Ο βασιλιάς (Chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


"Δε θέλω, δε θέλω, δε θέλω!!!"

Ο μικρός με το κόκκινο κοντό παντελόνι, χτυπούσε με μανία, τα δυο του πόδια κάτω. Δυο ποδαράκια αδυνατούλικα, σαν καλαμάκια με κάλτσες.

"Έλα βρε μανάρι μου, έλα βρε πουλί μου... Να, να κοίτα... Κοίτα ένα μεγάαααλο αεροπλάνο στον ουρανό! Πω πω Παναγία μου! "

Ο μικρός, σταματάει για λίγο να χτυπάει τα πόδια του και περίεργος σηκώνει το σγουρό κεφάλι προς τα επάνω μα δεν δείχνει να ενθουσιάζεται ιδιαιτέρως από το θέαμα. Σιγά το αεροπλάνο. Το δικό του είναι πιο μεγάλο κι ας είναι ξεχαρβαλωμένο. Με μεγαλύτερη επιμονή ξαναρχίζει να χτυπάει τα πόδια κάτω, κατεβάζοντας τα μούτρα και σουφρώνοντας πεισματικά τα χείλη.

"Δε θέλω σου είπα! " αρχίζει τώρα να ουρλιάζει εν μέσω της πλατείας και το χτύπημα των ποδιών γίνεται στύλωμα. Στύλωμα κανονικό λες και ξαφνικά αποφάσισε να ριζώσει στο πεζοδρόμιο. Να τραβάει η γυναίκα από το χέρι, να κρατάει αντίσταση αυτός προς τα πίσω, σαν το γαϊδούρι που με το ζόρι το τραβάνε από τη λαιμαριά.

"Προχώρα βρε σκασμένο, προχώρα μη σε αρχίσω στις φάπες και δεις τον ουρανό σφοντύλι" αλλάζει τώρα τροπάριο η γυναίκα, μην αντέχοντας τα πείσματα του γιου της.

"Οοοοχχιιιιι" ουρλιάζει δυνατότερα ο μικρός, τραβώντας με μεγαλύτερη δύναμη το σώμα ξανά προς τα πίσω, προσπαθώντας να απελευθερωθεί από το σφίξιμο μέγγενη που έχει κάνει η μάνα του στο χέρι του.

Τριγύρω όλη η πλατεία κάνει χάζι. Σάββατο απόγευμα στο χωριό, όλοι έξω. Στα καφενεία οι μεγαλύτεροι, στις σκάλες της εκκλησίας οι μικρότεροι.

"Ρίχτου μια ρε θειά! " φωνάζει ένας πιτσιρικάς από τα σκαλιά κι ακολουθεί ομαδικό χαχανητό από την υπόλοιπη πιτσιρικαρία.

Η γυναίκα κοντεύει να σκάσει. Μούσκεμα στον ιδρώτα από την προσπάθεια να σύρει τον μικρό που της κάνει χουνέρια, προσπαθεί να κάνει πως δεν ακούει και δεν βλέπει τις αντιδράσεις των γύρω που χαζεύουν μαζί τους.

"Έλα ρε παιδί μου, έλα ρε παλικάρι μου, προχώρα να πάμε σπίτι που ‘χω δουλειές να κάνω. Είσαι μικρός εσύ πουλί μου για το καφενείο. Όταν μεγαλώσεις θα σε παίρνει ο μπαμπάς μαζί"

"Τώρα, τώρα θέλω, τώρα, ΤΩΡΑ, ΤΩΡΑ, ΤΩΡΑ, ΤΩΡΑ!!! "

Πόσες φορές το είπε εκείνο το τώρα και με τι ουρλιαχτό φωνής! Της ήρθε να του ρίξει μία να του φύγει το σαγόνι. Αντί για αυτό του τράβηξε την παλάμη με μεγαλύτερη δύναμη. Λίγο ακόμη ήθελε για να την ξεκολλήσει.

"Προχώρα είπα, θα σε κάνω μαύρο! "

Όλα κι όλα, η υπομονή έχει όρια! Κι αυτή πόσες φορές προσπαθούσε να να μην τα ξεπεράσει με τα καμώματα του γιόκα της.

"Αλλά δε φταις εσύ, φταίει ο πατέρας σου που σου κάνει όλα τα χατίρια και σ’ έχει σαν πριγκηπόπουλο. Ο χαζοβιόλης ο πατέρας σου, που σε αφήνει να τον πατάς κάτω" μονολογούσε ξεφυσώντας, καθώς προσπαθούσε να μην ακούει τα ουρλιαχτά του μικρού που ήταν στο φόρτε τους όσο εκείνη έλεγε.

"Που σε πάει ρε Λιάκο; " φώναξε τάχα αγανακτισμένος ένας ηλικιωμένος άντρας από το καφενείο, προκαλώντας τη γενική θυμηδία των υπολοίπων που πολύ τον έκαναν γούστο τον μικρό γιατί ήτανε σκληρό κεφάλι και τους χόρευε καλά τους δικούς του.

Και αναθαρρώντας αυτός από την ανεπάντεχη συμμαχία, δυναμώνει ακόμη περισσότερο τις κραυγές του, φωνάζοντας στη μάνα του υστερικά να τον αφήσει.

Παράλληλα, παρακινούμενος από μία έμφυτη πονηριά, ρίχνει δυο τρεις ματιές στο πλάι, για να κόψει τις αντιδράσεις των υπολοίπων. Βλέποντας τους περισσότερους να γελάνε, φουσκώνει από υπερηφάνεια. Πόσο καλά μπορεί και σέρνει απ' τη μύτη τη μάνα του, κάνοντας τους πάντες να ασχολούνται μαζί του! Τα μικρά του στήθη γεμίζουν καμάρι και σταματώντας ξαφνικά να ουρλιάζει, φωνάζει μ’ όλη του τη δύναμη για να ακουστεί καλά απ’ όλους:

"Πουτάνα, είσαι πουτάνα!! "

Πανζουρλισμός στην πλατεία από τους μεγαλύτερους πιτσιρικάδες. Γέλια μέχρι δακρύων που με το ζόρι κρατιούνται να κρύψουν κι οι άντρες από το απέναντι καφενείο. Το μπαγάσικο το μικρό! Έξι χρονών κι είδες πόσα ξέρει! Ποιος ξέρει; Μπορεί και να τα έχει ακούσει από τον πατέρα του να τα λέει στη μάνα του. Η φαντασία όλων έχει περιέλθει σε έξαψη. Βρε λες; Βρε λες τέτοια να λέει ο Ρούσσος στην Κατερίνα;

"Θα σε τσακίσω βρε κακό χρόνο να ’χεις, που όλες τις παλιοκουβέντες σου ’χει μάθει ο ξύπνιος ο πατέρας σου να λες! Βρε θα σου λιανίσω τα κόκκαλα! "

Έξαλλη η μάνα σέρνει πια το παιδί, βάζοντας όλη της τη δύναμη, που λόγω της ντροπής έχει διπλασιαστεί και μην αντέχοντας πια τις υστερικές φωνές του, γυρίζει και του δίνει δυο τρεις γερές τσιμπιές στα γυμνά του μπούτια, στρίβοντάς του όλο το ψαχνό.

"Μη μιλάς! Μη μιλάς! Μη βγάλεις τσούτα*!! Βούλωστο! Βούλωστο γιατί θα σε ψήσω ζωντανό μέχρι να πάμε σπίτι παλιόπαιδο, ε παλιόπαιδο"

Και ο μικρός για πρώτη φορά υπό την απειλή των αριστοτεχνικών της τσίμπων, μαζεύεται και σταματάει τα ουρλιαχτά, μα γίνεται η μικρή του μούρη αλλόκοτη από τα νεύρα του και τη μανία που της έχει.

"Θα πω στον μπαμπά, θα μπω στον μπαμπά, ότι με τσίμπησες" μυξοκλαίει καθώς η μάνα του τον σέρνει προς το σπίτι. Μα εκείνη σημασία δεν του δίνει πια, μόνο τον τραβά.

Είναι ένας! Ένας και μοναδικός ο Λιάκος ο Ρούσσος!

Μοναχογιός, με τρεις αδελφές, όλες μεγαλύτερες. Είδε κι έπαθε ο Ρούσσος μέχρι να κάνει το γιο και όταν τον έκανε μετά από κάμποσα χρόνια προσπαθειών και τρία θηλυκά παιδιά, γελάσαν μέχρι κι οι τρίχες της κεφαλής του. Είχε βγει έξω στο χωριό και κερνούσε τους πάντες. Τι κρασιά, τι γλυκά, τι σοκολάτες στα μικρά, τι τραπέζια στο σπίτι του. Λες κι είχε κατέβει αυτοπροσώπως ο Θεός ο ίδιος και κοιμόταν στην κούνια που του είχε αγοράσει. Γιατί βέβαια για τον γιο αγόρασε καινούρια κούνια. "Α, όλα κι όλα" έλεγε "τα θηλυκά είναι θηλυκά και ο άντρας άντρας... Σιγά μην κοιμηθεί ο γιος ο δικός μου εκεί που κοιμόντουσαν όλα τα κορίτσια".

Και καινούρια κούνια λοιπόν και καινούριο καρότσι, μέχρι και που τον άλλαζε πάνες. Ο Ρούσσος πάνες! Έλα Θεέ και κύριε σταυροκοπιόταν η γυναίκα του σαν τον έβλεπε, που ποτέ του δεν είχε καν κρατήσει έστω ένα ποτήρι, που λέει ο λόγος, να δώσει νερό στις κόρες του σαν ήταν μωρά.

Με το γιο όμως είχε χάσει τα μυαλά του. Γελούσε ο μικρός, κατουριόταν ο πατέρας, έκλαιγε ο μικρός, ήθελε άλλαγμα ο πατέρας, έκανε μια έξυπνη παρατήρηση ο μικρός, το μάθαινε όλο το χωριό μέσα σε λίγη ώρα, λες κι άλλη έννοια δεν υπήρχε. Στενοχωρούσε κάποιος το μικρό; Ω, ρε μαύρο φίδι που τον έφαγε! Ζητούσε κάτι ο μικρός; Τον ουρανό με τ’ άστρα του ’φερνε.

"Τι έγινε; " φώναξε αγριεμένος σαν είδε το καμάρι του να κλαίει γοερά, ανοίγοντας την πόρτα της κουζίνας.

Ο μικρός δυνάμωσε φυσικά την τσιρίδα γιατί στο θέατρο του είδους αυτού είχε γίνει άπιαστος.

"Ποιος σε μάλωσε Ηλία μου να πάω να τον σκοτώσω; Ποιος; " ορθώθηκε όλο νεύρα ετοιμος να ακούσει το όνομα αυτού του θρασύτατου που έκανε το γιο του, να σπαρταρά.

"Η... η... η μμα... η... μα... η μμμαμμαα" άρχισε να θρηνεί με σπαραγμό σχεδόν αληθινό ο μικρός. "Με... με... με τσί... με τσίμπησεεεε"

Το ψεύτικο κεκέδισμά του όταν έκλαιγε φάνταζε σαν να ήταν κεκέδισμα ψυχής. Έκλαιγε με τέτοιο θρήνο, με τέτοια στενοχώρια που ήταν λες και χίλιοι κόμποι του ’χαν κάτσει στο λαιμό, εμποδίζοντάς τον να μιλήσει. Λες και του 'βγαινε η ψυχή πραγματικά.

"Η μαμά; "

Το πρόσωπο του Ρούσσου φούντωσε. Έγινε κατακόκκινος σε δευτερόλεπτα. Μέχρι και τα αυτιά του φάνηκαν να συμμετέχουν στο θυμό που τον πλημμύρισε. Του μικρού τού φάνηκε πως έβγαινε ατμός μέσα από αυτά. Εξάλλου η γιαγιά του, του το είχε πει ξεκάθαρα "ο πατέρας σου όταν θυμώνει τα αυτιά του βράζουν"

"Κατερίναααα... Κατερίνααααα" άρχισε να φωνάζει μ’ όλη τη δύναμη της φωνής αλλά και των νεύρων του.

"Τι θες μωρέ και φωνάζεις έτσι; "

Η γυναίκα του φάνηκε κρατώντας μερικές κομμένες πατάτες σε μια μικρή λεκάνη. Μπαίνοντας μες στην κουζίνα και κλείνοντας την πόρτα πίσω της στράφηκε στον μικρό.

"Πιάστο τηγάνι... Μπρος! " έκανε θυμωμένα.

Μα τώρα ο μικρός είχε τη στήριξη του πατρός, τώρα κανένας δεν μπορούσε να τον πειράξει. Για αυτό και γύρισε το κεφάλι του, αδιάφορος προς τον πατέρα του που γεμάτος θυμό κοιτούσε τη γυναίκα του.

"Τσίμπησες το παιδί;; " έκανε σοβαρός σοβαρός με μια επισημότητα στη φωνή του λες και τη ρωτούσε αν τσίμπησε τον πρωθυπουργό τον ίδιο. Τόνισε μια-μια, καλά τις λέξεις για να δώσει στην ερώτησή του περισσότερη έμφαση και κυρίως για να δείξει πόσο αποφασισμένος ήταν να ξεδιαλύνει την υπόθεση.

"Βρε, δεν μας παρατάς; " έκανε ατάραχη εκείνη, παίρνοντας μόνη της το τηγάνι και ρίχνοντας λίγο λάδι μέσα. Το ίδιο ατάραχα κι ενώ ο άντρας της συνέχιζε να βράζει μόνος του, έριξε δυο τρεις πατάτες μέσα, για να καταλάβει πότε το λάδι θα τσιτσιρίσει.

"Σου μιλάω" επέμενε εκείνος με την ίδια επισημότητα, κοιτώντας μια το γιο του που έγλυφε τη ζάχαρη μέσα από ένα βαζάκι, μια τη γυναίκα του.

"Ώχουουυ" απάντησε μονάχα βαριεστημένα αυτή "Άσε με γιατί έχω δουλειά’’

"Σε τσίμπησε παιδί μου; " γύρισε τώρα προς το γιο του ο Ρούσσος συνεχίζοντας την ιδιότυπη ανάκρισή του με αστυνομική ευλάβεια.

Ο μικρός κούνησε καταφατικά το κεφάλι του δυο τρεις φορές και κοίταξε μισογελώντας τη μάνα του. Τι καλά που θα τη μάλωνε τώρα ο πατέρας!

"Το παιδί λέει πως το τσίμπησες!! Τσίμπησες το παιδί!! " τι έκπληξη κι εκείνη στα λόγια του. Τι σπαραγμό καρδιάς περιείχε η λέξη "παιδί" και τι απέχθεια και σιχασιά η λέξη "τσίμπησες" που ειπώθηκε δυο φορές.

"Βρε δεν με παρατάς λέω κι εσύ κι ο γιος σου, που του έχεις μάθει όλες τις βρισιές και τον έχεις στα ώπα–ώπα"

"Ώστε το παραδέχεσαι! "

Ορίστε, την ξεμπρόστιασε την άσπλαχνη μητέρα, την κακούργα βασανίστρια που τόλμησε να απλώσει χέρι στα τρυφερά μπουτάκια του παιδιού του. Ανήκουστο δηλαδή! Να τσιμπήσει το γιο του. Το γιόκα του!

Ο μικρός χαμογελά πια, όλο χαρά που τώρα η μάνα του θα το μετανιώσει. Σαν μικρός διαβολάκος κοιτάζει με αφοσίωση και προσμονή τον πατέρα του, περιμένοντας να ακούσει την τιμωρία. Γιατί αλίμονο! Η τιμωρία πρέπει να επέλθει. Αυτός είναι ο άρχοντας εκεί μέσα. Ο εξάχρονος βασιλιάς που κάθε επιθυμία του γίνεται προσταγή και κάθε του απαίτηση άμεση εκτέλεση.

Εν τω μεταξύ η μάνα του, ασυγκίνητη εντελώς, κουνώντας μόνο σιχτιρισμένη το κεφάλι που και που, ρίχνει τις πατάτες στο τηγάνι, αφού το λάδι έκαψε.

"ΔΕ ΜΙΛΑΣ Ε;; "

Πυρ και μανία πια ο Ρούσσης με την αδιαφορία της γυναίκας του μπροστά σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, στρέφεται προς το γιο του που έχει πια επιδοθεί με μαεστρία στο σκάλισμα της μικρής του μύτης.

"Η μάνα σου δεν μιλάει... Δε δίνει σημασία καμιά... Πες μου εσύ λεβέντη μου, πόνεσες παλικάρι μου; "

Ο μικρός κάνει ναι με το κεφάλι και συνεχίζει να κάνει τις ανασκαφές του, χτυπώντας και τα πόδια του ρυθμικά στο πόδι του τραπεζιού. Ο μονότονος βαρύς ήχος τον διασκεδάζει.

"Πες μου εσύ παιδί μου, τι θες να της κάνουμε της παλιομαμάς που βάρεσε το παιδί μας; "

Και σαν να συλλογίζεται το αγόρι, σταματά για λίγο το χτύπημα στο πόδι του τραπεζιού, σταματάει και την σοβαρή δουλειά που είχε με τη μύτη του και κοιτά επίμονα τη μάνα του που με γυρισμένη την πλάτη έχει σκύψει πάνω από τη χαμηλά τοποθετημένη συσκευή υγραερίου, ανακατεύοντας τις τηγανητές πατάτες.

Τα πονηρά ματάκια του αστράφτουν με χαρά... Το βρήκε! Και τι βρήκε!! Τώρα θα της έδειχνε! Τώρα θα την μάθαινε άλλη φορά να τον τσιμπάει.

Γελώντας γεμάτος ευχαρίστηση, σηκώνεται και πηγαίνει προς εκείνην. Στέκεται μπροστά της σιωπηλός. Μια κοιτά εκείνην, μια τον πατέρα του.

"Σκότω την, ρίχτης μια" λέει εκείνος φουσκώνοντας από καμάρι για το πόσο έξυπνο είναι το παιδί του. Βρε τι άντρα έβγαλε! Χαλάλι που περίμενε τόσο καιρό, χαλάλι που έκανε και τρεις κόρες!

Σοβαρός ο μικρός ανοίγει το φερμουάρ του παντελονιού του και πριν προλάβει η μάνα του να καταλάβει τι πάει να κάνει, αρχίζει και κατουρά σαν άγαλμα από σιντριβάνι μες στο τηγάνι. Πάνε κι οι πατάτες, πάει και το λάδι, πάνε κι όλα!

Της Κατερίνας της ήλθε κόλπος. Σα μανιασμένη πετάχτηκε μπροστά να τον πιάσει και να τον αρχίσει με την κουτάλα.

"Βρε διάολε, βρε διάολε" έπιασε να φωνάζει σαν τρελή. Τι βρωμόπαιδο ήταν αυτό το δικό της! Κομματάκια ήθελε να τον κάνει και αυτόν και τον πατέρα του.

Μα ο πατέρας, παγώνι από υπερηφάνεια για αυτό που σκέφτηκε ο γιός του, έχει προλάβει να τον αρπάξει στην αγκαλιά για να τον σώσει από τα χέρια της γυναίκας του...

"Εμείς φεύγουμε, πες γεια στη μαμά" γυρίζει και του λέει κλείνοντάς του το μάτι.

"Γεια μαμά" κάνει ο μικρός πνιγμένος στα γέλια βγάζοντας τη γλώσσα του στη μάνα του, που δεν ξέρει τι να πρωτοπετάξει και τι να πρωτοκαθαρίσει, απελπισμένη μπροστά στο τηγάνι και στις πνιγμένες στα ούρα πατάτες.

"Λεβέντη μου εσύ! Λεβέντη μου! " όλο λαχτάρα τον φιλά ο Ρούσσος "και πες της μάνας σου την επόμενη φορά μαζί θα κατουρήσουμε και μες στο ταψί"...


  • Τσούτα = Μιλιά


Ο Λιάκος (Ηλίας - το όνομα είναι ψεύτικο) συνέχισε να κάνει πολλά τέτοια και χειρότερα, μέχρι και σε μεγάλη ηλικία, πάντα με την ανοχή του πατέρα του.

www.reginarosasamat.blogspot.com

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη