Τα δωμάτια του καλοκαιρινού σπιτιού - Ο μίτος (Πλού-γή)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ημουν τεσσερις μήνες μαζί με τον Αλέξανδρο όταν αποφάσισα να φύγω απο την πατρική μου στέγη. Οι εντάσεις και οι συγκρούσεις με την οικογενειά μου ήταν πια τοσο οξυμένες και τόσο ασχημες πολλές φορές ώστε δεν μπορουσα ουτε το λόγο να τους απευθύνω διχως να επακολουθήσει και ενας μεγάλος καυγάς. Βρηκα μια μικρη γκαρσονιέρα στο Γαλάτσι για να μείνω μονη μου και μια επιπλεον δουλειά για λίγες ώρες την εβδομαδα που θα συμπλήρωνε εστω και λίγο το μικρό μου εισοδημα. Θα κάλυπτα με μικρές περιγραφές αθλητικούς αγωνες ησσονος σημασίας που συνήθως τα νέα τους καταχωνιάζονται σε μικρα μονοστηλα ή διστηλα στις πισω, πισω σελίδες των εφημεριδων.

Καποια μέρα μετά το πρωινο μάθημα στη σχολή κατέβηκα στο κέντρο της Αθηνας και περνώντας τυχαία εξω απο τα γραφεια μιας πολύ γνωστης εφημεριδας μία ξαφνική παρορμηση με εκανε να μπω μέσα και να ζητησω με να μιλήσω με τον αρχισυντακτη λέγοντας ψέματα οτι ειμαι κάποια γνωστη του και πως πρόκειται για κάτι προσωπικό. Ημουν τυχερη που εκεινη την ωρα τον εβρισκα στο γραφειο του και εκεινος παρακινημένος απο περιεργεια για το ποια γνωστη του μπορει να τον ζητουσε τοσο επίμονα ειπε να με αφησουν να περάσω μεσα στο γραφειο του. Χωρίς να διστάσω του ειπα οτι θελω να δουλέψω στην εφημερίδα κάνοντας ο, τι να 'ναι. “Μου αρέσει το θαρρος σου και το θράσος σου”, μου ειπε, “ειναι προσόν αυτο ξέρεις... Θα σε πάρω αλλα μη νομίζεις οτι θα γινεις και δημοσιογράφος... Δουλειές του ποδαριού θα κάνεις... Θελεις;” “Τα λεφτά χρειάζομαι. Ακομη και στην κουζινα να με βάλετε να φτιάχνω καφέ, δε με ενδιαφέρει” του ειπα. Αυτος χαμογέλασε... “Μα φυσικά ακομη και τον καφέ θα μου φτιάχνεις... Λοιπον ενδιαφέρεσαι ακόμη;” Και έτσι ξεκίνησα να πηγαινω σε διάφορα γήπεδα, σε διάφορους αγωνες, γράφοντας μικρές περιγραφές ή απλώς καταγράφοντας το σκορ.

Οι αγωνες ηταν χαμηλών κατηγοριών αλλά τουλάχιστον πληρωνόμουν εστω και λίγο για αυτούς. Παραλληλα εκανα και ολα τα θεληματα στο γραφειο της εφημεριδας, απο το να φτιαχνω καφεδες μεχρι να τρεχω για τις εξωτερικες δουλειες του αρχισυντάκτη... Ταυτόχρονα συνέχισα να παραδίδω και κάποια ιδιαιτερα μαθηματα ξένων γλωσσών και έτσι ειχα ενα προγραμμα γεμάτο. Ξεκινουσα απο το πρωι με τα μαθηματα της σχολής και τελειωνα το βραδυ φευγοντας απο το σπιτι του καθηγητη στο Καστρι.

Ο Αλέξανδρος γρηγορα μου προτεινε να παω να μείνω μαζι του. “Απορω πως σου αρέσει να βασανίζεις ετσι τον εαυτο σου” μου ελεγε... “Ειναι θεμα ανεξαρτησιας για μένα την ιδια“ του απαντουσα “Δε θέλω βοηθεια απο κανέναν” “Ουτε απο μένα;” συνέχιζε να ρωτάει εμφανως δυσαρεστημένος. “Ουτε απο σένα” ηταν η μονιμη απαντησή μου που του ζωγράφιζε μια σκιά δυσαρέσκειας στο προσωπο. “Εισαι ξεροκέφαλη... Ξεροκέφαλη με εναν τρόπο ηλίθιο...“ “Δεν πειράζει, τουλάχιστον ειμαι ηλιθια επειδή εγω το θέλω” Αυτες μας οι συζητησεις αρχισαν να τον εκνευρίζουν ολο και περισσοτερο. Δεν μπορουσε να κατανοησει γιατι εφυγα απο το σπιτι μου για να μεινω μονη μου τη στιγμη που δεν υπηρχε αναγκη να κάνω κατι τετοιο, οπως ελεγε. Επαψα να μιλάω με τον πατέρα μου, ο οποιος θεωρησε θανάσιμη προσβολή την κινηση μου να φυγω απο το σπιτι και μιλουσα ευκαιριακά με την μητέρα μου στο τηλέφωνο ακουγοντας καθε φορά τις ιδιες της προσπάθειες να με πεισει να γυρισω πισω Συνέχιζα να βλέπω κανονικά τα αδερφια μου. Ειτε με επισκέπτονταν στη δουλειά, ειτε συναντιόμασταν εξω για φαγητο... Ομως δε γυριζα πίσω. Η νεα μου ζωή μου άρεσε. Ενοιωθα απολυτα ελευθερη και ανεξάρτητη. Μπορούσα να κάνω ο, τι θέλω διχως να εχω καποιον να με πιεζει ή να προσπαθει να μου επιβληθεί. Οικονομικά βεβαια δεν ημουν και ιδιαιτερα άνετα αλλά μπορουσα να τα βγάζω πέρα. Δε με πείραζε ακομη και αν δουλευα απο το πρωί ως το βραδυ. Μου εφτανε που αισθανομουν ανεξαρτησία. Η αισθηση αυτη μου εδινε φτερά, με εκανε τοσο ευτυχισμενη που μου φαινονταν οτι ολος ο κόσμος ηταν δικός μου.

Σιγα σιγά ομως ο Αλέξανδρος αρχιζε να με πιέζει ολο και πιο πολύ. Ηθελε να μεινω μαζί του, ηθελε να του λέω καθε ωρα και λεπτο που ημουν, με ποιον μίλησα, τι μου ειπαν, τι ειπα. “Σε αγαπαω” μου ειπε μια μέρα... “ηλίθια πεισματαρα, σε αγαπαω και εσυ συνεχεια αντιρρησεις εισαι... Γιατι τα κανεις αυτά; Ελα να μεινουμε μαζι... Τι θα πάθεις;” Τον κοιταξα ξαφνιασμένη. Για λιγο δεν ηξερα τι να του απαντησω. Με τράβηξε κοντα του και με εκανε να καθησω στα πόδια του. “Εσυ με αγαπας καθόλου παλιοαρβανιτισσα;”... Συνηθιζε να με λέει ετσι οταν ηθελε να με πειράξει ή να με κάνει να γελάσω αλλά αυτη τη φορά δεν κατάφερε τιποτα απο τα δυο. Ξαφνικά ενοιωσα να πνιγομαι εκει καθισμένη στα ποδια του. Τα μάτια του, πρασινα και ερευνητικά περιμεναν την απαντηση μου. “Οχι” του απαντησα “δε σε αγαπω... Σε θελω, μου αρεσει να είμαι μαζι σου, αλλά δε σε αγαπάω με τον τροπο που εσυ εννοεις” Δεν ηθελα ποτέ να λέω ψεματα, δεν ηθελα ποτέ να προσποιούμαι και δε με ειχε απασχολήσει το γεγονός οτι η αλήθεια μπορεί και να πληγωνει.

Σιωπη επεσε αναμεσά μας... Το χερι του μου χάιδεψε τη μέση... Το προσωπο του εγειρε προς το δικο μου και με φιλησε απαλά στα χειλη. “Ξερεις κάτι;” με ρωτησε ψιθυριστά σα να φοβοταν μην ξυπνησει καποιον. “Εισαι μεγάλο καθαρμα” μουρμουρισε μεσα στο αυτί μου. “Εχεις κακία μεσα σου”... Η φωνή του ηταν σοβαρή και καθολου περιπαικτική. Τα λόγια του αυτά με διαπερασαν οπως ένα ακοντιο περνά μια πληγή ηδη ματωμένη. Μια περιεργη λύπη με πότισε, λύπη που σε δευτερολεπτα εγινε θυμός για να μπορεσω να την αντέξω. Δεν υπεμενα ευκολα τη λύπη. Ηταν απο τα λίγα πραγματα που με νικουσαν και ειχα βρει πως το να κανεις τη λύπη θυμο ειναι πιο αποτελεσματικο απο το να προσπαθεις να την αντεξεις. “Θελεις να σου πω ψεματα” του ειπα “Με ενα ψέμα θα ησουν ευχαριστημένος και επειδή δε σου λεω τα ψέματα που θελεις να ακουσεις, γινομαι κακιά” Με αφησε αποτομα απο την αγκαλιά του και κουνησε το κεφάλι του: “Τιποτα δεν καταλαβαινεις, τιποτα” εκανε απογοητευμένος.

Απο εκεινη τη συζητηση και μετά εγινε ακομη πιο πιεστικός απεναντί μου και εγω ως αντιδραση εγινα ακομη πιο αδιάφορη. Δεν αργησα να αρχισω να κάνω σχέσεις και με αλλους, χωρίς να νοιωθω τύψεις, χωρίς να νοιωθω τιποτα. Αφού ειχα την ικανότητα να γοητευω ευκολα το αλλο φυλο αρχισα πια να εκμεταλλευομαι σοβαρα αυτη την ικανοτητα ειτε απλώς για να απολαυσω μια σαρκικη επαφη, ειτε γιατί κάτι έψαχνα σε κάθε αντρα, κάτι που πηρε μορφή μερικα χρονια μετά χωρίς να το συνειδητοποιω τότε.

Γρηγορα ηρθε ο Κωνσταντίνος στη ζωή μου, ενας φοιτητης του Πολυτεχνειου απο την Πατρα. Ελεγα ψέματα στον Αλέξανδρο για να πηγαινω να βλέπω το Κωνσταντινο και το αντιστροφο. Δεν ήταν λιγα τα βράδυα που ξενυχτούσα μαζί του. “Ξερω οτι βλέπεις και καποιον άλλον...“ μου ειπε ξαφνικά ενα βραδυ ο Αλέξανδρος. Δε μιλησα, τον περιμενα να συνεχίσει. Κομπιασε για λίγο, κάτι σκέφτηκε αλλά δε θελησε να το πει. Μου προτεινε να παμε μια βολτα. Μπηκαμε στο αυτοκινητο και ανεβηκαμε στο Λυκαβηττο. Η θεα της νυχτερινης Αθηνας ηταν μαγευτική εκεινο το βραδυ. Ο ουρανος ηταν πεντακάθαρος, γεμάτος αστέρια. “Πες μου ποιος ειναι” Δε μιλουσα. Ενοιωθα αγωνία και μια αδιοριστη μελαγχολία αλλά πιο πολύ βασανιζομουν απο ενα ασχημο συναισθημα μεσα μου που με προσταζε οτι δεν πρεπει να ανεχτω τιποτα και απο κανεναν εφοσον απο την αρχη ξεκαθάριζα τη θέση μου. Ημουν ελευθερη να κάνω ο,τι θελω και κανείς δε θα με πιεζε για το αντιθετο. “Δε σου υποσχέθηκα τιποτα... “του μουρμουρισα κοιτωντας κατω... “πες μου... το εκανα ποτέ;” Μου σηκωσε το κεφάλι με το χέρι: “Οταν μιλάμε θέλω να με κοιτάς στα μάτια” ειπε σταθερά. “Μιλα μου για τον αλλον... πες μου... Σιγουρα ειναι πιο μικρος απο μένα ε; Πιο κοντά σε σενα; ” Κουνησα καταφατικά το κεφάλι: “Συ ο ιδιος μου εχεις πει οτι το σωμα μας το οριζουμε οπως θέλουμε και οτι ολα τα αλλα ειναι ανοησίες... Συμβατικοτητες...“ “Ναι εγω σου τα εχω πει αυτά και εσυ φροντισες να τα τηρήσεις...“ η φωνή του ειχε εναν τονο πικρας... “Ποσο καιρο ειμαστε μαζί;” με ρωτησε “7 μηνες” απαντησα “τι σημασια εχει αυτο;” “Ξερω οτι εισαι μικρη, ξερω οτι εχουμε διαφορά ηλικιας... ισως το περιμενα οτι γρηγορα θα βαρεθεις και θα ψάξεις για αλλου, μα τωρα που εγινε θα ηθελα να εκανα πως δεν το βλέπω... πως δε συνέβη... Πως ειναι λοιπον τη μια μερα να πηγαινεις στο κρεββατι με εναν αντρα και την αλλη με αλλον;” Στα ματια του διεκρινα σκληροτητα και ειρωνία. “Καλά ειναι” του απαντησα... “Μαθαινω... ή μηπως επειδη ειμαι γυναικα δεν πρεπει να μάθω; Δεν εχω σκοπό να κλειστω σε μοναστηρι...“ Δε μιλησε για λίγο. “Εισαι πολύ εξυπνος ανθρωπος... Εχεις το χαρισμα να κανεις τους αλλους να σε φοβουνται... ξερεις τι χάρισμα ειναι αυτο;” “Και εσυ εισαι εξυπνος” του απαντησα “καταλαβαινεις πολλά πραγματα, ακομη και αυτα που δε φαινονται...“

Ξαφνικά μου αρπαξε τα χέρια με μια κινηση σχεδον θεατρικη και τα έφερε στο στομα του... Τα φιλησε με δύναμη. Τον ενοιωσα να τρέμει και το τρεμουλο αυτό με εκανε να αναριγησω και εγω. Τον αγκαλιάσα και με αγκαλιασε. Ακουμπησε το στομα του στο πλαι του λαιμου μου οπως ημασταν αγκαλιασμενοι και ενοιωσα τη ζεστή ανασα του μέσα στο αυτι μου. “Τι θα'λεγες να παντρευόμαστε; Θελω να είμαστε μαζί συνέχεια...“ μου ειπε με ορμη ξαναφιλώντας με... Τον κοιταξα εκπληκτη αλλά δεν εδειξε να καταλαβαινει και να συμμεριζεται την εκπληξη μου. Καθησε πανω στο αυτοκινητο και με τράβηξε κοντά του... “Δεν εχω ξαναβρει τόσο δυνατη γυναικά σαν εσενα, τοσο πεισματάρα... Και μου αρεσουν οι πεισματάρες...“ χαμογέλασε. “Τωρα λοιπόν που σε βρηκα δε σε χάνω!” “Ξερεις τι γνωμη εχω για το γάμο” δίεκοψα τη φράση του... “δεν εχω καν κλεισει τα 20... δε θελω να παντρευτω. Και δε θελω να παντρευτω ποτέ... Θελω να ειμαι μόνη μου... Αυτα σου τα εχω ξαναπει.“ Σταματησε να μιλάει και μου φιλησε απαλα τα μαλλιά οπως φιλαει κανεις τα μαλλακια ενος παιδιου. “Θα σε κάνω να με αγαπησεις, θα σε κανω να θελεις να ζησεις μαζι μου... Θα δεις που θα παει το πεισμα σου”...

Τιποτα απο τα δυο ομως δεν εγινε... Δεν μπορουσα να τον ερωτευτω, δεν μπορουσα να ζησω μαζι του, συνέχισα να ζω μονη μου, συνεχισα να κανω σχεσεις και με αλλους... Μετά τον Κωνσταντινο ηρθε ο Λαμπρος, μετά το Λαμπρο ήρθε ο Αντωνης, μετά τον Αντωνη ο Δημήτρης. Ειχα μια εξαιρετικη ευκολια στο να διαλύω μια σχεση και να προχωρω στην επομενη χωρίς καμία τυψη, χωρις κανενα αυτοκαταστροφικο συναισθημα... Με ενδιεφερε μονο να περναω καλά και αρνουμουν πεισματικά στο να αισθανθω ο, τιδηποτε ή να δεχθω πως μπορει ο αλλος να αισθανόταν. Ξεκαθαριζα παντα απο την αρχη μιας σχεσης οτι επιζητουσα ελευθερια και επαναπαυομουν οτι αυτή μου η στάση ηταν σωστη και θεμιτή, αδιάφορο πως διαμορφώνονταν η στάση του αλλου στην πορεία. Θεωρούσα πως η ειλικρινεία μου ήταν το φάρμακο για κάθε τι και πως ηταν στο χερι των αλλων να δεχθουν αυτό το φαρμακο ή οχι. Με ενδιέφερε μονο η συνέπεια σε αυτά που απο την αρχη εθετα ως ορους. Ημουν ανίκανη στο να νοιωσω ο, τιδηποτε και ουτε καν τρομαζα απο αυτή την ανικανοτητα μου. Τη θεωρουσα ανεξαρτησια και γενναιότητα καθως επαναλάμβανα συνεχως σιωπηρά μεσα μου ποσο αποφασισμένη ημουν στο να μην αγαπήσω ποτέ κανεναν. Καπου καπου μου έρχονταν στο μυαλό η εικονα του Αρη μα με καταλάμβανε τοσο εντονη ταραχη τοτε που προτιμουσα αμέσως να τον σβηνω απο τη μνημη μου. Moνο αργοτερα θα καταλαβαινα ποσο πολύ ειχα ηδη ερωτευτεί και για το τι πραξεις και πραγματα ημουνα ικανη. Μονο αργοτερα θα συνειδητοποιουσα ποσο πιστή ειχα μεινει στον πρωτο μου ανθρωπο και ποσο προσκολλημενη ψυχικά μαζί του. Μονο αργοτερα θα ελευθερωνομουνα πραγματικά και θα εδιωχνα ολη τη λύπη που υπήρχε μεσα μου κανοντάς με να φέρομαι ετσι οπως φερόμουν. Ηταν ομως ακομη νωρις για αυτην την αλλαγη.

Ο Αλέξανδρος συνέχιζε να μένει διπλα μου, κανοντας πολλές φορές πως δεν εβλεπε τιποτα, και αλλες φορες κανοντάς μου τρομερες σκηνες ζηλιας. Αρνιοταν να με αφησει ή να χωρισουμε... Του εφτανε να με εχει και ετσι αλλα αυτη του η στάση με εκανε να χασω το σεβασμο απεναντί του. Αυτο που μου έλεγε συνέχεια ηταν οτι αν τυχον τον αφηνα θα με σκοτωνε. “Το εννοω” μου ελεγε και τα μάτια του σκοτεινιαζαν... “Θα σε σκοτωσω αν κανεις και φυγεις... Μη με κοιτάς με αυτο το ειρωνικό υφος... ” Δεν εδινα σημασια στο απειλητικό του βλέμμα τοτε και δεν μπορουσα να φανταστω τι μπορει να κάνει ενας ανθρωπος οταν ερωτευεται με δυναμη, πως αλλάζουν ολα μεσα του και τι τρικυμία μπορει να σηκωθει στην ψυχή του και που μπορει να φτάσει καταργωντας τα παντα, μεταμορφωνοντας καθε γωνια του εαυτου του... Ημουν ανίδεη και προκαλουσα το κακό.

Mεχρι που ενα βράδυ ηρθε στο σπιτι μου. Ειχε λιγη ωρα που περιμενε μεσα στο αυτοκινητο εξω απο το σπιτι μου και ειδε τον Κωνσταντινο να φευγει. Ανέβηκε επανω στον τριτο οροφο και με το που ανοιξα την πορτα τον αντικρυσα να με κοιτά σχεδον με μισος. Το προσωπο του ηταν σκοτεινο, αγριεμένο. “Βαρεθηκα να τα ανεχομαι ολα αυτά” σιγομουρμουρισε κινουμενος απειλητικα... “Δε σου ειπε κανεις να τα ανεχτεις” του απαντησα ατάραχα προκαλωντας την εκρηξη της οργης του. Με χαστουκισε με δυναμη... Eχασα την ισορροπια μου για λιγο αλλα συνεχισα να του απαντω στο ιδιο υφος: “Ημουν ξεκαθαρη μαζι σου... Σου ειπα αν κατι δε σου αρεσει να φυγεις... Εσυ δε φευγεις! ” Αντι για απαντηση αρχισε να με χτυπά οπου εβρισκε με δυναμη τρομερη... “Θα σε σκοτωσω, στο ειπα, στο ειπα” μουγκριζε καθως με χτυπουσε ολο και πιο μανιασμενα. Για λιγα δευτερολέπτα η εκπληξη δε με αφησε να αντιδράσω. Τα χερια του επεφταν παντου στο προσωπό μου, στην πλάτη, στα μπρατσα μου, στα ποδια μου... Ξαφνικά το μυαλό μου θόλωσε... Δεν ενοιωθα τιποτα παρα μονο τα χερια του να με χτυπούν... Μια τρομερή οργη με επνιξε. Αποφασισμενη να μην τον αφησω να με χτυπησει, μανιασμενη και εγω απο ενα θυμο που σε δευτερολεπτα εγινε τρέλλα αρχισα να τον χτυπαω με την ιδια μανια. Δεν εβλεπα μπροστά μου τιποτα... Επεφτα πανω του οσο και να με χτυπουσε... “Θα σε σκοτωσω” επαναλαμβανε συνεχως. Με εριχνε κατω, ξανασηκωνομουνα, τον δάγκωνα, με εσπρωχνε με δυναμη, τον γρατζουνιζα... Παλευαμε σαν σκυλιά μεχρι που ενα δυνατό σκαμπιλι του μου ανοιξε τη μυτη... Στη θεα του αιματος που αναβλυσε κατακοκκινο και ζεστο πανω στο στομα μου, σταμάτησε σαν κεραυνοβολημενος... Με κοιταζε ακινητος, φοβισμενος αλλά εγω ξαναπεσα πανω του με νεα μανία φωναζοντας του να φυγει... Το προσωπο του είχε γινει σαν το κερι... Δεν κουνιοταν, σχεδον δεν ανασαινε... “Τι με κάνεις και κάνω; Τι;; ” αναρωτηθηκε φανερά μετανοιωμενος... Με εσπρωξε περα... Τα ματια του ορθανοιχτα μεγαλα με κοιτουσαν με φοβο και απεχθεια μαζι. “Αλιμονο σε οποιον σε πλησιάσει... εσυ δεν εισαι ανθρωπος... δεν ξερω τι είσαι... “ “Φυγε” του ειπα μεσα απο τα δοντια μου προσπαθωντας να σκουπισω τα αιματα απο τη μυτη μου. “Φυγε γιατί θα σε σκοτωσω εγω” “Οσο εγω υπάρχω εσυ βιβλιο δε θα βγάλεις... να το ξερεις...“ μου εκανε απειλητικά, αποφασισμενος φαινεται να παιξει το τελευταιο χαρτι του μαζι μου γνωρίζοντας ποσο ηθελα να ασχοληθω με τη συγγραφη. “Ολες οι πορτες θα ειναι κλειστές για σενα... σε ολους τους οικους και να ξερεις οτι θα ειναι απο μενα κλειστες... “ Του πεταξα στo προσωπό του με ορμή, ενα ματσο χαρτιά με δικά του ποιηματα που μου ειχε αφησει και αφιερωσει... “Παρε τις μαλακιες σου” του ειπα “και δε θελω να σε ξαναδω στα μάτια μου” Με κοίταξε αγριεμένος ξανά αλλά αυτη τη φορά προσεξα στο βλέμμα του κάτι διαφορετικό, κάτι που είχε αλλάξει σε λιγα δευτερόλεπτα.

Επεσε ξανά πανω μου σφιγγοντας με απο τα μπρατσα και προσπαθησε αυτη τη φορά να βάλει το χέρι του κατω απο τη μπλουζα μου πανω στο στηθος μου. “Εισαι παλιοθήλυκο, τα κανεις ολα για να με αναψεις” μου ψιθύρισε με εξαψη και πιέστηκε πάνω μου. Ενα αποτομο ομως σπρωξιμό μου τον εκανε να πεταχτει δυνατά πισω για λιγο αλλά αμεσως με ξανασπρωξε προς το κρεββατι μου. “Θελεις, δε θελεις δε με νοιαζει καθολου... Θελω εγω” ειπε μεσα απο τα δόντια του καθως προσπαθουσε να μου σηκωσει την μπλουζα για αλλη μια φορά και να με καθηλώσει με ολη του τη δυναμη κάτω πατώντας μου τα πόδια με τα δικά του ποδια. Σε μια προσπάθεια να τον διώξω απο πάνω μου καθώς το αιμα μου εβραζε απο οργη και μονο απο οργή, τον δαγκωσα με τοση δυναμη στον ώμο που ενοιωσα τα δοντια μου να μπηγονται στο δέρμα του. Ξεφωνισε απο πονο, πιάνοντας το μπρατσο του και βρηκα ευκαιρια να τρεξω στην πορτα... Κατεβηκα γρηγορα τις σκάλες και τον αφησα μονο του επανω στο σπιτι μου. Πηρα το πρωτο ταξί που βρηκα μπροστα μου και πηγα κατευθείαν στο σπιτι του ξαδελφου μου του Αριστειδη. Καθησαμε συζητώντας μεχρι το πρωί, μια συζητηση που πάντα μου εμεινε μέσα μου και ηταν η αρχη για να βρω την ακρη του μπερδεμένου μίτου στο μυαλό μου.

Ετσι χωρίσαμε για παντα με τον Αλέξανδρο... Εγω συνεχισα να μαθαινω νεα του μεσα απο εφημεριδες και περιοδικά να διαβαζω κριτικές για τα νεα του βιβλια, και εκεινος συνεχισε να με κυνηγάει με τον δικό του ιδιομορφο τροπο μεχρι και τα πρωτα χρονια του γαμου μου, αποδεικνυοντας μου περιτρανα την ισχυ του γνωστου γνωμικου οτι η αγαπη και το μισος ειναι το ιδιο πράγμα.


(Συνεχίζεται...)

Πλού-γη

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη