Ο ιππικός όμιλος (chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


"Ααααχχχχ Φώτη μου, άααχχχ μωρέ Φώτη μου σήκω μωρέ Φώτη μου, πως θα πηγαίνουμε τώρα Φώτη μου για ιππασία; "

Όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και οι περισσότεροι έπνιξαν ένα γέλιο που τους κάθισε στο λαιμό. Πονηρές ματιές γεμάτες υπονοούμενα για εκείνη την ιππασία διασταυρώθηκαν, από τη μία άκρη του δωματίου μέχρι την άλλη, ανάμεσα στους παρευρισκόμενους.

Στη μέση του δωματίου η νεκρική κάσα με τον πεθαμένο νέο άντρα-γύρω στα 45 του- και από δίπλα του, κρεμασμένη σχεδόν στο φέρετρο, η Μαντώ, η γυναίκα του καλύτερου φίλου του νεκρού. Ξανθούλα, κοντούλα με πρόσωπο στρογγυλό και λίγο πεταχτά αυτιά, σούφρωνε με σπαραγμό τα γεμάτα χείλη της καθώς έκλαιγε με αληθινό θρήνο.

Τα δάκρυα είχαν γεμίσει κάθε σημείο του προσώπου της και ένα αναφιλητό έρχοταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα για να ταρακουνήσει βίαια το πλούσιο στήθος.

Πιο πέρα ο άντρας της όρθιος στην πόρτα κοιτούσε με οδύνη τον φίλο του που κείτονταν άψυχος μέσα σε ένα κουτί, έτοιμος να χωθεί για πάντα στη γη. "Αχ, μωρέ Φώτη" μονολογούσε συνεχώς ρουφώντας τη μύτη του.

Ακούγοντας την αγωνιώδη και γεμάτη λυγμό ερώτηση της γυναίκας του περί ιππασίας κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του, σαν σε ανάμνηση κάποιων στιγμών αξέχαστης ιππασίας.

"Μωρή τι λέει τούτη εδώ; Κάναν ιππασία με τον συγχωρεμένο; "σκούντησε η Μαρία την Αργυρώ. Και οι δυο κάθονταν στη δεύτερη σειρά με τις καρέκλες, σε προνομιακή θέση δηλαδή, κοντά στον νεκρό, θέση που τους επέτρεπε να ακούνε όλα όσα μουρμούριζαν εκείνοι που έδιναν τον τελευταίο ασπασμό.

Η Αργυρώ έσφιξε δυνατά τα χείλια της για να μη γελάσει και έκανε ένα επιτακτικό σουτ στη διπλανή της, αλλά μετά από λίγα δευτερόλεπτα δεν άντεξε και έγειρε προς το αυτί της:

- Καλά και κάναν ιππασία κι οι τρεις μαζί;

Τι γέλιο ήταν αυτό που θέλησε να ξεσπάσει απότομα από μέσα τους και με πόση δυσκολία το συγκράτησαν! Δαγκώναν και ξαναδαγκώναν τα χείλη τους.

"Νάτα και ιππασία ο Φώτης! " είπε μες στο αυτί του Γιάννη ο Πανούσης.

"Το θέμα είναι ποιον ίππευε ή ποιος ίππευε ποιον! "

Βρε τι πάθανε! Εκεί που ήρθανε να κλάψουνε, εκεί θα σκάγανε στο γέλιο και θα γίνονταν ρεζίλι κιόλας! Γρήγορα γρήγορα ο Πανούσης έσπρωξε προς τα έξω τον Γιάννη για να μην πάρει κανείς χαμπάρι ότι δεν μπορούσαν να κρατηθούν από τα γέλια.

Εν τω μεταξύ η Μαντώ εξακολουθούσε να σπαράζει δίπλα από το φέρετρο με σπαραγμό απέραντο, σαν να ήταν ο δικός της άντρας που είχε χαθεί και όχι ο ξένος.

Δεν άργησαν όλοι να αρχίσουν να κοιτάζουν περίεργα μια τη Μαντώ μια τον άντρα της, μα εκείνος ατάραχος, σε έναν δικό του κόσμο θαρρείς, εξακολουθούσε με το κεφάλι γερμένο να μουρμουρίζει "Φώτη, αχ Φώτη" και να μη δίνει σημασία σε τίποτα.

Μερικοί κούνησαν αποδοκιμαστικά το κεφάλι τους. Ο άντρας της Μάντως δεν ήταν και ιδιαίτερα γνωστός για οποιαδήποτε εκδήλωση εξυπνάδας, παρά μόνο για το ήσυχο του χαρακτήρα του.

Ευτυχώς που ο Φώτης δεν είχε αφήσει χήρα γιατί τότε θα εκδηλώνονταν "διπλωματικό" επεισόδιο για το ποια από τις δυο μοιρολογάει περισσότερο. Η χήρα ή η Μαντώ;

"ΣΗΚΩ Φώτη μου, σήκω πάνω, ΣΗΚΩ να δεις τους φίλους σου που σε χαιρετάνε! " ξέσπασε ξαφνικά η Μαντώ με ένα θρηνώδες ουρλιαχτό που έκοψε τη μιλιά σε όσους ήταν μέσα στο δωμάτιο.

Μέχρι και η μάνα του Φώτη ανασήκωσε το κεφάλι της από το φέρετρο και ψιθύρισε κάτι στο αυτί της κόρης της και εκείνη με τη σειρά της έκανε σήμα με τα μάτια στην ξαδέλφη της τη Μέλπω απέναντι της να βγάλει έξω τη Μαντώ. Εκείνη υπακούγοντας στο σιωπηλό νεύμα πλησίασε στο φέρετρο και τράβηξε μαλακά τη Μαντώ από το μπράτσο λέγοντάς της "πάμε λίγο έξω να πάρεις αέρα".

Και σκούπισε η Μαντώ τα μάτια της και αναστέναξε αναστεναγμό βαθύ, γεμάτο λαχτάρα που προσπαθεί να σβήσει. Ανασηκώθηκε και αφού χάιδεψε τα σταυρωμένα χέρια του πεθαμένου, την πιάσανε πάλι τα κλάματα νιώθοντας την παγωμένη του σάρκα.

"Έλα, έλα " της έκανε ανυπόμονα η Μέλπω και ξανατραβώντας την κατάφερε σιγά να τη βγάλει έξω στην αυλή, όπου ήταν μαζεμένοι και άλλοι συγγενείς και άλλοι φίλοι.

Στα κρυφά της κατάφερε μια μικρή τσιμπιά στο εσωτερικό μέρους του μπράτσου, εκεί που είναι το κρέας και που πονάει περισσότερο. Η Μαντώ πετάχτηκε με μια μικρή κραυγή καθώς η τσιμπιά της έστριψε για τα καλά το δέρμα και κοίταξε περίεργα τη Μέλπω.

"Προχώρα " έκανε κοφτά εκείνη "πάμε πιο κάτω"

Και κατέβηκαν την κατηφόρα που ξεκινούσε από την αυλή. Βγήκαν στο δρόμο περνώντας τη χαμηλή μαύρη καγκελόπορτα και εκεί η Μέλπω μπόρεσε και ξεφύσηξε ανακουφισμένη.

"Δε μου λες, έχεις τρελαθεί; "

"Τι; Τι έκανα; "ψέλισσε η Μαντώ και ανήσυχη έψαξε για τσιγάρα στις τσέπες του τζιν μπουφάν της.

Ηδονικά ρούφηξε τον καπνό του πρώτου τσιγάρου μετά από αρκετή ώρα και αγκάλιασε με τα παλάμες της τα μπράτσα της τρίβοντάς τα. Το κρύο περόνιαζε.

"Τι έκανες; Λίγο ακόμη και θα τον φιλούσες στο στόμα"

"Κρυώνω" παραπονέθηκε μονάχα η Μαντώ και έτριψε πιο δυνατά τα μπράτσα της.

"Κάνεις πως δεν ακούς; "

Η Μαντώ αντί να απαντήσει ξαναρούφηξε το τσιγάρο της και τα μάτια της ατένισαν μελαγχολικά τον απέναντι σκοτεινό όγκο των βουνών.

"Πάει ο Φώτης... Γαμώτο... " ’’Ένας νέος λυγμός συντάραξε το σώμα της αλλά της τον έκοψε μεμιάς η Μέλπω.

"Τι τον είχες το Φώτη εσύ; Είμαι πρώτη του ξαδέλφη και δεν κάνω έτσι. Ούτε η αδελφή του δεν κάνει έτσι. Μόνο η μάνα του και εσύ... Και καλά η μάνα του, αλλά εσύ; Τι είναι αυτά που έλεγες για ιππασίες μπροστά σε όλον τον κόσμο; "

"Του άρεσε πολύ του Φώτη η ιππασία" αναστέναξε αινιγματικά η Μαντώ και ατένισε εκ νέου τον ορίζοντα.

"Ποια ιππασία μωρέ; Τι λες; "

Η Μέλπω δεν μπορούσε με τίποτα να καταλάβει την Μαντώ. Το μόνο που ήξερε είναι ότι η συμπεριφορά της δεν ήταν η πρέπουσα -για γυναίκα του καλύτερου φίλου του κιόλας -και ειδικά μπροστά σε τόσο κόσμο.

Και δε θυμόταν τον ξάδελφό της να κάνει ιππασία. Άλλο πάλι και αυτό! Ιππασία ο Φώτης; Ο κοντινότερος ιππικός όμιλος ήταν στην Κόρινθο, στην περιοχή της Κουτουμάτσας*, δηλαδή μισή ώρα με το αυτοκίνητο και ο Φώτης απ’ ότι ήξερε η Μέλπω δεν ανέβαινε στην Κόρινθο, ειδικά από τότε που τα χάλασε με μια Κορίνθια με την οποία ήταν χρόνια μαζί.

"Ποια ιππασία, τι λες; Έκανε ιππασία ο Φώτης; Θα με τρελάνεις; Ούτε σε γαϊδούρι δεν είχε ανέβει. "

Τα μάτια της Μαντώς θόλωσαν κι ένα τρεμάμενο γουργουρητό λυγμού βγήκε από το στήθος της προς τα έξω. Πέταξε το τσιγάρο κάτω, το πάτησε με το μποτάκι της και αναστέναξε πάλι βαθιά.

"Αχ, και πόσο καλά ίππευε ο Φώτης... Πόσο καλά... Τι καβαλάρης... Από τους λίγους... Σαν έσφιγγε τα πόδια του τριγύρω και χτύπαγε τα καπούλια... αχ... "

Και συνεχίζοντας να αναστενάζει κούμπωσε μέχρι πάνω το μπουφάν της και προχώρησε προς την αυλή, αφήνοντας τη Μέλπω πίσω.


Chcome



* Κουτουμάτσα = περιοχή της πόλης της Κορίνθου με αρβανίτικο τοπωνύμιο (Κουτού = εδώ / μάτσα = γάτα)

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη