Τα δωμάτια του καλοκαιρινού σπιτιου - Στο πέραμα (Πλού-Γη)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο αρραβώνας με τον Νίκο εξομάλυνε και τις σχέσεις μου με τους δικούς μου που στο πρόσωπο ενός μελλοντικού καθηγητή πανεπιστημίου έβλεπαν τον ιδανικό γαμπρό με εξαίρεση τον τόπο καταγωγής του που τον θεωρούσαν μακρινό και ξένο προς εμάς.

O Νίκος μου έκανε όλα τα χατίρια, ό,τι και να του ζητούσα προθυμοποιούνταν αμέσως να το πραγματοποιήσει στο λεπτό.

Με γέμιζε δώρα, σταυρούς, δαχτυλίδια, βραχιόλια, παπούτσια, ρούχα, βιβλία, δίσκους, μικρά ταξίδια. Έφτανε να σταθούμε μπροστά σε μία βιτρίνα και να σχολιάσω θετικά κάτι. Μέσα σε λίγες ημέρες το έβλεπα τυλιγμένο σε συσκευασία δώρου να με προκαλεί να το ανοίξω.

"Και τον ουρανό με τα άστρα να μου ζητήσεις, θα στον φέρω" συνήθιζε να μου λέει στις εκρήξεις τρυφερότητάς του γεμίζοντάς μου τα χέρια φιλιά και κοιτάζοντάς με με αφύσικη λατρεία.

"Τώρα είναι σχεδόν άντρας μου" σκεφτόμουν. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι και η συμπεριφορά του αλλά και η δική μου που δεχόμουν τα πάντα και δεν έφερνα αντίρρηση σε τίποτα ήταν φυσιολογική.

Έλεγα ναι, όπου και να μου ζητούσε να πάμε, δεν εξέφραζα αντίθεση σε τίποτα σα να ήθελα να εκπαιδεύσω τον εαυτό μου να γίνει η τέλεια πειθήνια σύντροφος αλλά η αλήθεια ήταν ότι αδιαφορούσα. Δε με ενδιέφερε ούτε καν να φέρω αντίρρηση ακόμα και σε κάτι που δε μου άρεσε.

Ο ξάδερφός μου άρχιζε να γελάει μαζί μου, εκφράζοντας ανησυχίες για αυτήν την απότομη αλλαγή μου.

"Βρε ξαδερφάκι εσύ έγινες αρνάκι. Τι συμβαίνει; Τέτοια χαρίσματα έχουν οι Βορειοελλαδίτες; Θα σε πάρει επάνω κιόλας;"

"Δεν ξέρω Αριστείδη. Ας γίνει ό, τι θέλει."

"Περνάς καλά μαζί του; Τον αγαπάς; Αυτό έχει σημασία."

Κουνούσα καταφατικά το κεφάλι με μια αίσθηση δυσφορίας να μου καίει το στέρνο.

Ο Νίκος έκανε σχέδια για το γάμο χαρούμενος, εύθυμος. Με έπαιρνε μαζί του ακόμα και στις μικρές παραδόσεις του στο πανεπιστήμιο. Πήγαινα γιατί το ήθελε. Καθόμουν συνήθως στα πίσω έδρανα για να μην αποσπώ την προσοχή του" επικίνδυνα" όπως μου ψιθύριζε στο αυτί μετά το μάθημα τις ώρες που ξαπλώναμε στο μεγάλο κρεβάτι του με τα παχιά, βαθιά μαξιλάρια.


Ο έρωτας μαζί του μου ήταν κι αυτός σχεδόν αδιάφορος. Εκτελούσα κινήσεις μηχανικά, περισσότερο για να τον ευχαριστήσω παρά για οτιδήποτε άλλο. Δεν έκανα καμία προσπάθεια, παρόλα αυτά μετά από κάθε ερωτική συνεύρεση κατέληγε ξέπνοος να μουρμουρίζει πόσο τον διέγειρα και πόσο απολάμβανε κάθε λεπτό. Του έλεγα ψέματα για να τον κάνω να πιστέψει ότι αισθανόμουν ακριβώς το ίδιο. Δεν ήθελα να τον ανησυχήσω. Το μόνο που επιζητούσα από τη σχέση μας ήταν ησυχία, ηρεμία και τίποτα άλλο.
Ηρεμία αποχαυνωτική που θα άδειαζε το κεφάλι μου από σκέψεις...

Με καθησύχαζε όμως η σκέψη πως είχα στο πλάι μου έναν άνθρωπο γαλήνιο που δεν τον πείραζε τίποτα και που είχε μια βολική και κυρίως λογική λύση για όλα.

Ήταν κάτι που ο ανάστατος κόσμος μέσα μου χρειάζονταν πάνω απ’ όλα τότε.


Το Πάσχα εκείνης της χρονιάς μου ζήτησε να τον ακολουθήσω στην Καβάλα για να γνωρίσω όλους τους συγγενείς του. Μια τέτοια προοπτική μου προκάλεσε μια ακαθόριστη ανησυχία. Ένας διάχυτος εκνευρισμός με κατέλαβε μετά από αρκετό καιρό, κάνοντάς με να του αρνηθώ πεισματικά, λεγοντάς του πως το καλοκαίρι έφτανε και πως είχα όλον τον καιρό να συναντηθώ με τους δικούς του. Του ζήτησα να πάω μόνη μου για τελευταία φορά στις Μυκήνες να κάνω Πάσχα με τους δικούς μου ανθρώπους.

"Όσο και αν ακούγεται άβολο ή χαζό, σου το ζητώ σαν χάρη. Σε παρακαλώ. Άσε με λίγο μόνη στα δικά μου μέρη και το καλοκαίρι θα είμαστε συνέχεια μαζί στα δικά σου. Σε παρακαλώ"

Κι ήταν τόσο ένθερμα τα παρακάλια μου, τόσο πιστευτή η ανάγκη μου - γιατί ήταν πραγματική - που δέχτηκε να καθήσω ένα τριήμερο στις Μυκήνες και μετά να βρεθούμε μαζί σε ουδέτερο έδαφος για να συνεχίσουμε τις διακοπές. Κανονίσαμε να πάμε στην Ύδρα.

Όταν κατέβηκα με το λεωφορείο στις Μυκήνες έκανε αφόρητη ζέστη αν και τέλη Απριλίου. Το σώμα μου κολλούσε. Το πρώτο πράγμα που με υποδέχτηκε ήταν ένα τρομερό βουητό από τζιτζίκια που φώναζαν. Το καλοκαίρι ήταν λες και είχε έρθει πρώιμα.

Μέχρι να φτάσω στο σπίτι μου, με σταμάτησαν σχεδόν όλοι οι ντόπιοι για να με ρωτήσουν για τον αρραβώνα μου και τον επικείμενο γάμο μου. Οι περισσότεροι ήταν αντίθετοι μόνο και μόνο επειδή ο Νίκος ήταν από μακριά.

"Που θα πας εκεί πάνω παιδάκι μου; Που θα πας; Θα μαραζώσεις μόι λούλια*"

Η θεία μου σχεδόν μοιρολογούσε. Ματαίως προσπαθούσα να της εξηγήσω πως δεν επρόκειτο να εγκατασταθώ μόνιμα στην Καβάλα γιατί η δουλειά του Νίκου ήταν προς το παρόν στην Αθήνα.

"Ο πατέρας σου δε θέλει να ακούσει πουθενά για Καβάλα. Κοίτα κακομοίρα μου μη σε πάρει ο Νίκος και φύγετε για εκεί και σε χάσουμε"

"Ρε θεια, τι λες; Ακόμη και εκεί να πάω, δεν είναι στο εξωτερικό"

"Θα μαραζώσεις εκεί παιδάκι μου" επέμενε "Είναι αλλιώς οι άνθρωποι εκεί... "

"Ναι; Άκουσα ότι έχουν τρία μάτια και καθόλου μύτη"

"Ίδια η γιαγιά σου... Κορόιδευε εσύ, κορόιδευε... Η μητέρα σου θα πεθάνει από καημό αμά φύγεις... Μην κοιτάς που δε μιλάνε, ούτε και ο πατέρας σου, ούτε κι η μάνα σου... Έχουνε κεφάλι σαν εσένα... Και για να έχουμε και καλό ρώτημα τον αρραβωνιάρη γιατί δεν τον έφερες; "

"Ήθελα να κάτσω λίγο μόνη μου στο χωριό... Κακό είναι; "

Με κοίταζε με μισόκλειστα μάτια...

"Όχι και βέβαια όχι... Αφού ο αρραβωνιάρης το δέχτηκε... "

Και μετά άρχιζε η γκρίνια κι η μουρμουριστή δυσφορία.

"Ορίστε... Ξέρω εγώ τι λέω... Ποιος άντρας θα δεχόταν κάτι τέτοιο; Αμα είχες πάρει κανέναν από δώ θα σου έλεγα εγώ... Που πήγες και τον βρήκες... Πιο μακριά δεν μπορούσες... "

Για να μην την ακούω έπαιρνα τους δρόμους. Εξαφανιζόμουν από το σπίτι.
Μέσα σε δύο μέρες είχα δει όλους τους φίλους μου και όλα μου τα ξαδέρφια. Όλοι με ρωτούσαν για τον Νίκο εκφράζοντας την επιθυμία τους να τον γνωρίσουν.
’’Σύντομα, σύντομα" τους έλεγα για να αποφύγω περαιτέρω κουβέντες.

Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μετά την Ανάσταση και αφού τηλεφώνησα στον Νίκο, κάποια από τα ξαδέρφια μου με πήραν μαζί τους στο γλέντι που οργάνωνε ο πνευματικός σύλλογος σε ένα μεγάλο κέντρο των Μυκηνών.

"Έλα, θα σου λείπει ο Νίκος, έλα να ξεχαστείς λιγάκι"

Δεν τολμούσα να τους πω ότι δε μου έλειπε καθόλου.

Μπαίνοντας στο μαγαζί τον είδα στην απέναντι μεριά. Με κοίταξε το ιδιο ξαφνιασμένος, όπως κι εγώ. Ο Άρης.

Η καρδιά μου άρχισε να χοροπηδά σαν τρελή μέσα στο στήθος μου και οι σφυγμοί μου κάλπαζαν μανιασμένοι. Προσπάθησα να κυριαρχήσω στον εαυτό μου.

Χαιρετηθήκαμε τυπικά σαν δυο ξένοι από μακριά και πήγα στο τραπέζι μου. Δεν μπορούσα να αντισταθώ στο να ρίχνω κλεφτές ματιές και ειδικά όταν αντιλήφθηκα ότι κι εκείνος έκανε το ίδιο.

Κάποια στιγμή ήρθαμε κοντά. Μου έτεινε ευγενικά το χέρι του σε μία χειραψία.
"Συγχαρητήρια, έμαθα ότι αρραβωνιάστηκες"

Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και είπα ένα σταθερό "ευχαριστώ, να’σαι καλά... πως και από εδώ... Έχεις άδεια από τη δουλειά; Έμαθα πως δουλεύεις στον Παύλο"

Οι κουβέντες μας ήταν εντελώς τυπικές, αδιάφορες, για τη δουλειά του, για τη σχολή μου, για τη δική του...

Δεν ξαναμιλήσαμε όσο ήμασταν μέσα στην αίθουσα.

Το κόκκινο κρασί που έρρεε άφθονο, άρχισε
να με ζαλίζει, προκαλώντας μου έναν πολύ ελαφρύ πονοκέφαλο. Μία δυσφορία με πλημμύρισε.

Κατάλαβα πως έπρεπε να πάρω λίγο αέρα. Κατευθύνθηκα στη πίσω μεγάλη βεράντα οπου ήξερα ότι θα βρω ησυχία. Κλείνοντας την πόρτα πίσω μου είδα τον Άρη να κάθεται ακουμπισμένος στην κουπαστή, μέσα στο σκοτάδι, ρουφώντας, όπως πάντα λαίμαργα το τσιγάρο του.

"Ζέστη μέσα, έ;" του είπα μη βρίσκοντας τίποτα άλλο να πω.

Δίχως να μιλήσει πέταξε το τσιγάρο κάτω και με πλησίασε. Νοιώθοντάς τον κοντά μου σωματικά με έπιασε ένας ανυπόφορος εκνευρισμός και μια περίεργη έξαψη με έκανε να τρέμω.

Τα μαγουλά μου σφίχτηκαν σε μια προσπάθεια να κρατηθώ ακίνητη. Το πρόσωπό μου είχε γίνει μία ανέκφραστη πέτρα.

"Τον γουστάρεις τον τύπο που αρραβωνιάστηκες; Μόνο αυτό θέλω να ξέρω"

"Τι είναι αυτά που με ρωτάς; "

"Απάντησέ μου και ο καθένας θα πάρει το δρόμο του μετά"

"Δε σε αφορά νομίζω"

"Μια φορά γαμότο μου απάντησε σε αυτό που σου ρωτάω... Μίλα"

Το χέρι του με έπιασε σφιχτά από το πηγούνι.

"Λέγε"

Έβλεπα τα μάτια του να λάμπουν μέσα στο σκοτάδι.
Το πρόσωπό του υπέροχα όμορφο. Τα ζωγραφιστά του φρύδια, οι έντονες γωνίες του προσώπου του, η μυρωδιά των χειλιών του. Δεν ξέρω ποια παρόρμηση με έκανε να πέσω επάνω του φιλώντας λαίμαργα το στόμα του ούτε ποια παρόρμηση μας έκανε να το σκάσουμε μαζί εκείνο το βράδυ με τα πράγματά μας από τις Μυκήνες και να χαθούμε από προσώπου γης για δέκα ημέρες στα Γιάννενα. Εκεί βρεθήκαμε, εκεί σταματήσαμε μετά από ένα πολύωρο ταξίδι με τη μηχανή του μέσα στη νύχτα.

Πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ κάναμε έρωτα, βγαίναμε ελάχιστα από το δωμάτιό μας και δεν είχαμε πάρει τηλέφωνο πουθενά και σε κανέναν. Μόνο ένα σημείωμα άφησα στη φίλη μου τη Γιώτα, φεύγοντας...

Η ταυτόχρονη εξαφάνισή μας σήκωσε σκάνδαλο στο χωριό, τέτοιο που είχε να δει το μέρος από τότε που κάτι παρόμοιο είχε γίνει ανάμεσα στη γιαγιά μου και στον παππού μου.

Μόνο όσοι μας ήξεραν καλά κατάλαβαν τι δύναμη, ήταν αυτή που μας ένωνε και τι φωτιά ήταν αυτή που μας κατάκαιγε για χρόνια και μας καίει ακόμα.

Ο γυρισμός μας από τα Γιάννενα και η απόφασή μας να συγκατοικήσουμε αμέσως στην γκαρσονιέρα του στο Ναύπλιο ήταν κάτι που κανείς δεν το περίμενε. Οι Μυκήνες είχαν βρει θέμα συζήτησης για πολύ καιρό.

Στην επιστροφή μας μία τρομακτική καταιγίδα γεγονότων μας περίμενε...


  • μόι λούλια = λουλούδι μου


(Συνεχίζεται...)


* Τα κεφάλαια αυτού του βιβλίου γράφτηκαν από το 1988 ως το 1992. Κάποιες αλλαγές και προσθήκες έγιναν λίγο αργότερα.
Το βιβλίο αυτό έχει καθαρά ημερολογιακό χαρακτήρα και η συγγραφή του αποσκοπούσε στο να γίνει απλή καταγραφή γεγονότων σε κάποια μαθητικά και φοιτητικά τετράδια.
Αργότερα ήλθε η ιδέα έκδοσής του και για αυτό κι έχουν αλλαχτεί ονόματα και κάποιες λεπτομέρειες.

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη