Ροντέν, ένα αχλαδάκι; (chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


“Έχω έτοιμο και το καταστατικό το οποίο πρέπει να υπογράψουμε όλοι, αλλά πρώτα θα σας το διαβάσω και για αυτό θα επιθυμούσα να γίνει λίγο ησυχία. “

Μα φυσικά, φυσικά! Ακούνε όλοι με ανυπομονησία. Οι οδηγίες είναι σαφείς. Πρόκειται για το σλάβικο τρόπο αδελφοποίησης. Θα χαράξουν όλοι με έναν μικρό σουγιά τη φλέβα τους και θα αφήσουν το αίμα να στάξει πηχτό και βαθυκόκκινο μέσα στο κρυστάλλινο ποτήρι. Ύστερα θα κόψουν το αχλάδι. Οι φέτες πρέπει να είναι μικρές και μετρημένες, σύμφωνες με το δικό τους αριθμό. Ούτε μία παραπάνω, ούτε παρακάτω.

Η ανάγνωση τελειώνει μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα θρησκευτικής σχεδόν κατάνυξης. Τα μάτια όλων είναι ορθάνοιχτα. Οι αισθήσεις σε εγρήγορση από την συγκίνηση που κυλάει και τσουλάει και ξανακυλάει ασυγκράτητη μες στο αίμα τους, στο αίμα αυτό που σε λίγο θα σκίσει το δέρμα τους.

Στα γρήγορα βρίσκουν ένα ποτήρι, προσέχουν βεβαίως να είναι κρυστάλλινο όπως ακριβώς λέει το καταστατικό. Ο μικρός σουγιάς περνάει από χέρι σε χέρι και ένας ένας κάνει ένα ελάχιστο κόψιμο κατά πλάτος του καρπού. Πονάνε μα είναι αδιανόητο να το δείξουν ο ένας στον άλλον. Αν είναι δυνατόν! Δεν ξεχνάνε την αντροσύνη τους ακόμη και σε αυτήν την οδυνηρή για αυτούς στιγμή. Σφίγγουν τα χείλη, σφίγγουν τα μάτια, τα δόντια, σφίγγει τέλος πάντων ό, τι έχει πιο εύχρηστο ο καθένας και οι σταγόνες αίματος αρχίζουν σιγά σιγά να κυλάνε στα bacarrat τοιχώματα του ποτηριού. Μαγεμένοι παρακολουθούν την αργή ροή του. Μέσα στη σιωπή, την απόλυτη σιωπή τους. Η σιωπή είναι ιερή και τα λοιπά και τα λοιπά.

Να κόψουμε και το αχλαδάκι, φωνάζει ένας από αυτούς, μα οι βλοσυρές ματιές που εισπράττει τον παγώνουν στη θέση του, έχει μείνει σαν ξαφνιασμένο άγαλμα με ένα ξερό χαμόγελο στα χείλη του. Αχλαδάκι! Αχλαδάκι!! (ψιθυριστά τώρα... αχλαδάκι...)... Φρίκη, αίσχος δηλαδή. Οι υπόλοιποι κοιτιούνται μεταξύ τους, αναριγούν από την ντροπή... αχλαδάκι, λες και είναι τίποτα θηλυκωτοί... Σε άλλη περίσταση η λέξη “αχλαδάκι” θα είχε προκαλέσει τη γενική θυμηδία και φυσικά ο Αχλαδάκης θα είχε μπει στο στόχαστρο της παρεΐστικης αντρικής κοροϊδίας. Μα τώρα, τώρα... με εκείνο το καταστατικό στα χέρια... Με τον όρκο που είχαν δώσει πριν... Με την επισημοποίηση που ετοιμάζονταν να δώσουν από λεπτό σε λεπτό. Τελικά μόνο για γέλια δεν ήταν. Παρόλο που οπωσδήποτε – αυτό δεν το συζητάμε καν! – επρόκειτο για ένα πολύ σοβαρό γλωσσικό ολίσθημα, ανεπίτρεπτο για μια παρέα γεμάτη αρρενώποτητα, για αδελφούς –αντρικούς αδελφούς για να εξηγήσουμε τι εννοούμε, σε καμία περίπτωση ΔΕΝ εννοούμε τίποτα γυναικείους αδελφούς- παρολαυτά λοιπόν το αίμα του Αχλαδάκη είχε ήδη στάξει στο ποτήρι. Σαφώς και μπορεί να του ξέφυγε, σαφώς και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, σαφώς μπορεί και να υπάρχει περίπτωση χρησιμοποιώντας το ήδη ανακατεμένο αίμα να κολλήσουν και οι υπόλοιποι και να γίνουν τίποτα Αχλαδάκηδες.

“Ο Θεός βοηθός” σκέφτηκαν οι περισσότεροι κρατώντας ο καθένας τη δική του φέτα αχλαδιού. Το ποτήρι έκανε το γύρο του τραπεζιού από χέρι σε χέρι ξανά. Αυτή τη φορά ο καθένας βουτούσε τη φέτα του μέσα στο μπερδεμένο αίμα και κατόπιν την έτρωγε με περισσή αποφασιστικότητα και αντρειοσύνη. Χρατς, χρουτς ακούγονταν το αχλάδι να τσακίζει κάτω από τα γερά δόντια τους και να γίνεται πολτός, ένας πολτός ανακατεμένος με το ίδιο τους το αίμα. Το αίμα των πιο αρρενωπών λογοτεχνών – ο θεός βοηθός ξανά για τους πιθανούς αχλαδάκηδες- αυτών που τα ποιήματά τους, που τα διηγήματά τους, τα μυθιστορήματά τους ήταν γεμάτα αντρικές αξίες και υπερβολική, τρομερή αντρική δύναμη. Όπως ακριβώς είναι η αντρική δύναμη. Υπερβολική και τρομερή.

“Αδελφέ” μουρμούριζαν συγκινημένοι ο ένας στον άλλον, πέφτοντας στις αντρικές αγκάλες, αγκαλιασμένοι όπως μόνο οι άντρες συμπολεμιστές ξέρουν να κάνουν. Τα στήθη τους φούσκωναν με μια ιαχή αντρειοσύνης που πολύ θα ήθελε να ξεσπάσει, ε... ναι και τελικά ξέσπασε. Το σπίτι σείστηκε από την αντροσύνη των βροντερών φωνών. Τώρα ήταν πια και επίσημο. Μπορούσαν χωρίς προσχήματα να αποκαλούνται μεταξύ τους «αδελφέ» με τη στιβαρότητα που μόνο ένας άντρας μπορεί να μιλήσει σε έναν άλλον άντρα τον οποίο θεωρεί –και αυτό είναι το σπουδαίο- ομοΐδεάτη και συναγωνιστή. Ο κοινός τους αγώνας, η κοινή τους ιδέα ήταν ο, τι πιο μεγαλειώδες υπάρχει στην οικουμένη όλη... Ποια οικουμένη; Στο σύμπαν, σκέφτονταν και σχεδόν δάκρυζαν, προσπαθώντας να χωνέψουν στο στόμα τους τη στυφή γεύση του αίματος. Να κρατήσουν τη λογοτεχνία στο υψηλότερο αντρικό επίπεδο που μπορούσε να ανέβει και να κρατηθεί εκεί.

Μια λογοτεχνία που θα προάγει μόνο καθαρά αρσενικές ιδέες, όπως σπαθιά και σπαθοσύνες, στιβαρά μπράτσα που διπλώνονται για να στηρίξουν ένα αντρικό σκεπτόμενο κεφάλι που σκέπτεται φιλοσοφώντας, ακριβώς όπως ο σκεπτόμενος άντρας του Ροντέν, πύρινους δρόμους, άρματα και αρματωμένους, αφεντάδες και όχι εργοδότες, ιδρώτες, μαχαίρια και όλες εκείνες τις παλιές λέξεις και νοήματα που μόνο μια γνήσια λογοτεχνία ξέρει να χρησιμοποιεί πια. Και η γνήσια λογοτεχνία είναι κτήμα και αίμα αυτών που γνωρίζουν πώς να πολεμούν, αυτών που με ξάστερο βλέμμα –να ορίστε μια άλλη καθαρή, αγνή, διυλισμένη, αντρική λέξη... ξάστερος, ξαστεροσύνη, ξαστεριά, όλα αυτές οι λέξεις ήταν απείρως συγκινητικές τελικά-, αυτών που όταν κουρασμένοι γυρίζουν από τη μάχη, μπορούν κοιτώντας βαθιά στα μάτια το φίλο και συμπολεμιστή τους στον πόλεμο της ποίησης, της λογοτεχνίας, στον κόσμο του λευκού χαρτιού, στον κόσμο της γοργόφτερης πένας, να τον αποκαλέσουν “αδελφέ “... Να πουν αυτή τη λέξη... Μα βέβαια πρόκειται για λέξη με μαγικές ιδιότητες, κοιτάχτε την, ακούστε την, πείτε την, προφερετέ την, ελάτε, μια φορίτσα, πείτε την στρογγυλεύοντας τα χείλη σας, πείτε με αποφασιστίκοτητα «αδελφέ», αισθανθείτε την πλούσια υφή των γραμμάτων, το λείο ακατέργαστο δέρμα της στιλπνής προφοράς της, τα κρυφά και μυστικά ρίγη που προκαλεί πάνω ακριβώς από την ηβική σας σύμφυση. (κύριε Ροντέν, ένα αχλαδάκι; ) Νομίζετε πως είναι να τους ζηλεύει κάποιος αυτούς τους αδελφούς λογοτέχνες; Σαφώς και πιθανόν, και οπωσδήποτε και ποιος ξέρει, μπορεί και ίσως να έχετε δίκιο... Εξάλλου τι ψάχνουν όλοι οι άνθρωποι; Ένα νόημα... Ετσι δεν είναι; Μια κατεύθυνση. Έναν πυρσό που θα τους οδηγεί σα μαγικό χέρι μέσα στα σκοτάδια των ανθρώπινων καταβάσεων και αναβάσεων. Τυχεροί όσοι τον βρίσκουν, τούτο ακριβώς δε σκέφτεστε; (τούτο... μια άλλη λέξη γεμάτη λογοτεχνική αντροσύνη). Αναβάσεις, καταβάσεις... Κάνουμε κουραστικά πράγματα εμείς οι άνθρωποι, ένας πυρσός θα ήταν τουλάχιστον χρήσιμος ακόμη και αν δε θέλουμε να πούμε πως θα μας ήταν απαραίτητος. Ένα είναι σίγουρο όμως. Πως οι ΑΔΕΛΟΓΓΕΜΑΝ δεν επρόκειτο ποτέ να βουτήξουν στα σκοτάδια και φυσικά δεν επρόκειτο ποτέ να γευτούν ένα κολύμπι στο βαθύ άγνωστο σκοτάδι, με το μαύρο νερό να τους κυκλώνει απειλητικά τη μέση, να σκάει ζεστό και άγνωστο πάνω στο γυμνό στήθος τους, να τους ψιθυρίζει στο αυτί πως μπορεί από λεπτό σε λεπτό να τους καταπιεί στα πιο μεγάλα βάθη του ή αν έχει κέφια να τους ξεβράσει εκτοξεύοντάς τους σαν ενοχλητικά κουκούτσια προς το πιο άπλετο φως. Τυχεροί ΑΔΕΛΟΓΓΕΜΑΝ. Κρατώντας αυτό το καταστατικό στα χέρια τους, έχοντας ξεσκίσει τους καρπούς τους, ανακατεύοντας το αίμα τους, κόβοντας το αχλάδι, βουτώντας το μέσα στο ποτήρι, μασώντας το με έμπνευση, ατενίζοντας με αδελφική πια ματιά τους άντρες φίλους τους, αδελφοποιητούς πια, είχαν κατορθώσει να βγουν από αυτά τα σκοτάδια.

Τραγουδώντας ένα κατάλληλο για την περίσταση τραγούδι, είχαν ξεχυθεί όλοι έξω από το σπίτι, αγκαλιασμένοι και τρέχοντας σχεδόν κατευθύνονταν πάλι προς τη λέσχη τους. Μόνο που αυτή τη φορά η λέσχη θα αποκτούσε ένα νέο νόημα. Κανείς δεν θα ήξερε το τι σχέση ακριβώς ένωνε αυτούς τους άντρες λογοτέχνες. Θα άφηναν όλους τους υπόλοιπους των ΥΠΑΠΑΛΟ μονάχα να υποπτεύονται ένα μυστηριώδες, ακαθόριστο μεγαλείο να στεφανώνει σαν σεμνή δόξα τα αντρικά αυτά κεφάλια. Moνάχα οι ίδιοι θα γνώριζαν πως στέκονται πιο ψηλά από όλους...


(Συνέχεια του όρθιου λογοτέχνη)

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη