Παράθυρα... (amfenster)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Παράθυρα...

Έχω ένα είδος ψύχωσης με τα παράθυρα, ναι... Ώρες ώρες λέω πως όλη τη μέχρι τώρα ζωή μου την πέρασα μπροστά σε ένα παράθυρο, το ίδιο πάντα, μόνο η θέα αλλάζει... Σαν να ταξιδεύω με τρένο...

Το πατρικό μου, ένα ψηλό πέτρινο σπίτι χτισμένο σ' ένα μικρό ύψωμα, είχε περισσότερα παράθυρα παρά τοίχους και στις γιορτές που ανάβαμε όλα τα φώτα έμοιαζε από μακριά σα φαναράκι της Ανάστασης... Σκαρφάλωνα λοιπόν πιτσιρίκι και μαζευόμουνα στο πλατύ περβάζι, εκεί, πίσω από τις εμπριμέ κουρτίνες που με έκρυβαν από τους μέσα. Όχι όμως και από τους έξω. Ακόμα θυμάμαι τη γειτόνισσα να μου γνέφει με αγωνία, μη, μη σκύβεις, θα πέσεις...

Δεν έπεσα ποτέ, δεν κινδύνευσα καν... Τη στερήθηκα κι αυτή τη χαρά...

Εκεί λοιπόν περνούσα τις ώρες μου χαζεύοντας ένα μικρό κομμάτι θάλασσας κι ανασαίνοντας μυρωδιές εξαίσιες: τον ασβέστη στους τοίχους, το κυριακάτικο κοκκινιστό από την κουζίνα, τα ξερά χόρτα στην αυλή. Κατά το μεσημέρι, εμφανιζόταν η φιγούρα του πατέρα ν' ανηφορίζει αργά με το καρβέλι το ψωμί κάτω από τη μασχάλη - η μάνα πάντα τον μάλωνε γι' αυτό... Εγώ, λάτρευα τη μυρωδιά του ιδρώτα του και κάθε που μ' αγκάλιαζε, τη ρουφούσα άπληστα από το στήθος του. Πάντα την αναζητώ αυτή την αγαλλίαση στις αντρικές αγκαλιές μα, δεν τη βρίσκω...

Και τα σχολειά που κατά καιρούς με φιλοξένησαν είχαν, ευτυχώς, πλούσια θέα προς τον έξω κόσμο (για κάποιο λόγο τα σχολειά στην επαρχία, όπως και τα νεκροταφεία, τοποθετούνται έξω από τα οικιστικά όρια, σχεδόν στην εξοχή...) Σαν σε θερμοκήπιο τα πέρασα τα μαθητικά μου χρόνια, φιντανάκι καχεκτικό που δεν έλεγε να πάρει τ' απάνω του. Να μου ζεματάει ο ήλιος την πλάτη, να γέρνουν τα βλέφαρα νυσταγμένα και να φεύγει ο νους κατά τη θάλασσα... Δεν είναι ν' απορεί λοιπόν κανείς που δεν έμαθα ποτέ μου λίγη γεωγραφία... Γιατί άραγε τόση ομορφιά να την κόψεις κομμάτια και να τη μοιράσεις;

Αυτά, μέχρι τα δεκαοχτώ. Μετά, Αθήνα... Με τον ενθουσιασμό και την αδημονία να τα ζήσεις όλα όπως όπως, χωρίς μέτρο, χωρίς επίγνωση, χωρίς μια "πισινή" βρε αδερφέ... Τίποτα... Και τότε κινδύνευσα. Πέρασα από στενές, σκοτεινές ατραπούς, βούτηξα ως τα γόνατα σε λασπόνερα που έζεχναν υποκρισία και λάθος και δε βγήκα -φυσικά- αλώβητη. Και στα δυαράκια των Κάτω Πατησίων δεν υπάρχουν γειτόνισσες να σου γνέφουν ούτε, αλίμονο, παράθυρα... Τους έλεγα πως αυτό φταίει για τις κρίσεις πανικού με δεν πίστευε κανείς τους... Και λιγόστευε η ανάσα, κι έγερνε το κεφάλι να δει ένα κομμάτι ουρανού, εκείνο το λίγο του ακάλυπτου το χωρίς σύννεφα, πουλιά κι αστέρια. Κι ο αδερφός εκεί, όλη νύχτα κι ας είχε να σηκωθεί χαράματα, να κρατάει στο χέρι του τον έξαλλο σφυγμό και να ανασαίνει μαζί μου βαθιά και αργά, εισπνοή-εκπνοή, εισπνοή-εκπνοή, μέχρι να ηρεμήσω και να κοιμηθώ... Σε όσους φαίνεται ο καλός Θεός δε δίνει παράθυρα, δίνει αδερφούς... Ας είναι...

Πάει κι αυτό. Και τώρα, τι; Windows, τι άλλο! Το προστάζουν οι καιροί! Έμαθα επιδέξια να τα ανοιγοκλείνω και τούτα τα παραθύρια και πολλοί εργοδότες εκμεταλλεύτηκαν την "τέχνη" μου αυτή. Και συνήθισαν οι ώμοι να στέκουν και να μην καμπουριάζουν και συνήθισαν τα μάτια να μη δακρύζουν και συνήθισαν τα δάχτυλα να μην πονούν και συνήθισα κι εγώ με ευκολία να πατάω delete στα όνειρα των παιδικών μου χρόνων και πρόθυμα να κάνω copy paste τα όνειρα των άλλων στη δική μου ζωή...

Έτσι, αντιγράφοντας ζωές, έπεσα πάνω στη δική σου. Ήσυχη ζωή, ακύμαντη, εύκολη θα ‘λεγε κανείς. Ένα πατρόν στα μέτρα μου για να ράψω το καινούριο μου κοστούμι. Και πως μου ταίριαζε... Όλοι ξαφνικά μ' έβρισκαν ομορφότερη, καλύτερη, αρτιότερη... Ήμουν; Όχι, αν και ξεγελάστηκα κι εγώ στην αρχή. Στο πρώτο μας ταξίδι με αεροπλάνο σου ζήτησα να καθίσω εγώ στο παράθυρο: "αν είναι να πέσουμε, θέλω να βλέπω... " σου είπα και γέλασες κι έκλεισες τα μάτια. Κι από τότε όλο πέφτουμε κι εσύ έχεις τα μάτια σου κλειστά...

Κάπου ανάμεσα σε τούτα και καθώς ήμουν απασχολημένη να παίζω αρχαία τραγωδία ντυμένη Ιουλιέττα (γελοίο θέαμα όσο και τραγικό...) ένας επισκέπτης απρόσκλητος και μαυροφορεμένος ήρθε και μου χτύπησε το τζάμι: καρκίνος. Λέξη ως τότε χωρίς νόημα για μένα, πάντα απορούσα γιατί οι άνθρωποι διστάζουν να την προφέρουν (το "κακό", η "επάρατος") Τώρα ούτε κι εγώ τη λέω, μόνο τη γράφω και τη ζωγραφίζω λες και μπορώ έτσι να την ξορκίσω... Μάταιο... Για τρία χρόνια είχε τον πρώτο ρόλο στη ζωή μου κι αναχώρησε πρόσφατα νικητής. Το πιο πολύτιμο λάφυρο μου πήρε, το πιο αγαπημένο, το τελευταίο μου παράθυρο στον ήλιο: τη μάνα. Για ποιόν τώρα ν' ανέβω στη σκηνή και να παίξω την ευτυχισμένη;

Τα τρία αυτά χρόνια το βλέμμα μου ακουμπούσε σε παράθυρα νοσοκομείων. Μέρα νύχτα εκεί, πότε με την ελπίδα, πότε με το βραχνά. Άγρυπνη, κομματιασμένη, με το ένα μάτι στο κρεβάτι της και το άλλο στην πόρτα μη φανεί καμιά νοσοκόμα και με τσακώσει να καπνίζω στη ζούλα. Στην αρχή με μάλωναν, μετά, κουνούσαν μόνο το κεφάλι με κατανόηση. Έτσι κατάλαβα κι εγώ πως φτάνει το τέλος. Κι έφτασε, όπως πάντα...

Και να 'μαι, στο παράθυρο πάντα, αμετανόητη και σαδιστικά επίμονη, φιλεπίστροφος (τι όμορφη λέξη...) σε όλα εκείνα που με σπαράζουν. Να τραβάω κουρτίνες και ν' ανοίγω τα πατζούρια στο φως, να του φωνάζω έλα, μπες, φώτισε μου κάθε γωνιά, να μην έχω πουθενά να κρυφτώ, τούτη τη μιζέρια πρέπει να τη διαλαλήσω, κάψε, λιώσε ό, τι ακόμα θυμίζει άνθρωπο...

Τα παράθυρα του σπιτιού που με φιλοξενεί είναι πάντα ορθάνοιχτα...

Στην ψυχή έχω ακόμα ένα μικρό φεγγίτη ανοιχτό, έτσι, από συνήθεια.


Nicht die Stirne mehr am Fenster Kuhlen dran ein Nebel schwer voruber strich...

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη