απο τους άλλους δυο. Οποτε ετσι οπως ειχε η κατασταση ηταν απαραιτητο να δωθουν μαχες για την εξασφαλιση της προνομιακης μεριας.

Το τελευταιο πραγμα που υπηρχε μεσα στο γραφείο και τραβουσε αμέσως κάθε βλέμμα ηταν οι πολλοι πίνακες που επιαναν σχεδον κάθε σπιθαμη του τοίχου. Ο παππους ζωγράφιζε κι ο ιδιος αλλά και ειχε λατρεια στους ζωγράφους και στη ζωγραφικη. Ποτέ μου δεν μπορεσα τότε να καταλαβω πως συνδυαζε αυτο το αγερωχο παρουσιαστικο αυτη του την σκληροτητα-υπήρξε πολυ αυστηρος και ατρομητος σε καθε τι - με τετοιες ευαισθησιες και καλλιτεχνικες ανησυχιες. Πραγματα αντικρουομενα μου φαινονταν αλλά τελικά το ενα πηγάζει απο το αλλο.

Στο κέντρο ηταν μια ζωγραφια της γιαγιας που είχε ζωγραφισει ο ιδιος. Η γιαγια γυρω στα τριαντα της με ενα φόρεμα ασπρο μεχρι το γονατο, απιστευτα όμορφη και γλυκιά, καθως τοτε ο πονος δεν την είχε ακομη σκαψει και τα χαρακτηριστικα της ήταν σα σμιλεμενα. Ειχε υπαρξει απο τις πιο ωραιες γυναικες της εποχης της και αυτο φαινονταν ακομη και σημερα παρολο το αυστηρο πλεον παρουσιαστικο της και το τραχύ της βλέμμα που σε εκοβε και σε μέτραγε αμεσως. Ο παππους συνηθιζε να λέει πως αλλες γυναικες σαν τις αρβανιτισσες δεν υπαρχουν. Κολπα και τσαλιμια ηταν αγνωστα πραγματα για τις γυναικες αυτης της ρατσας. Στα ισα αναμετρωνταν με τον αντρα παντου και στη συζητηση και στο κρεββατι.

"Για αυτο εσυ μικρη μου σέιτα" ελεγε σε εμας τις εγγονες του "κανεναν αντρα δε θα βάλεις πανω απο εσενα. Κανεναν δε θα θεωρησεις αρχηγο σου και κανεναν δε θα λατρεψεις σα θεο. Εσυ πανω απο ολα για να σε θαυμαζει ο αντρας σου που ιση με αυτον εισαι. Γιατι αμα ο αντρας δε θαυμαζει τη γυναικα του, ερωτας δεν υπαρχει και διχως ερωτα μικρη μου καλυτερα ο ανθρωπος να πεθαινει γιατι ιδιος νεκρος ειναι"... Αυτα μας ελεγε ο παππους κι ας ημασταν μικρα σα μωρα. Με αυτα μεγαλωναμε μαθαινοντας πως οι αρβανιτες δε διαθετουν λεξη για να περιγραψουν αυτο που λεμε "συζυγος μου" καθως η λεξη "ζυγός" ειναι πραγμα περιφρονητεο για αυτους, παρα μονο ελεγαν "σιοκ" η συντροφος μου δηλαδη.

Και εμεις κοριτσια κι αγορια τοτε ονειρευομασταν εναν αντρα ή μια γυναικα που θα μας θαυμαζε και για να γινει αυτο επρεπε πρωτα να τον πολεμησουμε και να τον νικησουμε.Οταν λοιπον καποιος μας αρεσε μεγαλωνοντας,σαν απο ενστικτο το πρωτο πραγμα που καναμε ηταν να τον προκαλεσουμε σε αναμετρηση, οχι σωματικη αλλα με τα λογια και τις πραξεις. Να δουμε οτι ξερει να παλευει και οτι δεν τον φοβιζουμε.

Tα ασχημα της ρατσας μας αργοτερα ομως τα είδαμε ακομη και στον ερωτα και ήταν αργα για να τα αποδιωξουμε γιατι ειχαν μπλεχτει με τα καλά και να τα ξεριζωσουμε δεν μπορουσαμε πλεον. Κανεις δεν μας ειχε μιλήσει για τα κακά μας.


Πλού-γή -1999

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη