Τα δωμάτια του καλοκαιρινού σπιτιού - Η Κηδεία (Πλού-Γή)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ήταν βράδυ όταν με πήραν τηλέφωνο, στο σπίτι. Περασμένα μεσάνυχτα. Η γιαγιά στις Μυκήνες είχε πεθάνει. Κάθισα δίπλα στο ακουστικό και έπιασα το κεφάλι μου. Ξαφνικά πονούσα τρομερά. Δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου και ένοιωθα το στομάχι μου να με κλωτσάει... Πήρα βαθιές ανάσες και σηκώθηκα. Αδυνατούσα να περπατήσω... Το δωμάτιο μου στριφογύρισε για δευτερόλεπτα. Έπρεπε να βρω μαύρα ρούχα.

Κατέβηκα με το τρένο στον Ισθμό και από εκεί πήρα λεωφορείο. Κρατούσα σφιχτά την τσάντα μου σε όλη τη διαδρομή. Ταξίδεψα αμίλητη, αρνούμενη, για πρώτη φορά να δώσω σημασία στις φιλότιμες προσπάθειες της διπλανής μου συνταξιδιώτισσας να γνωριστούμε.

Όταν έφτασα στις Μυκήνες ο καιρός ήταν γλυκός καλοκαιρινός, με ένα ελαφρύ αεράκι. Ανέπνευσα τον γνώριμο και αγαπημένο αέρα του μέρους αυτού, που αυτή τη φορά μπήκε διαφορετικός μέσα μου...

Η κηδεία έγινε το απόγευμα. Ήταν όλο το χωριό εκεί. Η γιαγιά πέθανε πλήρης ημερών, ζωντανή και δραστήρια μέχρι το τελευταίο λεπτό. Στο φέρετρο έδειχνε σα να κοιμόταν και πάνω από το νεκρικό της κρεβάτι άφησα τον εαυτό μου να ξεσπάσει λες και έβγαζα όλους μου τους πόνους μαζεμένους.

Είχα να κλάψω πολλά χρόνια. Από τότε που κλειδωμένη στο δωμάτιο μου περίμενα τη στιγμή να φύγω. Έκλαιγα τόσο πολύ ώστε κόσμος σχεδόν άγνωστος, κόσμος που είχα να δω καιρό και δεν ήξερα, περνούσε δίπλα μου και με παρηγορούσε... Ο πατέρας μου με κοιτούσε παγωμένος.

Δε μιλήσαμε ούτε καν στην κηδεία. Προσποιούνταν ότι δε με έβλεπε αν τυχόν περνούσα από μπροστά του και όταν ήμουν μακριά του με κάρφωνε με τα μάτια του, παγωμένα, βλοσυρά. Δεν του μίλησα ούτε εγώ, απορρίπτοντας πεισματικά να ακούσω τη μητέρα μου που με πλησίασε ζητώντας μου να πάω να του πω κάποια κουβέντα:
"Είναι πατέρας σου, πρέπει να του μιλήσεις... "
-"Δε με ενδιαφέρει" της απαντούσα
-"Μην είσαι τόσο πεισματάρα... Είναι μεγαλύτερος από εσένα... Εχει εγωισμό... "
-"Και εγώ το ίδιο... "
-"Εσύ σηκώθηκες κι έφυγες από το σπίτι σου και πήγες να μείνεις μόνη σου. "
-"Καλά έκανα! "

Απελπισμένη κουνούσε το κεφάλι της γνωρίζοντας και η ίδια πως η προσπάθεια της για προσέγγιση ακόμη και σε μια θλιβερή στιγμή, δε θα είχε κανένα αποτέλεσμα... Πατέρας και κόρη, ήταν εχθροί, αυτό ήταν κάτι παραπάνω από ξεκάθαρο. Δεν πρόκειται να απευθύνουμε λέξη ο ένας στον άλλον. Πάνω απ’ όλα ήταν η υπερηφάνεια μας... Αυτό ήταν κάτι που το είχαμε διδαχτεί και οι δυο καλά.

Το βράδυ και αφού είχε γίνει η κηδεία, οι αρβανίτες συνήθιζαν να μαζεύονται όλοι στο σπίτι του νεκρού και να κάθονται μέχρι η ώρα να πάει τρεις ή τέσσερις τα ξημερώματα. Μαζεύονταν για να κάνουν παρέα στους στενούς συγγενείς του πεθαμένου αλλά αυτή η μάζωξη είχε περισσότερο το χαρακτήρα κοινωνικής συγκέντρωσης... Έπιναν κρασί μέχρι το πρωί και έτρωγαν φάβα και ρύζι κουβεντιάζοντας, και αναπολώντας. κοινές τους στιγμές ή σχολίαζαν και ρωτούσαν για τους αρβανίτες που ζούσαν στο μεγάλο αρβανιτοχώρι, όπως έλεγαν την Αθήνα.

Η αυλή μέχρι το βράδυ είχε γεμίσει κόσμο, άντρες, γυναίκες και παιδιά που έπαιζαν. Κάποια στιγμή μπήκα μέσα στην κουζίνα όπου είχαν μαζευτεί οι πιο στενοί συγγενείς. Έψαχνα την αδερφή μου.

Η φωνή του πατέρα μου ακούστηκε στεγνή: "Φύγε από εδώ μέσα... " Το δωμάτιο πάγωσε... Όλοι γύρισαν και με κοίταξαν... Ένοιωσα το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι μου και όλο μου το πρόσωπο να κοκκινίζει... Τα μάτια όσων ήταν μέσα, είχαν στραφεί πάνω μου...

-"Ασε το κορίτσι... Eλα κούκλα μου, τι θες; "
Ο θείος μου ο Λεωνίδας, κοιτούσε μια εμένα, μια τον πατέρα μου, καθώς μου μιλούσε...
-"Μπίλε! "* του έκανε αγριεμένος ο πατέρας μου και ξαναγύρισε προς το μέρος μου.

Στεκόμουν στην πόρτα, σα να μην ήξερα τι να κάνω, μέχρι που σκέφτηκα ότι ήταν γελοίο να τον ακούσω και προχώρησα...
-"Οι πουτάνες δεν έχουν θέση εδώ... Είπα να φύγεις, τη γιαγιά σου την κηδέψαμε, δεν έχεις καμία άλλη δουλειά εδώ... Και ούτε καν έπρεπε να είχες έρθει... "

Αισθάνθηκα ένα περίεργο παράπονο να με πνίγει, ένας λυγμός ανέβηκε στο στήθος μου και μετά κόμπιασε στον λαιμό μου. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή... Όλα τα αδέρφια του πατέρα μου ήταν μέσα εκεί και μαζί με αυτούς η νονά μου... Ήταν τόσο προσβλητικό... Τα δάκρυα ήθελαν να με πνίξουν σχεδόν είχαν γίνει βραχνάς μέσα μου μα την ίδια στιγμή σκέφτηκα ότι δε θα του έκανα την χάρη.

Κατάπια το παράπονο που κόντευε να με πνίξει και τον κοίταξα κι εγώ προκλητικά στα μάτια...
-"Είσαι τόσο γελοίος ώρες ώρες... Απορώ γιατί έκανες παιδιά... Πήγαινε στο διάβολο... "
Επικράτησε μια αναταραχή που δεν πρόλαβα να ακούσω και να δω περισσότερο καθώς έκανα μεταβολή γρήγορα, γρήγορα και έφυγα...

Βγήκα έξω από το σπίτι, και άρχισα να περπατώ στους δρόμους του χωριού. Φανταζόμουνα πόσο είχα προσβάλει πριν λίγο τον πατέρα μου, μπροστά στα αδέρφια του. Ήταν ο μεγαλύτερος και ήταν ένα είδος φυσικού αρχηγού για τους υπόλοιπους και επιπλέον το γεγονός ότι ήταν στρατιωτικός του προσέδιδε ακόμη περισσότερο κύρος και μονίμως μια αίσθηση εξουσίας πλανιόταν από πάνω του... Και τώρα η κόρη του είχε τολμήσει να τον βρίσει μπροστά σε όλους, είχε τολμήσει να του δείξει ότι δεν τον λογαριάζει σε ένα τέτοιο γεγονός μάλιστα. Ήξερα ότι μετά από αυτό το περιστατικό ήμουν εντελώς ξεγραμμένη από τον πατέρα μου. Ήξερα ότι ήταν ικανός να με βρει στο δρόμο και να με προσβάλλει χειρότερα. Ήξερα ότι για αυτή την προσβολή θα με σκότωνε ευχαρίστως, όπως άλλωστε και εγώ.

Οι Μυκήνες ήταν εκείνη την ώρα γεμάτη τουρίστες στα ταβερνάκια... Έσφιξα το ζακετάκι μου πάνω στο μαύρο φουστάνι μου και επιτάχυνα το βήμα μου... Ο καλοκαιρινός αέρας πάνω στο πρόσωπο μου ένοιωθα να μου φέρνει περισσότερα δάκρυα αλλά την ίδια στιγμή τα στέγνωνε πριν καν προλάβουν να βγουν... Μέσα μου ένα πείσμα φούντωνε, ένας θυμός άγριος που δεν ήξερε πως να ελευθερωθεί... Μόνο περπατούσα γρήγορα, για να μη σκέφτομαι... Πόση σκληρότητα μάζεψα σε εκείνα τα βήματα και πόσο τη χρειαζόμουνα για να μην καταρρεύσω μέσα στο παράπονο μου... Ήθελα να ξεσπάσω σε κλάματα και την ίδια στιγμή το απαγόρευα στον εαυτό μου. Έπαιρνα βαθιές ανάσες και μουρμούριζα μέσα μου πόσο πολύ μισούσα τον πατέρα μου για αυτά που μου είχε πει. Ο περίπατος μου με έφερε σχεδόν έξω από το χωριό.

Η καρδιά μου εξακολουθούσε να χτυπάει σε γρήγορο ρυθμό και τα μαγουλά μου έκαιγαν. Ήθελα να ανέβω κάπου ψηλά, κάπου να νοιώσω ότι μπορώ να πετάξω, ότι μπορώ να γκρεμιστώ. Η αναπνοή μου ήταν σα να έκλαιγε εκείνη αντί για τα μάτια που αρνούμουν να τους δώσω την ευλογία της ανακούφισης... Όχι κλάματα, όχι κλάματα... Μην κλάψεις, μην κλάψεις... επαναλάμβανα μέσα μου, πασχίζοντας να πείσω τον εαυτό μου ότι και το παραμικρό δάκρυ θα σήμαινε ήττα. Και εγώ ήμουν ανίκητη, σκληρό καρύδι. Έτσι ήξερα...
Μόνο περπατούσα.

Τα χέρια μου έτρεμαν όταν άνοιξα την αυλόπορτα του σπιτιού του Άρη... Γνώριζα ότι θα τον έβρισκα εκεί. Ήταν κι εκείνος στην κηδεία. Τον είχα δει από μακριά... Τον βρήκα να είναι ξαπλωμένος καπνίζοντας πάνω στο κρεβάτι της αυλής, κάτω από την κληματαριά... Είχαμε να μιλήσουμε από τότε που χωρίσαμε...

Πετάχτηκε απότομα μόλις με είδε... Κάτι πήγε να πει αλλά τον έκοψα...
"Θέλω να με πας στο Ναύπλιο... Επάνω στο κάστρο. "

Σε λίγο ήμασταν επάνω στη μηχανή του, πηγαίνοντας για Ναύπλιο... Δε μιλούσε και δε μιλούσα... Είχα σφιχτεί και ακουμπήσει επάνω του, παρόλο που η βραδιά ήταν ζεστή.

Όταν ανεβήκαμε πάνω στο κάστρο η πόλη του Ναυπλίου απλώνονταν πανέμορφη στα πόδια μας, σκοτεινή στη θάλασσά της, λαμπερή στη νύχτα της.

Άφησε τη μηχανή του έξω από την πόρτα του κάστρου και με τράβηξε από το χέρι.
"Έλα, ξέρω πως θα μπούμε στο Παλαμήδι".
Στα δεξιά της πόρτας χρειάστηκε να σκαρφαλώσουμε πάνω στο μικρό βραχάκι για να μπούμε μέσα αλλά δεν ήταν δύσκολο.

Κατευθυνθήκαμε προς τη μεριά που βρίσκεται η φυλακή του Κολοκοτρώνη και πριν ανέβουμε τα σκαλιά που οδηγούν εκεί, καθήσαμε σε ένα ύψωμα πίσω από μερικές πολεμίστρες. Ένα ύψωμα που πρόσφερε την καλύτερη νυχτερινή θέα. Μου προσέφερε τσιγάρο. Αρνήθηκα. "Δεν καπνίζω"

Απότομα γύρισα και τον φίλησα... Τα χείλη του που είχα τόσα χρόνια να φιλήσω... Η γνώριμη μυρωδιά του. Έβαλα το χέρι μου μέσα στα μαλλιά του και σφίχτηκα επάνω του. Ανταποκρίθηκε με τη θέρμη που είχε μαζέψει τόσα χρόνια.

"Να ήξερες μόνο πόσο σε αγαπώ" είπε με παράπονο.

Δεν του απάντησα, παρά μόνο, τον ξαναφίλησα δαγκώνοντάς του σχεδόν τα χείλια... Είχα μια ορμή μέσα μου, που δεν την μπορούσα να την ελέγξω και δεν ήθελα να την ελέγξω. Ανέβηκα επάνω του και συνέχισα να τον φιλάω κρατώντας σφιχτά το πρόσωπό του μέσα στα χέρια μου... Τα βογγητά του και η βαριά ανάσα του δυνάμωναν ακόμη περισσότερο την μανία που με είχε πιάσει και μια γλυκιά ζέστη φούντωσε σε όλο μου το σώμα κάνοντάς με να βγάζω πνιχτούς αναστεναγμούς. Τα χέρια του ξεκούμπωσαν το μαύρο φουστάνι και δυνατά αγκάλιασαν το στήθος μου. Ήταν η πρώτη φορά που ένοιωθα το σώμα του να τρέμει και τη λαχτάρα να του παίρνει την πνοή. Έγινα πιο τολμηρή στα χάδια μου. Δεν είχα ξαναθελήσει κάποιον περισσότερο. Έτρεμα μαζί του.

Κάναμε έρωτα, εκεί πάνω στο κάστρο, μιλώντας και ψιθυρίζοντας ο ένας στον άλλο, χαϊδεύοντας και αγγίζοντας ο ένας τον άλλον, βγάζοντας όλα τα λόγια που δεν είχαμε τόσο καιρό πει και όλο το πάθος που κρύβαμε ακόμη, εκείνος για μένα και εγώ για εκείνον.

Και η νύχτα ξημέρωσε. Ο ουρανός άρχισε να ξανοίγει και μας βρήκε αγκαλιασμένους στο κάστρο...

Την άλλη ημέρα εξαφανίστηκα από τις Μυκήνες. Δεν τον πήρα ούτε ένα τηλέφωνο, δεν τον ειδοποίησα ότι γυρνούσα στην Αθήνα... Πήγα μόνο τα ξημερώματα στο σπίτι και μάζεψα στα κρυφά τα πράγματά μου, για να μην με ακούσει κανείς... Δεν θα άντεχα εκείνη τη στιγμή άλλη μια σύγκρουση με τον πατέρα μου. Το μόνο που επιθυμούσα, παρασυρμένη ακόμη από τον θυμό που είχα, ήταν να ξαναγυρίσω στη γνώριμή μου ζωή στην Αθήνα. Ο Άρης ήταν κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μου... Τουλάχιστον εκεί προσπαθούσα να τον βάλω χωρίς να ξέρω και εγώ η ίδια το γιατί.


  • Μπίλε = σκάσε

Πλού-γή (Συνεχίζεται...)


[Τα κεφάλαια αυτού του βιβλίου γράφτηκαν από το 1988 ως το 1992. Κάποιες αλλαγές και προσθήκες έγιναν λίγο αργότερα.]

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη