Στο παγκάκι του σταθμού (Η Λουλουδού)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Ήταν ένα χειμωνιάτικο βράδι με ομίχλη. Πήγαινα προς το σταθμό και τα βήματά μου ακουγόταν υπόκωφα μέσα στην ησυχία. Όλα ήταν έρημα τριγύρω, και το κρύο έκανε την ησυχία ακόμη πιο έντονη. Σίγουρα η θερμοκρασία θα είναι αρκετά κάτω από το μηδέν, σκέφτηκα. Ευτυχώς που δεν φυσάει, αλλιώς θα ξεπάγιαζα.

Έφτασα στις γραμμές του σταθμού και κάθισα σε ένα παγκάκι. Το τραίνο ήθελε κάμποση ώρα για να 'ρθει, και μην έχοντας τι άλλο να κάνω, άρχισα να ξεφυλλίζω βαριεστημένα ένα περιοδικό που είχα μαζί μου.

Μέσα στην ησυχία ακούστηκαν βαριά βήματα που σέρνονταν στο έδαφος, μέχρι που κάποιος κάθισε στο παγκάκι που ήταν πλάτη με πλάτη με το δικό μου. Υπήρχε ανάμεσά μας ένα χώρισμα και δεν μπορούσα να δω χωρίς να σηκωθώ, όμως ήμουν σίγουρος ότι θα ήταν ένας γέρος, και μάλιστα μεγαλόσωμος.

Συνέχισα το ξεφύλλισμα του περιοδικού μου αδιάφορα, ώσπου ξαφνικά εκείνο το βογκητό με χτύπησε σαν ηλεκτροπληξία.

Ωωωωχ, έκανε ο γέρος, λες και ήθελε να βγάλει όλους τους καημούς της ζωής του με έναν αναστεναγμό.

Ξαφνικά οι αισθήσεις μου τεντώθηκαν και άρχισα να κοιτάω γύρω μου νευρικά. Μήπως ο γέρος δεν ήταν καλά; Μήπως λιποθύμησε; Μήπως έπρεπε να τον βοηθήσω;

Αμέσως όμως άκουσα την αναπνοή του μέσα στην ησυχία. Ανάπνεε βαριά, σαν να ήταν έτοιμος να κοιμηθεί. Τον μεθύστακα, σκέφτηκα. Εμ βέβαια, τέτοια ώρα στο σταθμό μόνο μεθυσμένους συναντάς, είπα μέσα μου, και γύρισα σελίδα.

- Γιαννάκη, θέλεις χυμό βερίκοκο ή πορτοκάλι; Ρώτησε ο γέρος με μια αργή, σχεδόν παρακαλεστή φωνή. Μπα, έχει και ένα παιδάκι μαζί του; αναρωτήθηκα. Σίγουρα θα πρέπει να είναι πολύ ήσυχο, γιατί δεν είχε ακουστεί καθόλου ως τώρα.

- Δεν ξέρεις τι νόστιμος που είναι ο χυμός Γιαννάκη, πιες, θα σου αρέσει, να, έλα. Η φωνή ακουγόταν τώρα ζεστή και τρυφερή. Μάλλον δεν είναι μεθυσμένος, σκέφτηκα. Ένας μεθυσμένος ποτέ δεν θα μιλούσε τόσο απαλά. O Γιαννάκης δεν απαντούσε, και ο γέρος σώπασε και αυτός για λίγο. Σε λιγάκι ξαναμίλησε:

Θα ξανάρθεις την άλλη Κυριακή, εντάξει; O παππούς θα σε πάει βόλτα στο πάρκο να δεις τα ζωάκια, και θα σου πάρει και ένα μεγάλο μπαλόνι. Και δεν θα το σπάσεις όπως σήμερα, έτσι; Θα το κρατήσεις να παίζεις και τις άλλες μέρες, καλά; Ωραίο, μεγάλο μπαλόνι, από τα γυαλιστερά με τα ωραία χρώματα.

Μεσολάβησαν μερικά λεπτά σιωπής. O παππούς συνέχισε:

- Και αν είσαι και καλό παιδί, ο παππούς θα σου πάρει και μια μεγάαααλη φρέσκια σοκολάτα με αμύγδαλα και το καινούργιο Μίκυ-Μάους, εντάξει;

Η φωνή του γέρου είχε τόση καλοσύνη και τόσο παράπονο, που απορούσα πώς ο Γιαννάκης δεν έβγαζε άχνα. Μέχρι που και σε μένα ερχόταν να απαντήσω στον γέρο. Αυτά τα παιδιά, άμα πεισμώσουν καμιά φορά, σκέφτηκα. Ακολούθησε ακόμα μια παύση.

- Γιαννάκη, τον αγαπάς τον παππού, έτσι δεν είναι; Γιατί και ο παππούς σε αγαπάει, και θα έρχεται πάντα να σε παίρνει να πηγαίνεις βόλτα, εντάξει;

Μου φάνηκε πως το τραίνο μου είχε αργήσει, και είπα να σηκωθώ να ξαναδώ αν η ώρα που το περίμενα ήταν σωστή. Σηκώθηκα αργά και ήσυχα, μη θέλοντας να διαταράξω την απόλυτη ησυχία που επικρατούσε. Σχεδόν αυτόματα γύρισα να δω τον γέρο που καθόταν τόση ώρα πίσω μου. Είδα ένα γκρίζο κεφάλι να είναι γερμένο προς τα εμπρός, και έναν λαιμό μαυρισμένο και σκαμμένο από τον ήλιο και τα χρόνια. Τα ρούχα του γέρου ήταν παλιά, λερωμένα και τριμμένα. Στο πλάι του μια πλαστική σακούλα, παλιά και ταλαιπωρημένη, με μερικά μήλα μέσα. O γέρος καθόταν στο παγκάκι, με το πρόσωπο βουτηγμένο στις παλάμες του. Γιαννάκης δεν υπήρχε.


4.2.97

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη