Ο τετακάκιας (χιουμοριστικό) (Chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Όταν πρωτοκάθισα στη θέση του οδηγού αυτοκινήτου, μου φάνηκε σαν να ετοιμαζόμουν να οδηγήσω διαστημόπλοιο.
Αγχώθηκα με την πρώτη και η αδρεναλίνη μου χτύπησε κόκκινο.
Ακόμη και από τον Ισθμό να με πέταγαν δεμένη με σχοινί, τέτοια ταραχή δεν θα με καταλάμβανε.

Αρχείο:Http://www.legaldir.com/blue/autoax.gif

Μέσα στο πρώτο τέταρτο, πεντακάθαρων διευκρινίσεων και επεξηγήσεων είχα μπλοκάρει τις ταχύτητες, είχα μπερδέψει το χειρόφρενο και ήμουν πανέτοιμη να ξεσπάσω σε γοερά κλάματα. Ο Νίκος ανυπόμονος δίπλα μου απορούσε-φωναχτά-πως ήταν δυνατόν να είμαι τόσο βλάκας και να μην μπορώ να βάλω σε μια σειρά τα πράγματα μέσα στο κουφιοκεφαλό μου.

- Κουφιοκέφαλο έχεις εσύ! Εσύ! ξέσπασα, φωνάζοντας, με όλα μου τα νεύρα για να μην ξεσπάσω σε κλάματα. Σιγά μην του έδινα την ικανοποίηση του κλάματος του πανύβλακα! Αν μπορούσα εκείνη την ώρα θα τον κοπάναγα, αλλά είπα στον εαυτό μου "άστο, μπας και μάθεις τίποτα, να ξεστραβωθείς που είσαι η μόνη γυναίκα επί της γης που παθαίνει κρίσεις πανικού μπροστά από ένα τιμόνι αυτοκινήτου. "

- Έλα, πάμε άλλη μια φορά, μουρμούρισε απηυδισμένος. Και μην ξεχνάς, το κλειδί πρώτα, συμπλέκτη, ταχύτητα, γκάζι.

Το γεγονός ότι τα είπε όλα μαζεμένα, με μπλόκαρε σε φοβερό αριθμό. Άρχισα και τα δούλευα σαν ηλίθια όλα μαζί με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο να κάνει μικρά απότομα τινάγματα μπροστά και μετά να σβήνει και να ξανασβήνει. Ο Νίκος άρχισε να γελάει, επίτηδες για να μου καταρρακώσει το ηθικό.

- Αν μάθεις εσύ να οδηγείς αυτοκίνητο εγώ θα δέσω χαλκά στη μύτη.

Γύρισα και του κατάφερα μια δυνατή τσιμπιά στο μπούτι. Τα μάτια μου είχαν θολώσει από το θυμό και την πληγωμένη περηφάνια – τι διάολο πόσο άχρηστη ήμουν πια που δεν μπορούσα να βάλω σε απλή σειρά 3 εντολές;

- Ρε, τρελάθηκες; Άμα το ξανακάνεις θα σε παρατήσω εδώ με το αυτοκίνητο να γυρίσεις μόνη σου.

Χτύπησα με όλη μου τη δύναμη το τιμόνι με τα χέρια μου και έβγαλα τη ζώνη.

- Πάμε σπίτι, τώρα. ΤΩΡΑ! Δε θέλω να μάθω οδήγηση. ΔΕ ΘΕΛΩ!

- Εγώ δεν πάω πουθενά, έκανε ατάραχος... Μπρος ξεκίνα μόνη σου.

Τον κοίταξα με το πλάι του ματιού, είδα που άναβε τσιγάρο και κατάλαβα πως ήταν αποφασισμένος να μη φύγουμε από εκεί αν δεν έβαζα έστω και μια φορά εμπρός το αυτοκίνητο κανονικά. Κατάλαβα πως προς το παρόν δεν με έπαιρνε για άλλες μαγκιές και σα βρεγμένη γάτα ξανάβαλα τη ζώνη μουρμουρίζοντας τα δικά μου, πως θα του δείξω εγώ και τέτοια.

- Έλα, έλα είπε ανυπόμονα, άσε τις πολλές κουβέντες και ξεκίνα. Θυμήσου πρώτα...

- Άσε, τον έκοψα απότομα, προτιμώ να τα θυμηθώ μόνη μου. Δε θέλω να μου θυμίσεις τίποτα γιατί με κομπλάρεις. Είσαι κακός δάσκαλος και αυτό είναι το πρώτο και το τελευταίο μάθημα που κάνουμε μαζί.

- Τι λες; Θα βάλω τη γάτα μου να κλάψει... Και αφού δεν έχουμε γάτα, θα μαζέψουμε καμία από τη γειτονιά να βάλουμε αυτή να κλαίει.

Με το ζόρι κρατήθηκα να μην του χώσω ανάποδη. Έσφιξα τα χέρια μου γύρω από το τιμόνι και προσπάθησα να συγκεντρωθώ.

- Σιγά θα το ξεκολλήσεις... τον άκουσα να λέει μισογελώντας σαρκαστικά.

Ε, τώρα του χώνεις μια ανάποδη ή δεν του χώνεις; Και μετά σου λέει "είσαι νευρική"... Αλλά αποφάσισα να δείξω ανωτερότητα. Έκανα πως δεν άκουσα, φύσηξα το τσουλούφι μου προς τα πάνω μια φορά και ξαναπροσπάθησα να συγκεντρωθώ και να θυμηθώ πως ακριβώς πάει η σειρά.

Το κλειδί, ναι το κλειδί πρώτα. Γαμότο για κλειδί. Ολόκληρη αρμαθιά, άντε να το βρεις γρήγορα και να έχεις τον Νίκο δίπλα να σε κοιτάει σαν να είσαι κρετίνος. Αλλά, να κύριε, ορίστε! Το βρήκα! Τούτο δω το πλακέ είναι. Τα μάτια μου αστράφτουν με ικανοποίηση. Το σηκώνω ψηλά πριν το βάλω στη θέση του. Ορίστε, κύριε εξυπνάκια, το βρήκα, λέω από μέσα μου.

- Άντε ντε... τον ακούω. Θα το περιφέρεις πολύ ώρα σαν λάβαρο;

-Βρε αϊστοδιάβολο του λέω με έμφαση και τσαντισμένη καθώς το στρίβω για να ακούσω τη μηχανή να παίρνει μπρος.

Ο Νίκος γελάει δυνατά αλλά εμένα μου κόβεται η χολή καθώς ακούω τη μηχανή να μαρσάρει. Η επίγνωση ότι εγώ την έβαλα να λειτουργήσει αλλά δεν ξέρω καλά τη συνέχεια μου κλείνει όλες τις πόρτες του εγκεφάλου. Και τώρα; Άμα το αυτοκίνητο πεταχτεί σαν αφηνιασμένο άλογο μπροστά; Άμα ανατιναχτεί; Ιδρώνω σε δευτερόλεπτα. Η καρδιά μου πάει να βγει μπουμπουνίζοντας μέσα από το στήθος μου. Τα μάτια μου φαίνεται γουρλώνουν από την αγωνία γιατί ο Νίκος προσπαθεί να με ηρεμήσει.

- Έλα, μια χαρά... την ταχύτητα τώρα, την ταχύτητα.

Αλλά εκείνη τη στιγμή το γεγονός ότι τον ακούω να μου δίνει πάλι οδηγίες ενώ του είχα πει πως θα τα κάνω μόνη μου, με εκνευρίζει μέσα στην ταραχή μου αφάνταστα. Μπλοκάρω εντελώς. Ταχύτητα, ταχύτητα μου λέει και έχω τόσο μπερδευτεί που είμαι ικανή να ψάξω για τις ταχύτητες κάτω από το κάθισμα. Ασυναίσθητα πιάνω τον μοχλό των ταχυτήτων από δίπλα... Ουφ τον βρήκα, τον βρήκα. Από τη χαρά μου, του κοπανάω μια απότομη εμπρός και παράλληλα πατάω ταυτόχρονα συμπλέκτη και γκάζι. Το αυτοκίνητο κάνει ένα απότομο τίναγμα προς τα εμπρός και παρατάω τα πάντα. Αφήνω πόδια, χέρια και κοιτάζω έντρομη το όχημα να κάνει τα τινάγματά του. Φυσικά σταματά απότομα και εγώ κρύβω το πρόσωπο μου μέσα στα χέρια μου.

- Δεν μπορώ, δεν μπορώ, μουρμουρίζω τάχατες ξεψυχισμένα με συντριβή, παίζοντας θέατρο επιπέδου Μάρθας Βούρτση, μπας και με λυπηθεί και δεν αρχίσει τις ειρωνείες.

- Δεν μπορείς, δεν μπορείς; συνεχίζει και αυτός ειρωνικά - όπως το περίμενα δηλαδή. Άλλα πράγματα πως τα μπορείς; Ακόμη και η τελευταία ηλίθια οδηγεί και δεν μπορείς εσύ;

- Εσύ φταις ξεσπάω με εκνευρισμό. Θα πάω σε δάσκαλο! Μου σπας τα νεύρα, δε σε θέλω δίπλα μου. Όλο τον έξυπνο κάνεις, βλάκα, ε, βλάκα. Φωνάζω πια, κατακόκκινη από το θυμό μου, όχι τόσο για τον Νίκο αλλά με την ίδια μου την ανικανότητα.

Ανοίγω την πόρτα και την κοπανάω με δύναμη. Βρισκόμαστε στη μέση ενός μεγάλου επαρχιακού γηπέδου.

- Μπρος βγες έξω του φωνάζω. Θα κάνω μια τελευταία δοκιμή μόνη μου.

Βγαίνει αργά έξω γελώντας συνέχεια.

- Ρε που μπλέξαμε! Πρόσεχε κακομοίρα μου μην κοπανήσεις το αυτοκίνητο πάνω στα σύρματα. Θα σε βάλω να το φτιάξεις μόνη σου μετά.

- Όπου θέλω εγώ θα το κοπανήσω, μέχρι και φωτιά θα του βάλω! Μπρος απομακρύνσου, δίνω διαταγές με το γνωστό χιτλερικό στυλ.

- Σωστά τον ακούω να σκάει ξανά στα γέλια. Πρέπει να βρω μέρος να καλυφθώ.

Μόνη μου μέσα στο αυτοκίνητο, καταφέρνω να το βάλω εμπρός. Τη γλυτώνω με ένα μικρό τίναγμα μόνο και μετά εκ του θαύματος το αυτοκίνητο τσουλάει. Οι ρόδες προχωρούν, το τιμόνι στρίβει μια χαρά. Τρελαίνομαι από ενθουσιασμό. Επιτέλους τα κατάφερα. Μέσα σε δέκα λεπτά, έχω μάθει να φρενάρω τέλεια. Πατάω το πόδι μου στο φρένο τόσο μαλακά, αφήνοντας παράλληλα απαλά το γκάζι και τόσο επιδέξια που νοιώθω λες και γεννήθηκα αποκλειστικά για να φρενάρω αυτοκίνητα.

- Στο φρενάρισμα μια χαρά τα πας, ακούω το Νίκο να μου φωνάζει, καθισμένος έξω από τα αποδυτήρια. Το ξεκίνημα πρόσεχε. Συνέχισε.

Μα τι λέει; Δε βλέπει πως πια το πηγαίνω μια χαρά; Όλο το γήπεδο δικό μου μπροστά. Τι πίστα του Μονακό και αηδίες; Ποιος Σουμάχερ, ποιος... (δε θυμάμαι άλλο όνομα, αλλά τέλος πάντων, ποιος άλλος μπροστά στην οδηγάρα που γεννιέται τώρα; )

- Κοίτα του φωνάζω μπορώ και με το ένα χέρι να στρίβω το τιμόνι.

Τον βλέπω να κλείνει τα μάτια του με την παλάμη του και να τα ξανανοίγει αμέσως.

- Ρε, άσε τις μαγκιές και μην πας τόσο γρήγορα φωνάζει κάνοντας τα χέρια του χωνί μπροστά από το στόμα του.

Χα-χα-χα γελάω περιφρονητικά. Τι λέει το άτομο; Πάει τελείωσε. Εγώ πια έμαθα να οδηγώ. Για να μην πω ότι είμαι έτοιμη να μάθω και άλλους να οδηγούν.

Αρχίζω και κάνω κύκλους σε όλο το γήπεδο, φρεναρίσματα σε οριακά σημεία για να επιδείξω τις τρομερές οδηγικές μου ικανότητες που κρύβονταν κρυμμένες τόσο καιρό. Μέχρι και την όπισθεν καταφέρνω να βάλω μόνη μου. Μα ποια είμαι τέλος πάντων; Τα βλέπεις κυρ Νίκο; Απλώνω και το αριστερό μου χέρι έξω από το παράθυρο όπως οφείλουν να κάνουν όλοι οι οδηγοί κλάσεως Λάουντα και πάνω.

Μέχρι που τυχαίνει το απρόβλεπτο. Το αυτοκίνητο σβήνει ξαφνικά και χωρίς κανέναν προφανή λόγο.

Μικροταραχή με καταλαμβάνει μα δε βαριέσαι. Τώρα πια έμαθα, θα το βάλω εμπρός σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα για μένα. Εμ... ναι... Τι είπαμε πρώτα; Α, ναι... κλειδί... Και μετά; Συμπλέκτης ή ταχύτητα; Βρε μπας και τα δυο μαζί; Και το γκάζι; Πρώτο ή μετά; Ή μήπως πρέπει να βγω και να σπρώξω;

Θα μπορούσα να ρωτήσω τι ακριβώς να κάνω αλλά που να με αφήσει η ισχυρογνωμοσύνη; Ε, όχι και να ζητάω συμβουλές από τον κύριο Είρωνα... Κάπως θα τα θυμόμουν, θα του δείξω εγώ πόσο καλή είμαι. Και παραδόξως τα κάνω όλα σωστά εκτός από μια μικρή λεπτομέρεια. Πατάω υπερβολικά το γκάζι μέσα. Παραβάζω δύναμη στο πόδι με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο να πεταχτεί σαν τρελό μπροστά και εγώ να τα χάσω. Να τα χάσω εντελώς όμως. Και πάνω στην ταραχή μου να μπερδέψω το φρένο με το γκάζι. Και δώστου να πατάω το γκάζι και δώστου το αυτοκίνητο να πηγαίνει σαν μανιασμένο, με κατεύθυνση ντουγρού για τα σύρματα γύρω από το γήπεδο.

-Ει... έι... ξελαρυγγιάζεται ο Νίκος... το φρένο, το φρένο, πάτα σιγά το φρένο.

Μα ποιο φρένο και ποιο γκάζι. Σα να μου έλεγε εκείνη την ώρα, πάτα το κουμπί νούμερο 283 από το πιλοτήριο του τζετ. Τι φρένο να καταλάβω εγώ και τι γκάζι. Εγώ έβλεπα τη μούρη του αυτοκινήτου να ξεχύνεται μπροστά σαν αφηνιασμένο άλογο και τα σύρματα να με πλησιάζουν επικίνδυνα. Ε, αργεί ο άνθρωπος και δη εγώ η μαθητευόμενη άσχετη οδηγός να την κάνει την πατάτα; Τραβάω μία απότομη στο χειρόφρενο και εκεί τα βλέπω όλα. Τι σχολή Ιαβέρης, τι αυτοκινητιστικές επιδείξεις, ποιος Ρέι Μακ Κόλιν, τι αγώνες αυτοκινήτου πάνω στα βουνά; Εδώ τα καλά τετακέ, εδώ οι καλές οι σούζες, πάρε κόσμε, είναι τζάμπα. Να αρχίσει το αυτοκίνητο να φέρνει σβούρες και εγώ να νοιώθω σαν να είμαι στα αλογάκια του Λούνα Παρκ. Μόνο η μουσική υπόκρουση από την κούκλα του Τσάκυ έλειπε. Να ακούω τα λάστιχα να στριγγλίζουν και να λέω μονοκοπανιάς το Πιστεύω εις έναν Θεό πατέρα παντοκράτορα, ποιητή ουρανού τε και γης, σώσε με άγιε Χριστόφορε, προστάτη των οδηγών και δε θα ξαναμπώ σε αυτοκίνητο, μα την Παναγία δηλαδή στο υπόσχομαι. Να βλέπω τον μπουχό της σκόνης να σηκώνεται απ’ την ουρά του αμαξιού και να νοιώθω σαν ζαλισμένος καουμπόι πάνω σε υστερικό ταύρο. Μόνο το λάσο ήταν απόν και το πλήθος να αλαλάζει από τις κερκίδες.

Και ναι, δεν ξαναμπήκα σε αυτοκίνητο στη θέση του οδηγού. Όχι, γιατί δεν ήθελα αλλά γιατί δεν ήθελε, γιατί έχασε δέκα χρόνια από τη ζωή του λέει. Και αν είναι λέει κάθε φορά που εγώ βγαίνω στους δρόμους με αμάξι να χάνει δέκα χρόνια απ’ τη ζωή του, τότε σύντομα θα έμενα χήρα.

- Άστα ρε οδηγάρα, μου λέει περιφρονητικά όποτε αναφέρομαι με πείσμα στη λέξη οδήγηση. Μου θες και να οδηγήσεις αμάξι, τετακάκια, ε, τετακάκια (ουσιαστικό δικής του προέλευσης-ο τετακάκιας-του τετακάκια, τον τετακάκια, ω τετακάκια-)

Αλλά που θα μου πάει... Θα μάθω, δεν θα μάθω; Αρκεί να βρω έναν καλό δάσκαλο υπομονετικό, πράο, καλόβολο και να έχει πάρει ηρεμιστικά πριν καθίσει στη θέση του συνοδηγού δίπλα μου.

Τι και αν έχουν περάσει 9 χρόνια από το πιο πάνω περιστατικό; Τι και αν πήγα και σε δάσκαλο και κόντεψε να γίνει εγκληματίας επάνω μου γιατί στις στροφές έμπαινα με τρομερή άνεση συνεχώς στο αντίθετο ρεύμα, - σιγά μωρέ, δηλαδή. Τι και αν πέρασα τα σήματα και έμαθα να οδηγώ μηχανάκι με άνεση διανομέα πίτσας; Το αυτοκίνητο δεν μπόρεσα ακόμη να το μάθω και δεν τόλμησα ποτέ να δώσω εξετάσεις, θα γελούσαν πολύ οι εξεταστές. Αλλά που θα μου πάει, θα μάθω, δε θα μάθω; (Λες;) Και τότε τρέμετε (στην κυριολεξία) όλοι οι υπόλοιποι οδηγοί! (και καλού κακού αδειάστε τους δρόμους...)


[1]

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη