Τα δωμάτια του καλοκαιρινού σπιτιου - Το ποδηλατο (Πλου-γη)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Πέρασαν δυο μερες απο το περιστατικό στις Μυκηνες και ο Αρης μου τηλεφώνησε στο σπιτι του Ισθμου. Ετυχε να σηκώσει το τηλέφωνο ο πατέρας μου. Tο εκλεισε διχως να μιλησει. Αυτό έγινε δυο τρεις φορές.

"Δεν πιστεύω να αρχισαμε να φέρνουμε τους γαμπρους απο τωρα γιατι θα σας κοψω τα ποδια" δηλωσε εκνευρισμένος χωρίς να ξέρει σε ποιο ακριβως απο τα κοριτσια να απευθυνθεί. Την επόμενη φορά ημουν τυχερη. Ήταν πολυ πρωι που τηλεφώνησε και ετρεξα πριν με προλαβει αλλος, να παρω το ακουστικο.

Μιλησε κοφτα, βιαστικα "Αυριο θα ανέβω στον Ισθμο. Θέλω να με περιμενεις το απογευμα εκει που αλλάζουν τα λεωφορεία στις 6. "Αυτο ηταν. Το έκλεισε και εμεινα με την καρδια μου να πεταριζει απο αγωνια. Τι θα εκανα;Πως θα πηγαινα εκει;Επρεπε να το πω σε καποιον απο τα ξαδέλφια μου;Τι θα του έλεγα;Πως θα γυριζα στο σπιτι;Που θα πηγαιναμε;Ενας σωρος ερω-τησεις που ανακατευονταν ολες μαζι χωρις να ξέρω ποια πρεπει να πρωτοαπαντησω και πως να απαντησω.

"Ποιος ήταν;" φώναξε η γιαγια που τιποτα δεν της ξεφευγε. "Κανείς γιαγια, λάθος εκαναν" ειπα προσπαθωντας να καλμαρω τη φωνη μου. Και η γιαγια φάνηκε στην σκάλα που ενωνε τους δύο ορόφους να με κοιτά με μισοκλειστα μάτια σα να μου έλεγε"ποιον πας να ξεγελασεις"...

"Καλά" εκανε ξερά και ριχνοντας μου ενα βλέμμα παγερό ξανακατέβηκε, μα στα μισα της κατάβασης το μετανοιωσε και κοντοστάθηκε. Μπορουσα να βλεπω το πανω μέρος του κεφαλιου της

"Αν ξανακάνουν λάθος θα σου ξεριζώσω τα μαλλιά. Γκέγκε ο νουκου γκέγκε;". * -"Μα γιατι;Τι εκανα παλι;" γκρινιαξα εγω.

-"Για να μην κανεις" ειπε κοφτα και κατέβηκε αυτη τη φορα αργα αργα λες και το εκανε για να με εκνευρίσει.

Η μέρα δεν έλεγε να περάσει για μένα που ανυπομονουσα να ερθει το αυριανο απογευμα αν και δεν ειχα ιδεα πως ακριβως θα τα κατάφερνα να παω απαρατηρητη. Ειχε πολλα καταστήματα εκει των οποιων οι ιδιοκτητες ολοι με γνωριζαν. Η σταση που μου ειχε πει ο Αρης να τον περιμενω ηταν ακριβως εκει μπροστά. Και επιπλέον δεν μπορουσα να παω ασυνοδευτη απο καποιο απο τα αγορια της οικογένειας. Ηταν νόμος αυτος. Μπορουσαμε κι ολη τη μέρα να τριγυρναμε με τα ποδηλατα αρκει ενα απο τα μεγαλυτερα ξαδέλφια να ηταν μαζι μας οχι βεβαια για να μας προσεχει αλλά για να κρατα μακρια τα άλλα αγόρια.

Μέσα στο μυαλο μου τριγυρνουσε η ιδεα να το πω στον Αριστειδη αλλα την απέρριψα γρηγορα γιατι ήξερα ποσο ιδιοτροπος μπορουσε να γινει ο Αριστειδης ακομη και με εμας τα εξαδέλφια του. Ισως να ηθελε να το παιξει προστατης της οικογενειας κι αν του το ελεγα να θυμωνε κιολας. Μετά έφερα στο μυαλο μου τον Στέφανο, που ηταν λιγο μεγαλυτερος και πολυ πιο συζητησιμος και κοντα σε μενα. Αλλά και πάλι δισταζα. Και αν με μαρτυρουσε, και αν δεν ήθελε να έρθει, και αν δε συμφωνουσε;Μου φαινονταν οτι το να το πω σε καποιον ηταν πολυ παρακινδυνευμενο αλλα ακομη περισσοτερο παρακινδυνευμενο μου φαινονταν να παω να συναντησω τον Αρη σε μια κεντρικη στάση οπου θα με εβλεπαν ολοι. Τι ημουν εξαλλου; Ενα κοριτσι μολις 14 χρονων. Ολος ο χρονος μεχρι το επομενο απογευμα κυλησε βασανιστικα, μεσα σε μια αγωνια που ομοιά της μεχρι τοτε δεν ειχα ξανανοιωσει. Εκλεινα τα μάτια και φανταζομουνα διαφορες σκηνες αγωνιωδεις με πρωταγωνιστρια εμενα. Με πιανουν και περνάω βασανιστηρια απο τους γονεις μου και τη γιαγια μου ή με παιρνει μακρια ο Άρης χωρις εγω να θέλω.

Και ηρθε η αλλη ημέρα και πέρασε και το μεσημερι της.. Κατα τις πεντε σηκώθηκα απο το κρεββατι μου. Ειχα μια περιεργη ψυχραιμια γιατι ειχα πλεον αποφασισει. Θα εκανα οτι μου έλεγε το δικο μου το κεφαλι και ας πηγαίνανε ολοι να πνιγουνε. Αποφασισα αυτο που τοσα χρονια με μαθαιναν. Το λεγομενο αρβανιτικο κεφάλι ηρθε η ωρα να δοκιμαστει και σε πιο επικινδυνα πραγματα. Διαλεξα με προσοχη τα ρουχα μου. Ενα ομορφο τζιν φουστανι, λιγο πανω απο το γόνατο, μια αλυσιδα ασημενια στο ποδι- αυτη ηταν μια συνηθεια που μας ειχε μαθει ο παππους απο μικρα, η μοναδικη του συνηθεια που αν και οι υπολοιποι δε συμφωνουσαν, τους την ειχε επιβαλλει με το ετσι θελω-και τα μαλλια διχως αλογοουρες και λαστιχάκια. Ηταν η πρωτη φορα κιολας που εβαλα και λιγο βουτυρο κακαο στα χειλη μου, γιατι μεχρι και αυτο απαγορευμενο μας το ειχαν. Ανέβηκα στο ποδηλατο μου και ξεκινησα. Ημουν αποφασισμενη να γινουν ολα οπως εγω τα ηθελα.

Στις εξι η ωρα ημουν εκει. Στη σταση που ειχαμε συμφωνήσει. Τον ειδα να έρχεται, οχι με λεωφορειο οπως νομιζα αλλα με μηχανη.

Ενοιωσα τον πρωτο καμπανακι μεσα μου να χτυπα...

Ηρθε διπλα μου πανεμορφος, με τα ματια εκεινα που ακομη και τωρα οταν αντικρυζω τα χάνω λιγο και μου εκλεισε το μάτι. Μεσα μου ολοκληρη μαχη γινονταν μα εδειχνα ανέκφραστη. Προσπαθουσα μαλιστα να δειχνω και κακία. Φοβομουν και επρεπε αυτο να το κρυψω.

"Ανεβα πανω" μου ειπε.

- Ποιανου ειναι αυτο η μηχανη; ρωτησα γιατι σιγουρη ημουν οτι εκεινος ηταν μικρος για να οδηγει μηχανή στα 16 του. Ημουν βεβαια οτι την ειχε παρει κρυφα απο τον αδερφό του..

"Πολλά ρωτας" μου απαντησε, " θα ανέβεις;"

Δεν κουνιομουν παρα μονο καθομουν και τον κοιτουσα σα χαζή. Αργοτερα μου ειχε πει οτι τον κοιτουσα σα να ήθελα να τον σκοτωσω.

"Θα ανέβεις;" ξαναπε.

Ηθελα πολυ και να ανέβω και να πάμε οπου εκεινος ήθελε αλλα απο την αλλη δεν ξερω τι δυναμη ηταν αυτη που με κραταγε πισω και με πεισμωνε ολο και περισσοτερο οσο αυτος ρωτουσε. Κουνησα αρνητικα το κεφάλι μου. Ειδα απο την εκφραση του οτι δεν περιμενε να αρνηθω. Τα έχασε για λιγο, κοιταξε γυρω γυρω. "Δε φοβασαι τοση ωρα που στεκομαστε εδω μηπως μας δει καποιος; Ανέβα σου λεω. Εδω πιο πανω θα πάμε, στο Λουτρακι μια βόλτα.

Αρχισα για τα καλά να πεισμωνω. Ολο μου το σωμα το ενοιωθα να σφιγγεται σαν να ηταν μια γροθια. Ημουν ετοιμη για επιθεση, χωρις καν να υπαρχει φανερος λογος. Αλλα μονο και μονο οτι απο την αρχη του ειχα πει "οχι" αυτο εφτανε για μενα για να εξακολουθω να το λεω, εστω κι αν ειχα αλλαξει γνώμη κατα βάθος. Με τιποτα δεν θα τον αφηνα εκεινη την ωρα να καταλάβει οτι το οχι που ειχα πει στην αρχη ειχε γινει ισως και μετά ναι. Τον ειδα οτι αρχιζε να εκνευριζεται.. "Και τι θα κανουμε; Εχεις καμια καλη ιδεα;"

Κουνησα παλι αρνητικα το κεφαλι μου λεγοντας του "εσυ ηρθες μεχρι εδω, εσυ πρεπει να ξερεις"... "Ηρθα μεχρι εδω, εκανα τοσο δρόμο και εσυ τωρα μου γυριζεις την πλάτη;" ειπε νευριασμένα. Εσφιξα τα χείλη μου μην ξεροντας τι να απαντησω. Εγειρε λιγο προς το μερος μου και ηρθαμε πολυ κοντα.. Ολο μου το σωμα τρεμουλιασε. "Μην σφιγγεις ετσι τα χειλη σου. Εχεις τοσο ομορφα χείλη που δε πρεπει ετσι να τα χαλάς"... Το προσωπο μου σκοτεινιασε ακομη περισσοτερο και για μια στιγμη νομιζα οτι τα χειλη μου θα ματωναν.

"Ελα ανεβα..." μου εκανε πιο συγκαταβατικα... Αλλα ειχα πεισμωσει. Ξαναεκανα ενα αρνητικο νευμα... "Εισαι αρβανιτικο κεφάλι" μου ειπε ηρεμα" αλλά μην ξεχνας οτι κι εγω το ιδιο ειμαι και αν φυγω απο εδω τωρα δε θα ξαναέρθω"

"Και τι μου το λες;" εκανα αδιαφορα, ενω μεσα μου οχι απλως με ενοιαζε αλλα με εκαιγε. "Τελευταια σου κουβεντα αυτη;" με ρωτησε-μια ερωτηση που ακομη και στους τωρινους καυγαδες μας μου την κανει δειχνοντας μου οτι τιποτα δεν εχει αλλαξει απο τοτε- και μολις με ειδε να νευω καταφατικα, εβαλε εμπρος. "Φευγω και να ξέρεις οτι αν εσυ απο τζακι μεγαλο κρατας δεν μπορεις να φερεσαι οπως γουσταρεις.. απο κακομαθημένες σαν εσενα δε χαμπαριάζω... Απλως εχασα το χρονο μου μαζι σου".. . Λογια σκληρα σε μια προσπαθεια να περισωσει το λαβωμενο του εγωισμο. Λεξεις που εμενα με τάραξαν μεσα μου καθως ημουν μικρη και δεν ήξερα πολλα απο αυτα τα πράγματα.

Και έφυγε διχως καν να γυρισει να κοιτάξει πισω. Επεστρεψα στο σπιτι κλαιγοντας σε ολο το δρομο. Ετρεχα λυσσαλέα με το ποδηλατο και ο αερας μου στεγνωνε τα δακρυα πανω στο προσωπο μου. Εκλαιγα απο ενα θυμο που με εκανε να τρεμω και απο μια επιθυμια για εκεινον που με βασανιζε χειροτερα απο καθε τι.

Ειχαμε έρθει παλι τοσο κοντα. Τα προσωπά μας διπλα το ενα στο άλλο. Ειχα μυρισει την ανασα του, γλυκιά και αντρική ανάσα, γεμάτη μυρωδιές καπνού. Και ποσο αγαπουσα τη μυρωδια του καπνου! Αισθανομουν οπως εκλεινα τα μάτια κοντρα στον αέρα οτι ειχα το στομα μου μεσα στο δικο του και η αισθηση εκεινη, χωρις να ξέρω τοτε το γιατι, μου προκαλουσε μια εξαντληση στα μελη μου. Σαν να ηθελα να λιποθυμησω απο αυτη την αοριστα ευχαριστη αισθηση που ξεκινουσε απο τα χειλη και κατέβαινε μεχρι το στομάχι...


Στο σπιτι ηταν ολοι εξω στο κτημα και φυτευαν καινουρια δεντράκια. Μολις με ειδε απο μακρια ο πατερας μου σταματησε να σκαβει, πεταξε το καπελο του και σταθηκε να με παρακολουθει επιμονα με το βλεμμα του μεχρι που σταματησα και κλειδωσα το ποδηλατο μου.

"Που ησουνα μονη σου;" ρωτησε μπροστα σε ολους. Ολη η οικογενεια κοιτουσε εμενα.. ολα τα ματια πανω μου. Ισιωσα το φουστανι μου και ανευπνευσα βαθια. "Ειχα παει μια βολτα με το ποδηλατο"...

- "Δε σου εχω πει και εσενα και της αδερφης σου οτι δε θα φευγετε με τα ποδηλατα διχως να ειναι και καποιο απο τα αγορια κοντα σας;". Η φωνη του ξερή και παγωμενη.

- "Δεν ειμαι συνεχεια μωρο" απαντησα και μια σιωπη επεσε απο τους μεγαλους μεχρι τους μικρους. Μια επικινδυνη ενταση πλανιοταν στον αέρα.

- "Ωραια" εκανε ξερα και κοιτωντας με σχεδον με μισος που τολμησα να του αντιμιλησω μπροστα στους αλλους "αφου δεν εισαι μωρο, ελα να σκαψεις εκει που θα σου πω. Θελω να μου ανοιξεις δεκα τρυπες ενα μετρο βαθος την καθε μια. Με το φτυαρι... και μου πεταξε το φτυαρι διπλα στα ποδια με ολη του τη δυναμη. Αν μου επεφτε στα δάχτυλα θα μου τα τσάκιζε σίγουρα.

Ενα "α" αγωνιας βγηκε απο την αδερφη μου που νόμιζε οτι το φτυαρι μου επεσε πανω στο ποδι. Τον κοιταξα κι εγω με θυμο χωρις να μιλαω. Η γιαγια ηρθε διπλα μου και επιασε το φτυαρι.

- "Δεν ακουσες τι ειπε ο πατερας σου; Αντε βγαλε τα ρουχα σου, φορα μια φορμα και ελα" Ειπε σε μια προσπαθει να αποφορτισει το κλιμα δινοντας μου και μια κρυφη τσιμπια στα πλευρά σα να ηθελε με τον τροπο της να μου πει να σκάσω.

- "Κουνησου" φωναξε ο θειος με τη βροντερη φωνη. Γυρισα και τον κοιταξα με οργη. Ειχα τοσο θυμο μεσα μου που μου εδινε μια δυναμη που ουτε καν υποψιαζομουν οτι διαθετω.

- "Ακουσα τι μου ειπε ο πατερας μου" του εκανα ξερα κοιτωντας τον στα μάτια με θράσος.

Ειδα τα ματια μου του πατέρα μου να σκοτεινιάζουν και ηξερα ότι ηθελε να με σκοτωσει εκεινη την ωρα. Η μητερα μου μου εκανε με το βλεμμα της απεγνωσμενα σινιαλα να σταματησω.

"Ωστε ακουσες τι σου ειπα ε;" ειπε γεματος ειρωνια.

Με πλησιασε, στάθηκε για λιγο μπροστα μου, με κοιταξε, τον κοιταξα και μου εδωσε μια αναστροφη τοσο δυνατη και ξαφνικη που μου εμεινε σημαδι στο μάγουλο για μερικες μερες.

Ολα τα παιδια κοιτουσαν διχως να μιλουν. Ετσουξαν τα ματια μου απο τον πονο αλλα δε μιλησα. Με ενοιαζε περισσοτερο που ολοι με κοιτουσαν και να ντροπιαστω δεν ηθελα. Τίναξα τα μαλλιά μου πίσω, ορθωσα το κεφάλι μου σα να μη με ενοιαζε τίποτα και εσφιξα με δύναμη τα δοντια μου.

- "Σηκωσε το φτυαρι" γρυλλισε ο πατερας μου"γιατι θα σε κρεμασω απο τη μουρια εδω μπροστα σε ολους".

-"Εγω δεν ειμαι ενας απο τους φαντάρους σου" του ειπα και ουτε καν σκεφτηκα πως του το ειπα αυτο, ο θυμος με ειχε κανει να μη σκεφτομαι τιποτα παρα μονο πως θα αντιδρασω και πως θα του ανταπαντησω στα ισια. Τον μισουσα εκεινη την ωρα.

Πηγε στη μουρια και εκοψε με μανια ενα μεγαλο κλαδι. Με μια κινηση το απογυμνωσε περα ως περα απο τα φυλλα του και ηρθε κοντα μου. Τον καρφωσα με το βλεμμα μου προκλητικα αταραχη και δεν κουνηθηκα ουτε ποντο πιο περα. Περιμενα να μου την φέρει και ειχα ετοιμαστει να πονεσω πολυ. Σηκωσε το χερι του με ορμη φοβερη. Στα σιγουρα θα μου ειχε σκισει το δερμα αν δεν του επιανε το χερι ο Αριστειδης "Αστηνε θειε" ουρλιαξε με ολη του τη δυναμη "αστηνε γιατι δεν ξερω κι εγω τι θα γινει"... Το προσωπο του ειχε γινει κατακοκκινο στην προσπαθεια του να σταματησει τον πατέρα μου απο το να μου ματωσει ολη την πλάτη. Και ο Αριστείδης τότε στα 14 του ήταν σαν αντρας σχηματισμένος, με μεγάλη δυναμη για την ηλικία του.

Ο πατέρας μου είχε μεινει με το χέρι μετέωρο στον αέρα, η μητέρα μου παρακολουθουσε αφωνη, ο πατέρας του Αριστειδη ειχε γινει εξαλλος με το γιο του και ο Αριστειδης αρπαξε αστραπιαια την κλάρα της μουριας και την έσπασε στα δυο τσακιζοντας την με το χερι του. Τα ματια του αστρα- φταν και ετρεξε διπλα μου περνώντας το ενα του χερι απο τους ωμους μου. "Εισαι παλικάρι ξαδέλφη" μου ψιθυρισε και με εσφιξε με μια κινηση συντροφικοτητας και υποστηριξης. Καλυτερη υποστηριξη δεν μπορουσα να περιμενω ειδικα απο καποιον που ολους τους περιφρονουσε, καποιον που τα υπολοιπα παιδια φοβομασταν για τις εκρήξεις του μα ενδομυχα τον ζηλευαμε.

Ο πατερας μου ειχε μεινει εκπληκτος με το μεγεθος της πρωτοφανους ανταρσιας, το ιδιο και οι υπολοιποι μεγαλοι. Μονο η γιαγια κοιτουσε αμιλητη χωρις την παραμικρη εκφραση στο προσωπο της. Ποιος ξερει τι ζυγιζε μεσα της εκεινη την ωρα και τι λογαριαζε. Φαινεται οτι διαισθανθηκε πως αυτος ο καυγας θα ηταν η απαρχή μεγαλυτερων φασαριων στο μελλον.

Το αποτελεσμα;Μας εκλεισαν στην αποθηκη για δυο μερες διχως καν φαι και νερο με θερμοκρασια Αυγουστιατικη εξω 36 βαθμων κελσιου!

Ποιος γονιος αντέχει να τα κανει αυτα στο παιδι του;

Οι αρβανιτες τετοια ομως κανουν στα παιδια τους, ετσι ειναι η συνηθεια απο αιωνες, συνηθεια να σκληραγωγεις το παιδι με οποιον τροπο μπορεις ακομη και δειχνοντας βαρβαρο κτηνος, συνηθεια που δε λεει να φύγει. Αλλά δεν ειναι μονο αυτο. Περισσοτερο ειναι θέμα επικρατησης. Ποιος θα επικρατησει και θα πιεσει τον αλλον. Αυτο ειναι όλο το "παιχνίδι".

Το σιχαινομουν αυτο τοτε, με εκανε εξω φρενων και υποσχομουν στον εαυτο μου οτι εγω ποτε τοσο αυστηρη γονιος δε θα γίνω αν κάνω παιδια.

Περάσαμε δυο ημέρες μεσα στο σκοταδι, με μονη συντροφια το φως μιας μικρης λαμπας πετρελαιου και λεγοντας ανεκδοτα για να γελαμε και κυριως για να ακουνε οι απ' εξω πως καλοπερναμε και καθολου δε μας πειραζει. Γελάγαμε ακομη και με τα γουργουρητα πεινας που εκαναν τα στομαχια μας, μονο και μονο για να τους σπάσουμε τα νευρα.

Σιγουρα μας ειχαν κλεισει και τους δυο μαζι επιτηδες για να μην τρελλαθουμε δυο μερες στο σκοταδι. Ειχαν μελετησει καλα την κατασταση.

Στο τελος της δευτερης μερας ο λαιμος μας ειχε στεγνωσει κι οταν μας εβγαλαν ειχαμε συννενοηθει να μην πιουμε νερο μεχρι να πεσουμε κατω απο διψα και να αναγκαστουν αυτοι να μας δωσουν. Εμεις αποφασισμενοι ημασταν νερο να μη ζητησουμε και ετσι και καναμε. Κι ηταν η πρωτη φορα που ακουσαμε τη γιαγια να λεει "αν παθουνε τιποτα τα παιδια, με τα χερια μου θα σας σκοτωσω".

Αλλα τον σκοπο μας τον πετυχαμε. Τη μαχη την ειχαμε κερδισει. Βλεποντας το πεισμα μας και την επιμονη μας και συνειδητοποιωντας οτι στο νοσοκομειο θα οδηγουμασταν απο αφυδατωση ηρθαν και με το ζορι σχεδον μας παρακαλεσαν να πιουμε νερο. Hταν η στίγμή της νίκης μας... Ο πατέρας μου περιμενε με αγωνια τη στιγμη που θα έβλεπε το νερο να κατεβαινει στο λαιμο μας.

Και βαζοντας το ποτηρι με λαχταρα στα χειλη μου, ρουφωντας αχορταγα το νερο τον ακουσα να λεει, ο ίδιος που πριν λιγο μας παρακαλουσε να πιουμε νερο "Θα σας πω εγω την αλλη φορα. Να ψοφησετε θα σας αφησω τομάρια..."

  • Γκέγκε ο νουκου γκέγκε = κατάλαβες ή δεν κατάλαβες;

Πλού-γή - 1999

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη