Ο μεγάλος δρόμος β' (imeros)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Η προετοιμασία

Τον πλησίασα και του ζήτησα να με ακούσει για λίγο. Δεν παραξενεύτηκε καθόλου, σαν να περίμενε την κουβέντα αυτή από μένα. Όταν του είπα πως θέλω να φύγω, χαμογέλασε με κοίταξε με πατρικό βλέμμα και μου είπε, “έχεις κότσια μικρέ, κάτσε να φύγουν οι άλλοι και τα λέμε". Τον περίμενα μέχρι να τελειώσει με τους πελάτες του. Τράβηξε μια καρέκλα κάτω από ένα πάγκο και μου την έδωσε. Πιστεύω να το σκέφτηκες καλά αυτό που πας να κάνεις. Κούνησα το κεφάλι καταφατικά και αυτός συνέχισε. Θα πρέπει να έχεις αρκετά χρήματα για το ταξίδι, ή να μην το κάνεις καθόλου. Ένευσα πως καταλαβαίνω και περίμενα τη συνέχεια. Υπάρχει κάποιος στη διπλανή μας πόλη που μπορεί να σου κανονίσει τον τρόπο που θα φτάσεις εκεί που θέλεις. Πέρνα σε καμιά βδομάδα, θα έχω ρωτήσει και θα σου πω τότε.

Οι μέρες πέρασαν βασανιστικά αργά μέχρι να έρθει η επόμενη βδομάδα που θα πήγαινα στον έμπορα. Στο μεταξύ το συζήτησα και με κάποιους συμμαθητές μου και βρήκαν τη σκέψη καλή, με παρότρυναν να το κάνω, αλλά κανείς τους δεν θέλησε να έρθει μαζί. Οι περισσότεροι δεν είχαν χρήματα και άλλοι δεν είχαν την τόλμη για τέτοιο ρίσκο. Πήγα και τον βρήκα πάλι να τον ρωτήσω αν έχει κάποια νέα. Βέβαια και έχω μου είπε, θα πρέπει να μου δώσεις κάποια χρήματα και μένα, μου κακοφάνηκε που το άκουσα, αλλά δεν είχα και άλλη επιλογή. Υπολόγισα πως θα πρέπει να δουλέψω ακόμα δύο μήνες για να μαζέψω τα χρήματα που ήθελα γι αυτόν. Το ποσό που ζητούσε ο πράκτορας ήταν υπέρογκο. Όλα μου τα χρήματα με λίγα λόγια. Θα έφτανα στην Ελλάδα, εκεί ήθελα να πάω, χωρίς χρήματα, εκτός κι αν δούλευα ακόμα μερικούς μήνες για να μαζέψω ακόμα λίγα.

Σχετικά με τη διάρκεια του ταξιδιού μου είπε πως μπορεί να κρατήσει και δεκαπέντε μέρες. Εξαρτάται από τα περάσματα μου είπε, αν θα είναι ανοιχτά. Αυτό ήταν το λιγότερο σκέφτηκα. Από τότε που θα μου δώσεις τα λεφτά να υπολογίζεις και δέκα μέρες για να συμπληρώσει την ομάδα.

Άρχισε να μου διηγείται τη δική του εμπειρία και τις δυσκολίες που πέρασε, αλλά μην ξεχνάς ήταν και πριν είκοσι χρόνια που πήγα εγώ είπε και συνέχισε την εξιστόρηση του δικού του δρόμου. Δεν έκατσα πολύ, δεν είχα όρεξη να ακούω θλιβερά γεγονότα. Πίστευα πως το δικό μου ταξίδι θα ήταν καλύτερο.

Οι μήνες πέρναγαν αργά μέχρι να φτάσει το φθινόπωρο, έτσι είχαμε συνεννοηθεί. Να μεγαλώσει περισσότερο η νύχτα για να μπορούμε να ταξιδεύουμε περισσότερες ώρες. Πήγα και έδωσα τα χρήματα στον έμπορα, μου είπε να περάσω σε δύο βδομάδες με τα πράγματά μου έτοιμα. Άρχισε να με πιάνει μια ανυπομονησία και μια μελαγχολία όποτε σκεφτόμουνα το ταξίδι.

Κανόνισα να πάω να δω την οικογένειά μου την τελευταία βδομάδα. Είδα τη μάνα μου και τα αδέρφια μου που είχαν μεγαλώσει, τους είπα για την απόφασή μου, δεν μπορούσαν να καταλάβουν τη διαφορά. Γι αυτούς πάλι θα έλειπα, πάλι θα ήμουν μακριά. Η μάνα μου ήταν περήφανη για μένα που θα είχα την ευκαιρία να αλλάξω έστω και λίγο τη ζωή μου προς το καλύτερο. Με έβαλε να της υποσχεθώ, πως κάποια μέρα θα γύριζα πίσω. Να φροντίσω για το καλό του τόπου αν μπορούσα.

Δεν είπα τίποτα σε κανένα στο σπίτι γιατί φοβόμουν πως κάποιος θα προσπαθούσε να με εμποδίσει.

Αισθανόμουν και κάποιες τύψεις, που θα έφευγα κρυφά και δεν μπορούσα να τους το πω. Θα το μάθαιναν από τους άλλους φαντάστηκα, τους συμμαθητές μου και τον έμπορα. Λίγα πράγματα μπορείς να κρύψεις στα χωριά. Δεν ξέρω, ίσως να είναι και καλύτερα έτσι. Το τελευταίο βράδυ δεν κοιμήθηκα σχεδόν καθόλου από την αγωνία μου. Όταν πήγα μετά τη δουλειά να βρω τον έμπορα μου είπε ότι θα ξεκινήσω σε δύο μέρες. Σαν να μου έκοψαν τα πόδια, έτσι αισθάνθηκα όταν το άκουσα. Αλλά είναι μόνο δύο μέρες σκέφτηκα, θα περάσουν γρήγορα.


Το ταξίδι

Συναντήθηκα με τον έμπορα το απόγευμα της Τετάρτης, με έβαλε στο φορτηγό του που θα πήγαινε στην πόλη για προμήθειες. Ταξιδέψαμε αρκετές ώρες μέχρι να φτάσουμε, διασχίσαμε το εμπορικό κομμάτι της πόλης και φτάσαμε στις αποθήκες. Το φορτηγό σταμάτησε μπροστά σε μια από τις μεγαλύτερες αποθήκες της περιοχής. Κορνάρισε και από τη μικρή πόρτα της μεγάλης συρόμενης, βγήκε κάποιος επιστάτης και μίλησε με τον έμπορα για κάποια λεπτά. Μετά μου έκανε νόημα να κατέβω, πήρα τα λιγοστά πράγματά μου και ακολούθησα τον επιστάτη. Χαιρέτησα τον έμπορα με ένα κούνημα του χεριού και μπήκα στην αποθήκη.

Μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια μου στο μισοσκόταδο, ακολουθούσα το γνώριμο σχήμα του επιστάτη. Ξανακαθαρίζοντας κάπως τα μάτια μου είδα ότι είχαμε μπει σε ένα διάδρομο από εμπορεύματα και πηγαίναμε προς το βάθος της αποθήκης. Σε μια διακλάδωση στρίψαμε δεξιά και μετά αμέσως αριστερά. Βρεθήκαμε σε ένα κενό που έκαναν τα εμπορεύματα, ένα χώρο σαν μεγάλο δωμάτιο. Στο πάτωμα απλωμένα χαρτόκουτα, πρόχειρα στρώματα των δώδεκα ανθρώπων που ήταν εκεί. Βολέψου όπου βρεις μου είπε ο επιστάτης. Προσπάθησα να βρω κάποιο χώρο, αλλά μόνο τσιμέντο έβλεπα. Γύρισα να του πω πως δεν έχω που να κάτσω αλλά είχε φύγει. Ακολούθησα το δρόμο που είχαμε έρθει με σκοπό να του ζητήσω ένα χαρτόνι για να ξαπλώσω. Με το που έστριψα μια γωνία κάτι με χτύπησε κάτι στο κεφάλι και δεν κατάλαβα πως βρέθηκα κάτω. Δεν σου είπα να φύγεις από κει κόπανε μου είπε ο επιστάτης. Τα χρειάστηκα, ένα χαρτόνι ψέλισα, "εκεί" είπε και μου έδειξε ένα σωρό στο βάθος. Μην ξανακουνηθείς από κει μου είπε και μου κούνησε το δάχτυλο.

Γυρνώντας στο δωμάτιο, έστρωσα το χαρτόνι μου σε μια γωνιά και κάθισα και παρατήρησα τα άτομα που ήταν γύρω μου. Δε διέφεραν και πολύ από μένα, οι ηλικίες κοντά στη δική μου τα ρούχα τους παλιά και τσαλακωμένα, πολυφορεμένα. Τέσσερις από αυτούς φαίνονταν ξένοι, Άραβες μάλλον. Κάθονταν όλοι μαζί σαν να κρατούσαν άμυνα. Οι δικοί μου απλωμένοι σε δυο παρέες κι εγώ μόνος μου. Ήρθε ο επιστάτης και μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω. Με πήγε λίγο παραπέρα και μου άπλωσε το χέρι, "ρίχτα" μου λέει. Του έδωσα τα μισά λεφτά όπως με είχε συμβουλέψει ο έμπορας στη διαδρομή προς την αποθήκη. Στράβωσε τα μούτρα του ο επιστάτης αλλά δεν είπε κάτι άλλο, μου έκανε νόημα να φύγω. Ξαναγύρισα στο δωμάτιο και στη γωνιά μου, προσπάθησα να κοιμηθώ λίγο. Αργούσε ακόμα να ξημερώσει.

Ξύπνησα από τη φασαρία των άλλων, είχαν σηκωθεί και πήγαιναν προς την είσοδο της αποθήκης. Ακολούθησα τους άλλους και είδα τον επιστάτη να δίνει οδηγίες στους πρώτους. Ήρθε η σειρά μου και μου είπε να πάω να βοηθήσω να φορτώσουν το φορτηγό που είχε κολλήσει στην είσοδο. Δεν είχα προσέξει στην αρχή ότι οι πρώτοι είχαν και τα ρούχα τους μαζί. Όταν μπήκα στο φορτηγό κουβαλώντας ένα κιβώτιο είδα ότι σωριάζανε τα κιβώτια αφήνοντας ένα χώρο που θα έκλεινε τους τέσσερις σε ένα κενό στο μπροστινό μέρος της καρότσας του φορτηγού. Τους έδωσε μερικά μπουκάλια νερό και λίγα τρόφιμα ο επιστάτης και κλείσαμε μέχρι πάνω την ντάνα με τα κιβώτια.

Συνεχίσαμε να φορτώνουμε το φορτηγό μέχρι που γέμισε. Κλείσαμε τις πόρτες και ο οδηγός πήρε τα χαρτιά από τα χέρια του επιστάτη και ανέβηκε στη θέση του και ξεκίνησε. Άκουσα τους άλλους να λένε πως το ταξίδι θα διαρκέσει τρεις μέρες. Σκέφτηκα ότι αυτοί εκεί μέσα θα υπέφεραν, μέχρι να φτάσουν, κλεισμένοι στο φορτηγό.

Γυρίσαμε πίσω και καθίσαμε να περιμένουμε το άλλο φορτηγό για φόρτωμα, θα 'ρχόταν μετά το μεσημέρι. Πράγματι ήρθε στην ώρα του, ξεκινήσαμε την ίδια διαδικασία με τους επόμενους τέσσερις. Είχαμε μείνει οι Άραβες κι εγώ. Κατά το βραδάκι ακούστηκε η κόρνα, μετά από λίγο φάνηκε ο επιστάτης που συνόδευε άλλους έξι. Φάνηκε καλοστημένη δουλειά, καλά οργανωμένη.

Η δική μας σειρά δεν ήταν την άλλη μέρα αλλά τη μεθεπόμενη. Ήταν η σειρά μου να δω από μέσα την πραγματικότητα και την αγωνία της φυγής. Η πρώτη μέρα πέρασε ήρεμα παρέα με άλλους τρεις. Οι Άραβες είχαν φύγει με το προηγούμενο φορτηγό.

Το δικό μου μαρτύριο άρχισε το ίδιο απόγευμα, όταν ξεκίνησε το φορτηγό για τα σύνορα. Έπρεπε να αντέξω τη δίψα γιατί το νερό ήταν λιγοστό αλλά και γιατί δεν είχαμε που να κατουρήσουμε. Όταν τέλειωσε το πρώτο μπουκάλι βαλθήκαμε να το ξαναγεμίσουμε. Όταν έπιασε το φορτηγό τα βουνά, άρχισε να κουνάει περισσότερο αλλά και να κάνει κρύο. Στο κλουβί μας ήταν κάπως υποφερτά, θες ο μικρός χώρος θες οι ανάσες μας λιγόστευαν το μαρτύριο. Όταν σταματούσε ο οδηγός για ύπνο κοιμόμαστε κι εμείς. Αλλά ο άτιμος δεν έριξε ούτε μια ματιά να δει αν ζούμε ή αν χρειαζόμαστε κάτι. Μόνο πριν τα σύνορα βγήκε από την καμπίνα και μας προειδοποίησε να μην κάνουμε φασαρία. Ακούστηκε κάποια φασαρία, φωνές και οι διαμαρτυρίες του οδηγού, μετά ξεκίνησε πάλι. Το απόγεμα της επόμενης μέρας, κάναμε φασαρία να μας ακούσει ο οδηγός, έπρεπε να βγούμε για την ανάγκη μας. Η έκανε πως δεν άκουγε ή ήταν μακριά και δεν άκουγε πράγματι, περιμέναμε υπομονετικά μέχρι να σταματήσει για ύπνο ή για ξεκούραση. Και τότε μόλις σταμάτησε αρχίσαμε να ξαναχτυπάμε την καρότσα. Ακούσαμε την αγριεμένη του φωνή και τα χρειαστήκαμε, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήθελε στο φορτηγό του βρωμιές. Έτσι αναγκάστηκε να ρίξει το πλαϊνό της καρότσας και να βγούμε από το φορτηγό. Είμαστε κάπου ψηλά, οι πλαγιές ήταν με λίγο πράσινο και πολλές πέτρες. Σκορπίσαμε ένα γύρω για την ανάγκη μας αλλά όχι πολύ μακριά, είχαμε το φόβο μη και μας παρατήσει στην ερημιά. Του είπαμε πως κρυώναμε και μας έδωσε μια κουβέρτα μόνο. Μας έκανε νόημα να ξανανέβουμε στην καρότσα και αφού τακτοποίησε το πλαϊνό ξεκινήσαμε πάλι.

Αυτό κράτησε τρεις μέρες, περάσαμε κάποια σύνορα πιο εύκολα αυτή τη φορά. Το απόγευμα της τρίτης μέρας, το φορτηγό σταμάτησε κάπου και άρχισαν να ξεφορτώνουν τα κιβώτια. Δεν τα κατέβασαν όλα και δεν χρειάσθηκε να φανερωθούμε. Στην επόμενη στάση ξεφόρτωσαν τα υπόλοιπα και μας έκανε νόημα ο οδηγός να ξεφορτώνουμε κι εμείς για να φανούμε σαν εργάτες. Μεταφέραμε τα κιβώτια σε μια ανοιχτή, υπαίθρια αποθήκη, που βρώμαγε. Ανάμεσα στα εμπορεύματα είχαν μια καλύβα ξύλινη που μπορούσαμε να μείνουμε.

Οι εργάτες δεν ήταν μαύροι όπως εμείς αλλά σκουρόχρωμοι με χαρακτηριστικά όπως των λευκών και μίλαγαν παράξενη γλώσσα, Πέρσικα θαρρώ πως τα είπε ο οδηγός. Μας παρέλαβε ένας γέρος και μας είπε, σε σπαστά αράπικα, πως θα φύγουμε την άλλη μέρα νωρίς. Από αγγλικά κάτι λίγα από αυτά που άκουγα στο σπίτι που δούλευα, με βοήθησαν να ρωτήσω το γέρο που είμαστε, λες και θα καταλάβαινα. Οι προμήθειες είχαν τελειώσει και έτσι περιμέναμε να μας δώσουν από κει. Φτωχό και άθλιο το φαγητό αλλά παράπονο κανένα.

Όσο πέρναγε η ώρα η αγωνία μου μεγάλωνε, γιατί ήξερα πως το τέλος του ταξιδιού μας πλησίαζε. Μας έμεναν εικοσιτέσσερις ώρες μόνο και μετά η ελευθερία. Προς το βράδυ ήρθε και σταμάτησε μία τεράστια και καινούρια νταλίκα μπροστά στην αποθήκη. Θα φόρτωνε τα εμπορεύματα και μας και θα ήταν το τελευταίο μέσο που θα χρησιμοποιούσαμε για το ταξίδι. Περάσαμε τα σύνορα χωρίς κανένα πρόβλημα και βρεθήκαμε στην Τουρκία τα ξημερώματα. Μετά από μία ώρα δρόμο ο οδηγός σταμάτησε για ύπνο. Έπρεπε να ακολουθεί κάποιο πρόγραμμα, για να μην έχει πρόβλημα με τους αστυνομικούς της τροχαίας. Κατάλαβα πως θα καθυστερούσαμε κι άλλο για τον προορισμό μας με αυτό το ρυθμό.

Οι δρόμοι ήταν πιο καλοί τώρα, όσο πλησιάζαμε σε πόλεις καταλαβαίναμε τη διαφορά. Ο οδηγός έκανε μεγάλες αποστάσεις με γρήγορο ρυθμό, σαν να ήθελε να τελειώνει με αυτό το ταξίδι. Το ξημέρωμα της επομένης περάσαμε το Βόσπορο, έμεναν λίγες ώρες ακόμα. Έξω από τις πυκνοκατοικημένες μεγαλουπόλεις οι ρυθμοί μου θύμιζαν την πατρίδα. Πιο κακοντυμένοι οι χωριάτες, μετέφεραν τα πράγματά τους με τα ζώα. Μια τέτοια εικόνα αντίκρισα, όταν σταμάτησε η νταλίκα, σε κάποιο χωριό, ξεκομμένο από τον πολιτισμό θαρρείς.

Από εκεί θα μας έπαιρνε κάποιος το βράδυ για να μας οδηγήσει στα σύνορα και το ποτάμι. Εν τω μεταξύ θα μέναμε σε ένα αχυρώνα παρέα με τα ζώα.


(Συνεχίζεται...)

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη