Τα δωμάτια του καλοκαιρινού σπιτιού - Έλξεις... (Πλου-Γη)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ήμουν πάλι ελεύθερη... Μετά το χωρισμό στράφηκα εντελώς ενστικτωδώς και χωρίς κάποιο συγκεκριμένο σκοπό στη ζωγραφική. Η μητέρα μου ήταν πάντα μανιώδης συλλέκτρια ζωγραφικών πινάκων γνωστών και λιγότερο γνωστών ζωγράφων και το σπίτι μας στην Αθήνα ήταν σαν πινακοθήκη. Από εκείνην είχα κληρονομήσει το πάθος για τη ζωγραφική. Ένας ωραίος πίνακας μπορούσε να με κάνει να στέκω εκστασιασμένη και άφωνη για ώρα. Ένας περίεργος συνδυασμός χρωμάτων μπορούσε να με συγκινήσει τόσο πολύ και τόσο βαθιά που αναρριγούσε όλο μου το σώμα... Άρχισα πλέον τις ελάχιστες κενές μου ώρες να τις διοχετεύω ή στη βιβλιοθήκη του γλωσσολογικού τμήματος της φιλοσοφικής σχολής, όπου είχα βρει κατά περίεργο τρόπο μια μεγάλη σειρά που αφορούσε στα έργα και στη ζωή μεγάλων ζωγράφων, ή στην πινακοθήκη όπου μπορούσα να μείνω ώρες μέσα. Σε λίγο καιρό είχα γίνει εξπέρ στις τεχνοτροπίες, στα ρεύματα που επηρέασαν τη ζωγραφική αλλά και στο να αναγνωρίζω τα έργα μεγάλων ζωγράφων ενθυμούμενη ακόμη και τον παραμικρό τίτλο.

Σε αυτές τις βόλτες με συνόδευε πάντα ο Αριστείδης με τον οποίο η παρέα μου είχε γίνει ακόμη πιο στενή από τότε που χώρισα με τον Αλέξανδρο. Ερχόταν και με έπαιρνε από τη σχολή, όποτε είχε χρόνο και γυρνούσαμε όλα τα μουσεία της Αθήνας πάνω στη μηχανή του. "Που θέλει η ξαδελφούλα μου σήμερα να την πάω; " ρωτούσε και εγώ έδινα το πρόσταγμα.

Έφυγα και από την εφημερίδα, έχοντας βαρεθεί και εκεί αυτό που έκανα κι είχα αρχίσει πλέον να ανησυχώ σοβαρά για τον εαυτό μου. Διαπίστωνα ότι με όσο πάθος ριχνόμουνα στην αρχή σε κάτι, άλλο τόσο γρήγορα το βαριόμουνα ύστερα. Τίποτα δεν μπορούσε να μου κρατήσει το ενδιαφέρον για πολύ καιρό και αυτό οπωσδήποτε, συνειδητοποιούσα, δεν ήταν κι ο, τι φρονιμότερο. Η προσοχή μου δεν μπορούσε να εστιαστεί εύκολα σε κάτι για μεγάλο διάστημα και συνήθως με το που ξεθύμαινε ο πρώτος ενθουσιασμός η διάθεση μου άλλαζε γρήγορα κατεύθυνση. Υπήρχαν στιγμές που ακόμα και να παρατήσω τη σχολή μου σκεφτόμουν και να στραφώ αλλού. Ο Αριστείδης συνήθιζε να με κοροϊδεύει λέγοντας μου ότι θα μπορούσα να τρελάνω άνθρωπο με την ιδιοτροπία μου.

Γρήγορα όμως βρήκα δουλειά πάλι. Αυτή τη φορά ως μεταφράστρια σε δύο μικρούς λογοτεχνικούς οίκους. Ο φόρτος της εργασίας που ανέλαβα και από τους δύο μαζί ήταν τέτοιος ώστε με ανάγκασε να αφήσω και τη δουλειά μου στον καθηγητή. Αυτή η δουλειά ήταν κάτι που μου άρεσε και αισθανόμουν ότι ήμουν μέσα στο δικό μου στοιχείο, τη γραφή, έστω και αν αυτή ήταν μια επεξεργασία κειμένων κάποιου άλλου. Έβαζα τα δυνατά μου να αποδώσω το κείμενο όσο πιο όμορφα μπορούσα και αν μου άρεσε, φανταζόμουν ότι θα μπορούσα να το είχα γράψει εγώ ή αν δε μου άρεσε έκανα υποθέσεις για το πώς θα μπορούσα να το είχα γράψει εγώ αν ήταν δικό μου.

Τόσο με ευχαριστούσε αυτή η δουλειά ώστε ασυνείδητα άρχισα να μελετώ περισσότερο και για τα μαθήματα της σχολής που τα είχα παραμελήσει όσο καιρό ήμουν με τον Αλέξανδρο καταστρέφοντας σχεδόν τη βαθμολογία μιας ολόκληρης χρονιάς. Γρήγορα και ανέλπιστα όμως ανέβασα τους βαθμούς μου σε επίπεδα που ούτε κι εγώ η ίδια θα φανταζόμουν, κάνοντας μια όχι ιδιαίτερα εντατική μελέτη, αλλά περισσότερο φροντίζοντας να κάνω αισθητή την παρουσία μου μέσα στα αμφιθέατρα προκαλώντας μεγάλες συζητήσεις με καθηγητές και μάλιστα δημιουργώντας πολλές φορές τεχνητές διαμάχες. Είχα μάλλον, απ’ ότι συμπέρανα, ένα είδος φυσικού ταλέντου στο να εγείρω συζητήσεις και ζητήματα ακόμη κι εκεί που φαινομενικά δεν υπήρχαν... Ο καθηγητής μάλιστα που μας δίδασκε λογοτεχνία 17ου αιώνα συνήθιζε να τελειώνει κάθε περίοδο παράδοσης του κοιτώντας με στα μάτια και ρωτώντας μεγαλόφωνα: "Δεσποινίς Δρόσου πάνω σε τι θα συζητήσουμε σήμερα; "Δεν ήταν όμως όλοι τόσο δεκτικοί στη μανία μου για επεξηγήσεις και στην επιμονή μου να ανατρέπω τα πάντα. Υπήρχαν και μερικοί που φανερά δυσανασχετούσαν ή επέπλητταν με το πρώτο οποιαδήποτε προσπάθεια μου στο να δημιουργήσω ένας είδος ήπιας αντιδικίας. Σε αυτούς δεν επέμενα και δεν επαναλάμβανα ποτέ την προσπάθεια μου αναγνωρίζοντας ότι όλοι οι άνθρωποι δεν αρέσκονται το ίδιο σε μια συζήτηση που σκοπό έχει την ίδια τη συζήτηση και όχι την επαγωγή κάποιων συμπερασμάτων.

Φαίνεται όμως ότι οι δικές μου ανησυχίες τρέφονταν από τις διαφωνίες και τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις που μπορούσαν να απορρέουν από αυτές ή μπορεί να είχα συνηθίσει ώστε όλα να τα μετατρέπω σε σύγκρουση. Ήταν κάτι που δεν μπορούσα να διευκρινίσω αλλά το σκεφτόμουν πολύ και αναρωτιόμουν σχετικά με αυτό. Πολλές φορές διαπίστωνα με ένα εύθυμο πνεύμα ή με προσποιητή φρίκη ότι μια σύγκρουση ασκούσε πάνω μου κάτι σαν ερωτική γοητεία. Ο,τιδήποτε μπορούσε να μου προκαλέσει πνευματική έλξη, αυτόματα το περιτύλιγα μέσα σε μια αχλή διανοητικού ερεθισμού ο οποίος διαδοχικά και βασισμένος σε μια παράξενη αλληλουχία, μου προκαλούσε μια συγκίνηση έντονη εμποτισμένη με το στοιχείο του ερωτικού ενδιαφέροντος. Ένα ενδιαφέρον που τις περισσότερες φορές ήταν καθαρά εγκεφαλικό και δεν είχε καμία σχέση με το σωματικό ερεθισμό. Ο Αριστείδης είχε πια καταλάβει -ή τουλάχιστον έτσι ισχυρίζονταν- ότι ο μόνος άντρας που θα μπορούσε να μου κλέψει πραγματικά το μυαλό ήταν αυτός που δε θα συμφωνούσε μαζί μου σε τίποτα. "Θα σου βρω έναν " έλεγε "που θα του λες μαύρο και θα σου λέει άσπρο, που θα του λες νύχτα και θα σου λέει μέρα... έτσι να σε δω να τρελαίνεσαι από πείσμα! "... "Και εγώ θα σου βρω μία" του απαντούσα " μία που θα σε έχει σήκω κάτσε, σήκω, κάτσε... Ποιος νομίζεις ότι είσαι; "... Με έπιαναν τα γέλια μαζί του και εκείνου μαζί μου...

Ο Αριστείδης ήταν τόσο όμορφος ώστε σχεδόν όλες οι συμφοιτήτριες μου με τις οποίες έκανα στενότερη παρέα ήταν τσιμπημένες μαζί του, μα πιο πολύ απ’ όλες η Ζωή μια κοπέλα από τη Θεσσαλονίκη. Είχα καταλάβει ότι το ενδιαφέρον που μου έδειχνε ως φίλη ήταν περισσότερο λόγω της επιθυμίας της να βρίσκεται κοντά στον Αριστείδη. Κάποια στιγμή βλέποντας ότι ο Αριστείδης πολιορκείται και από τις άλλες αλλά και ελαφρώς απογοητευμένη από μια μικρή φυσική έπαρση που τον διέκρινε και πήγαζε από το γεγονός ότι κι ο ίδιος γνώριζε τη δύναμη της γοητείας του στο άλλο φύλο, μου ζήτησε να κανονίσω να βγούμε όλοι μαζί έτσι ώστε ανενόχλητη να τον πιέσει λίγο παραπάνω. Βγήκαμε λίγες φορές, πηγαίνοντας στην Πλάκα και σε κάποια μουσικά στέκια όπου η ατμόσφαιρα ήταν σαφώς πιο ευνοϊκή για του είδους τις προσεγγίσεις που επιθυμούσε η Ζωή, όμως το όλο σχέδιο στέφθηκε με πλήρη αποτυχία καθώς ο Αριστείδης ήταν ο τύπος που από μέρα σε μέρα άλλαζε και γυναίκα.

-Για να σου κάνω εσένα τη χάρη έρχομαι... έλεγε καθώς βαριεστημένος έβαζε εμπρός τη μηχανή του. -Έλα ρε Αριστειδάκο μου... τον καλόπιανα... η Ζωή μαραζώνει για σένα... _Κορόιδευε εσύ, κορόιδευε... έκανε τάχα ενοχλημένος... Νομίζεις έχω όρεξη να τρέχω να ακούω τις μαλακίες που λέει η Ζωή; Μα καλά θα ’θελα να ‘ξερα πως κάνεις παρέα μαζί της; Αλλά γυναίκα δεν είσαι κι εσύ; Τι περιμένεις;

Έβλεπα πως η Ζωή είχε στην κυριολεξία παλαβώσει μαζί του. Ο, τι κι αν μου έλεγε αφορούσε στον Αριστείδη, το πώς μιλάει, το πώς ντύνεται, το πώς περπατά, το τι ωραία που τα λέει, το πώς την κοίταξε, το πώς της μίλησε... Προσπαθούσε απεγνωσμένα να βρει πίσω από κάθε του κίνηση ένα καλά κρυμμένο πάθος προς το πρόσωπο της που ήταν θέμα χρόνου να εκδηλωθεί. Αλλά ο χρόνος περνούσε και το πάθος που η Ζωή αρεσκόταν στο να εικάζει την ύπαρξη του, δεν έβγαινε στην επιφάνεια.

Μέχρι που τον είδε τυχαία μια μέρα στο σινεμά με μια από τις περαστικές κατακτήσεις του, σε τρυφερές περιπτύξεις. Τα έβαλε μαζί μου με τόσο άσχημο τρόπο ώστε δεν ήξερα πώς να αμυνθώ και το κυριότερο γιατί να αμυνθώ. Ήρθε σπίτι μου και της έφταιγαν όλα... Από το ότι είχα βάλει να φάω εκείνη την ώρα μέχρι και το ότι καταγόμασταν από τη Πελοπόννησο. -Τρως; Τρως; μου έλεγε με φρίκη... -Τρως ενώ εγώ είμαι έτοιμη να αυτοκτονήσω; ... Άρχιζε να κλαίει κι εκεί έχασα λίγο την ψυχραιμία μου. -Έλα πια ρε Ζωή πως κάνεις έτσι για έναν άντρα; Μόνο ο Αριστείδης υπάρχει στον κόσμο; -Εμ βέβαια καταλαβαίνετε εσείς οι Πελοποννήσιοι; Είστε τομάρια εσείς... Καλά σας λένε... Τομάρι είναι και ο ξάδελφός σου... Και εκεί άρχιζε να τα βάζει με όλο το γεωγραφικό τμήμα της Πελοποννήσου και με τον αντρικό και γυναικείο πληθυσμό της. Ήμασταν όλοι κακοί, ήμασταν όλοι αναίσθητοι, ήμασταν όλοι τρελοί για δέσιμο... Αυτά της υπαγόρευε ο πόνος της να πει, αυτά έλεγε, προκαλώντας με να γελάσω και πιέζοντας τον εαυτό μου να μην το κάνει μπροστά της... -Αλλά πρέπει να γνωρίσεις έναν από πάνω... επέμενε εκείνη... έναν από Βόρειο Ελλάδα για να δεις τη διαφορά... Εμείς είμαστε άνθρωποι εκεί... -Καλά βρε Ζωούλα... της απαντούσα προσπαθώντας να κατευνάσω τη λύπη της και χωρίς καν να μπορώ να φανταστώ ότι η ευχή της θα γινόταν γρήγορα πραγματικότητα για μένα.

Πηγαίνοντας σε λίγες ημέρες κάποιες από τις σελίδες που είχα μεταφράσει για διόρθωση στο φιλολογικό τμήμα του εκδοτικού οίκου, γνώρισα τον καινούριο διορθωτή και συνεργάτη τους, το Νίκο ετών 27 από την πόλη της Καβάλας, βοηθό ενός καθηγητή του ελληνικού φιλολογικού τμήματος στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Ο Νίκος ήταν ένας άντρας εντελώς διαφορετικός απ' όσους είχα γνωρίσει ως τότε. Ο τρόπος του και η συμπεριφορά του αποτέλεσαν για μένα το είδος της ιδιότυπης έλξης που ασκεί ένα περίεργο σπάνιο είδος πουλιού σε ένα παιδί.


Πλού-γή

(Συνεχίζεται...)

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη