Στο φωταγωγό (Η Λουλουδού)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Ήταν μία από τις τελευταίες νύχτες του Ιουνίου, κι εγώ προσπαθούσα απελπισμένα να διαβάσω για ένα τελευταίο μάθημα που μου είχε μείνει. Η ζέστη όμως δεν με άφηνε. Είχα ανοίξει διάπλατα το παράθυρο στο μεγάλο φωταγωγό, αλλά το ελαφρό αεράκι που έμπαινε, περισσότερο με καλούσε να βγω από το σπίτι, παρά με δρόσιζε. Χώρια που, όπως όλοι είχαν ανοιχτά τα παράθυρά τους, άκουγες πολλών ειδών μουσικές, ομιλίες και θορύβους από το κάθε σπίτι.

Αχ, τι κρίμα, τις ωραιότερες βραδιές του χρόνου να τις περνάω κλεισμένη εδώ μέσα, σκέφτηκα. Πάνω στον ουρανό είχε εμφανιστεί ένα λαμπερό φεγγάρι, τόσο λαμπερό, που σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να συνεχίσω το διάβασμα μόνο με το φως του. Έσβησα την λάμπα μου, δήθεν για να δω αν μπορούσα να διαβάσω μόνο με το φως του φεγγαριού.

Κοίταξα προς τα πάνω, και παρατήρησα τις σκιές που έριχνε το φεγγάρι στους τοίχους. Μακάρι να μπορούσα να ρουφήξω όλη τη νύχτα μέσα μου, όλο αυτό το ζεστό αλλά και δροσερό καλοκαιρινό αεράκι, σκέφτηκα, και μετά το βλέμμα μου πλανήθηκε στα ανοιχτά παράθυρα του φωταγωγού. Όλοι είχαν ανοιχτά τα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες από τη ζέστη. Μια νοικοκυρά απέναντι βγήκε στο μπαλκόνι της για να απλώσει κάτι ρούχα.

Ζέστη, κυρά Δέσποινα, ακούστηκε μια άλλη γυναικεία φωνή από απέναντι. Ναι, αμάν πια, σκάσαμε, αποκρίθηκε η κυρά Δέσποινα απλώνοντας τα ρούχα της. Την ίδια στιγμή, μια τρίτη γυναίκα εμφανίστηκε στο παράθυρό της. Αχ, καλά τα λέτε, μακάρι να δρόσιζε λίγο, είπε στις άλλες δύο. Τι καλά να ήμασταν στην θάλασσα και να βλέπαμε την φεγγαράδα, είπε.

Μια τέταρτη γυναίκα εμφανίστηκε στο ανοιχτό παράθυρό της, και άρχισε και αυτή να μιλάει με τις άλλες, και σε λίγο και άλλη, και άλλη, μέχρι που σχεδόν όλα τα φωτισμένα παράθυρα είχαν και από μια γυναικεία σιλουέτα που μιλούσε φωναχτά. Λες και ήταν συνεννοημένες, σκέφτηκα, σαν χορός σε αρχαία τραγωδία, βγήκαν όλες μαζί και άρχισαν την συζήτησή τους. Λες και περίμεναν όλη μέρα αυτή την στιγμή μέσα στην ήσυχη, ζεστή βραδιά, για να κάνουν την εμφάνισή τους. Και από πάνω ένα ολοστρόγγυλο, ολόφωτο φεγγάρι να ρίχνει το φως του και τις σκιές του σε αυτή την αυθόρμητη παράσταση.

Μπορούσες μέσα από κάθε φωτεινό παράθυρο να δεις το κάθε σπίτι, και η οικοδέσποινα στο παράθυρο σου διηγότανε τις καθημερινές της έννοιες. Ένοιωσα ξαφνικά σαν να ανήκα και εγώ στο καθένα από εκείνα τα σπίτια, να είχα φάει το φαγητό που μαγείρεψαν πριν λίγο και να είχα δει μαζί τους την ταινία στην τηλεόραση. Ήταν σαν ο φωταγωγός να είχε γίνει μια οικογένεια και ένα σπίτι που γιόρταζε.

Κάθισα και άκουσα όσες περισσότερες συζητήσεις μπορούσα, έστω και αν το περιεχόμενό τους ήταν σχεδόν ίδιο. Δεν είχε σημασία. Δεν ήταν η κυρά Δέσποινα, η κυρά Μαρία, η κυρά Φρόσω που μιλούσε, αλλά όλη η γειτονιά, τα παράθυρά της, το καλοκαίρι και το φεγγάρι. Μέχρι και οι γάτες του φωταγωγού είχαν καταλάβει ότι κάτι συμβαίνει, και τριγυρνούσαν κι αυτές γύρω γύρω. Και το βιβλίο μου έπρεπε να περιμένει.

Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί ακίνητη, βλέποντας και ακούγοντας. Σιγά σιγά τα φώτα σβήσανε, οι σιλουέτες χάθηκαν από τα παράθυρα, και η οικογένεια του φωταγωγού μας πήγε για ύπνο. Μονάχα σε ένα παράθυρο είχε μείνει η κυρία Ευδοκία, στρουμπουλή και καλωσυνάτη. Αμέτρητα χρόνια τώρα χήρα και μαυροφορεμένη, τα έβγαζε πέρα με μια μικρή σύνταξη. Μονίμως είχε στα χέρια της ένα μαύρο πλέξιμο, που κανείς δεν ήξερε αν είναι το ίδιο ή διαφορετικό, και σιγομουρμούριζε ένα τραγούδι, που και γι αυτό δεν ξέραμε αν είναι το ίδιο ή άλλαζε...

Πες μου ένα παραμύθι, κυρά Ευδοκία, ακούστηκε ξαφνικά μια παιδική φωνή από το απέναντι μπαλκόνι. Βρε συ, ακόμα δεν κοιμήθηκες, τέτοια ώρα, δεν ντρέπεσαι, ζιζάνιο; το μάλωσε η κυρά Ευδοκία. Μόνο ένα μικρό παραμύθι, σε παρακαλώ και θα πάω αμέσως να κοιμηθώ, το υπόσχομαι, είπε το παιδί. Ας είναι, αλλά μετά θα πας να κοιμηθείς αμέσως, αλλιώς θα το πω στη μαμά σου, απάντησε συγκαταβατικά η κυρά Ευδοκία.

Ήταν, λοιπόν, μια φορά κι έναν καιρό, μια λυγερή και όμορφη αρχοντοπούλα, ξεκίνησε το παραμύθι της η κυρά, που έμενε σε ένα ψηλό παλάτι, με πολλά παράθυρα. Μπροστά στο παλάτι της είχε μεγάλους κήπους με γρήγορα άλογα. Κάθε φορά που το φεγγάρι ήταν ολοστρόγγυλο, μέσα σε κάθε παράθυρο του παλατιού γινόταν και μια μεγάλη γιορτή, όπου γλεντούσαν πολλοί σπουδαίοι βασιλιάδες. Αλλά η αρχοντοπούλα δεν ήθελε να γλεντήσει, μόνο καθότανε όλη μέρα στο παραθύρι της, και έπλεκε με μια κλωστή χρυσαφένια. O καλός της, ένα παλικάρι σαν το κυπαρίσσι, είχε φύγει στα ξένα, και αυτή τον περίμενε να γυρίσει, Και όλο έπλεκε στο παραθύρι της και περίμενε, τραγουδώντας. Και είχε μια πολύ γλυκιά φωνή η αρχοντοπούλα...

Το φεγγάρι, ο φωταγωγός και το παραμύθι της κυρά Ευδοκίας άρχισαν να γίνονται σιγά-σιγά όλο και πιο απόμακρα, ώσπου χάθηκαν...

Ξύπνησα την άλλη μέρα το πρωί ιδρωμένη από τον δυνατό ήλιο που με χτυπούσε, δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο και το ανοιχτό μου βιβλίο. Κοίταξα έξω, στον φωταγωγό, που στο φως της ημέρας έδειχνε βρώμικος και παραμελημένος. Στο παράθυρό της βρισκόταν κιόλας η κυρά Ευδοκία, πλέκοντας όχι με χρυσαφένια, αλλά με μαύρη κλωστή, και σιγομουρμούριζε όπως πάντα ένα από τα παλιά της τραγούδια.


24.2.97


Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη