Σκέψεις σε παρένθεση... (sandunga)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Είναι πρωί;

Μα αφού δεν έχω κοιμηθεί, δεν υπάρχει πρωί για μένα.

Είναι νύχτα βαθειά;

Ανοίγω την πόρτα και βγαίνω στο δρόμο (μ’ ακούει κανείς; )

Κατεβαίνω στην πλατεία. Να πάρω τσιγάρα; Έχω, μα θα πάρω γιατί θέλω σε κάποιον να μιλήσω.

- Καλημέρα, ένα Gauloises κόκκινο παρακαλώ (σας φαίνομαι δυστυχισμένη; )

- Ορίστε (βαριέμαι)

- Ευχαριστώ (μα πείτε μου σας φαίνομαι δυστυχισμένη; )

Βάζω τα τσιγάρα στο παλτό μου και συνεχίζω. Δεν κυκλοφορεί κανείς. Και ‘γω; Τι είμαι; Είμαι μερικά βήματα στην πρωινή Αργεντινή. Τι γυρεύω εδώ; Τι ήρθα να κάνω; Μα τι αφηρημένη που είμαι, ήρθα ν’ αγοράσω ένα bandoneòn. Θα ‘θελα να βρω χρωματιστό μα σίγουρα δεν θα υπάρχει (μ’ ακούει κανείς; )

Φτάνω μπροστά σε ένα μικρό καφενείο. Μπαίνω μέσα και μουρμουράω μια καλημέρα, αγέλαστη. Καλύτερα αγέλαστη παρά με ψεύτικο χαμόγελο έλεγε η γιαγιά που πουλούσε σταφίδες και δε γέλαγε ποτέ. Της είχε κλέψει κάποιος κάποτε το χαμόγελο σε κάποιο λόφο. Εξαφανίστηκε μαζί με αυτό (μ’ ακούει κανείς; )

Μα τι μ’ έπιασε και μιλάω για τη γιαγιά τώρα; Επιστρέφω, επιστρέφω.

Κάθομαι σε μια άβολη ψάθινη καρέκλα. Σκέφτομαι πως όταν θα σηκωθώ, θα ‘χουν μείνει σημάδια στα μπούτια μου. Μυρίζει ωραία εδώ μέσα. Κλάμα και βάσανα. Α! και βαρεμάρα. Μα και συνήθεια κι αγάπη. Με πλησιάζει ο σερβιτόρος

- Τι θα πάρετε; (τι κάνεις εδώ πρωί πρωί μόνη σου; )

- Ένα γαλλικό παρακαλώ (σας φαίνομαι δυστυχισμένη; )

- Σκέτο; (θα σου βάλω μουσική)

- Ναι (ωραία μάτια έχεις)

- Αμέσως (μ’ αρεσει που πιάνει βροχή)

Απομακρύνεται και σε πολύ λίγο ακούγεται μουσική. Ή μήπως είναι κλάμα;

Piazzola είναι, το αναγνωρίζω αμέσως. Επιστρέφει με τον καφέ μου.

- Ορίστε (σου αρέσει η μουσική; )

- Ευχαριστώ πολύ (πες μου εσύ τουλάχιστον, φαίνομαι δυστυχισμένη; )

- Στην υγειά σας (να χαμογελάς σου πάει)

- Να σας ρωτήσω κάτι; (όχι δεν θα ξαναρωτήσω αν φαίνομαι δυστυχισμένη)

- Ότι θέλετε (κι αυτό το λουλούδι στα μαλλιά σου πάει αν και είναι πολύ παλιό).

- Ξέρετε πού μπορώ να βρω ένα bandoneòn; (σου πάει η άσπρη ποδιά του καφετζή)

- Βεβαίως, μα τι θα το κάνετε αν επιτρέπεται; (είσαι παράξενη)

- Θέλω να το χαρίσω σε κάποιον (μήπως δε μου πάνε αυτά τα σκουλαρίκια; )

- Στην αγορά του Pepedos, πίσω από την οδό Gardel. Ζητήστε τον Pablo. Πείτε σας στέλνει ο Miguelino (πες μου κι εσύ τ’ όνομά σου).

- Σ’ ευχαριστώ πολύ Miguel (θα σου ‘λεγα και γω το δικό μου όνομα, μα δεν έχω πια)

- Τίποτα, σιγά το πράμα (δε μου το ‘πες)

Πίνω με τρείς γουλιές τον καφέ μου, τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίνω να καταλάβω τη γεύση του. Παραπονιέται η γλώσσα μου, της λέω σκάσε. Ο Piazzola ακόμη κλαίει. Σηκώνομαι, σκέφτομαι τα σημάδια που θα φαίνονται στα μπούτια μου από πίσω. Η σκέψη αυτή προσγειώνει ένα χαμόγελο στα χείλη μου. Ανοίγω την πόρτα να φύγω. Ο Miguel με κοιτάει, τον κοιτάζω κι εγώ (δε με άκουσες μα δεν πειράζει).

Βγαίνω πάλι στο δρόμο. Βρέχει αρκετά ίσως και πολύ, ίσως και υπερβολικά πολύ. Δεν αισθάνομαι πια. Νομίζω πως είναι τα δάκρυα που έκλεγε ο Piazzola τόσην ώρα και δε χωρούσαν μέσα στο καφενείο. Βαδίζω αργά ίσως και γρήγορα (μ’ ακούει κανείς; ) Στρίβω και μπαίνω στην αγορά Papedos. Το πρώτο πρόσωπο που αντικρίζω είναι μιας γυναίκας. Είναι μια όμορφη αργεντίνα. Κάθεται σε ένα σκαμπό. Έχει τα πιο θλιμμένα μάτια που χω δει (είναι πιο δυστυχισμένη από μένα; )

Δεν μπορώ να προσδιορίσω την ηλικία της. Όμως νομίζω είναι εξήντα επτά ακριβώς. Τη φαντάζομαι πριν σαράντα χρόνια. Εκθαμβωτικά όμορφη με γεμάτο σώμα και στήθος φωτιά και μ’ αυτό το ξυραφένιο πρόσωπο που δεν ποτέ δεν περνούσε απαρατήρητο. Μα τι μ’ έπιασε πάλι και μιλάω γι’ αυτήν τώρα; (μ’ ακούει κανείς; )

Με κοιτάει επίμονα, τόσο που νιώθω άβολα. Την προσπερνάει το σώμα μου το μυαλό μου όχι, ώσπου ακούω τη φωνή της.

- Εεε τσίκα! (εμάς ψάχνεις)

- Εγώ; (σας φαίνομαι δυστυχισμένη; )

- Ποιόν γυρεύεις; (μικρά μάτια έχεις)

- Τον Pablo (συγνώμη που δεν μπορώ να χαμογελάσω)

- Τι τον θες; (έχεις βραχεί)

- Θέλω ένα bandoneòn (σας φαίνομαι δυστυχισμένη; )

- Pablitooo σε ζητάνε!!! Είμαι η Isabela η γυναίκα του (δεν το περίμενες ε; )

Καταφέρνω να χαμογελάσω πολύ λίγο και για πολύ λίγο. Με κοιτάζει επίμονα σα να θέλει κάτι να μου πει. Φοβάμαι πως αυτό που θα μου πει θα με ξεβρακώσει. Αν μου πει έστω και μια κουβέντα θα με πάρουν τα κλάματα. Η άφιξη του Pablito με σώζει. Είναι ο πιο ζωντανός άνθρωπος που έχω συναντήσει, με μια κοιλιά που φανερώνει όλα εκείνα που χει ευχαριστηθεί. Θα ‘ταν καλός εραστής, σκέφτομαι. Κι όμως παρόλη τη ζωντάνια, έχει δανειστεί αρκετή από τη δυστυχία της γυναίκας του και την έχει βάλει πρόχειρα μέσα στα μάτια του. Την αγαπάει και φαίνεται. Μ’ αρέσει όταν φαίνεται η αγάπη (μ’ ακούει κανείς; )

- Ορίστε σενιορίτα (θα ‘σαι δε θα ‘σαι 25)

- Σενιορ Pablo με στέλνει ο Miguelino. Θέλω ένα bandoneòn (κι αυτή σας αγαπάει πολύ)

- Χρωματιστό; (μην κλάψεις)

Ανοίγω τα μάτια μου και τον κοιτάζω με απορία, θέλω να κλάψω μα κρατιέμαι. Περιμένω λίγο και απαντώ.

- Αν υπάρχει... ναι χρωματιστό θέλω (μα που το ξέρετε; )

- Όλα υπάρχουν σενιορίτα (θ’ αναρωτιέσαι που το ξέρω)

- Μπορώ να δω; (να ’χα ένα τσιγάρο)

- Κάθισε εδώ, επιστρέφω, θέλεις ένα κονιάκ; (μούσκεμα είσαι)

- Ναι ευχαριστώ (μη μ’ αφήνετε μόνη με τη γυναίκα σας, θα με κάνει να κλάψω)

Μου δίνει το κονιάκ και φεύγει. Κρυώνω (μ’ ακούει κανείς; ). Για λίγο δε μιλάμε.

- Είσαι δυστυχισμένη (πιο πολύ από μένα)

- Κουρασμένη είμαι (επιτέλους κάποιος απαντάει στην ερώτησή μου)

- Δυστυχισμένη είσαι τσίκα (πως το ξέρω ε; )

- Πώς το ξέρετε; (γιατί αργεί ο Pablo; )

- Βλέπεις τη δυστυχία στα δικά μου μάτια; (μη ντραπείς ν’ απαντήσεις)

- Ναι σενιόρα, τη βλέπω. Από την αρχή την είδα (όμως είστε τόσο όμορφη)

- Έτσι κι εγώ βλέπω τη δική σου (είσαι τόσο μικρή)

- Ίσως έχετε δίκιο (και τώρα; )

- Μονάχα που η δική σου είναι από έρωτα μπογιατισμένη (μην κλάψεις)

Ξαφνικά με πνίγουν τα δάκρυα, δεν μπορώ ν’ ανασάνω και βλακωδώς πέφτω στην αγκαλιά της σα να ‘πεφτα στην αγκαλιά της μάνας μου, (πού είσαι μανούλα; ). Με σφίγγει και με χαϊδεύει με στοργή στην πλάτη. Κλαίω χωρίς να μπορώ να σταματήσω. Κι όμως σταματώ τόσο απότομα όσο άρχισα. Έτσι κλαίνε τα δικά μου μάτια. Ζηλεύω κείνο το κλάμα που αρχίζει και τελειώνει απαλά που έρχεται σα φτερό και σα φτερό φεύγει. Το δικό μου δεν είναι έτσι, ποτέ δεν ήταν. Ο Pablo επιστρέφει. Με κοιτάει στα μάτια, προσπαθεί με το βλέμμα του να μου τα στεγνώσει. Κοιτάζει την Isabela κι ύστερα πάλι εμένα.

- Έλα να σου δείξω (έκλαψες)

- Ναι, ναι πάμε (έκλαψα ναι, όμως δε ζητάω συγνώμη)

Μου πιάνει το χέρι, με πηγαίνει παραμέσα. Με βάζει να καθίσω, μου δίνει ένα άλμπουμ. Είναι ανοιχτό σε μια σελίδα. Κάθε σελίδα έχει κι από ένα bandoneòn. Τα κοιτάζω.

- Αυτά τα δυό είναι (μη γυρίσεις σελίδα)

- Κόκκινο δεν έχει; (σας παρακαλώ πείτε μου ότι έχει)

Κοιτάζει για λίγο τη γυναίκα του και μου λέει.

- Όχι γλυκιά μου δεν έχει (μη γυρίσεις σελίδα)

Χαμηλώνω το κεφάλι και σχεδόν μηχανικά γυρίζω σελίδα. Βλέπω ένα καλοφτιαγμένο με όμορφες λεπτομέρειες κατακόκκινο bandoneòn. Αυτό θέλω σκέφτομαι και μου ‘ρχεται να κλάψω πάλι μα κρατιέμαι.

- Κι αυτό; (γιατί μου είπατε ψέματα; )

- Αυτό δεν υπάρχει μικρή μου (σου είπα μη γυρίσεις σελίδα)

- Το πουλήσατε; (πείτε μου σε ποιόν χωρίς να ρωτήσω)

- Ναι, το πούλησα (μη ρωτήσεις σε ποιόν)

- Πότε; (πείτε μου σε ποιόν)

- Πριν πολλά χρόνια (η μήπως ήταν χτες; )

Κοιτάζει την Isabela πάλι. Κάτι κρύβουν σκέφτομαι κι αποφασίζω να ρωτήσω.

- Σε ποιόν; (δε θα κλάψω)

- Μα πού να θυμάμαι κοριτσάκι μου, πάει πολύς καιρός σου είπα (ή μήπως ήταν χτες; )

Ξανακοιτάει την Isabela που τον κοιτάει αυστηρά.

- Πες της Pablito (έτσι κι αλλιώς πονάει)

- Πείτε μου σας παρακαλώ (όχι, όχι, όχι)

- Άκου τότε μικρή. Ήρθε κάποιος χτες από δω, τέτοια ώρα περίπου, φαινόταν να μην είχε κοιμηθεί καθόλου όλη νύχτα, ήταν κουρασμένος και πολύ δυστυχισμένος κι η δυστυχία του έμοιαζε με τη δικιά σου. Μου ζήτησε ένα κόκκινο bandoneòn. Μου ‘πε πως θέλει να το χαρίσει σε κείνη που αγαπάει και πως κάποτε της είχε τάξει πως θα κάνουν το ταξίδι αυτό μαζί, να της αγοράσει ένα κόκκινο bandoneòn. Ίσως και να του το ’χε τάξει εκείνη, δεν έχει σημασία, δε θυμάμαι. Κι ούτε θυμάμαι αν είπε γιατί ήρθε μόνος τελικά. Κι ούτε να ρώτησα θυμάμαι. Το πήρε κι έφυγε (μη ρωτήσεις τίποτα άλλο).

Για λίγο δε μίλησε κανείς.

- Πως ήταν; (μη μου πεις, μη μου πεις)

- Μετρίου αναστήματος (μην κλάψεις)

- Είχε όμορφα χέρια; (μη μου πεις, μη μου πεις)

- Δεν παρατήρησα κοριτσάκι μου (είχε όμορφα, ναι)

- Σας παρακαλώ θυμηθείτε (μη θυμηθείς, όχι)

- Μα στ’ αλήθεια δεν πρόσεξα. Μονάχα ένα tattoo στην παλάμη του είδα που κι αυτό δε φαινόταν καλά. Σα μια νεράιδα που κοιμόταν μου ‘μοιασε (εσύ ήσουν; )

Έμεινα πάλι σιωπηλή.

- Το μωβ θα πάρω τότε (θα τον βρω)

Σηκώθηκε σα να μην είχαμε τίποτα πριν, άνοιξε ένα ντουλαπάκι κι έβγαλε ένα κουτί, το ξεσκόνισε και μου το έδωσε.

- Ορίστε μικρή (μη ρωτήσεις πόσο κάνει)

- Πόσο κάνει; (μη μου το χαρίσετε)

- Δώρο, με διέκοψε σχεδόν η Isabela

- Όχι, όχι μη, σας παρακαλώ (το χαρίσατε και σε κείνον; )

- Φύγε μικρή, πήγαινε να τον βρεις, φύγε πριν μεγαλώσεις. Νομίζω ακόμη προφταίνεις.

Ο Pablo κούνησε το κεφάλι του σα να συμφωνούσε μαζί της. Το αρπάζω σχεδόν και βγαίνω στο δρόμο... Βρέχει ακόμη. Δε θυμάμαι μετά, δε θυμάμαι άλλο. Εδώ τελειώνει η σκέψη μου; Η ζωή μου; Η περιπλάνησή μου; Είμαι χαρούμενη, τρέχω να τον βρω. Σταματάω να κοιταχτώ σε μια βιτρίνα. Θέλω να’ μαι όμορφη όταν με δει. Μια γριά με μικρά θλιμμένα μάτια με κοιτάζει μέσα από τον καθρέφτη. Ανοίγω τα μάτια μου να δω καλύτερα, τα ανοίγει κι εκείνη. Μου πέφτει το bandoneòn από τα χέρια. Γίνεται χίλια κομμάτια.

- Δεν πρόλαβες, μου λέει

- Δεν πρόλαβα, της λέω... Δεν πρόλαβα... (μ’ ακούει κανείς; Δεν πρόλαβα)

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη