Πλανεύω με απόλαυση - 4η συνέχεια (Chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


... [...]...

Όταν μπαίνει η άνοιξη, μου αρέσει να μετατοπίζω το γραφείο μου μπροστά από το κεντρικό παράθυρο του δωματίου. Το φως χύνεται έτσι άπλετο πάνω στα χαρτιά μου και στα βιβλία μου και μπορώ και μελετώ καλύτερα. Η λαμπρότητα ενός ηλιόλουστου πρωινού, οξύνει τη ματιά μου, αλλά η όξυνση αυτή γίνεται με έναν τρόπο ανάλαφρο. Τέτοιον που με κάνει να αντιλαμβάνομαι οτιδήποτε μέσω μιας κοφτής αφομοίωσης των όσων διαβάζω. Όπως κοφτή είναι κι η ανάσα που επιτρέπει να νοιώσουμε τις ηδονές μας, έτσι κι η διύλιση της ανάγνωσής μου. Τις νύχτες η ανάγνωση βαραίνει, νοιώθω πως στο πρόσωπο μου φυτρώνει άλλο ένα ζευγάρι μάτια που επιζητά να ρουφήξει με διαφορετικό βλέμμα τα βιβλία μου, τα χειρόγραφά μου. Το “επιζητά” ίσως είναι λάθος ρήμα. Θα έπρεπε να πω καλύτερα πως “απαιτεί”, μου το επιβάλλει προστακτικά. Κι εγώ ζαλισμένος μα και κρυφά ελκυόμενος από την υπόγεια γοητεία που ασκεί αυτή η απαίτηση των άλλων ματιών, δεν αντιστέκομαι σε αυτά. Διαβάζω με διπλές διαθέσεις, βυθιζόμενος πάνω στην καρέκλα μου, το γραφείο μου γίνεται προέκταση του σώματός μου, η σκιά μου από το φως της λάμπας που έχω στα αριστερά μου, μέρος του σκοταδιού που με περιβάλλει, ουρά του κορμιού μου. Τα βράδια ποτέ δεν μελετώ με αναμμένο το φως. Μου φαίνεται σαν βαρβαρότητα στην γλυκύτητα της νύχτας. Μόνο το φως του υπολογιστή όταν γράφω κάτι ή το πλάγιο φως της λάμπας να φωτίζει τις σελίδες του βιβλίου και το στήθος μου.

Όταν ήμουν παντρεμένος, η γυναίκα μου συνήθιζε μετά από κάποια ώρα, που εκείνη θεωρούσε περασμένη, να χτυπά ελαφρά την πόρτα μου και να με παρακαλεί να πάω να ξαπλώσω. Έχωνε το μισό κεφάλι της μέσα στο δωμάτιο και μου έλεγε “Μα πόση ώρα πια θα κάτσεις εδώ; ”. Θα προτιμούσα να εισέβαλλε μέσα στο γραφείο απαιτητική ή να καθόταν απ’ έξω μιλώντας μου παρά αυτή τη μισή είσοδο στον χώρο μου. Μου φαινόταν σαν κοροϊδία αυτή η αναποφασιστικότητά της για το αν θα προχωρήσει ή όχι μέσα στη νύχτα μου. Συνήθως της έλεγα να κλείσει την πόρτα και την καθησύχαζα πως θα πράξω όπως ήθελε, μα είχε ήδη διαλυθεί όλη μου η συγκέντρωση. Τίποτα δεν ήταν ίδιο. Οι γραμμές που διάβαζα σαν να χοροπηδούσαν μπροστά μου και το άλλο ζευγάρι μάτια μου πανικόβλητο κρυβόταν μέσα στο μέτωπό μου, ανίκανο πια να αφεθεί στην παράλογη παρουσία του, παρασύροντάς με και εμένα.

Ξάπλωνα πλάι της κρύος. Το σώμα μου παγωμένο κολλούσε πάνω στο δικό της που ήταν ζεστό από τα σκεπάσματα και όλος μου ο εκνευρισμός έφευγε. Μέσα από τον έρωτα και την επαφή των σωμάτων που έψαχναν το ένα το άλλο, χαλάρωνε η τάση μου να είμαι αυστηρός μαζί της, ξεχνούσα αυτά που με απασχολούσαν σχετικά με τις συμπεριφορές μας έπειτα από κάποια χρόνια γάμου. Γινόμουν μοναχά ένα κουβάρι στα σεντόνια και τίποτα άλλο. Η άκρη μου δεν ήξερα που βρίσκεται, μα το κυριότερο δεν με ενδιέφερε καθόλου εκείνη τη στιγμή. Ο έρωτας, τα αγκομαχητά του, οι ζεστές του γωνιές, τα ιδρωμένα του σώματα, με παρασύρουν πάντα. Γίνομαι κάτι άλλο εκείνη τη στιγμή, ίσως αυτό που πραγματικά είμαι.
Η γυναίκα μου με έβρισκε υπερσεξουαλικό και αυτό το έλεγε ως μομφή. Δυσανασχετούσε πολλές φορές με την αδιάκοπη μανία μου για χάδια, αρνούνταν να καταλάβει γιατί είχα ανάγκη να απολαμβάνω ερωτικά κόλπα –όπως τα έλεγε- που στο δικό της μυαλό δεν ήταν για ένα ζευγάρι κι όποτε κατάφερα να την παρασύρω σε κάτι που εκείνη θεωρούσε ως έξω από τη δικιά της ερωτική φιλοσοφία, ένοιωθα μετά σαν να είχα βιάσει ένα μέρος της προσωπικότητάς της. Γιατί το δόσιμό της δεν ήταν ποτέ όπως το ήθελα εγώ, αλλά δεν της ρίχνω ευθύνες. Ποτέ δεν υπήρξα προσεκτικός στον έρωτα και μάλλον ήμουν ανυπόμονος στην ηδονή και σκοτεινός στα ξεσπάσματα της απόλαυσής μου. Ή τουλάχιστον πιο σκοτεινός από όσο μπορούσε να αντέξει η γυναίκα μου. Η πρώην γυναίκα μου.

Αυτή τη στιγμή είμαι με τη γυναίκα που θεωρητικά στάθηκε αιτία χωρισμού μου. Τη φωνάζω χαϊδευτικά Mιναλού, μα φυσικά το όνομά της δεν είναι έτσι. Μιναλού είναι μια γάτα σε ένα ποίημα του Yeats, μια γάτα που έχει τη σελήνη μέσα της. Δεν μένουμε μαζί. Δε θα ήθελα να μείνω μαζί με κανέναν άνθρωπο. Προτιμώ πλέον αυτή τη μοναξιά που έχω τώρα. Με ευχαριστεί. Που και που με επισκέπτονται τα παιδιά μου ή βγαίνω μαζί τους για φαγητό κάποια μεσημέρια μετά τα μαθήματα. Φοιτητές κι οι τρεις, μου φέρνουν στις επισκέψεις τους μια πνοή που την έχω πολύ μεγάλη ανάγκη. Η κόρη μου μού μοιάζει πολύ, πάρα πολύ. Έχει τον ίδιο χαρακτήρα με μένα και στην αρχή αυτό με τρόμαζε γιατί διαισθανόμουν συνεχώς μια υπόγεια ένταση ανάμεσά μας. Μα όσο μεγαλώνει παρατηρώ πως αρχίζει και σκέφτεται πολύ βαθιά κι αυτό μου αρέσει αλλά και με φοβίζει γιατί ξέρω πολύ καλά πόσο μπορεί να σε κομματιάσει αργά-δίχως να καταλάβεις καν μια σταγόνα αίματος- η σκέψη αυτή.

Με τη Μιναλού-έτσι θα τη λέω, δεν θέλω να γράφω το άλλο της όνομα- βλεπόμαστε κάθε μέρα. Σχεδόν κάθε μέρα γιατί υπάρχουν βράδια που εκείνη δεν θέλει να έρθει σε μένα και βράδια που εγώ δεν θέλω να πάω σε εκείνην. Η σχέση μας από την αρχή βασίστηκε και άνθισε πάνω σε δύο πράγματα. Στην αφύσικα έντονη έλξη που νοιώσαμε μεταξύ μας –και μιλάω για έλξη καθολική - αλλά και στον τρόπο που αλληλοδεχτήκαμε τις κυκλοθυμίες μας. Κι εγώ κι εκείνη ταλανιζόμαστε από τέτοιου είδους παλιρροιακά συναισθήματα. Όσο δεν είμαι εύκολος άνθρωπος εγώ, άλλο τόσο δεν είναι κι εκείνη. Υπάρχει η γοητεία της αμφίδρομης δυσκολίας ανάμεσά μας και κυρίως το ότι το έχουμε ξεκαθαρίσει αυτό. Θα πάμε μέχρι εκεί όπου θέλει ο καθένας να πάει, ούτε πόντο παραπέρα. Μόνο στον έρωτα αφηνόμαστε πραγματικά ο ένας στον άλλον, στο κρεβάτι επάνω που φαγωνόμαστε σαν δυο θηρία ή ακούμε με λατρευτική σχεδόν προσοχή τις μικρές μας ανάσες, ακόμη κι εκείνες που επιταχύνονται ανεπαίσθητα και από το πιο γλυκό χάδι.

Την πρωτογνώρισα σε κάποια από τις διαλέξεις μου. Ήταν ανάμεσα στο κοινό. Μπήκε καθυστερημένη στην αίθουσα, πράγμα που με εκνεύρισε αρχικά, μα μετά δεν μπόρεσα να αντισταθώ στο γεμάτο αμηχανία χαμόγελό της σαν ήλθε και κάθισε στα μπροστινά καθίσματα.

Μιλούσα για τις διδασκαλικές θεωρίες του Rogers και τον τρόπο με τον οποίο άφησαν τη σφραγίδα τους στα παιδαγωγικά μη κατευθυνόμενα μοντέλα εκπαίδευσης του 20ου αιώνα όταν σήκωσε το χέρι της για να με ρωτήσει κάτι. Της είχα απαντήσει λίγο ειρωνικά πως δέχομαι ερωτήσεις μόνο στο τέλος της διάλεξης. Δεν μου είχε ξανατύχει να με διακόπτουν στη μέση της ομιλίας κι όσοι με παρακολουθούσαν ήξεραν πως πάντα δίνω χρόνο στο τέλος για συζήτηση. Άφθονο χρόνο μάλιστα, αναγκαζόμενος πολλές φορές να ξεπεράσω τα χρονικά όρια του προγράμματός μου. Θεώρησα λοιπόν, την παρέμβασή της κατά τη διάρκεια της ομιλίας, ως αγένεια ή άγνοια, για αυτό κι υπήρξα-όπως μου είπε αργότερα-σκληρά καυστικός στον ευγενικό τρόπο που της απάντησα. Ευγενικό μα εντελώς άκαμπτο.

Κατέβασε ακόμη πιο αμήχανη το χέρι της και παρατήρησα στιγμιαία ένα κύμα θυμού να φουσκώνει στο βλέμμα της. Στο τέλος της διάλεξης την παρότρυνα να με ρωτήσει αυτό που ήθελε προηγουμένως μα καυστική αυτή τώρα, με κοίταξε κατάματα λέγοντάς μου σταθερά πως δεν είχε πια σημασία και πως μάλλον το είχε ξεχάσει. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με πλημμύρισε μέσα μου ακούγοντάς την και παρατηρώντας το πρόσωπό της τη στιγμή που μου απαντούσε. Ήταν τόσο απότομο που ακόμη και τώρα μετά από τόσο καιρό δεν το έχω αποκρυπτογραφήσει. Ένοιωσα να φλέγομαι.

Αρχίσαμε να βγαίνουμε μαζί πολύ γρήγορα. Η μία έξοδος έφερνε την άλλη και επίσης πολύ γρήγορα η σχέση μας πέρασε από το κοινωνικό-φιλικό μέρος της στο καθαρά ερωτικό. Την πρώτη φορά που κάναμε έρωτα, ήταν μέσα στο γραφείο μου στο πανεπιστήμιο κι έγινε εντελώς απρογραμμάτιστα και τυχαία. Τύψεις με είχαν καταλάβει στην αρχή. Τύψεις για την απιστία που διέπραξα απέναντι στη γυναίκα μου, τύψεις για το χώρο που έγινε αυτή η πρώτη συνεύρεση μας, τύψεις ακόμη και για το γεγονός ότι αφέθηκα έτσι εύκολα. Ίσως αυτό να με πείραζε πιο πολύ από όλα. Και τελικά δεν είχα άδικο.
Γρήγορα δεν έκανα χωρίς αυτήν. Θεωρούσα τον εαυτό μου πάντα ως άνθρωπο που μπορεί να ελέγχει και να προγραμματίζει τις βασικές τουλάχιστον κινήσεις της ζωής του, όπως προγραμματίζει τα του βραδινού γεύματός του, αλλά αυτή η φορά ήταν η πρώτη φορά που αισθανόμουν κάτι δυνατότερο από εμένα τον ίδιο να με τραβάει. Η έλξη μου ήταν ισχυρότερη από τις όποιες τύψεις μου. Ήταν απλό. Είναι απλό τελικά. Πάντα υπάρχει κάτι δυνατότερο.

Ήμασταν μαζί για τρία χρόνια πριν αποφασίσω να χωρίσω, χωρίς μάλιστα να είχα σκοπό να χωρίσω.
Της είχα εξαρχής ξεκαθαρίσει πως δεν ήθελα να βγω από την ασφάλεια του γάμου μου και το είχε δεχτεί. Εξάλλου υπήρχαν και τα παιδιά. Αλλά γίνανε όλα τόσο απροσδόκητα και βιαστικά. Η βιασύνη είναι επακόλουθο της αδυναμίας της ίδιας μας της εσώτερης κατανόησης. Κι εγώ τότε δεν προνόησα να λάβω υπόψη μου κάποια ανησυχητικά σημάδια που μου έδειχναν-ξεκάθαρα σχεδόν-πως τα πράγματα είχαν αρχίσει να ξεφεύγουν μέσα από τον έλεγχό μου, αν κι εγώ πίστευα εντελώς το αντίθετο, επειδή μερικές φορές κατόρθωνα κάποιες μικρές νίκες στον χειρισμό του χρόνου μου και των διαθέσεών μου. Μακριά από αυτές τις νίκες τώρα βλέπω πόσο πλασματικές υπήρξαν ή πόσο τυφλός υπήρξα εγώ.

Την ερωτεύτηκα δυνατά. Αυτό ήταν το μεγάλο λάθος μου τότε. Όσο περνούσε ο καιρός που ήμουν μαζί της, αντί λογικά τα πάθη και τα πρώτα έντονα συναισθήματα να καταλαγιάζουν, συνεχώς μεγάλωναν, βλάσταιναν απότομα προς τα πάνω, με ιλιγγιώδη ρυθμό. Κι εγώ ο ανόητος μακάριζα τον εαυτό μου, τού έδινα συγχαρητήρια που τόσο καλά χειριζόμουν την κατάσταση μιας παράνομης σχέσης. Η Μιναλού απλώς ήξερε κάθε φορά να πατήσει τα σωστά κουμπιά και κυρίως πότε να τα πατήσει. Κι αν μια γυναίκα ξέρει πως και πότε να πατήσει ακριβώς τα κατάλληλα κουμπιά, είναι αδύνατον να κάνεις πλέον χωρίς αυτήν. Ο χρόνος μακριά της, μακριά από το πρόσωπο της, μακριά από τα λόγια της, μακριά από τις εκφράσεις της, το άρωμα της ήβης της, τον τρόπο που σου γλύφει τα χείλη με την άκρη της γλώσσας της, παίρνει αφύσικα μεγάλες διαστάσεις, οι ζήλιες κι άλλα τέτοια ταπεινά συναισθήματα σου κατατρώνε το μυαλό και όταν πέφτεις στο κρεβάτι τίποτα δεν υπάρχει μπροστά σου εκτός από αυτήν τη γυναίκα. Μιναλού σου βγάζω το καπέλο. Με πλάνεψες καλύτερα από ότι μπορούσα ποτέ να φανταστώ.

Ζω τώρα σε μια μονοκατοικία στα προάστια της πόλης. Μικρή μονοκατοικία. Μπροστά από την κυρία είσοδο υπάρχει μια σκάλα με ξεβαμμένη λίγο την κουπαστή της από το αλάτι της θάλασσας. Κάθε πρωί, ανοίγοντας το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς μου, οι κουρτίνες φουσκώνουν πάντα από την θαλασσινή αύρα, όσο ελάχιστη κι αν είναι αυτή. Σκεφτόμουν σήμερα πως πρέπει να βάψω τα κάγκελα. Να φωνάξω τον μικρό γιο μου που του αρέσει να ασχολείται με αυτά και να τον αφήσω να το διασκεδάσει. Μαστορεύει πάντα τραγουδώντας. Συνήθεια που έχει πάρει από τη μητέρα του. Η γυναίκα μου, πάντα τραγουδούσε όταν έκανε κάποια μικροδουλειά. Ένα τραγούδι που έμοιαζε περισσότερο με μελωδικό μουρμουρητό παρά με κανονικό τραγούδι.

Και ο τοίχος του μεγάλου μπαλκονιού χρειάζεται ένα μικρό φρεσκάρισμα. Μου αρέσει να απασχολώ το μυαλό μου με αυτές τις μικρολεπτομέρειες. Είναι άξιον απορίας πως μπορεί η σκέψη για το πότισμα και τη φροντίδα του κήπου μπροστά, να με χαλαρώσει. Λες κι η έννοια για τα κλαδέματα και τα μπολιάσματα σβήνουν οτιδήποτε άλλο. Προχθές φώναξα τον Ιάκωβο από δίπλα να περιποιηθεί λίγο τα φυτά. Να κόψει κάποιες κλάρες που προεξείχαν, να καθαρίσει λίγο τους θάμνους που βρίσκονται ακανόνιστα διάσπαρτοι μες στον στενόμακρο χώρο του γκαζόν, να στερεώσει τις γερμένες καινούριες τριανταφυλλιές. Ο Ιάκωβος ήρθε φέρνοντας και το τεράστιο σκυλί μαζί του. Ένα τερατώδες μπόξερ τιγρέ που γέμιζε με σάλια κάθε τρεις και λίγο το πατάκι της πόρτας. Είχε φορέσει στο σκύλο ένα λουρί μπροστά, κάτι σαν κολάρο, με ένα γελοίο κουδουνάκι. Κάθε φορά που το σκυλί κουνούσε το χοντρό κεφάλι του, ακούγονταν και το κουδουνάκι. Ο Ιάκωβος τότε γύριζε και το κοιτούσε. “Πολύ καλό σκυλί, φύλακας από τους λίγους”. Τη φράση αυτήν την επανέλαβε όσες φορές χτύπησε και το κουδουνάκι. Ανακουφίστηκα όταν τελείωσε και έφυγε μαζί με το σκυλί. Καθώς τους κοιτούσα να ξεμακραίνουν πρόσεξα πως αφεντικό και ζώο είχαν σχεδόν το ίδιο παράξενο βάδισμα. Βάδιζαν κι δύο μονόπατα, σαν να έγερνε η κίνησή τους ελαφρώς προς τα δεξιά. Φαντάστηκα τον Ιάκωβο με το κουδουνάκι του σκύλου στο λαιμό του, και το σκύλο ντυμένο με τα μονίμως ριγέ πουκάμισα του Ιάκωβου και χαμογέλασα.

Πρέπει αυτές τις ημέρες να προετοιμάσω και μια ομιλία για το τι ακριβώς σημαίνουν οι χρονολογήσεις στα διάφορα λογοτεχνικά ρεύματα τα οποία διδάσκουμε στους φοιτητές. Πως αυτές οι χρονολογήσεις στέκουν, αν στέκουν τελικά, τι ακριβώς τις οριοθετεί, τι διέπει τη λογοτεχνία που κινείται ενδιάμεσά τους. Η ομιλία θα γίνει στα πλαίσια κάποιου συνεδρίου. Θα πρέπει να ταξιδέψω, να λείψω 2-3 ημέρες από το σπίτι. Έχω ζητήσει από τη Μιναλού να με συνοδέψει, αλλά αρνείται πεισματικά, λέγοντάς μου πως έχει διάφορες δουλειές να τελειώσει. Είμαι βέβαιος ότι το κάνει για να με πεισμώσει, για να με εκνευρίσει. Είναι κι αυτό μέρος της τακτικής της, αλλά της απάντησα πως δεν θα υπήρχε κάποιο πρόβλημα από τη μεριά μου αν εκείνη ήθελε να καθίσει πίσω.

Η Μιναλού είναι ποιήτρια. Ποιήτρια της κακιάς ώρας την έλεγε η γυναίκα μου, βλαμμένη ποιήτρια την ονομάζει ο μεγάλος μου γιος, ο οποίος νομίζω πως είναι το μόνο από τα τρία παιδιά μου που δεν μού έχει συγχωρέσει αυτή τη σχέση. Όχι πως επιζητώ τη συγχώρεσή του. Όχι, κάθε άλλο. Δε δέχομαι να κριθώ από τα παιδιά μου όπως δεν δέχομαι να κριθώ από κανέναν άλλον άνθρωπο. Κρίνουν οι ανόητοι, οι έχοντες χαμηλή πνευματική ωριμότητα, οι διαθέτοντες κάτω του μέσου όρου νοημοσύνη, όλοι αυτοί τέλος πάντων που οι άδειες τους ζωές παίρνουν νόημα μέσα από τη σύγκριση, την εξέταση και τέλος την καταδικαστική –πάντα καταδικαστική-απόφαση για τις ζωές των άλλων. Με στενοχωρεί όμως αυτή πεισματική τάση του γιου μου να δεχθεί τη Μιναλού ως κάποια με την οποία είμαι ερωτευμένος. Αρνείται ίσως να δεχθεί πως ο πατέρας του είναι ερωτευμένος με κάποια άλλη γυναίκα πλέον της μητέρας του. Κι είναι ένα παιδί 20 ετών πια. Άντρας που δυσκολεύεται να αποκοπεί από τους πολλούς αόρατους ομφάλιους λώρους που τον καθηλώνουν μέσα σε μια στενή οικογενειοκρατική αντίληψη όλου του κόσμου γύρω του. Είναι ακόμη προσκολλημένος στη μητέρα του και στη ζωή που είχα με εκείνην πριν χωρίσω. Κάποια στιγμή, ευελπιστώ να καταλάβει.

“Αγάπη μου γλυκιά ας ξεκολλήσουμε ο ένας από τον άλλον έστω για λίγο. Είναι ευκαιρία τώρα με το συνέδριο να αποχωριστούμε για δυο τρεις μερούλες. Εξάλλου πρέπει να καθίσω στο σπίτι. Έχω να μεταφράσω τα κείμενα του Ταμπούκι. Το ξέχασες αυτό τιποτένιε τυραννίσκε; Όταν γυρίσεις θα φροντίσω να σε τιμωρήσω με τον τρόπο που ξέρεις. Θέλω να μου φέρεις κι ένα δώρο από εκεί. Δε θα σου πω τι. Ανυπομονώ να δω πόσο ευρηματικός θα φανείς”.

Ήταν το mail της Μιναλού που βρήκα στον υπολογιστή μου σήμερα. Μου έγραφε λες κι επρόκειτο να φύγω αύριο. Δυσφόρησα. Μου φάνηκε σαν να ήθελε να με ξεφορτωθεί γρήγορα. Έκανα να την πάρω τηλέφωνο μα το μετάνιωσα. Όχι, ας μη φανεί πως με ανησυχούσε και τόσο πολύ η επιμονή της να μην έλθει μαζί μου. Από τότε που δημιουργήσαμε σχέση είμαι συνεχώς σε αυτήν την περίεργη ένταση μαζί της σαν να νοιώθω πως πρέπει να προσέχω και την παραμικρή κίνησή της, τον παραμικρό της λόγο και μαζί με αυτά και τα αντίστοιχα δικά μου. Κάποιες φορές που έκανα το λάθος να μη δώσω σημασία, όχι από αδιαφορία μα απλώς σκεπτόμενος χαλαρά, είχε τον τρόπο να με κάνει κομμάτια... [...]...


Απόσπασμα από μεγαλύτερο κείμενο

www.reginarosasamat.blogspot.com

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη