Ο κυρ-Δήμος (Η Λουλουδού)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


O κυρ-Δήμος δούλευε και πάλι μέχρι αργά στο τσαγκαράδικό του απόψε. Αμέτρητα ζευγάρια παπούτσια γύρω του, καρφιά, δέρματα, καλαπόδια, και μια χλωμή και γυμνή λάμπα να κρέμεται από πάνω μέχρι σχεδόν μπροστά στο μέτωπό του. Έξω είχε σκοτεινιάσει, κι αυτός ακόμα κάρφωνε με το σφυρί. Δεν ήξερε γιατί, αλλά δεν αισθανόταν κούραση ακόμα. Κάποια στιγμή κοίταξε το παλιό ρολόι του. Δέκα και μισή κιόλας, σκέφτηκε, και ακόμη πόσα έχω, και έκανε να κοιτάξει πέρα, αλλά το μαγαζάκι ήταν κιόλας σκοτεινό, και η μικρή λάμπα μπροστά του δεν έφτανε για να το φωτίσει όλο.

Άφησε τα παπούτσια και το σφυρί στην άκρη, έκλεισε τα κουτιά με τις κόλλες που η μυρωδιά τους σου τρυπούσε τη μύτη, έσβησε τη λάμπα και βγήκε και κάθισε στο σκαλάκι του σκοτεινού μαγαζιού, χωρίς να βγάλει τη λερωμένη από τις κόλλες και μπογιές ποδιά του. Έσιαξε τα χοντρά γυαλιά το και το παχύ, άσπρο μουστάκι του.

Ήταν μια γλυκιά νύχτα, και απόψε την αισθανόταν πάλι κοντά του. Δυο χρόνια ήταν που την είχε χάσει την κυρά Πίτσα και ακόμα δεν το είχε συνηθίσει. Σήμερα το ήξερε, ήταν πάλι κοντά του, και κοίταξε προς τον ουρανό.

Τίποτε δεν άλλαξε, Πίτσα μου, της είπε, όλα είναι όπως πριν. Μόνο το σπίτι είναι λίγο πιο ακατάστατο, αλλά πού να προλάβω. Και την προηγούμενη Κυριακή είχα πάει στα ξαδέρφια και περάσαμε ωραία όλοι μαζί, όπως τότε.

Ακούμπησε το κεφάλι του στο ξύλινο κούφωμα της πόρτας. Θυμήθηκε παλιά, τότε που ήταν αρραβωνιασμένοι και πήγαιναν τα βράδια όπως αυτό στο ζαχαροπλαστείο της πλατείας. Όλο χαρά ήταν και οι δυο τους και όλο σχέδια για το μέλλον. Αυτός θα κοίταγε να μπει σε καμιά υπηρεσία και αυτή θα μάθαινε να ράβει. Τελικά κανένα από τα δυο δεν έγινε, αλλά η κυρά Πίτσα δεν σταμάτησε μέχρι την τελευταία στιγμή να κάνει σχέδια για το μέλλον.

Αχ μωρέ Πίτσα, αν δεν είχα και σένα, πώς θα τα ’βγαζα πέρα, σκέφτηκε. Και φοβόσουν να πεις στους δικούς σου ότι θα παντρευτούμε, της είπε και χαμογέλασε.

Πέρασε ώρα καθισμένος στο σκαλοπάτι με τη σκέψη της και όλο την σκεφτόταν περισσότερο και όλο την ένοιωθε και πιο κοντά του. Όπως τότε, που της πετούσε πετρούλες στο παράθυρο το βράδι και όταν αυτή έκανε ν’ ανοίξει, αυτός κρυβόταν απ, τη ντροπή του.

Ξαναπήγε να δει το ρολόι του, αλλά ήταν πια πολύ σκοτεινά. Ξέρω, τής είπε, δεν κάνει να αργώ στο σπίτι. Πήδηξε γοργά όρθιος και έβγαλε την ποδιά του με μιά κίνηση. Έκλεισε βιαστικά την πόρτα και ξεκίνησε για το σπίτι σφυρίζοντας. Αισθανόταν σαν να ήταν ξανά είκοσι δύο χρονών. Περπατούσε ανάλαφρα και ήξερε πως απόψε το βράδι θα την έβλεπε και πάλι στα όνειρά του.

14.4.97

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη