Ο μπαμπάκας (chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


www.regina-rosas-amat.blogspot.com


Θα σε οδηγήσω μέχρι το τέλος της προκυμαίας, εκεί που βρίσκονται οι μεγάλοι πέτρινοι κυματοθραύστες.
Μπορεί να σταθούμε για λίγο αμίλητοι, εσύ να κοιτάς τον ορίζοντα με τα χέρια στις τσέπες σου και εγώ να χαζεύω τους γλάρους να πετάνε σε κύκλο πάνω από το κεφάλι μας. Σου έχω πει πόσο μισώ αυτά τα πουλιά; Πόσο αποτροπιασμό μου προκαλούν τα γιγαντιαία ράμφη τους, με εκείνο το πορτοκαλοκίτρινο χρώμα που φαίνεται σαν κακοφορμισμένη πληγή από μακριά, σαν ξεραμένο από καιρό ιώδιο που έχει αρχίσει να ξεβάφει.

Θα έχεις σίγουρα προσέξει πως όπου έχει σκουπίδια μαζεύονται σωρός από αυτά τα βρωμοπούλια. Τα βλέπω όταν αγριεύει ο καιρός εισβάλλουν μαζικά μέσα στην πόλη, πετάνε πάνω από τα σπίτια, σχεδόν κατεβαίνουν στις αυλές, ακούω το απαίσιο κρωξιμό τους. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω πως αγαπήθηκαν τόσο αυτά τα ασχημομούρικα πουλιά από τον κόσμο, πως γράφτηκαν ποιήματα για αυτά, πως χαίρεται και φτερουγίζει η καρδιά κάποιων μπροστά στη θέα τους. Ίσως είναι μια υπενθύμιση της δικής τους αγάπης για τη βρωμιά. Γιατί και οι άνθρωποι Άλεξ έχουν την τάση να μαζεύονται σαν τα ασπριδερά αυτά κοράκια όπου υπάρχει δυσωδία και να την ονομάζουν κάπως αλλιώς μήπως και καταφέρουν να την κάνουν να μυρίσει πιο ευχάριστα. Όπως ακριβώς ονομάζουν και τους γλάρους θαλασσοπούλια λες και έχει καμία σχέση η θάλασσα με τη βρωμιά αυτών των πουλιών. Μα νομίζω θα σε κουράσω με όλα αυτά. Καλύτερα να γυρίσουμε πίσω Άλεξ, νομίζω πως πραγματικά δε νοιώθω καλά. Ψάξε σε παρακαλώ για το κλειδί στην τσέπη μου, νοιώθω ξαφνική αδυναμία να κάνω το παραμικρό. Σε ευχαριστώ.


Ξύπνησα σκεπασμένος με δυο βαριές κουβέρτες. Το πρώτο που ένοιωσα ήταν το βάρος τους επάνω μου. Δεν υπήρχε κανείς στο σπίτι. Αναρωτήθηκα αν είχα ονειρευτεί την επίσκεψη του Άλεξ και το σύντομο περίπατό μας. Έπιασα το κεφάλι μου. Σίγουρα δε μου άρεσε αυτό το μπέρδεμα ανάμεσα στα όνειρα και την πραγματικότητα. Έγινε μόνιμο ή είναι μια παροδική κατάσταση λόγω της ξαφνικής άρνησής μου να συνεχίσω να ζω με τους προηγούμενους ρυθμούς μου; Έβρεχε και η βροχή ακούγονταν να πέφτει σαν κοφτό στακάτο πάνω στα τζάμια. Έβλεπα το νερό να κυλάει αφήνοντας τρεμουλιαστούς διαδρόμους καταλήγοντας στις γωνίες της ξύλινης κάσας, σε μερικά σημεία οι διάδρομοι ενώνονταν μεταξύ τους δημιουργώντας παραποτάμους σε μικρογραφία και έπειτα αυτοί οι παραπόταμοι λίγο παρακάτω άνοιγαν στα δυο πάλι ή στα τρία. Παρατηρούσα ευλαβικά το σκίσιμο αυτό των νερών και το πως ξαναενώνονταν και ξανασκίζονταν. Σκέφτηκα τους λεκέδες που θα άφηναν μετά το στέγνωμά τους. Το θεώρησα ειρωνικό εκείνη τη στιγμή, σαν ένα μικρό σημάδι. Πόσο βρώμικος θα έμενα εγώ μέσα μου αν άφηνα τα συναισθήματα να με κατακλύσουν με τη βιαιότητα που τα ένοιωθα να έχουν; Τι θα έμενε μόλις στέγνωνε το ξέσπασμά τους; Κάθε συναίσθημα κουβαλά τόνους υγρασίας μέσα του, αν πλησιάσω πολύ κοντά σε αυτά, ναι, μυρίζω τα πρώτα ίχνη της σαπίλας που είναι έτοιμη να ξεπηδήσει από μέσα. Μακριά από μένα, αυτό ξέρω πως το παρόν, πως θα τα κρατήσω μακριά, είμαι πρόθυμος και να πασχίσω για αυτό. Και ξέρω πως μπορώ να τα καταφέρω περίφημα.

Τηλεφωνώ στα παιδιά μου. Παίρνω έναν έναν τηλέφωνο. Έχω διάθεση να τους δω και τους τρεις μαζεμένους. Γιατί όχι; Να πάμε μαζί μια μονοήμερη εκδρομή κάπου κοντά. Να τους βάλω πάλι να τρέξουν όπως τους έβαζα όταν ήταν μικρά στις μονοήμερες οικογενειακές εκδρομές μας ή στο πίσω μέρος της αυλής.

Ο μεγάλος παρόλο τον τετραγωνισμένο όγκο του ήταν εξαιρετικά γρήγορος. Ο μικρός πάλευε να τον φτάσει, είχε καλό δρασκελισμό και αυτός μα πάντα έμενε πιο πίσω, έπεφτε φαρδύς πλατύς στο τέρμα κάθε τέτοιου αγώνα και έκανε πως μασούσε το χορτάρι ή τις πέτρες. Η κόρη μου μπορεί και να σταματούσε στο μέσο της διαδρομής, γύριζε με κοίταζε θυμωμένη, έβαζε τα χέρια της γύρω από τη μέση της. «Γιατί μάς βάζεις να τρέχουμε; Δεν είμαστε τα σκυλάκια σου.” Αν είχε κέφια, έτρεχε μέχρι το τέλος της διαδρομής και μετά γυρνούσε φωνάζοντας προς το μέρος το δικό μου και της μητέρας της για να διαμαρτυρηθεί επειδή την πονούσε τρομερά η κοιλιά της ή επειδή κόντεψε να στραμπουλήξει το πόδι της με αυτόν τον ηλίθιο αγώνα. Η μητέρα τους ήταν πάντα παγωμένη στις παρατηρήσεις της. «Νομίζεις πως ο κόσμος σου ανήκει, έτσι; Θέλεις να ελέγχεις τα πάντα μα τα παιδιά σου δεν είναι στρατιωτάκια. ”Τα μάτια της γκρίζα και κρύα, καρφώνονταν με μίσος πάνω μου, ναι τώρα το βλέπω ολοφάνερο αυτό το μίσος, απορώ πως τολμούσε να το ονομάσει αγάπη ή ενδιαφέρον. Σηκώθηκα απότομα από το κρεβάτι. Πώς τολμούσε, ναι, πώς τολμούσε να μου αναφέρει τη λέξη στρατιωτάκια;

Εκνευρισμένος φόρεσα τα ρούχα μου και αποφάσισα να βγω έξω πάλι. Ας έβρεχε. Το μόνο που δε με ένοιαζε τώρα ήταν αυτό. Με γρήγορες και θυμωμένες κινήσεις, έβαλα και το πανωφόρι μου. Ο θυμός άρχισε να με καίει. Οι εικόνες μου άρχισαν να γίνονται πολύ ζωντανές στα μάτια μου, επιζητούν περισσότερη πνοή. Στρατιωτάκια! Επανέλαβα μηχανικά τη λέξη σαν να έψαχνα μέσα από το άκουσμά της να καταλάβω ποια ήταν η σημασία της, ποιο το κρυφό χαστούκι της που το ’νοιωθα να πέφτει ορμητικό ακόμη και μετά από χρόνια στο πρόσωπό μου. Ήξερε πόσο μισούσα οποιαδήποτε αναφορά σε στρατιωτικά παραγγέλματα, σε οτιδήποτε θύμιζε τον πατέρα μου, ήμουν πάντα σαφής μαζί της σχετικά με αυτό. Απαγορεύονταν να μου θυμίζει πως υπήρξα γιος αυτού του ανθρώπου, αυτού του ακατανόητου άντρα που αρέσκονταν στις δημόσιες προσβολές αρκεί να ήταν για αυτόν μια καλή ευκαιρία για να επιδείξει τη δικαιοδοσία του και τη δύναμή του πάνω στα παιδιά του. Ήμουν σίγουρος πως βρεθήκαμε στη σχέση πατέρα και γιου από ένα τυχαίο γεγονός, πως κανονικά θέλω να πω, δεν είχε ρυθμιστεί έτσι μα ένα λάθος στο μοίρασμα των ρόλων μας έφερε να συγκατοικούμε στο ίδιο σπίτι και εγώ να είμαι αναγκασμένος να τον αποκαλώ πατέρα και να τον βλέπω τα πρωινά που ήταν στο σπίτι να ρουφά τον καφέ του με μεγάλες γουλιές και να ξύνει το βλαμμένο κεφάλι του παίζοντας σκάκι με τον κουνιάδο του. Φορούσε πάντα μια άσπρη μπλούζα, άραγε δεν είχε χορτάσει από το άσπρο της ναυτικής του στολής, δεν περνούσε μέρα που να μην αναρωτηθώ για αυτό. Έμπαινε στο δωμάτιό μας πρωί πρωί, ειδικά τις Κυριακές, μα ναι, το έκανε επίτηδες, και χτυπώντας με την ανάστροφη της παλάμης του την πόρτα –με όση δύναμη μπορούσε- φώναζε επιτακτικά να σηκωθούμε γιατί ο ύπνος είναι για τους άχρηστους και λέγοντάς τα αυτά κοίταζε με σημασία εμένα.

Τράβηξα την πόρτα πίσω μου δυνατά. Θα πήγαινα να έβρισκα τα παιδιά μου από κοντά. Να συζητούσαμε για εκείνη την εκδρομή.


Η διακοπή της σχέσης μου με τη Μιναλού στάθηκε αιτία στο να μου αποκαλυφθεί κάτι εξαιρετικά δυσάρεστο. Κάτι το οποίο δεν είχα ποτέ στο νου μου, δεν μπορούσα να το σκεφτώ, το μυαλό μου δεν είχε καν πλησιάσει κοντά του. Τα παιδιά μου με απέφευγαν. Όχι από κάποιο αίσθημα τιμωρίας προς αυτό που είχα κάνει στη μητέρα τους, ούτε από την εκδήλωση κάποιας ηθικής αξίας που τους υπεδείκνυε πως ο πατέρας τους ήταν ανάξιος εμπιστοσύνης. Η πλήξη, ναι η πλήξη ήταν αυτή που ξαφνικά αισθάνθηκα βαριά ανάμεσά μας. Να μην έχουμε κάτι να πούμε. Να βαριούνται να συζητήσουν μαζί μου. Τι απογοήτευση ήταν αυτή για μένα. Πόσο άδειος ένοιωσα την πρωτη φορά που κατάλαβα πως η κόρη μου κοιτούσε στα κλεφτά το ρολόι της και ο γιος μου έπαιζε περισσότερο με το κινητό του τηλέφωνο στέλνοντας μηνύματα προφανώς σε κάποια κοπελίτσα. Δεν μπορούσα να φανταστώ ποτέ το σοκ του να μη σε προσέχουν τα παιδιά σου. Και εννοώ να μη σε προσέχουν ηθελημένα, να ασφυκτιούν από την παρουσία σου. Μόνο ο μεγάλος έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον για αυτά που έλεγα μα και εκείνος περισσότερο παρακινημένος από τη μητέρα του, ίσως ήταν αγγελιοφόρος της, μα τι ίσως, σίγουρα ήταν. Δεν είχαν δεχτεί την πρότασή μου για εκδρομή, παρά μόνο είχαν έρθει και οι τρεις μαζί στο σπίτι μου. Κάτι σαν τυπική επίσκεψη. Παρατηρούσα την κόρη μου να πηγαινοέρχεται νευρικά σαν το λιοντάρι στο κλουβί, με ένα ποτήρι ποτό στο χέρι. Μία στεκόταν στην άκρη του παράθυρου ανασηκώνοντας ελαφρά τις κουρτίνες, κρυφοκοιτάζοντας εξω, μία καθόταν δίπλα μου, κοιτώντας με στα μάτια, προσπαθώντας να καταλάβει τι τους έλεγα ή γιατί τους τα έλεγα. Δεν είχε πολλά σχόλια να κάνει, ήταν τουλάχιστον υποστηρικτική: “Μπαμπά είναι δική σου ζωή, εγώ, εμείς δηλαδή, δεν μπορούμε να σου πούμε τίποτα”. Και δεν ήθελα να μου πουν κάτι. Επιζητούσα μονάχα την παρουσία τους. Εκεί να τους έχω δίπλα μου, μου έφερναν στο νου πως ήταν κάτι σα σωματοφυλακές μου. Η παρουσία τους μέσα στο σπίτι μου, μού δημιουργούσε ένα ήδη γνωστό αίσθημα ασφάλειας που για λίγο καιρό το είχα χάσει.

Οι δυο γιοί μου περισσότερο νευρικοί από εκείνην μα φαίνονταν απαθείς. Ο μικρός δήλωσε πως αρκετά ταλαιπωρήθηκα με αυτή τη γυναίκα, θα δεις, θα την ξεχάσεις. Μα πως μπορούσαν τα δικά μου παιδιά να είναι τόσο αφελή; Ο μεγάλος ξανά επικριτικός, έβγαλε ένα μικρό λογύδριο για το αδιέξοδο τέτοιων σχέσεων κ. τ. λ. Κουνούσε λίγο ζωηρά τα χέρια του όπως μιλούσε, αντάλλασσε κλεφτές ματιές με τα αδέρφια του, προσήλωνε για λίγο το βλέμμα του ανήσυχος σε μένα, έπινε μια μεγάλη γουλιά από το ουίσκι του. Τα μανίκια της μπλούζας του κρέμονταν φαρδιά καθώς τα χέρια του διέγραφαν κινήσεις στον αέρα. Ήθελα να τον σταματήσω να μιλάει, να του κάνω παρατήρηση για τα μανίκια του. Ήταν σχεδόν 23 χρονών, πόσο καιρό θα κυκλοφορούσε με αυτό το γελοίο ντύσιμο; Όλα του τα ρούχα έπλεαν επάνω του. Δεν πήρα θέση σε αυτά που άκουγα, μα με πλήγωσε το γεγονός πως τα παιδιά μου έδειχναν να είναι ήδη καλύτεροι γνώστες του κόσμου από μένα. Η σιγουριά των βλεμμάτων τους, η ανυπομονησία να φύγουν, το πόσο ξεκάθαρα και αποφασισμένα μιλούσαν για όλα. Ήταν νέοι, ίσως για αυτό. Πάντα θυμάμαι τον εαυτό μου, από τη νεανική του ηλικία μέχρι τώρα, να είναι αβέβαιος για όλα. Να νοιώθω σαν το χορευτή που φοβάται από λεπτό σε λεπτό πως θα κάνει λάθος κίνηση ή θα μπερδέψει τα πόδια του, πέφτοντας κάτω, τι τραγικό αλήθεια αυτό για κάποιον που χορεύει. Έψαχνα πάντα τις σκέψεις μου με την ίδια μανία που έψαχνα τις λέξεις μου. Όλα μου φαίνονταν πως γύριζαν σε μια αστάθεια γύρω μου, το ίδιο και εγώ μαζί τους. Το χειρότερο ήταν πως δεν υπήρχε ποτέ τίποτα για να πιαστώ. Ήμουν μέρος ενός κενού, έπρεπε συνεχώς να προσέχω που θα πάνε οι κινήσεις μου, που θα πάνε τα λόγια μου, ένοιωθα λίγο δυστυχισμένος γιατί το χειρότερο απ’ όλα ήταν πως συνειδητοποιούσα την ανυπαρξία κάποιας σταθερότητας γύρω μου και μέσα μου. Δεν ένοιωσα ποτέ ακλόνητος, ποτέ σίγουρος για κάτι ακόμη και τις στιγμές που προφορικά εξέφραζα τη μεγαλύτερη βεβαιότητα. Και παρόλο που γνωρίζω την πηγή της εσωτερικής δυστυχίας μου –την κατάλαβα από πολύ νωρίς, μπορούσα ευκολα να εφαρμόσω οποιαδήποτε συνδιαλλαγή μαζί της- ξέρω βαθιά πως είναι σωστή, πως την άφησα να με πλησιάσει γιατί τιποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο σωστό από αυτήν την αίσθηση. Κανένα αίσθημα ανησυχίας, καμία υποψία δυστυχίας δεν έχει τίποτα το νοσηρό, αντιθέτως είναι υγιή όλα αυτά. Η νοσηρότητα για μένα κρυβόταν αλλού και ξέρει πάντα να κρύβεται καλά.

«Μπαμπά μου» η κόρη μου με αγκάλιασε δυο φορές όταν μιλούσα για το πόσο περίεργα νοιώθω τώρα μετά την απομάκρυνσή μου από τη Μιναλού. Η τρυφερή μου Τόνια. Όσο απρόσιτη και άγρια έδειχνε, τόσο απίστευτα μεγάλη τρυφερότητα μπορούσε να διοχετεύσει στους ανθρώπους γύρω της, με τον πιο απρόσμενο τρόπο πολλές φορές. Φώναζε, έκλαιγε, πείσμωνε όταν ήταν μικρή, κλεινόταν με τις ώρες στο δωμάτιό της για να μας δείξει το θυμό της, το έσκαγε από το σπίτι στους έντονους τσακωμούς, μια φορά χτύπησε τη μητέρα της στο πρόσωπο και άλλη μια φορά έσπασε ένα παράθυρο πετώντας ένα βαρύ αντικείμενο επάνω του. Ήταν πάντα δραματική στους θυμούς της ακόμη και τώρα που είχε μεγαλώσει. Μα ήταν η μόνη που αγκάλιαζε πραγματικά, που τα χέρια της έτρεμαν από τρυφερότητα όταν τυλίγονταν γύρω από το λαιμό μου. Η πιο σκληρή λέξη που μπορεί να είχε πετάξει πριν λίγη ώρα μεταμορφώνονταν στον πιο τρυφερό λόγο, αναζητούσε συνεχώς κανάκεμα. Και δεν είχε αλλάξει καθόλου. Πάλι με φίλησε πολλές φορές, με χάιδεψε σαν να ήμουν κάποιο παιχνίδι. Πριν δέκα λεπτά κοιτούσε το ρολόι της, την είχα ακούσει να αναστενάζει ανυπόμονα. Και τώρα καθόταν στα γόνατά μου με τρυφερές λέξεις «μπαμπά μου, αγαπημένε μου μπαμπά». Μου έσκαγε μικρά φιλιά στον κρόταφό μου και ακούμπαγε το κεφάλι της στο δικό μου. Ένοιωσα αδέξια στην αρχή. Όταν ήταν μικρή, μέχρι τα έξι της χρόνια, είχε τη συνήθεια να ξαπλώνει μπρούμυτα πάνω στην κοιλιά μου για να κοιμηθεί. Πιπίλιζε το δάχτυλό της στο ένα χέρι και με το άλλο έπαιζε με τα μαλλιά μου. Της χάιδευα τις μακριές της μπούκλες για να την πάρει ο ύπνος κα μετά να τη σηκώσω απαλά για να μην ξυπνήσει και να τη μεταφέρω στο κρεβάτι της. Η σωματική επαφή ήταν πάντα σημαντική για τη Νάσια μου, να νοιώθει το σώμα του ανθρώπου που αγαπάει και αν ξέχναγε για λίγο πως τον αγαπάει, το άμεσο άγγιγμα τής θύμιζε ξανά την αγάπη που έκρυβε μέσα της. Σαν το κύμα που ξαφνικά ξεσπάει αφρισμένο. Την είπα «κοριτσάκι μου» και της φίλησα τα μαλλιά της. Με αγκάλιασε πιο σφιχτά «μην ανησυχείς μπαμπά για αυτήν τη γυναίκα, καλύτερα να την ξεχάσεις, είσαι χλωμός, δεν αξίζει τον κόπο να στενοχωριέσαι μπαμπάκα μου».
"

Συνέχεια από το “Πλανεύω με απόλαυση”

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη