Ο μεγάλος δρόμος (imeros)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Το ξεκίνημα

Είχε πέσει το σκοτάδι για καλά, εγώ ξαπλωμένος πάνω στο αχυρένιο μου στρώμα κοίταζα τ' αστέρια να λαμπυρίζουν. Πάνω στο δέρμα μου δυο κουνούπια προσπαθούσαν με μανία να ρουφήξουν κάτι κάτω από τη ζαρωμένη από την ασιτία σάρκα μου. Ήταν το τελευταίο πράγμα που μ' ένοιαζε αυτή τη νύχτα. Αύριο κάτι θα άλλαζε, ναι σίγουρα θα άλλαζε. Θα 'ρχόταν ο λευκός κύριος και θα μ' έπαιρνε μαζί του, στο κτήμα του. Όχι πολύ μακριά από το φτωχό χωριό μου. Μόνο μια μέρα δρόμο, μέσα βαθιά από τη ζούγκλα περνούσε ο δρόμος και κατέληγε στο συνοικισμό των λευκών.

Εκεί άρχιζε τ' όνειρο, να ξεφύγω από τη δυστυχία, την πείνα και τις αρρώστιες. Καθημερινά άκουγα το κλάμα και τα βογκητά των άρρωστων και πεινασμένων χωριανών μου, καταλάβαινα πως αν ήθελα να ζήσω θα 'πρεπε να φύγω το συντομότερο δυνατόν. Άρπαξα την ευκαιρία όταν ήρθε στο χωριό ο λευκός κύριος που ζητούσε άτομα για τη σοδειά του.

Στην αρχή δεν του γέμισα το μάτι, αλλά όταν κρεμάστηκα από το αυτοκίνητό του, χαμογέλασε και μου είπε εντάξει. Δώδεκα συνολικά ήταν τα άτομα που διάλεξε να πάρει, μας είπε αύριο το πρωί θα περάσει το φορτηγό του να μας φορτώσει για το κτήμα.

Έτσι απόμεινα ξάγρυπνος όλη νύχτα, σκεφτόμουν τη μάνα και τ' αδέλφια μου που κοιμόντουσαν παραδίπλα από την πυροστιά που ήταν στη μέση της αχυροκαλύβας μας.

Ήμουν δεν ήμουν δεκαέξι χρονών και με θεωρούσαν τον προστάτη της οικογένειας, από τότε που πέθανε ο πατέρας μετά τη μεγάλη σφαγή, στο λοιμό που ακολούθησε. Έκανα τις περισσότερες δουλειές του χωριού, βοηθώντας παράλληλα τη μάνα μου, που ετοίμαζε ότι μπορούσα να φέρω από το δάσος για φαγητό.

Άκουγα τις ιστορίες που έλεγαν οι μεγαλύτεροι τα βράδια γύρω από τη φωτιά μασουλώντας ένα κομμάτι ζαχαροκάλαμο. Η φαντασία μου έπλασε τα υπόλοιπα, με τον πηλό των ονείρων που έκανα ξύπνιος. Άκουγα για τεράστιες μηχανές και αυτοκίνητα που προχωρούσαν χωρίς ζώα, για σπίτια ξύλινα και πέτρινα μαζί. Για άφθονο φαγητό που δεν χρειαζόταν να το μαζέψω από το δάσος.

Τι άλλο καλύτερο να θέλω από αυτό που μου έτυχε με τη δουλειά, μια μεγάλη ευκαιρία για να αλλάξω ότι μπορούσα. Ότι και να γίνει από δω και πέρα καλύτερο από αυτό που ζω θα είναι. Άρχισε να ξημερώνει σιγά-σιγά, σηκώθηκα και έκανα μπόγο τα λιγοστά μου ρούχα και πήγα εκεί που περίμεναν και οι άλλοι. Δεν ήθελα να δω τη μάνα μου να κλαίει, ούτε και τα απορημένα προσωπάκια των αδελφών μου. Θα κρατούσα την εικόνα τους στο μυαλό μου, δεν θα χανόταν ποτέ από κει.

Άρχισε να παίρνει ζωή το χωριό, μουρμουρητά και κλάματα ακούγονταν από τις καλύβες των εργατών. Ένας-ένας άρχισαν να φτάνουν στο σημείο που ήμουν κι εγώ, με το κεφάλι κατεβασμένο και το δισάκι τους κρεμασμένο σε ένα μπαστούνι. Καθώς τους κοιτούσα πρόσεξα πως και αυτοί ήταν σκελετωμένοι σαν και μένα, μια παρατήρηση που δεν είχα κάνει ποτέ ως τώρα. Άρχισα να τους βλέπω διαφορετικούς, να τους βλέπω σαν να ήταν πρώτη φορά, σαν ξένους. Αλλά δεν ήταν παρά οι άνθρωποι που μεγάλωσα ανάμεσά τους, που έπαιξα με τα παιδιά τους, τις αδελφές τους και τους ίδιους.

Το φορτηγό καθυστερούσε και ο ήλιος άρχισε να ανεβαίνει ψηλά, προμηνύοντας μια καυτή μέρα. Τα πρόσωπα άρχισαν να κατσουφιάζουν όσο περνούσε η ώρα και δεν φαινόταν το φορτηγό. Άλλοι έκαναν πηγαδάκια συζητώντας, άλλοι είχαν πιάσει τη σκιά και κάθονταν ανακούρκουδα σκαλίζοντας σχέδια στο χώμα. Κάποια στιγμή ήρθε ο αρχηγός του χωριού, τον άκουσα να μουρμουράει συμβουλές και να δίνει θάρρος σε κάποιους που δεν είχαν ξαναφύγει από το χωριό. Με πλησίασε και μου είπε να μην ανησυχώ ότι ήταν γι αυτόν τα παιδιά του θα ήταν και τ' αδέλφια μου. Λες και ήξερε τι σκεφτόμουν, λες και διάβασε το πρόσωπό μου. Τον διαβεβαίωσα πως θα ήμουν ήσυχος και καλός εργάτης και πως αν μπορούσα θα έστελνα και κάποια βοήθεια. Το ημίγυμνο κορμί του γυάλιζε καθώς έφευγε και τον χτυπούσαν οι αχτίνες του ήλιου.

Κάπου μακριά ακούστηκε η μηχανή του φορτηγού να αγκομαχάει στον κακοτράχαλο δρόμο. Όσο πλησίαζε τόσο τα βλέμματα άρχιζαν να ζωντανεύουν. Φάνηκε στην άκρη του δρόμου ένα καμιόνι με τέντα και πάγκους στο πλάι, με ένα καραβόπανο απλωμένο για σκεπή, που θα κράταγε κάποιες από τις θερμότερες ανάσες του ήλιου. Πάνω στους πάγκους κάθονταν κιόλας επτά άνδρες από κάποιο γειτονικό χωριό. Μας χαιρέτησαν όταν αρχίσαμε να ανεβαίνουμε πατώντας στα δυο σκαλοπάτια της καρότσας. Είχα δει κάποιους από αυτούς στις μακρινές μου βόλτες πέρα από το δάσος. Γεωργοί όλοι με σκληρά χαρακτηριστικά και βλέμμα χαμένο. Έτσι θα γίνω κι εγώ, σκέφτηκα, μετά από μερικά χρόνια.

Το φορτηγό ξεκίνησε με πιο βαριές ανάσες τώρα σαν βαρυφορτωμένος ελέφαντας. Η ώρα περνούσε και το φορτηγό δεν έλεγε να σταματήσει. Ήταν ο ήλιος ψηλά όταν βγήκαμε από το δάσος με κατεύθυνση τα βουνά στο βάθος της πεδιάδας.

Φτάσαμε μετά από μία ώρα περίπου σε ένα μικρό οικισμό με καμιά δεκαπενταριά καλύβες σαν αυτές του χωριού αλλά πιο παλιές και κακοσυντηρημένες. Μας περίμενε ένα πιάτο φαγητό και νερό άφθονο. Πέσαμε με τα μούτρα, αν και ήταν άνοστο το φαγητό μου φάνηκε πως ήταν το καλύτερο που δοκίμασα ποτέ.

Μέχρι να ταχτοποιηθούμε ήρθε και ο επιστάτης με ένα ανοιχτό τζιπάκι που πρώτη φορά έβλεπα. Μας είπε πως για σήμερα δεν υπήρχε άλλη δουλειά από το να φτιάξουμε τις καλύβες και να διαλέξουμε τις παρέες μας.


Στη δουλειά


Όλα μου φαίνονταν περίεργα, ζούσα σε καινούριο κόσμο, τα πάντα μου τραβούσαν την προσοχή. Αυτό διαπίστωσα από την πρώτη μέρα κιόλας. Το πρωινό ξύπνημα δεν με πείραξε καθόλου κι ας μην κοιμήθηκα τόσο καλά το βράδυ.

Είμαστε καμιά σαρανταριά, μαζί με αυτούς που έφερε το δεύτερο φορτηγό, απ' όλες τις ηλικίες, οι περισσότεροι είχαν ξαναδουλέψει στα κτήματα.

Συγκεντρωθήκαμε στο χώρο που περίμεναν τα φορτηγά, δεν είχε φέξει καλά ακόμα. Μπροστά στη φωτιά μας περίμενε ο επιστάτης με το μάγειρα, που έμελλε να γίνει το πιο αγαπημένο πρόσωπο για όλους εμάς τους πεινασμένους. Ένα καζάνι με τσάι και ένα ξύλινο τραπέζι με κούπες σιδερένιες πάνω του και ένα καλάθι με ψωμί. Αρχίσαμε να περνάμε μπρος από το τραπέζι παίρνοντας το ψωμί, την κούπα και μετά στο μάγειρα να μας τη γεμίσει.

Τα φορτηγά είχαν βάλει κιόλας μπροστά τις μηχανές, καταλάβαμε πως δεν υπήρχε και πολύς χρόνος για να φάμε με την ησυχία μας. Τελειώσαμε στα γρήγορα και ρίξαμε τις κούπες στο καλάθι του ψωμιού που είχε αδειάσει. Μετά γρήγορα ανεβήκαμε στα φορτηγά, που ξεκίνησαν πριν καλά-καλά καθίσουμε στους ξύλινους πάγκους.

Το πρωινό ταξίδι μας δεν κράτησε πάνω από μια ώρα. Βρεθήκαμε σε ένα καλαμιώνα που χανόταν το μάτι σου όταν προσπαθούσες να δεις το τέλος του. Στο τζιπάκι του επιστάτη που ήταν μπροστά, ήταν φορτωμένα τα εργαλεία, δικράνια και μασέτες. Μας χώρισε σε δυο ομάδες και μας μοίρασε τα εργαλεία. Μου έλαχε να πάρω δικράνι, έτσι νόμιζα. Μετά από καιρό κατάλαβα, πως τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Με φώναξε ο επιστάτης, μου έδειξε ένα μεγαλύτερο σε ηλικία άνδρα και μου είπε, να κάνεις ότι και αυτός.

Ξεκινήσανε να δουλεύουν από την αρχή του κτήματος σε σειρές των πέντε ατόμων, πίσω από κάθε ομάδα ακολουθούσε και ένας από μας που κρατούσαμε τα δικράνια. Μαζεύαμε τα καλάμια που έκοβαν οι μπροστινοί μας και τα κάναμε σωρούς, πίσω από μας ένας ακόμα που τα έκανε δεμάτια. Δεν κατάλαβα πως πέρασε η ώρα, ώσπου άκουσα μια σφυρίχτρα να ηχεί και τρόμαξα, δεν είχα ξανακούσει κάποιο τόσο διαπεραστικό ήχο στη ζωή μου.

Είχαν έρθει τα φορτηγά με τις προμήθειες και είχαν φέρει νερό και τρόφιμα. Μόνο τότε κατάλαβα τη δίψα και την κούραση της πρώτης μέρας. Καθίσαμε καταγής, εκεί που είχαμε σταματήσει, με τα εργαλεία κοντά μας. Δυο από τους εργάτες ανέλαβαν να μας μοιράσουν το νερό, από ένα καζάνι μικρό που είχε μια ξύλινη κουτάλα μέσα. Δεν είχαμε το κουράγιο να διαμαρτυρηθούμε για το πόσο λίγο ήταν το νερό. Έπρεπε να φτάσει για όλους. Μισοσηκώθηκα, μία κουταλιά πρόλαβα να πιω γιατί η κουτάλα ήταν δεμένη στο καζάνι και οι εργάτες που το κρατούσαν προχωρούσαν προς τον επόμενο, που περίμενε πως και πως τη σειρά του. Μέχρι να τελειώσουν τη διανομή του νερού πέρασε περίπου ένα τέταρτο, ακούστηκε η σφυρίχτρα που μας καλούσε να ξαναπιάσουμε δουλειά.

Μέχρι να καταλάβω τι έγινε ξαναστρωθήκαμε στο ρυθμό μας. Τα φορτηγά είχαν ξεφορτωθεί από τις προμήθειες, είχαν ρίξει τα πλαϊνά της καρότσας κάτω και άρχισαν να το φορτώνουν οι εργάτες τα δεμάτια που είχαμε αφήσει πίσω μας. Μικρή η σοδειά, από μας αλλά είχαν να περάσουν και από τις άλλες ομάδες, που ήταν απλωμένες μέχρι το πρώτο χώρισμα του κτήματος. Όλα αυτά τα έβλεπα ρίχνοντας κρυφές ματιές γύρω μου, προσπαθώντας να μην καταλάβει ο επιστάτης που γυρνούσε πίσω μας την περιέργειά μου, για όλα τα νέα πράγματα που συνέβαιναν γύρω μου.

Με αυτό το ρυθμό φτάσαμε στο μεσημέρι, ο καυτός και ανελέητος ήλιος μας είχε ζεματίσει και τα ρούχα μας είχαν γίνει μούσκεμα. Είδα πως μερικοί είχαν φτιάξει κεφαλοδέτες με κάποιο σκισμένο ρούχο, για να τους κρατάει τον ιδρώτα που έτρεχε στο μέτωπο. Άντε και τον ιδρώτα τον κατάφερνες, με την κούραση τι μπορούσες να κάνεις;

Ακούστηκε η δεύτερη σφυρίχτρα για σήμερα, είχε περάσει το μεσημέρι και ήταν η ώρα για φαγητό, έτσι νόμιζα αλλά έκανα λάθος. Το φαγητό θα αργούσε ακόμα, λίγο νερό ακόμα και πάλι δουλειά. Η μέρα για να περάσει σήμερα θα αργούσε πολύ, μου φάνηκε αιώνας.

Ξανά στο ρυθμό, ξανά το δικράνι πάνω κάτω, τα μπράτσα μου είχαν αρχίσει να πονάνε. Άμαθος στις βαριές δουλειές, τα βρήκα λίγο σκούρα για πρώτη μέρα. Στην τρίτη σφυρίχτρα ήμουν σίγουρος ότι ήταν για το φαγητό. Δεν έκανα λάθος αυτή τη φορά, η διαδικασία η ίδια, το φαγητό λιγοστό. Ένας χυλός, ανάκατος με μερικά λαχανικά, απροσδιορίστου είδους. Μέχρι να πάει κάτω ήρθαν και πήραν τα ξύλινα πιάτα, τι πιάτα γαβάθες μικρές ήταν.

Ξαναστρωθήκαμε στη δουλειά, η κούραση μεγαλύτερη από πριν, τώρα κουβαλάγαμε και το φαγητό. Έτσι πέρναγε η μέρα μέχρι που άρχισε να πέφτει το βράδυ. Μόλις είχαν γυρίσει τα φορτηγά που είχαν αδειάσει το φορτίο τους στο μύλο που ήταν περίπου στη μέση του κτήματος. Ανεβήκαμε στα φορτηγά, φορτωμένοι με τόση κούραση, που δεν σε άφηνε ούτε να σκεφτείς. Ο δρόμος του γυρισμού μου φάνηκε μακρύτερος από το πρωί, σαν να ήταν ο διπλάσιος.

Φτάσαμε μετά από μια ώρα, ο ήλιος είχε χαθεί, μακριά στην πλευρά του δάσους. Μας περίμενε το φαγητό και μια φωτιά που φώτιζε ένα γύρο. Η ίδια πρωινή διαδικασία μας περίμενε και στο φαγητό. Καθίσαμε γύρω από τη φωτιά και τρώγαμε μηχανικά, προσπαθώντας να μην πέσουμε κάτω από την κούραση.

Πήραμε το δρόμο για τις καλύβες, με σερνάμενα βήματα, νόμιζα πως το κάθε πόδι ζύγιζε όσο όλο το σώμα μου. Σωριάστηκα πάνω στο άχυρο και με πήρε ο ύπνος αμέσως, δεν κατάλαβα πως. Σηκώθηκα μέσα στη νύχτα για κατούρημα, μια παράξενη ησυχία επικρατούσε στις καλύβες, δεν ακουγόταν το παραμικρό. Κατάλαβα πως η κούραση δεν είναι κανενός, αλλά όλων. Ξανάπεσα για ύπνο και κοιμήθηκα μέχρι το πρωί που άκουσα τη σφυρίχτρα να ηχεί.

Μια καινούρια μέρα άρχιζε, ήταν η πρώτη μου σκέψη. Όταν δοκίμασα να σηκωθώ κατάλαβα πως θα ήταν και δύσκολη. Ήμουν πιασμένος ολόκληρος, πόναγα σε όλο το σώμα. Αλλά ποιός νοιαζόταν, ο καθένας είχε το δικό του πόνο. Δε διέφερε σε τίποτα από την προηγούμενη. Μέχρι που γυρίσαμε το βράδυ, είχε σκεπάσει η κούραση τον πόνο. Έτσι πέρναγαν οι μέρες, βδομάδες, μήνες τα τελευταία τρία χρόνια.

Κάποια μέρα σε μια συγκέντρωση άκουσα πως το αφεντικό μας, άφηνε κάποιους να πάνε σχολείο. Πήγα και έπιασα τον επιστάτη, μου είπε πως δεν είχε κανένα παράπονο από μένα και πως θα το έλεγε στο αφεντικό. Η αγωνία μου μεγάλωνε μέρα με τη μέρα, κοίταγα να πιάσω καμιά ματιά του επιστάτη αλλά τίποτα.

Πέρασαν μερικοί μήνες και κάποια μέρα με φωνάζει ο επιστάτης πριν φύγουμε και μου λέει, δεν θα έρθεις στο κτήμα, από σήμερα θα δουλεύεις στο σπίτι και πρόσεχε να είσαι καλός όπως και με μένα. Θα δουλεύεις στην κουζίνα και θα κάνεις όλες τις βαριές δουλειές. Θα κόβεις τα ξύλα και θα φροντίζεις τα κάρβουνα. Τον άκουγα αλλά δε με ένοιαζε η δουλειά όσο βαριά και να ήταν. Είχα γυμναστεί τόσο καλά από το δικράνι και το φόρτωμα, το σώμα μου είχε δέσει και είχε χάσει το παιδικό του σχήμα, που αυτά θα μου φαίνονταν παιχνιδάκι. Δεν είχα και πολύ δίκιο γιατί έπρεπε να σηκώνομαι πιο νωρίς από όλους μαζί με το μάγειρα. Με τον καιρό το ξεπέρασα, με βοήθησε και το σχολείο, που το περίμενα κάθε μέρα με αγωνία.

Μετά το σχολείο έκανα παρέα με κάποια αγόρια της ηλικίας μου και συζητάγαμε για πολλά και διάφορα. Ακόμα και για τις σχέσεις με το άλλο φύλλο που ήταν και το δημοφιλέστερο θέμα βέβαια. Μπροστά στο χάρτη είχαμε κάτσει ατέλειωτες ώρες προσπαθώντας να καταλάβουμε τι βλέπαμε. Βάζαμε τη φαντασία μας να τρέξει και να μας πει πως μπορεί να είναι ο κόσμος έξω από το κτήμα και το συνοικισμό.

Σε όλο τον καιρό που είχα φύγει από το χωριό μόνο τρεις φορές είχα μπορέσει να πάω στους δικούς μου. Τους πήγα προμήθειες και έδωσα και κάποια χρήματα στη μάνα μου για να μπορεί να τα φέρνει βόλτα. Περισσότερη αξία είχαν βέβαια τα είδη παρά το χρήμα. Μάζευα όσα περισσότερα χρήματα μπορούσα, έχοντας ακούσει πως για να ταξιδέψεις χρειάζεσαι πολλά. Το είχα βάλει στόχο και σκοπό να ξεφύγω από τα στενά όρια του κόσμου μου. Τις Κυριακές κατέβαινα με τους άλλους, με τα πόδια, σε μια κωμόπολη λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά.

Συζητώντας για διάφορα που έβρισκα ανιαρά προσπαθούσα να μαθαίνω για χώρες φιλόξενες που θα μπορούσα να έχω μια καλύτερη τύχη.

Κάποια μέρα αποφάσισα πως είχε έρθει ο καιρός να δω τι θα κάνω και πήγα να βρω κάποιον που είχε ταξιδέψει πολύ. Ήταν από τα μέρη μας, είχα ακούσει γι αυτόν από τους μεγαλύτερους. Ήταν γύρω στα 45, με γκρίζα μαλλιά, πάντα καλοντυμένος. Είχε δικό του σπίτι και ένα μικρό μαγαζάκι που πούλαγε διάφορα είδη, από βελόνες ως κουβάδες και από ζωοτροφές ως κονσέρβες. Είχα πάει στο μαγαζί του κάνα δυο φορές για να ψωνίσω και τον είχα ακούσει να συζητάει για χώρες μακρινές, που ο κόσμος περνάει καλά και που είχαν, τόσο παράξενα πράγματα. Καθόμουν και τον άκουγα και ξέχναγα γιατί είχα πάει εκεί.


Συνεχίζεται...

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη