Πλανεύω με απόλαυση - 6ο μέρος (chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


www.reginarosasamat.blogspot.com


Αρχείο:Http://photos1.blogger.com/blogger/845/1772/320/profile.jpg

... [...]... Σήμερα ξύπνησα με μια περίεργη αίσθηση ευεξίας. Έκανα γρήγορα όλες τις δουλειές που έπρεπε να κάνω και στο δρόμο αποφάσισα να περάσω από το βιβλιοπωλείο ενός φίλου μου.

Τον βρήκα σκυφτό να διαβάζει κάποιο βιβλίο πίσω από το ταμείο. Φορούσε γυαλιά πρεσβυωπίας αλλά παρόλα αυτά κρατούσε το βιβλίο πολύ μακριά από τα μάτια του. Είχα πολύ καιρό να τον επισκεφτώ και η έκπληξή του ήταν μεγάλη. Επέμενε να του κάνω παρέα για πολύ ώρα και πραγματικά το έκανα. Δεν είχα ιδιαίτερη διάθεση να κάνω κάτι άλλο συγκεκριμένο, ούτως ή άλλως και έτσι έμεινα εκεί ως το μεσημέρι. Γύρισα στο σπίτι μάλλον αργά και έξω από το καθημερινό μου πρόγραμμα. Έβαλα κάτι να φάω στα γρήγορα και το μυαλό μου γύριζε στο φίλο μου. Ένας πενηντάρης ψηλός άντρας που δεν είχε παντρευτεί ποτέ του και απ’ όταν τον θυμάμαι ασχολούνταν με ορειβασίες, φυσιολατρικές δραστηριότητες, πεζοπορίες σε μονοπάτια και τέτοια πράγματα. Το παρουσιαστικό του έδειχνε πως καταγίνονταν με αυτά. Μονίμως ήταν ντυμένος λες και κλείνοντας το μαγαζί του θα πήγαινε κατευθείαν για ανάβαση σε κάποιο βουνό ή για περπάτημα σε κάποιο κακοτράχαλο δρόμο χωμένο στα δάση και στις ρεματιές. Είχα συχνά την αίσθηση ότι χτυπώντας τα χέρια του μεταξύ τους ή κάποιο από αυτά πάνω στο έπιπλο του ταμείου του, θα σηκώνονταν ένα σύννεφο σκόνης, από αυτή τη σκόνη που κουβαλούσε μαζί του όταν πήγαινε για τις αθλητικονατουραλιστικές του αυτές δραστηριότητες. Ήταν αστεία αυτή μου η πεποίθηση-φυσικά κι ήταν αστεία, ποιος άνθρωπος βγάζει σκόνη όταν χτυπά μεταξύ τους τα χέρια του; -αλλά παρόλα αυτά ήταν τόσο έντονα ριζωμένη μέσα μου που σχεδόν απογοητευόμουν που δεν μπορούσα να δω αυτό το ζωηρό συννεφάκι σκόνης να πετάγεται ξαφνικά στον αέρα σαν τη μαγική σκόνη ενός μάγου.

Του άρεσαν πολύ οι γυναίκες. Με το που έμπαινε μία πελάτισσα μέσα η φωνή του λιγώνονταν και όλο του το παρουσιαστικό άλλαζε όψη. Προσπαθούσε να δείχνει ευγενικός και εξυπηρετικός μα καταλάβαινα την έξαψή του, τον ήξερα καλά. Ήξερα ότι έριχνε κλεφτές ματιές στο στήθος της, ακόμη πιο κλεφτές ματιές στον πισινό της και πως από το πρόσωπο επικεντρώνοταν με ηδονική λαχτάρα, στα χείλη της. Συχνά μου έλεγε για το πόσες γυναίκες είχε ανεβάσει στο πατάρι του βιβλιοπωλείου, κλειδώνοντας μάλιστα ακόμα και σε ώρα αιχμής την πόρτα του, για να μπορέσει να απολαύσει μαζί της κάποιες γρήγορα περαστικές ερωτικές στιγμές. Θυμόταν κιόλας και το πώς έτρεμε η καθεμιά από αυτές την ώρα του έρωτα ακόμη και το πώς ακριβώς ξεφυσούσε την ώρα του οργασμού ή το πόσο ζεστή ήταν εσωτερικά. Του άρεσε να μου διηγείται πικάντικες λεπτομέρειες, με μάτια που άναβαν σαν μικρά ζωηρά φαναράκια από αυτά που στολίζουν τις σκοτεινές γωνιές στα αλσύλλια. Φεύγοντας κάποια γυναίκα, έκλεινε πονηρά το μάτι του και μου την έδειχνε ανασηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι, σήμα πως έπρεπε να την προσέξω καλύτερα, αν δεν το είχα κιόλας κάνει.

“Τη βλέπεις αυτή; Είναι τόσο ζεστή που θα μπορούσα να μείνω μέσα της για πάντα. Παντρεμένη με έναν καθηγητή στο λύκειο”

“Αυτή την είδες; Στο σκαμπό... “ και μου έκλεινε το μάτι θέλοντας να μου τονίσει πως την “πήρε” πάνω στο σκαμπό που είχε πάνω στο πατάρι.

Δεν μπορούσε να ζήσει, δεν μπορούσε σχεδόν να αναπνεύσει αν δεν μιλούσε για γυναίκες.

Τώρα τα είχε μπλέξει με μια αρκετά μικρότερή του. Είχε δηλαδή, απ’ ότι μου είπε, κανονική σχέση μαζί της και την περισσότερη ώρα που κάθισα εκεί μου έδειξε φωτογραφίες της. Η Κρίστα όρθια έξω από την πόρτα του βιβλιοπωλείου, η Κρίστα στο εστιατόριο μαζί του-μα κοίτα την δεν είναι θαύμα; -, η Κρίστα με τη μπλούζα που της πήρε δώρο – θαύμα δεν της πάει το χρώμα; -, η Κρίστα στην αγκαλιά του στο θέατρο. Ήταν φανερό για μένα πως ήταν τσιμπημένος και του το είπα. Αντέδρασε σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα, έτσι ακριβώς. Τα μάτια του γουρλώσανε και το πρόσωπο του πήρε την έκφραση του ανθρώπου που ακούει κάτι εξαιρετικά παράλογο, αλλά δεν μπορούσε να με πείσει, γιατί φαινόταν ότι προσπαθούσε κυρίως να πείσει τον ίδιο του τον εαυτό. Αναρωτήθηκα γιατί να γινόμαστε τόσο αστείοι όταν ερωτευόμαστε. Υπήρξα κι εγώ το ίδιο αστείος και πολύ πιθανόν να είμαι ακόμη αστείος, γελοίος, γιατί όχι; Όλα αυτά που κουβαλά μαζί του ο έρωτας, που δεν ξέρω αν είναι έρωτας προς μία γυναίκα ή έρωτας προς τον ίδιο τον εαυτό μου του οποίου τις ανάγκες και όλους τους εγωισμούς αντανακλώ πάνω στο άλλο πρόσωπο-το ερωτεύσιμο υποτίθεται-, είναι τόσο μπερδεμένα, τόσο δραματικά δοσμένα και ιδωμένα κάποιες φορές, που δεν ξεχωρίζω αν πραγματικά τα νοιώθω ή αν λατρεύω να προσποιούμαι εξασκώντας ασυναίσθητα την καλά κρυμμένη θεατρική μου φύση.

Στο πανεπιστήμιο παρατηρώ μερικές φορές τις φοιτήτριες, τα πρόσωπα τους κυρίως την ώρα της παράδοσης. Συνηθίζω να διακρίνω αμέσως τις πιο όμορφες και αποφεύγω να τις κοιτώ πολλές φορές όταν μιλώ. Ένα όμορφο γυναικείο πρόσωπο με αποσυντονίζει όταν γνωρίζω πως επικεντρώνει την προσοχή του επάνω μου. Κοιτάζω λοιπόν περισσότερο τις πιο ασχημούλες ή τα αγόρια φοιτητές για να μην αποσπάται η προσοχή μου. Μου αρέσουν οι όμορφες γυναίκες όπως αρέσουν σε όλους τους άντρες. Όταν η Μιναλού κάθισε στην πρώτη σειρά καθισμάτων, απέναντι μου, πρόσεξα φυσικά πως ήταν ιδιαίτερα ελκυστική, αποτύπωσα αμέσως μέσα μου το λευκό δέρμα του προσώπου, τα καλοσχηματισμένα χείλη που έσμιξαν με αποδοκιμασία όταν αρνήθηκα να απαντήσω στην ερώτησή της, το περιποιημένο ντύσιμό της, το ότι ήταν ωραία μακιγιαρισμένη, το πόσο ωραία ήταν τα χέρια της, το πόσο επιθυμητά φούσκωνε κάτω από το επίτηδες στενό πουκάμισο, το στήθος της, μα πιο πολύ το μπερδεμένο βλέμμα της που μου προκάλεσε ανάμικτη αναστάτωση με εκνευρισμό. Ο έρωτας μαζί της με έκανε απλώς να συνειδητοποιήσω πως δεν θα μπορούσα πλέον χωρίς αυτή τη γυναίκα, πως θα ήμουν εντελώς ανίκανος να μένω χώρια της για μεγάλα χρονικά διαστήματα αλλά και αυτή από μένα. Ήταν τρομερό το σμίξιμό μας στο κρεβάτι, αληθινά τρομερό, δεν είχα ξανακάνει έτσι έρωτα. Με γέμισε φόβο και όλα αυτά τα αγωνιώδη ερωτήματα που με προκαλούσαν να δραματοποιώ λιγάκι τα συναισθήματά μου. Ήμουν σε μόνιμο άγχος πια. Να μη τη χάσω, να μη χάσω και τα όσα είχα. Μάλλον τίποτα δεν είχε πια τις κανονικές του διαστάσεις.

Όταν η γυναίκα μου, μετά από αρκετό καιρό, έμαθε για τη σχέση μας, έφυγε από το σπίτι και ξαναγύρισε μετά από λίγες μέρες απαιτώντας να φύγω. Δεν τη ρώτησα που είχε πάει, ήξερα πως πιθανά καταφύγια ήταν το σπίτι των γονιών της και του αδελφού της. “Εσύ! ” μου είπε μόνο περιφρονητικά “εσύ και να σε σέρνει έτσι από τη μύτη μια γυναίκα, να σε σέρνει από το κρεβάτι του ένα μουνί! ”... Δε χρησιμοποιούσε ποτέ τέτοιες λέξεις και συνειδητοποίησα πόσο βαθιά την είχε ταράξει το γεγονός, πόσο βίαια της είχε ταρακουνήσει τον κόσμο της και πόσο την είχε απομακρύνει από τον δικό μου κόσμο γιατί ο γάμος ήταν προσπάθεια να συνυπάρξουν οι δυο κόσμοι. Δεν προσπάθησα να την μεταπείσω για κάτι, θα ήταν κωμικό κάτι τέτοιο μα έμαθα από τον αδελφό της πως ήταν πρόθυμη να με συγχωρήσει αν χώριζα από τη Μιναλού. Και η Μιναλού τότε εξαφανίστηκε. Χωρίς καμία προειδοποίηση, χωρίς καμία προηγούμενη συζήτηση. Τι έξυπνα υπολογισμένες κινήσεις... Τώρα πια τις βλέπω ολοκάθαρα!

Οι γυναίκες που γνωρίζουν πως να σχεδιάζουν προσεκτικά τις κινήσεις τους πάνω στο ερωτικό παιχνίδι είναι αυτές οι οποίες αρέσκονται στο να ορίζουν ερωτικά ένα αρσενικό έτσι ώστε μέσα από αυτήν την κυριαρχία τους πάνω του, να είναι εκείνες που στην ουσία ορίζονται από αυτόν τον άντρα, το δικό του περίγραμμα τις περικλείει, αυτές το ζωγραφίζουν όπως θέλουν για να τραβήξουν την τελευταία μολυβιά, αυτή που θα κλείσει το σχήμα, στο σημείο ακριβώς που επιθυμούν. Γιατί αυτός που επιθυμεί να είναι ο κυρίαρχος είναι αυτός που χωρίς καμία αμφιβολία κυριαρχείται. Κι η Μιναλού σχεδίαζε κάθε λεπτομέρεια. Ήθελε να την ψάξω, δεν έδωσε σημεία ζωής για αρκετό διάστημα. Δεν απαντούσε στα τηλέφωνα, δεν μπορούσα να τη βρω πουθενά. Σαν να είχε ανοίξει η γη και την κατάπιε. Μόνο ένα σημείωμα κάτω από την πόρτα του γραφείου μου ένα πρωί, που έλεγε ασυναρτησίες για την οικογένεια μου και τη γυναίκα μου, πως θα ήταν πιο σοφό εκ μέρους μου να γυρίσω κοντά τους και πως αυτή δεν θα ήθελε να είναι αιτία να χωρίσω με την οικογένεια μου. Μου καταλόγιζε ευθύνες που αποκάλυψα τα πάντα στη γυναίκα μου χωρίς να την ενημερώσω πρώτα και διέταζε να μην προσπαθήσω να έρθω σε επαφή μαζί της. “Αυτό ήταν πάει”, τελείωνε το μελοδραματικό λιγάκι σημείωμά της. Σκέφτηκα πως για να έχει γράψει έτσι, θα πρέπει να είχε καταναλώσει μεγαλύτερη από το κανονικό ποσότητα αλκοόλ. Το συνήθιζε που και πού. Όταν στριμωχνόταν ή όταν δεν ήξερε πως ακριβώς έπρεπε να αντιδράσει, έκανε σπασμωδικές κινήσεις αφού είχε πιει λιγάκι πρώτα. “Μη φοβάσαι, δεν είμαι αλκοολική “ μου έλεγε ειρωνικά κοιτώντας με με το πιο σαρκαστικό βλέμμα που διέθετε, καθώς παρακολουθούσα το ποτήρι να ανεβαίνει στα χείλη της. Δεν μεθούσε όμως ποτέ, το ποτό αύξανε μόνο το προηγούμενο σάστισμά της ή απλώς θόλωνε περισσότερο την κρίση και την επιθυμία της για κάποια απόφαση. Τις φορές που τσακωνόμασταν κοπανούσε μερικά ποτηράκια και χάνονταν για ώρες, εξαφανίζονταν σε παλιά της στέκια ή έβγαινε με το αυτοκίνητο εκτός πόλης. Μετά γυρνούσε σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα, ξάπλωνε στο κρεβάτι βάζοντας τα πόδια σταυρωτά πάνω στον τοίχο, ρίχνοντας το κεφάλι προς τα πίσω, το αίμα της να ανεβαίνει όλο προς το κεφάλι, όπως όταν ήμασταν παιδιά και γελούσε. “Φοβήθηκες; Πες μου αλήθεια τι σκέφτηκες; ”...

Της άρεσε η ιδέα πως με είχε τρομάξει, πως είχα τρομερή αγωνία για το που βρισκόταν, ήταν όλο τέτοια παιχνίδια μαζί μου και ενώ στην αρχή πραγματικά εκνευριζόμουν πολύ με τις ξαφνικές αυτές δραπετεύσεις της, μετά πλέον τις συνήθισα, απλώς κοιτούσα το ρολόι μου για να δω πόσο θα αργήσει αυτή τη φορά. Είχα κι εγώ μέσα μου την πεποίθηση, όπως όλος σχεδόν ο κόσμος, πως οι καλλιτέχνες τα συνηθίζουν κάτι τέτοια και πως οι έντονες αντιδράσεις είναι αναπόσπαστο μέρος της μάλλον περίεργης –για τους κοινούς ανθρώπους- ιδιοσυγκρασίας τους. Αλλά εκείνη τη φορά η Μιναλού το παράκανε μετά τον καυγά που είχαμε για το θέμα της οικογένειάς μου. Τη φοβόμουν λιγάκι στο θυμό της, την ώρα ακριβώς που με κοιτούσε οργισμένη μου έδινε την εντύπωση –ίσως ήταν ένστικτο αυτό –πως ήταν ικανή να προχωρήσει στα πιο ακραία πράγματα και πως δεν την ενδιέφερε απολύτως τίποτα προκειμένου να ικανοποιήσει την οργή της ή άλλες στιγμές το ξέσπασμα του ενθουσιασμού της. Και να που εξαφανίστηκε για μέρες, δεν υπήρχε πουθενά κάποιο ίχνος της. Φυσικά τα έκανε όλα επίτηδες. Ζύγιζε τα πράγματα πολύ περισσότερο από όσο μπορούσα καν να υποπτευθώ και με παρακολουθούσε πειραματιζόμενη στην αρχή μαζί μου, προσποιούμενη μετά τους θυμούς και τα ξεσπάσματά της και στο τέλος σίγουρη για τη στρατηγική που έπρεπε να χαράξει, προχωρούσε σε βήματα που οδηγούσαν όλο και πιο πολύ σε αυτό που ήθελε, στον σκοπό που είχε θέσει εξαρχής. Στο να με κάνει να την αναζητώ συνεχώς και να αναρωτιέμαι τι έκανα σωστά και τι λάθος. Να μου γίνει μόνιμη σκέψη δηλαδή.

Όταν διεπίστωσα πως δεν μπορούσα να τη βρω πουθενά και πως η εξαφάνισή της περνούσε τα συνηθισμένα μέτρα, τότε έγινε έμμονη ιδέα. Έλεγα καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα και από την άλλη τρελαινόμουν στη σκέψη πως δεν την είχα δίπλα μου και κυρίως πως ίσως να μην την ξαναείχα ποτέ πια, σαν όλες οι αισθήσεις μου να επιζητούσαν κάτι ξεχωριστά η καθεμιά από αυτήν και όχι τόσο να επιζητούσαν, καλύτερα να πω “απαιτούσαν”. Έγινε απαίτηση. Στο μυαλό μου έρχονταν όλες εκείνες οι μικρολεπτομέρειες αλλά και τα μεγαλύτερα πράγματα που καθιστούν έναν άνθρωπο μοναδικό για εμάς γιατί υπάρχουν οι μοναδικοί άνθρωποι, εμείς τους φτιάχνουμε, τους γνωρίζει από πριν εκείνη η διαίσθηση που κρύβουμε καλά μέσα μας. Μου είχε κολλήσει στην αρχή η εικόνα της να πιέζει, βάζοντας όλη της τη δύναμη στα δάχτυλά της, το κουμπί στη μηχανή του καφέ, -μια σκούρα μηχανή σαν αυτές που υπάρχουν σε όλα τα σπίτια και χρωματίζουν θλιβερά τις κουζίνες - γεμίζοντας το φλιτζανάκι του εσπρέσο ξέχειλα, να σκύβει και να ρουφά λίγο κι έπειτα να ξαναγεμίζει αυτό που ρούφηξε. Ήξερε άραγε πως παρακολουθούσα γεμάτος αγάπη αυτές τις κινήσεις της; Τις έκανε και τις επαναλάμβανε μόνο και μόνο για να τις παρακολουθώ; Ένα είδος ιδιωτικής παράστασης; Τής άρεσε άραγε κι εκείνης να σκηνοθετεί τον εαυτό της, όπως σκηνοθετούσα εγώ τον δικό μου μπροστά στον καθρέφτη 13 χρονών καπνίζοντας όλο ύφος; Πολλές φορές έκαιγε την άκρη της γλώσσας της όταν ανυπόμονη έπινε την πρώτη καυτή γουλιά και μόρφαζε με έναν αστείο τρόπο που με έκανε να γελάω με την αδεξιότητά της. Νομίζω της άρεσε να είναι αδέξια ακριβώς γιατί μου φαινόταν αστείο ή εμένα μου άρεσε να πιστεύω σαχλαμάρες, πως όλα όσα έκανε περιστρέφονταν γύρω από μένα, σαν εγώ να ήμουν ο ήλιος της. Όλες τις μέρες που έλειψε βασανιζόμουν με τέτοιες σκέψεις, παρόμοιες απορίες και όσο μεγάλωνε σε διάρκεια η έλλειψη της σωματικής επαφής μαζί της τόσο μου κολλούσαν στο μυαλό εικόνες προηγούμενων επαφών μας, ερεθιζοντάς με όπου και να βρισκόμουν. Με έβαζε και της φιλούσα απαλά τη γλώσσα όταν την έκαιγε και η αίσθηση μιας υγρής ζεστής γλώσσας, που άχνιζε τη μυρωδιά του καφέ πάνω στα χείλη μου, λειτουργούσε τόσο διεγερτικά όσο τίποτα άλλο. Την τραβούσα τότε απότομα από τη μέση της και την κάθιζα πάνω στα πόδια μου. Το χέρι μου έμπαινε κάτω από τη φούστα της και τσιμπούσα απαλά, χαϊδευτικά τα πόδια της. “Πιο δυνατά” μου έλεγε μουρμουριστά, κολλώντας στο αυτί μου, οδηγώντας παράλληλα, με το δικό της χέρι, το χέρι μου πιο πάνω. Το μυαλό της κατέβαζε συνεχώς τέτοια κόλπα. Αυτό ήταν από τα μικρά.

Όταν ξαναεμφάνισε τα σημάδια της μετά από ένα μήνα και κάτι, ήμουν έτοιμος να αφήσω οριστικά τη γυναίκα μου και είχα ήδη συζητήσει με τα παιδιά μου για ορισμένα σοβαρά θέματα που συνδέονταν με αυτή τη σχέση. Η εξαφάνισή της έκανε απλώς ολοφάνερη την αδυναμία μου να ξανασυνδεθώ με τη γυναίκα μου. Ξεχώρισα επακριβώς τι ήθελα, όλα φαίνονται πιο καθαρά σε τέτοιες περιπτώσεις. Εμφανίστηκε βίαια μπροστά μου αυτό που έπρεπε να είχα δει, αυτό που έκρυβα και παράχωνα στα κουτιά κάποιας λογικής, αυτό που θα αργούσα πολύ να δω γιατί θα με καθυστερούσε πολύ το ψάξιμο.
Το διαζύγιο μπήκε σε διαδικασία έκδοσης πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι θα έμπαινε σε άλλη περίπτωση. Η γυναίκα μου μάζεψε μέσα σε ελάχιστη ώρα τα ρούχα μου και έκανε ξεκάθαρη την επιθυμία της να μη με βλέπει πια μπροστά της. Και να σκεφτεί κανείς πως όλη η αρχική συζήτηση είχε γίνει με τον πιο πολιτισμένο τρόπο, ήταν σαν το είχε καταλάβει πριν της το πω, μου φαίνεται ότι οι γυναίκες τα καταλαβαίνουν αυτά, η παρουσία μιας άλλης γυναίκας πλανάται ξεκάθαρο σχήμα στον αέρα για αυτές. Μόνο τα μήλα του προσώπου της είχαν γίνει δύο μυτερές γωνίες καθώς της μιλούσα... [...]...

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη