Ο όρθιος λογοτέχνης (chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


www.reginarosasamat.blogspot.com


Έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό του, κοντοστάθηκε για λίγο κοιτώντας σε έναν μεγάλο καθρέφτη μπροστά του, ξαναέκανε μια στροφή, ξανακοντοστάθηκε λίγο, μια ανεπαίσθητη γκριμάτσα μεταξύ αναποφασιστικότητας και δυσαρέσκειας στο πρόσωπο του και στο τέλος γύρισε προς τη μεριά του δωματίου όπου βρίσκονταν αρκετές καρέκλες παρατεταγμένες η μία δίπλα στην άλλη σε ολόισιες σειρές και ολόισιους διαδρόμους. Πάνω στις καρέκλες κάθονταν άνθρωποι, περισσότεροι άντρες, λιγότερες γυναίκες, που κουνούσαν με ανυπομονησία τις γάμπες τους πέρα δώθε σαν εκνευρισμένα εκκρεμή. «Έλα, τελείωνε» ακούστηκε μια φωνή ανάμεσά τους. «Έχουν και άλλοι σειρά». Ένα μεγάλο βοώδες και παρατεταμένο «ναιιιιιι» ακούστηκε από τους υπόλοιπους.

«Ωραία, ωραία» απάντησε αυτός με εμφανή δυσαρέσκεια. «Ξέρετε όμως τους κανόνες, δεν τους ξέρετε; Πρέπει να περιμένετε όσο λεει ο χρόνος που έχει οριστεί για τον καθέναν από εμάς»

«Άλλο ένα παρατεταμένο «ναιιιιιιι» ξανακούστηκε από τη μεριά των ανυπόμονων αντρών και γυναικών.

Ο όρθιος άντρας έκανε πάλι μια γρήγορη αυτή τη φορά περιστροφή γύρω από τον εαυτό του, αφήνοντας το βλέμμα του να καρφωθεί στο κάτω μέρος των ποδιών του, εκεί ακριβώς που τελείωνε η σιδερωμένη τσάκιση του παντελονιού. «Τέλεια» σκέφτηκε και ανασηκώνοντας το κεφάλι του, τεντώνοντας το δείχτη του δεξιού του χεριού έδειξε προς το πίσω μέρος του δωματίου. Όλα τα κεφάλια γύρισαν. Στο πίσω μέρος βρίσκονταν μια μεγάλη πόρτα, πάρα πολύ μεγάλη, που έφερε μια περίτεχνα σκαλισμένη επιγραφή πάνω από το βαρύ σιδερένιο κάσωμά της. «Λέσχη πολλά υποσχόμενων δεξιοτέχνων σοβαρών λογοτεχνών –ΠΟΛΥΠΟΔΕΣΛ». «Ποιοι είμαστε;” ρώτησε με στόμφο το κοινό μπροστά του. «ΠΟΛΥΠΟΔΕΣΛ!!” ξέσπασε με ενθουσιασμό αυτό, αλαλάζον τα αρχικά του ονόματος της λέσχης τους. Μόνο που στη γενική φασαρία που ξεσήκωνε η φωνή το τελευταίο «λ» του ακρωνυμίου δεν ακούγονταν καθαρά, φαγώνονταν από τα ίδια τα στόματα που το έβρισκαν λίγο δύσκαμπτο στο τέλος μιας λέξης ειδικά μετά το συριστικό γράμμα «σ». Και εδώ που τα λέμε είναι ιδιαίτερα δύσκολο να φτιάξεις έναν φθόγγο από δυο εντελώς αντίθετα γράμματα. Τι δουλειά μπορεί να έχει ένα γράμμα που συρρίζει στο μπροστινό μέρος της γλώσσας, πίσω από σφιχτά κλεισμένα δόντια με ένα γράμμα που ακουμπά τον ουρανίσκο, ανασηκώνοντας τη γλώσσα και ανοίγοντας το στόμα; Στο τέλος λοιπόν της οχλαγωγής δεν ακούγονταν «ΠΟΛΥΠΟΔΕΣΛ» μα «ΠΟΛΥΠΟΔΕΣ». Αυτό ήταν οπωσδήποτε ένα σοβαρό πρόβλημα που είχε φυσικά παρατηρηθεί από όλα τα μέλη της λέσχης και είχε τεθεί ως θέμα συζήτησης στην επόμενη κοινή συνεδρία τους. Κάτι έπρεπε να γίνει με εκείνο το «λ».

Προς το παρόν όμως ήταν μια συνηθισμένη ημέρα πρόβας για τη λέσχη. Δηλαδή κάποια μέλη προβάριζαν ένα καινούριο ποίημα τους ή αποσπάσμα από ένα έργο τους μπροστά στα υπόλοιπα μέλη που σήκωναν το χέρι τους για να πουν τις γνώμες τους. Αλλά όπως είναι φυσικό και όπως όλοι ξέρουμε πως είναι δυνατόν να πεις την πραγματική σου γνώμη όταν περιμένεις εναγωνίως στην ουρά να ακούσεις τη γνώμη των άλλων για σένα; Έτσι κάθε μέλος έλεγε πράγματα πολύ γενικά και αόριστα, μα πάντα φροντισμένα να μην ξεσηκώσουν την έντονη δυσαρέσκεια, όπως

«εκπληκτικό το τελευταίο απόσπασμα του έργου σας αγαπητέ»

“φίλε μου με έκανες να αναρριγήσω»

«θαυμάσιος ο τρόπος που επεξεργάζεσαι το στοιχείο της μοναχικότητας»

«άλλη μια εξαίρετη προσπάθειά σου που θα απογειωθεί αν διορθώσεις τα πολλά “και” που νομίζω πως έχεις χρησιμοποιήσει».

«Φανερά με αυτό το έργο σου δίνεις μια γροθιά στο κατεστημένο του άλλου κατεστημένου»

και άλλα τέτοια που οπωσδήποτε σκοπό είχαν απλώς να γεμίσουν το κενό του χρόνου και του χώρου μέσα στην αίθουσα της λέσχης, μα σαφώς όχι και τα μυαλά. Ίσως αυτά ήταν άδεια από καιρό μα τι πιο εύκολο από να κρύβεις επιμελώς ένα άδειο μυαλό; Έτσι και τώρα ξέσπασαν σε χειροκροτήματα μόλις ο όρθιος λογοτέχνης τελείωσε την ανάγνωση του αποσπάσματος από ένα καινούριο διήγημά του αλλά και την επιθεώρηση της τσάκισης του παντελονιού του, ακριβώς στο σημείο που το ρεβέρ πέφτει χαλαρά πάνω στο παπούτσι. Οι κανόνες ήταν αυστηροί σε αυτό το θέμα. Οι λογοτέχνες της λέσχης όφειλαν να είναι μοντέρνοι με έναν ιδιαίτερο μοντερνισμό, πώς να το πούμε, αν έβλεπε ένας κοινός άνθρωπος κάποιον από αυτούς στο δρόμο, να έσκυβε στο αυτί του διπλανού του και με συνωμοτικότητα αναμεμιγμένη με θαυμασμό να μουρμούριζε «αυτός είναι λογοτέχνης». Το πρωτόκολλο επίτασσε χαλαρό casual ντύσιμο, τέτοιο που να δείχνει βεβαίως πως ο λογοτέχνης είναι κοντά στη μάζα, μα ταυτόχρονα κάποιες ιδιαίτερες πινελιές που να δείχνουν πως το πρόσωπο που τις φέρει, ξεχωρίζει με έναν ιδιαίτερο, σχεδόν σιωπηλό τρόπο από τους υπόλοιπους, αυτούς τους κοινότατους. Το παν είναι να ξεχωρίζει κάποιος με στυλ και όχι κραυγαλέα. Το κραυγαλέο είναι συνώνυμο του «φρικώδους». To στυλ όμως επιτρέπει στον ξεχωρίζοντα να προχωρά ευθυτενής στο δρόμο και ενώ συγχρωτίζεται με τη μάζα να παραμένει πιο έξω από αυτήν, φτάνει να κοιτάξει κάποιος το βλέμμα του, μα βέβαια είναι βλέμμα διανοούμενου και τον ελαφρώς ανοιχτό γιακά του ακριβού πουκάμισου, όχι πολύ ανοιχτό, μην τον περάσουν και για τύπο των κατώτερων διανοητικά στρωμάτων.

Π.χ. ο λογοτέχνης της λέσχης ΠΟΛΥΠΟΔΕΣΛ πάντα φροντίζει να δείξει στους άλλους πως ναι, ασχολείται με το βιβλίο, το διάβασμα, τη συγγραφή, πως είναι μέλος τέλος πάντων της λέσχης ή πως αν δεν είναι επιθυμεί διακαώς να γίνει, πως το λαμπρό μυστηριώδες και γοητευτικό χαμόγελό του είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμο να κοσμήσει τις glossy σελίδες κάποιου λαμπερού περιοδικού. Για αυτό κρατάει πάντα κάποιο βιβλίο στο χέρι ή μια τσάντα από αυτές τις ειδικές που είναι για να κρέμονται στον ώμο με βιβλία ή ντοσιέ μέσα, ποιος ξέρει, στη γωνία ή στη διασταύρωση του δρόμου μπορεί να καραδοκεί κάποιος ανυπόμονος δημοσιογράφος. Όταν συνομιλεί με κάποιον, φροντίζει επίσης η σφιγμένη με χαλαρό τρόπο γροθιά του να βρίσκεται μπροστά στα χείλη του, πιέζοντάς τα ελαφρά, φως φανάρι πως συλλογίζεται και επεξεργάζεται διανοητικώς τα όσα ακούει. Τέτοιες λεπτομέρειες είναι που κάνουν τη διαφορά και ο όρθιος λογοτέχνης το ήξερε για αυτό και είχε φροντίσει να κάνει πολλές περιστροφές γύρω από τον εαυτό του, μπροστά από τον μεγάλο καθρέφτη. Και φυσικά όταν διάβαζε το έργο του φρόντιζε να δείχνει ξεκάθαρα πως τα όσα είχε γράψει ήταν βίωμα και απόσταγμα ιδιαίτερα πολύπλοκων εσωτερικών διεργασιών που τον οδήγησαν στη συγγραφική έκρηξη. Η φωνή του πάλλονταν με το σωστό κρεσέντο ή ντιμινουέντο που έπρεπε να συνοδεύει το περιεχόμενο κάθε φράσης. Το βλέμμα του είχε πάρει εκείνο το ύφος του ανθρώπου που έχει περάσει δια πυρός και σιδήρου για να μπορέσει να προσφέρει στους άλλους απλόχερα τη σοφία του, συμπυκνωμένη σε διαλεχτές λέξεις με τα κατάλληλα δεσίματα αναμεταξύ τους. Περίτεχνα εκεί που πρέπει, απλοϊκά αλλού.

Είναι δυνατόν λοιπόν το ακροατήριο που αποτελούνταν από τους επόμενους όρθιους λογοτέχνες –προς το παρόν καθιστούς- να μην ξεσπάσει σε επιδοκιμαστικά χειροκροτήματα και σε εκφράσεις σαν αυτές που αναφέρθηκαν λίγο παραπάνω; Ο όρθιος λογοτέχνης έσκυψε με μια ελαφριά υπόκλιση, σκέφτηκε να στείλει ένα φιλί, μπα όχι ήταν υπερβολικό και στο τέλος κοίταξε με συγκίνηση τους υπόλοιπους σκεφτόμενος πως η συγκίνηση δεν έπρεπε να φαίνεται και πολύ. Μια αδιόρατη απόχρωσή της ήταν αρκετή, εξάλλου αυτός ήταν ανώτερος όλων εδώ μέσα, άλλο που αυτά τα ημιζώα δεν το καταλάβαιναν ακόμη, θα έρθει ο καιρός που η ιδιοφυία του θα λάμψει. Η πραγματική ανωτερότητά του λοιπόν, η περα κάθε αμφισβήτησης υπεροχή του δεν του έπετρεπε μικρόνοους εμφανείς συναισθηματισμούς, παρά μόνο ένα απλό κούνημα του κεφαλιού, δείγμα ευχαριστημένης δεκτικότητας των κρίσεων των υπόλοιπων καθιστών λογοτεχνών αλλά και δείγμα βασιλικής δεκτικότητας γιατί όπως είναι γνωστό ένας βασιλιάς δεν δέχεται ποτέ μια καλή κριτική κλαίγοντας συγκινημένος ή φιλώντας τα χέρια αυτού που του την έκανε. Δε δείχνει ποτέ φανερά πόσο ευχαριστήθηκε μα αντιθέτως η πιο ενδεδειγμένη βασιλική συμπεριφορά είναι η συγκρατημένη ευχαρίστηση, αλλιώς ποιος ξέρει πόσο αέρας θα κυκλοφορήσει στα μυαλά των άλλων; Βέβαια όλοι τα ίδια σκέφτονταν, η αίθουσα ήταν στην ουσία γεμάτη από καθιστούς λογοτέχνες που φαντασιώνονταν ότι ήταν οι βασιλιάδες των γραμμάτων, νοιώθοντας βαθιά μέσα τους τη δική τους ανωτερότητα και την κατωτερότητα των υπολοίπων. Μα ήταν όλοι μέλη της ίδιας λέσχης και για αυτό έπρεπε να είναι προσεκτικοί.

Με σταθερό βήμα λοιπόν και αφού ευχαρίστησε με αυτόν τον συγκρατημένο τρόπο τους άλλους κατέβηκε για να καθίσει στη θέση του ώστε να σηκωθεί ο επόμενος. Στη διαδρομή χαμογέλασε στους πιο καλούς του φίλους καθιστούς λογοτέχνες. Είναι φυσικό και επόμενο μέσα στις λέσχες να υπάρχουν μικρότερες λέσχες που δεν φαίνονται. Μια φανερή τους προβολή θα έκανε να τρέμει συμέθελα το οικοδόμημα της κανονικής λέσχης αλλά και μια παντελής απουσία τους θα έδειχνε στα σίγουρα πως κάτι δεν λειτουργεί καλά στην κυρίως λέσχη. Η μεγάλη λέσχη είχε ανάγκη τις μικρότερες λέσχες εντός της για να κρατηθεί αλλά και οι μικρότερες λέσχες είχαν ανάγκη την ύπαρξη μιας μεγαλύτερης, μιας κοινής ομπρέλας πάνω από τα κεφάλια τους που να διασφαλίζει το δικό τους λόγο ύπαρξης. Γιατί άλλο η ύπαρξη και άλλο ο λόγος ύπαρξης. Αυτά τα δυο πράγματα ακούγονται ίδια αλλά πολλές φορές είναι εκ διαμέτρου αντίθετα, οπότε καλό είναι να μην τα ψάχνουμε και πολύ.

Ξαφνικά και πριν ακόμη σηκωθεί ο επόμενος ακούστηκε μια αναταραχή ανάμεσα στο κοινό. Ένα σούσουρο. Κάτι έλεγαν, κάτι μουρμούριζαν όλοι κοιτώντας το πάτωμα. Υπόκωφοι χτύποι ακούγονταν από εκεί κάτω, μεταξύ γδούπων και κρότων. Πάντως ήταν θόρυβοι που αναστάτωσαν τους καθιστούς λογοτέχνες-επόμενους ορθίους. Παρόλο το σούσουρο όμως η ταραχή ήταν ελεγχόμενη. Γιατί έτσι έπρεπε. Το πρόβλημα των υπόγειων άυλων μα υπαρκτων λογοτεχνών – ΥΠΑ ΥΠΑ ΛΟ - (πως λένε οι καβαλάρηδες «έι, έι, χοπ»; ) υπήρχε εδώ και κάμποσο καιρό, μα οι οδηγίες ήταν σαφείς: «κάνουμε πως δεν τους βλέπουμε, καταλάβατε; όταν κάτι κάνεις πως δεν το βλέπεις αυτό παύει να υπάρχει, καταλάβατε;”. Όλα τα μέλη είχαν κουνήσει καταφατικά το κεφάλι τους και βάζοντας τα χέρια τους το ένα πάνω στο άλλο, σχηματίζοντας έναν χέρινο πύργο είχαν συμφωνήσει να κοιτούν χωρίς να βλέπουν. Να είναι αόμματοι, δίχως να έχουν μάτια. Η λύση ήταν ευφυής φαινομενικά, μα αργότερα θα δούμε πως μια φαινομενικά ευφυής λύση μπορεί κάλλιστα να είναι αφανώς ηλίθια. Έτσι και τώρα έκαναν πως δεν έτρεχε τίποτα. Πέρα από το μεταξύ τους μουρμούρισμα «πάλι αυτοί οι απίστευτοι» «ωχ, άντε πάλι τα ίδια, τι θα κάνουμε με όλους αυτούς τους αστείους» δεν ειπώθηκε τίποτα το επίσημο. Κάτι γιακάδες τρεμόπαιξαν στο άκουσμα των γδούπων, μερικά γόνατα αναπήδησαν στο τράνταγμα των υπόγειων χτυπημάτων, κάποια κουμπιά στριφογύρισαν ανήσυχα στα παλτά καθώς έσκαγαν οι σκοτεινοί κρότοι κάτω από τα πόδια τους, μα αυτό ήταν όλο γιατί έτσι και αλλιώς δεν μπορούσε να είναι άλλο. Απαγορεύονταν να είναι αλλιώς, μα η αλήθεια είναι πως απασχολούσε όλα τα μέλη της λέσχης ΠΟΛΥΠΟΔΕΣΛ το φλέγον θέμα της πιθανής σαθρότητας του εδάφους κάτω από τα πόδια τους και κατά πόσο αυτό μπορούσε να επηρεαστεί από αυτά τα τρωκτικά της λέσχης των ΥΠΑ ΥΠΑ ΛΟ.

«Έι, έι ακούστηκε ξαφνικά μια βραχνή φωνή ξανά κάτω από τα πόδια τους. «Για ακούστε με λίγο». Χμ, αυτό ήταν σοβαρό πρόβλημα που έκανε τους περισσότερους να κοιταχτούν μεταξύ τους. Το πέρασμα της φωνής μέσα από το πάτωμα και ο έστω και ελαφρύς διασκορπισμός της στην αίθουσα της λέσχης ίσως ήταν πασιφανές σημάδι αυτού που φοβόντουσαν όλοι. Πως το έδαφος κάτω από τα πόδια τους δηλαδή άρχιζε να είναι σαθρό. Ίσως τα τρωκτικά στο υπόγειο της λέσχης παρόλο το καταχώνιασμά τους εκεί κάτω να είχαν πολύ μεγάλα δόντια και να κατέτρωγαν τα στηρίγματα. Αυτό σκέφτηκαν οι πιο πολλοί μα όπως πάντα δεν το είπαν καθότι ήταν απαγορευμένο να μιλούν για τους ΥΠΑ ΥΠΑ ΛΟ. Με ένα κρυφό νεύμα μεταξύ τους που απλώθηκε σε όλη την αίθουσα σαν γρήγορο ρεύμα, αποφασίστηκε για άλλη μια φορά να παραβλέψουν το γεγονός και να προχωρήσει στη σκηνή ο επόμενος όρθιος λογοτέχνης ο οποίος ήταν έτοιμος από καιρό να κάνει την παρουσίαση του έργου του.


(συνεχίζεται…)

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη