Ο ακροατής (chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Συνέχεια από το «Πλανεύω με απόλαυση»


Τινάχτηκα προς το κάθισμα και τότε εκείνη αμέσως εξαφανίστηκε. Μου φάνηκε πως μέσα στην καμπίνα του αυτοκινήτου ακούστηκε κάτι σαν κλάμα, κάτι σα μουρμουρητό μα δεν μπόρεσα να δω τίποτα. Δεν υπήρχε πια τίποτα. Οδήγησα σαν τρελός πίσω μέχρι το σπίτι.

Τις άλλες ημέρες μέχρι να αποκαλύψω το έγκλημα τις πέρασα κανονικά σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Πήγα κανονικά στη δουλειά μου. Μίλησα με τα παιδιά μου. Τα καθησύχασα τις πρώτες στιγμές που άρχισαν να ανησυχούν για την εξαφάνιση της μητέρας τους, μιλούσα ήρεμα, ήλεγχα απόλυτα τυχόν περίεργες αντιδράσεις, πιθανές διακυμάνσεις στο συνηθισμένο τόνο της φωνής μου, οτιδήποτε θα μπορούσε να κινήσει περίεργες ερωτήσεις από την πλευρά τους. Είναι παράξενο, ναι, παράξενο! Σα να μην ήμουν εγώ.. Σα να παρακολουθούσα κάποιον άλλον να παίζει έναν ρόλο. Το ρόλο του ψύχραιμου δολοφόνου. Πόσο αστείο όταν το συλλογίζομαι τώρα! Μιλώντας με την κόρη μου είχα την εντύπωση πως παρακολουθούσα από την άλλη πλευρά του δωματίου τον εαυτό μου να χειρονομεί καθησυχαστικά δίπλα της, έναν ξένο άντρα που ήταν εγώ, να την αγκαλιάζει και να προσπαθεί να διώξει με αυτόν τον τρόπο τις κακές σκέψεις της. Και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα μπαίνοντας απότομα στο σώμα μου, σα να συνερχόμουν από έναν μυστηριώδη λήθαργο, να έχω συναίσθηση του τι έκανα και παρολαυτά να συνεχίζω να είμαι το ίδιο απαθής! Μα αληθινά δεν έβρισκα τι άλλο θα μπορούσα να κάνω. Πέρασα ένα ολόκληρο απόγευμα παρατηρώντας τον εαυτό μου στην αντανάκλαση που έκανε το ανοιχτό τζάμι της κρεβατοκαμαράς μου. Το διανοείστε; Ένα ολόκληρο απόγευμα απέναντι σε ένα τζάμι. Απορροφήθηκα τόσο πολύ από την εικόνα μου που νομίζω κατάφερα να με αντικρίζω με τα μάτια ενός δεύτερου ατόμου. Δεν έχετε πολύ συχνά την εντύπωση όταν κοιτάζετε για ώρα, επίμονα σε έναν καθρέφτη, το είδωλο του εαυτού σας, πως αυτό ξαφνικά αρχίζει και έχει δική του υπόσταση και πως είναι έτοιμο να αρχίζει να συνομιλεί μαζί σας; Ήταν τρομακτικό.. Πως είχα γίνει έτσι.. Εγώ ήμουν εκείνος ο άντρας με τα τόσο ήρεμα χαρακτηριστικά; Πάντα αναρωτιόμουν για το πόσο ήρεμος θα μπορούσα να μείνω απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή τύψεων. Αν θα μπορούσα να τις χειριστώ καλά και να υποτάξω οποιαδήποτε αυθάδειά τους. Οι τύψεις είναι πάντα αυθάδεις μα είχα εμπιστοσύνη στις δικές μου ικανότητες. Οι ικανότητες αυτές θα με έκαναν μπορώ να στέκομαι ατάραχος εμπρός στην αυθάδεια και στην προκλητικότητα των τύψεων. Και τώρα που έβλεπα πως όντως μπορούσα να διαθέτω αυτή την τόσο σπάνια ψυχραιμία, μισούσα από την αρχή τον εαυτό μου για αυτή του την αταραξία.

Άρχισα να θεωρώ πως ίσως πραγματικά είμαι ένα είδος ανθρώπινου τέρατος και αυτή η σκέψη σκλήρανε ακόμη περισσότερο και την όψη μου και τους τρόπους μου... Τις κινήσεις μου.. Ως και τα λόγια μου. Οι λέξεις μου έγιναν κοφτές, το προσωπό μου πήρε την έκφραση μιας άγριας μάσκας, άρχισα να κλείνω το τηλέφωνο στα παιδιά μου, όταν αυτά άρχισαν να είναι πιο επίμονα. Ξεκίνησα πάλι να ακούω σα μανιακός ακροατής διάφορα κομμάτια του Λιστ, ο ήχος του πιάνου με τάραζε με μια ταραχή που μού ήταν άγρια ευχάριστη. Νομίζω πως σιγά σιγά χανόμουν, θέλω να πω σιγά σιγά ήθελα να σταματήσω να έχω επαφή με την πραγματικότητα γύρω μου. Ακούστε Λιστ, σε μένα πάντα είχε την επίδραση που τόσο έντονα μέσα μου επιθυμούσα.. Να μη σκέφτομαι, είναι φριχτό πράγμα οι σκέψεις, άμα τις άφηνα θα μπορούσαν να με διαλύσουν, όπως ήδη έκαναν. Σε κάθε έντονο παιχνίδισμα των πλήκτρων, σε κάθε κρεσέντο, σε κάθε παρατεταμένη τρίλια, ένοιωθα την ψυχή μου να χοροπηδά όπως ένα μικρό ζωηρό ζώο. Να προσπαθεί να μπει στο κεφάλι μου και να σβήσει τα πάντα από εκεί.

Μόνος μου τηλεφώνησα στον Άλεξ και του είπα πως επιθυμούσα μια συνάντηση με τον αδελφό του. Κατάλαβα ότι ανησύχησε μα με μια ανησυχία που φανέρωνε πως πολύ πιθανόν να περίμενε αυτό μου το τηλεφώνημα νωρίτερα, ίσως από τότε που χώρισα με τη Μιναλού. Ο αδελφός του ήταν ψυχίατρος.

Αργότερα από τη συνάντηση μαζί του συνειδητόποιησα πως ήδη ο Άλεξ του είχε μιλήσει για μένα. Η επίγνωση του ότι παρουσίαζα από παλιότερα μια εικόνα ανησυχητική προς τα έξω, τέτοια που έκανε τον Άλεξ να ζητήσει τις συμβουλές του αδελφού του, αντί να με εκπλήξει ή να με εκνευρίσει λειτούργησε μέσα μου με έναν έξοχα παρηγορητικό τρόπο. Η αποκάλυψη πως ένας άνθρωπος που ήταν φίλος μου είχε αναγνωρίσει πάνω μου κάποια περίεργα σημάδια με έκανε να νοιώσω ξαφνικά σαν το παιδί που βουλιάζει ανακουφισμένο μέσα στο μαξιλάρι με τη μυρωδιά του ίδιου του του εαυτού. Μα περισσότερο διασκέδασα με το σοκ που δοκίμασαν όταν για πρώτη φορά ομολόγησα σε αυτούς τους δύο το εγκλημά μου. Είχα επιμείνει με τρόπο φορτικό να είναι και ο Άλεξ παρών στο πρώτο μου ραντεβού με τον αδελφό του. Στις αντιρρήσεις του πως δεν ήταν σωστό, πως ήταν αντιεπαγγελματικό και πως ούτε ο αδελφός του θα συμφωνούσε, ήταν εύκολο να αντιτάξω την απειλή της ακυρώσεως του ραντεβού. Φαίνεται πως ο Άλεξ ήθελε και αυτός αυτό το ραντεβού όσο και εγώ, είτε ήταν παρών, είτε όχι γιατί τότε έδωσε την άμεση συγκατάθεσή του για την παρουσία του εκεί.

“Σκότωσα την Τόνια. Την έπνιξα με ένα μαξιλάρι” ήταν τα πρώτα λόγια που είπα μόλις κάθισα για λίγα λεπτά στη μεγάλη βαθιά πολυθρόνα. Κοίταξα πρώτα τον Άλεξ και μετά τον αδελφό του ή μπορεί να τους είχα κοιτάξει και ταυτόχρονα, μα τι σημασία έχει!

O καυγάς είχε ξεκινήσει από νωρίς. Ήταν από εκείνους τους συγκρατημένους καυγάδες κατά τη διάρκεια των οποίων κανένας δε φωνάζει, κανένας δε χειρονομεί έντονα. Από εκείνους τους καυγάδες όπου όλα γίνονται ήσυχα, οι διαφωνίες εκφράζονται ήπια και κυρίως ήρεμα, μα και τα δύο μέρη μπορούν να αισθανθούν πολύ καλά την υπόγεια ροή μιας βάρβαρης ειρωνείας που διστάζει να εκφραστεί ανοιχτά και προτιμά να κυλά μεταμφιεσμένη σε πολιτισμένη σύγκρουση όπου η πιο βίαια έκφραση έντασης είναι το ταραγμένο σφίξιμο των χειλιών ή το επίμονο βλέμμα.

Είχε έρθει στο σπίτι μου με την προοπτική να συζητήσουμε για κάποιο πρόβλημα με τις σπουδές του μικρού. Επρόκειτο για ένα ανώδυνο πρόβλημα από αυτά που προκύπτουν καθημερινά στις οικογένειες και απλώς ταράζουν για λίγο τη συνηθισμένη ροή των πραγμάτων, όσο μπορεί να ταράξει μια πετρούλα την επιφάνεια ενός ποταμού καθώς πέφτει μέσα του. Δεν θυμάμαι ή ίσως να μην μπορώ να καταλάβω πως η κουβέντα μπόρεσε και πήγε στο θέμα της Μιναλούς. Ένα θέμα που πίστευα αφελώς πως είχε πια λυθεί μεταξύ μας. Είχε περάσει αρκετό διάστημα εξάλλου από τότε που χωρίσαμε και ακόμη πιο πολύς καιρός από τότε που το συζητήσαμε για πρώτη φορά. Νόμιζα πως είχε πια μπει και αυτό το θέμα στη ροή της καθημερινοτητάς μας. Φαίνεται όμως πώς η καθημερινότητα σημαίνει διαφορετικά πράγματα ακόμη και για ανθρώπους που έχουν κοινά σημεία αναφοράς, σοβαρά κοινά σημεία, όπως την ύπαρξη τριών παιδιών. Η δική της καθημερινότητα από την πρώτη στιγμή που έμαθε την ύπαρξη της Μιναλούς είχε όχι απλώς διαταραχθεί –κάτι τέτοιο θα ηταν φυσικό- μα είχε για πάντα όπως έδειχνε, χάσει την ελπίδα να βρει ένα κέντρο το οποίο θα τη βοηθούσε να ισορροπήσει ξανά.

Ήταν πολύ σκληρή μαζί μου. Τα μάτια της πετούσαν ψυχρές φωτιές καθώς με κάρφωνε επίμονα σα να ήθελε να με σταυρώσει. Τα λόγια της ήταν τόσο ανυπόφορα και η φωνή της δεν ξέσπασε ούτε δευτερόλεπτο σε μεγαλύτερη ένταση. Στεκόταν στο σημείο μεταξύ σαλονιού και κουζίνας. Ένοιωθα πως με κατακεραύνωνε κοιτώντας με και πώς ήθελε με τα λόγια της να με αποτελειώσει. Ήταν τρομερή η χαρά της για το ότι είχα χωρίσει με τη Μιναλού. Χαρά που πήγαζε όχι από οποιαδήποτε ελπίδα να ξανασμίξουμε – δεν υπήρχε τέτοια πρόθεση ούτε από τη μεριά μου, ούτε από τη μεριά της- μα από την απόλαυση που τής έδινε η γνώση πως αυτό που κατάφερε να την πονέσει τώρα έχει πια διαλυθεί και βλέπει μπροστά της τα απομεινάρια του. Πάνω σε αυτά μπορεί να στήσει τα απομεινάρια του δικού της θριάμβου. Γιατί φυσικά ο δικός της θρίαμβος δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι ολόκληρος, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι κάτι παραπάνω από απομεινάρια θριάμβου, απομεινάρια που άθελά μου είχα αφήσει εγώ στην άκρη για να αρπάξει εκείνη.

Όταν της το είπα ήταν η στιγμή που κατάφερα να την κάνω έξαλλη. Τινάχτηκε σαν να είχε μπει δηλητήριο μέσα στο αίμα της. Προχώρησε ένα βήμα προς το σαλόνι και με έσπρωξε. Έμεινα ακίνητος, περισσότερο από έκπληξη. Δεν περίμενα μια τέτοια κίνηση από τη μεριά της. Άρχισε να μού λέει διάφορα απίστευτα που δεν μπορούσα να πιστεύω ότι τα άκουγα από εκείνην. Φώναζε. Φώναζε! Μου φαινόταν τόσο εξωπραγματικό αυτό. Νομίζω γέλασα. Ναι, πρέπει να γέλασα γιατί εξαγριώθηκε για τα καλά. Η ήσυχη αυτή γυναίκα μεταμορφώθηκε σε ένα έξαλλο πλάσμα που έβριζε τη Μιναλού και μένα με τα χειρότερα λόγια. Όλα έγιναν γρήγορα από εκεί και πέρα. Δεν μπορούσα εκείνη τη στιγμή να σκεφτώ πως είχε μέσα της πολλά, πως αυτή η έκρηξή της ήταν επόμενο να συμβεί αφού ποτέ της δεν είχε αφεθεί ελεύθερη να εκφραστεί παρά μόνο διάλεγε πάντα να μη μιλήσει ή απλώς να πει τα απολύτως απαραίτητα.

Τα λόγια της με θόλωσαν γρήγορα. Δεν είχα ποτέ μου ιδιαίτερη ψυχραιμία σε τέτοιες καταστάσεις. Της είπα να το βουλώσει και τότε αυτή με ξανάσπρωξε. Θεέ μου, ξαναείχα γελάσει δυνατά. Μα αυτή τη φορά γέλασα χαστουκίζοντάς τη με όση δύναμη διέθετα. Ήταν αρκετή για να την κάνω να ζαλιστεί. Αλλά ήταν ο πόνος που την έκανε να μαίνεται σαν τρελή. Πόνος που τότε δεν είχα δει. Συνέχισε απτόητη και φωνάζοντας ακόμη περισσότερο, να βρίζει τη Μιναλού, εμένα, τη σχέση μας, να με κοροϊδεύει για το πώς την πάτησα από αυτήν, πως ναι βέβαια καλά τα έπαθα. Πως τώρα αυτή πηδιέται με όλη τη συγγραφική κλίκα και πως εγώ ήμουν για λύπηση που είχα μπλέξει με μια τέτοια γυναίκα, τόσο φιλόδοξη, τόσο πόρνη στην ψυχή, που απλώς με χρησιμοποίησε για να μπει στους πανεπιστημιακούς κύκλους, να γίνει και εκεί γνωστό το όνομά της. Ένας κακομοίρης ήμουνα, να τι ήμουνα, άθλιος, χαμένος μέσα στα φουστάνια αυτής της γυναίκας. Και όλοι το ήξεραν. Το συζητούσαν πίσω από την πλάτη μου. Χαμογελούσαν χωρίς εγώ να τους βλέπω.

Της είπα πολλές φορές να σταματήσει. Δε σταματούσε. Όσο της έλεγα πως τα λόγια της δε με αγγίζουν τόσο αυτή έβρισκε χειρότερα. Νομίζω πως καλά έκανα και τη σκότωσα. Δεν άντεχα. Αισθανόμουν πως είχα τρελαθεί, πως κάθε τι που έλεγε ήταν αυτό που εγώ δεν έβλεπα τόσο καιρό. Αυτό που δεν ήθελα να δω.

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη