Τα δωμάτια του καλοκαιρινού σπιτιου - Γεύσεις - Β' μέρος (Πλου-Γη)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ένα απόγευμα που είχαμε καθίσει στο γραφείο ως αργά για να βελτιώσουμε κάποιες σελίδες ο Νίκος ξαφνικά πέταξε πέρα τα χαρτιά.

"Βαρέθηκα! "

Πέρασε τα χέρια του μέσα από το μαλλιά του κι έγειρε πίσω. Έκλεισε τα μάτια του σα να ήθελε να χαλαρώσει.

"Εντάξει" του είπα "δε χρειάζεται να τα κάνουμε όλα τώρα. Μην αγχώνεσαι. Μπορούμε να συνεχίσουμε και αύριο. Αν θες μετά το μάθημα θα πεταχτώ εδώ"

Με κοίταξε χαμογελώντας.

"Οι σελίδες σου είναι πολύ καλές. Δεν κουράζομαι. "

Ξανάγειρε πίσω, κάνοντας πάλι τις ίδιες κινήσεις.

"Η ώρα όμως είναι ήδη έξι. Έχουμε εδώ από το μεσημέρι. Εσύ δεν κουράστηκες; "

"Λίγο" χαμογέλασα κι εγώ.

"Λίγο; "’ έκανε κοροϊδευτικά. Με κοίταξε επίμονα στα μάτια.

"Ναι, λίγο" ξαναπάντησα σε περιπαιχτικό τόνο κι εγώ. " Δεν κουράζομαι εύκολα. "

"Αυτό είναι χαρακτηριστικό των νευρικών ανθρώπων σαν εσένα. Έχουν πολύ ενέργεια μέσα τους ή κάτι άλλο που δεν ξέρουμε πώς να το πούμε και το λέμε ενέργεια. "

"Δεν ξέρουμε πώς να το πούμε; " απόρησα δήθεν.

"Χμ... μάλλον ξέρουμε... Είσαι λίγο νευρασθενής ή μου φαίνεται; " είπε κοροϊδευτικά γελώντας

Αντί για απάντηση του κλώτσησα τάχα νευριασμένα την καρέκλα που καθόταν.

"Αυτό ξαναπές το... " τον φοβέρισα γελώντας και εγώ "και θα δεις πραγματικά τι σημαίνει νευρασθενής"...

"Έλα σε πειράζω! "

Ο Νίκος όσο καιρό τον γνώριζα πάντα ανέλυε το καθετί. Ήταν πολύ καλός σε κάθε συζήτηση και είχε σπουδαίο μυαλό. Ήταν παρατηρητικός και εύστοχος σε ό, τι και να έλεγε. Είχα αναπτύξει πολύ γρήγορα εμπιστοσύνη στην κρίση του πράγμα δύσκολο για τη δική μου δυσπιστία. Οι ρυθμοί του σε όλα τα πράγματα ήταν αργοί εντελώς αντίθετοι με τους δικούς μου. Διόρθωνε αργά, μιλούσε αργά, περπατούσε αργά με βήματα μικρά, ακόμη και οι γουλιές που έπινε τον καφέ του ήταν κι αυτές αργές. Δε βιαζόταν για τίποτα. Ήρεμος και χαμογελαστός σε όλα και για όλα. Όταν του το είχα πει είχε γελάσει πολύ.

"Χριστέ μου, εσείς εδώ στα σίγουρα δε μασάτε τα λόγια σας! " έλεγε ανάμεσα στα γέλια του. Γελούσα κι εγώ μαζί του σχεδόν χωρίς να ξέρω γιατί. Ακόμη και το γέλιο του είχε μια γαλήνη που την ήθελα.

Ο Νίκος ήταν στα 28 του, βοηθός καθηγητή στη φιλοσοφική σχολή και υποψήφιος διδάκτορας. Πόλη καταγωγής κι ερχομού του η Καβάλα μια πόλη που εγώ τότε θεωρούσα ότι βρίσκεται στην άκρη της Ελλάδας πολύ μακριά από την καρδιά της, χωρίς όμως καν να την έχω γνωρίσει.

"Εσύ είσαι νότια κι εγώ βόρειος" έλεγε αστειευόμενος. "Για αυτό σου φαίνομαι αργός κι ήρεμος... Όμως είμαι απλά φυσιολογικός". Μου έκλεινε το μάτι.

"Εσείς εδώ είστε τρελοί για δέσιμο... Όλη μέρα στο τρέξιμο και στην ένταση... Και είστε και ανθρωποφάγοι συν τοις άλλοις... "

Με διασκέδαζαν τα όσα έλεγε. Μου άρεσε να τον ακούω γιατί ήταν, διαφορετικός. Μόνο και μόνο αυτή του η ήσυχη ιδιοσυγκρασία ήταν κάτι που με είλκυε. Δεν είχα συχνά την ευκαιρία να συναναστρέφομαι με ήσυχους ανθρώπους.

Σύντομα γίναμε φίλοι και αρχίσαμε να βγαίνουμε μαζί. Τα πρωινά πολύ συχνά πηγαίναμε μαζί στη σχολή, εγώ για τα μαθήματα κι εκείνος για τη δουλειά του. Τα μεσημέρια κατηφορίζαμε μαζί προς τα γραφεία του εκδοτικού οίκου ή προς το σπίτι του, όπου καθόμασταν με τις ώρες μπροστά από τον υπολογιστή του, είτε για να διορθώσουμε μαζί, είτε για να μου δείξει τι είχε μέχρι στιγμής γράψει στην έρευνα που έκανε για το διδακτορικό του για τη νεοελληνική ποίηση. Είχαμε ταιριάξει τις αντιλήψεις μας για το αστείο ή κοινώς είχαμε ακριβώς την ίδια αίσθηση χιούμορ. Γελούσαμε με τα ίδια πράγματα και γελούσαμε πολύ. Τα βράδια πάλι, βρισκόμασταν συνήθως για το θέατρο ή για φαγητό. Ήταν πολύ θεατρόφιλος. Πηγαίναμε σχεδόν μέρα παρά μέρα σε κάποιο θέατρο.

-"Το ’χεις προσέξει ότι όλη μέρα είμαστε μαζί; " τον ρώτησα μια μέρα.

-"Τα πάμε πολύ καλά μαζί, ε; "

-"Είσαι πολύ καλός" του απάντησα και του έσφιξα το χέρι. "Ο καλύτερος φίλος που είχα ποτέ"

-"Βλέπεις, τα αντίθετα έλκονται... Εσένα σου αρέσει η ηρεμία μου όπως λες και εμένα μου αρέσουν

άλλα πράγματα" μου είπε αφήνοντας μου το χέρι.

"Όπως; "

"Σσσττ" μου έκανε με το δάχτυλο... ’’Θα μας πετάξουν έξω από το θέατρο, αν συνεχίσουμε να μιλάμε... "

Σύντομα δεν περνούσα σχεδόν ούτε λεπτό δίχως το Νίκο και αυτός δίχως εμένα. Ακόμη και τις στιγμές που δεν ήμασταν μαζί με έπαιρνε τηλέφωνο στο σπίτι και μιλούσαμε.

"Πεινάω" μου είπε ένα βράδυ στο τηλέφωνο.

"Είσαι άτυχος" του απάντησα γελώντας "Αν ήσουν εδώ τώρα, όλο και κάτι θα σου έφτιαχνα"

"Α, περίφημα! " γέλασε "έχω ακούσει τόσα για την κουζίνα εδώ που είναι ευκαιρία να διαπιστώσω

αν είναι αλήθεια! Όντως πήζετε κάθε φαί στο σκόρδο και στο λάδι; "

Γέλασα δυνατά...

"Μάλλον... ξέχασες και τη ρίγανη... Έλα λοιπόν να το διαπιστώσεις... Τι θέλεις να σου φτιάξω; "

"Πες μου ένα φαγητό που να αρέσει στους άγριους αρβανίτες... Να νοιώσω κι εγώ λίγο άγριος... "

"Με τα υλικά που έχω εγώ τώρα εδώ μόνο πατάτες τηγανιτές μπορώ να σου φτιάξω"

" Τις θέλω όμως αλά αρβανίτα"

Γελάσαμε και οι δύο.

"Σύμφωνοι, σε περιμένω σε μισή ώρα"

"Όχι, όχι " διαφώνησε... "όχι σε μισή ώρα... τώρα θα ’ρθω... Και θέλω να μη φτιάξεις τίποτα πριν έρθω εγώ εκεί "

"Γιατί; " ρώτησα παραξενεμένη.

"Γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από μια όμορφη γυναίκα που μαγειρεύει"

Για δευτερόλεπτα δε μίλησε κανείς. Οι βασανιστικές μικρές αμήχανες σιωπές του τηλεφώνου που πάντα κρύβουν άλλα πράγματα... Νόμιζα ότι θα μπορούσε να ακούσει την καρδιά μου που ξαφνικά άρχισε να χτυπά γρήγορα.

"Έρχομαι"

Το τηλέφωνο έκλεισε. Τον περίμενα ταραγμένη και νευρική. Όταν ήρθε, πήγαμε μαζί στη μικρή κουζίνα.

"Θα σε βοηθήσω και εγώ" μου είπε.

"Για τις τηγανητές πατάτες; " τον ρώτησα έκπληκτη.

"Ναι για τις τηγανητές πατάτες"

Πήρε την ποδιά που είχα κρεμασμένη δίπλα από το ψυγείο. Με πλησίασε και ήρθε από πίσω μου. Πέρασε τα χέρια του μπροστά μου και μου τύλιξε την ποδιά γύρω από τη μέση μου, δενοντάς μου σφιχτά τα κορδόνια. Ένα ρίγος διαπέρασε όλο μου το σώμα κάνοντας με να ανατριχιάσω. Ανέπνευσα αργά τη στιγμή που μου σήκωσε τα μαλλιά με το χέρι του για να τακτοποιήσει την ποδιά και το πάνω μέρος της. Κινούνταν με το χαρακτηριστικό αργό τρόπο του.

"Τρέμεις" είπε...

Ένοιωσα τα χείλη του ζεστά πάνω στο πλάι του λαιμού μου. Ένα μικρό φιλί.

"Συνέχισε" μου ψιθύρισε και με έσπρωξε ελαφρά μπροστά αγγίζοντας τους γοφούς μου.

Άρχισα να κόβω και να καθαρίζω. Κάθησε απέναντι μου στο τραπέζι και με κοιτούσε. Τα μάτια του γεμάτα προσμονή.

"Μη με κοιτάς" του είπα.

"Γιατί; "

"Με κάνεις να νοιώθω νευρικότητα και δεν το μπορώ αυτό... "

Τα χείλη του μισάνοιξαν αλλά δεν απάντησε τίποτα. Συνέχισε μόνο να με κοιτάζει με τον ίδιο τρόπο. Όταν τελείωσα, σηκώθηκα και πήρα ένα μικρό τηγάνι από το ντουλάπι μου. Γύρισα και τον κοίταξα καθώς άνοιγα το μπουκάλι με το λάδι. Η μυρωδιά του πλημμύρισε τα ρουθούνια μου. Το μύρισα από το μπουκάλι, μια συνήθεια που πάντα είχα πριν ρίξω το λάδι στο μαγειρικό σκεύος.

"Είναι πολύ ωραίο λάδι" του είπα...

Σηκώθηκε και ήρθε δίπλα μου. Τα βλέφαρα του τρεμόπαιξαν νευρικά καθώς εισέπνευσε τη μυρωδιά του λαδιού. Τα σώμα μου μούδιασε όταν είδα το πόσο ευχαριστήθηκε την οσμή και το πόσο κόκκινα έγιναν τα μαγουλά του. Τον άφησα να ρίξει εκείνος το λάδι στο τηγάνι.

"Σταμάτα! " του έκανα με το χέρι... "φτάνει"

Μέσα σε μια πήλινη μικρή πιατελίτσα είχα ρίξει λίγο χοντρή ρίγανη. Άρχισα να βουτάω ένα ένα κομμάτι μέσα πασαλείβοντας το με ρίγανη.

"Τι κάνεις εκεί; " με ρώτησε με περιέργεια.

‘Βοήθα με"... Του έτεινα το πιάτο προς τη μεριά του και άρχισε κι αυτός να κάνει το ίδιο με μένα.

Βουτούσε κάθε πατάτα μέσα στο βουναλάκι με τη ρίγανη.

"Έτσι παίρνουν τη ξεχωριστή μυρωδιά που μας αρέσει... "

Παρατηρούσα τα χέρια του καθώς ανακάτευαν τη ρίγανη. Οι παλάμες του ήταν μεγάλες και το δέρμα του στο χρώμα του ξανθού μελιού. Τα χέρια του ήταν νευρικά γεμάτα φλέβες. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν ταμπούρλο όταν πήρα τα χέρια του μέσα στα δικά μου. Τα έφερα στο ύψος του προσώπου μου και μύρισα το εσωτερικό κάθε παλάμης του. Η μυρωδιά της φρεσκοτριμμένης ρίγανης μπήκε μέσα σε κάθε μου κύτταρο, θαρρείς και πλημμύρισε όλο μου το σώμα.

Με αγκάλιασε γύρω από τη μέση μου αλλά τον έσπρωξα. Ένοιωθα τόσο έντονα τον αντρικό πόθο, που ήθελα επίτηδες να τον παρατείνω για να τον απολαύσω ακόμη καλύτερα μετά από λίγο. Οι μυρωδιές της κουζίνας και τα κατσαρολικά ήταν λες και μας είχαν μεταμορφώσει... Και η παράταση αυτής της ατμόσφαιρας ήταν που θέριευε τη ζέστη μέσα μου.

"Περίμενε" του μουρμούρισα

Δεν απάντησε. Πήρε το μπουκάλι με το κόκκινο κρασί που είχε φέρει και μου έβαλε σε ένα ποτηράκι.

"Πιες" μου είπε σχεδόν επιτακτικά.

Ήπια σχεδόν μονορούφι το περιεχόμενο του ποτηριού και το ακούμπησα στο τραπέζι.

"Θα σου φτιάξω και μια σάλτσα που συνηθίζουμε"...

Άνοιξα το ψυγείο και πήρα ένα μικρό μπολ με γιαούρτι και ένα πιατάκι με άνηθο ψιλοκομμένο. Ανακάτεψα το γιαούρτι και τον άνηθο με τα δάχτυλα μου αργά, νοιώθοντας σχεδόν ευχαρίστηση από την επαφή μου με την πηχτή ουσία και την ευωδία που ανέδιδε η φρεσκάδα του κομμένου μυρωδικού.

"Ρίξε μου λάδι" του είπα... "Λίγο, με προσοχή"

Σήκωσε το μπουκάλι προσεχτικά και άρχισε να χύνει το λάδι αργά με προσοχή μέσα στο μίγμα του γιαουρτιού. Η θέα των λαδιού που χύνονταν σιγά σιγά από τα χέρια του μου προξένησε μεγάλη ταραχή. Έβαλε κι εκείνος τις παλάμες του μέσα στο μπολ και αρχίσαμε να ανακατεύουμε μαζί. Τα χέρια μας αγγίζονταν μεταξύ τους, κινούμενα αργά, σχεδόν ζυμώνοντας κάθε δευτερόλεπτο όλο και μεγαλύτερη προσμονή ανάμεσά μας. Ήθελα να φωνάξω. Με είχε πιάσει σχεδόν παραλήρημα.

Πόσο δυνατά διεγερτικές μπορούν να γίνουν οι μυρωδιές για τον ανθρώπινο εγκέφαλο, επιδρώντας άμεσα σε άγνωστα ίσως ερωτογενή κέντρα και πόσο έντονες συγκινήσεις μπορεί να προκαλέσει η σαρκική επαφή με κάποιες μαγειρικές ουσίες θυμίζοντας μας πόσο ζωώδεις έχουμε παραμείνει ακόμη στα βαθύτερα ένστικτα μας.

Και εκείνο το απόγευμα οι μυρωδιές του άνηθου, του λαχταριστού ελαιόλαδου της μοσχομυριστής τριμμένης ρίγανης και του μαύρου πιπεριού ήταν σα να έδωσαν την ώθηση που ο αργός Νίκος χρειάζονταν για να εκδηλώσει όλα τα κρυμμένα μέσα του αλλά και την ώθηση που εγώ η ίδια χρειαζόμουνα για να παραδεχτώ ότι ο Νίκος μου άρεσε, πράγμα που μέχρι εκείνη τη στιγμή έκανα πως δεν έβλεπα καθώς αδυνατούσα να αφήσω τον εαυτό μου να δεχτεί ότι μπορούσε να ερωτευτεί κάποιον τόσο "χλιαρό" άνθρωπο.

Σε λίγη ώρα βρεθήκαμε στο πάτωμα της κουζίνας με την μπουκάλα το κόκκινο νεμεάτικο κρασί να κουνιέται επικίνδυνα σε κάθε δυνατό χτύπημα του τραπεζιού.

Από εκείνο το απόγευμα ξεκίνησε η ερωτική μου σχέση με το Νίκο που έμελλε να εξελιχθεί σε μια σοβαρή σχέση σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, με το Νίκο να με πιέζει να πάμε στην Καβάλα να γνωρίσω τους δικούς του και να αρραβωνιαστούμε και εμένα να αρνούμαι πεισματικά οποιαδήποτε επισημοποίηση μεταξύ μας. Έφριττα στη σκέψη ότι θα γνώριζα τους γονείς του, ότι έκανε σχέδια να περάσουμε το καλοκαίρι στην Καβάλα, ότι έκανε σχέδια για γάμους και παιδιά και κυρίως έφριττα στη σκέψη ότι δε με άκουγε όταν του έλεγα "όλα στον καιρό τους, μη βιάζεσαι"...

Δεν άφηνα την Αθήνα για τίποτα, δεν άφηνα τη ζωή μου εκεί για κανέναν... Αν ήθελε ας άλλαζε ο Νίκος τα δικά του σχέδια, που ήταν μόνο δικά του και όχι δικά μου.

Και αυτά τα σχέδια αναπτύχθηκαν στο μόνο αγκάθι μεταξύ μας. Ένα αγκάθι που μεγάλωσε πολύ Και έπρεπε ή να κοπεί ή να τυλιχθεί με κάτι μαλακό για να μην κόβει... Και εγώ προτίμησα το δεύτερο. Δεν ήθελα να χάσω το Νίκο καθώς είχαμε ταιριάξει σε πολλά πράγματα αλλά από την άλλη δεν ήθελα να αλλάξω και τη ζωή μου με το δραστικό τρόπο που εκείνος επιθυμούσε.


Πλού-γη

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη