Σταγόνα στον ωκεανό (primera morena)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Κάποτε ήταν μια καλή, αλλά άσχημη κοπέλα. Επειδή ήταν άσχημη, φοβόταν πως αν της έδιναν σημασία, θα την κορόιδευαν. Γι’ αυτό κλείστηκε στον εαυτό της και άρχισε να ζει στις σκιές, για να μη τη δουν. Στο τέλος, μετά από αρκετή προσπάθεια, κατάφερε να σβήσει κάθε φλόγα από τη ζωή της και βολεύτηκε στο απόλυτο σκοτάδι.

Πέρασαν τα χρόνια και η κοπέλα μεγάλωσε, παντρεύτηκε και έγινε κυρία. Για να μην ξεχωρίζει τώρα έπρεπε να κάνει ένα παιδί. Όλοι οι άλλοι είχαν ένα παιδί. Το μόνο που ήθελε ήταν ένα παιδί.

Μια μέρα πήγε στο γιατρό. Ο γιατρός την κοίταξε πάνω από κάτι πρεσβυωπικά γυαλιά τη χτύπησε στον ώμο και είπε: "Κυρία μου, συγχαρητήρια! Θα γεννήσετε κοριτσάκι!". Η κυρία χάρηκε. Θα είχε ένα παιδί. Το παιδί θα ήταν κοριτσάκι.

Αργότερα, ήρθε η ώρα και η κυρία γέννησε. Ο γιατρός της είπε: "Κυρία μου, είστε μητέρα! Να σας ζήσει!".

Και τότε... Η κυρία γύρισε να δει το κοριτσάκι και έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Η νοσοκόμα κρατούσε μια σταγόνα. Ήταν ενα κοριτσάκι-σταγόνα. Η κυρία σκέφτηκε: "Τώρα θα με κοροϊδεύουν. "

Για να μην την κοροϊδεύουν έβαλε τη σταγόνα σ' ένα γυάλινο μπουκαλάκι και το είχε πάντα μαζί της. Αν έσπαζε το μπουκαλάκι τότε θα έβλεπαν τη σταγόνα. Τότε θα την κορόιδευαν.

Για να καθησυχάσει το κοριτσάκι-σταγόνα, ψιθύρισε στο γυάλινο μπουκαλάκι, στο αφτί της σταγόνας: "Αν ανοίξει το μπουκαλάκι, θα πέσεις και θα χαθείς. "

Πέρασε πολύς καιρός και το κοριτσάκι μεγάλωσε. Από το γυάλινο μπουκαλάκι έβλεπε έξω. Έβλεπε παιδάκια να παίζουν, αλλά δε μπορούσε να πάει. Μπορεί να έπεφτε. Τότε θα γέμιζε λάσπες και θα γινόταν μια βρώμικη σταγόνα.

Αλλά κάποτε η κυρία, από το φόβο οτι θα ανοίξει το μπουκάλι και θα φύγει το κοριτσάκι, το έσφιξε τόσο που το έσπασε. Η σταγόνα έπεσε έξω.

Πέφτοντας ένιωσε για πρώτη φορά το χώμα. Αγγίζοντας το απρόσμενα και ξαφνικά, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, αμέσως μετά την πτώση, πόνεσε. Πρόσεξε όμως πως δεν είχε γίνει βρώμικη! Είχε παραμείνει διάφανη πέρα ως πέρα, διαυγής...

Τότε κατάλαβε... Μέσα στο γυάλινο μπουκαλάκι, κλεισμένη στα έγκατα μιας ψυχρής καρδιάς, το κοριτσάκι είχε γίνει μια παγωμένη σταγόνα, ένα πολύγωνο κρυσταλλάκι. Γι' αυτό είχε πονέσει...

Κατάλαβε πως δε θα βρώμιζε. Ακολουθώντας το δικό της μοναδικό ποτάμι προς τη θάλασσα, όπου βρίσκονται όλες οι σταγόνες, θα έλιωνε. Θα έπαιρνε το σχήμα κάθε ρωγμής που θα περνούσε, ώστε αυτή να γίνει μέρος του εαυτού της και μόνο έτσι θα σταματούσε να είναι επιφανειακό αντικείμενο, πάγος.

Τα μάτια της κοίταξαν προς το γαλάζιο και είδε τον εαυτό της να ταξιδεύει σε κάθε καταιγίδα, υψωμένη ως την κορυφή του κάθε κύματος, για να πέσει πάλι κάτω ή για να ανεβεί ακόμα ψηλότερα καθώς το κύμα θα μεγάλωνε.

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη