Ο Λεωνίδας του εξωτερικού (chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


O Λεωνίδας του Πιτσούνη επισκέπτονταν συχνά το σπίτι του Γκίκα.

Είχαν γίνει ξαφνικά τον τελευταίο καιρό κολλητοί φίλοι ξανά. Ο Πιτσούνης είχε έρθει από Αυστραλία εδώ και ένα χρόνο. Χωρισμένος από τη γυναίκα του εδώ και χρόνια, είχε φέρει μαζί του και το μικρό του κοριτσάκι, την Αργυρώ. Το άφηνε συνέχεια στη μάνα του κι εκείνος γυρνούσε όλη μέρα στο μέρος που είχε μεγαλώσει, ψάχνοντας και ξαναβρίσκοντας όλους τους παλιούς γνωστούς και φίλους του. Και έτσι είχε ξανακολλήσει με τον Γκίκα.

Στο χωριό ψιθύριζαν, πως είχε γυρίσει σχεδόν αδέκαρος και μπλεγμένος σε ύποπτες ιστορίες.
Πάντα αξύριστος, με μια θολούρα στη ματιά του και ένα ύφος που έδειχνε ότι δε σήκωνε πολλά πολλά, επιβεβαίωνε και ενίσχυε κάθε κακή φήμη που κυκλοφορούσε για αυτόν.

Ο Γκίκας όμως βλέποντας σε αυτόν τον παιδικό του φίλο και γειτονόπουλο τον έμπασε αμέσως μέσα στο σπίτι του και ας γκρίνιαζε η γυναίκα του πως είχε κορίτσια της παντρειάς.

Μέρα παρά μέρα ο Λεωνίδας ήταν στο σπίτι του Γκίκα, είτε για φαγητό, είτε για να πιουν τα κρασιά τους μαζί με κανα δυό ακόμη φίλους.

"Γεια σου ρε Λεωνίδα" βροντοφώναζε ο Γκίκας σαν έρχονταν λιγάκι στο κέφι κι όποτε το κρασί έρεε άφθονο. Και χτύπαγε στην πλάτη δυνατά το φίλο του που ευχαριστημένος γελούσε με ένα γέλιο μυστήριο σα να προσπαθούσε να μην ανοίξει το στόμα του.

Σιγά σιγά, άρχισαν να οργανώνουν και χαρτοπαικτικές βραδιές στο σπίτι του Γκίκα πάντα. Μαζεύονταν πέντε, έξι άτομα, μπορεί και παραπάνω κάποιες φορές και έπαιζαν πόκα ή Θανάση ή δηλωτή.

"Χαρτοπαικτική λέσχη το κάναμε το σπίτι" γκρίνιαζε η γυναίκα του Γκίκα καθώς πηγαινοερχόταν αδειάζοντας τα τασάκια και γεμίζοντας ουίσκι τα ποτήρια.

Ο Λεωνίδας ήξερε πολλά κόλπα στα χαρτιά και συνήθως-μα όχι πάντα- ήταν αυτός που μάζευε το χρήμα προς γενική δυσαρέσκεια των υπολοίπων που δεν άργησαν να αρχίσουν να γκρινιάζουν ότι ο Λεωνίδας έκλεβε με μπλόφες.

"Άντε γαμήσου ρε παλιοκλέφτη" φώναξε έξαλλος μια φορά ο Πλάκας πετώντας με αγανάκτηση τα χαρτιά από τα χέρια του και σπρώχνοντας το τραπέζι προς την κοιλιά του Λεωνίδα σα να ήθελε να τον εμβολίσει με αυτό. Και ένω όλοι πάγωσαν περιμένοντας γενική σύρραξη, ο Λεωνίδας άραξε προς τα πίσω και μισοκλείνοντας τα μάτια του κοίταξε παγερά τη γυναίκα του Γκίκα.

"Λένα, για φέρε κανά ουίσκι ακόμα... "

Η Λένα έκανε νόημα στα κορίτσια της να τσακιστούν να πάνε στο δωμάτιό τους και τρέμοντας σχεδόν έφερε άλλο ένα μπουκάλι στο τραπέζι.

Ο Πλάκας συνέχιζε να κρατάει με τα χέρια του το τραπέζι κι έριχνε ματιές γεμάτες μίσος στον Λεωνίδα, έτοιμος να τον κάνει αγνώριστο αν τυχόν έκανε καμιά στραβή κίνηση.

Φαίνεται όμως ότι ο Λεωνίδας δεν είχε σκοπό να κάνει στραβή κίνηση. Έριξε αργά ποτό στο ποτήρι του Πλάκα και μετά στο δικό του.

"Ήρεμα man " του είπε μονάχα και ρούφηξε αργά μια γουλιά.

Φαίνεται όμως ότι όλη αυτή η αργοπορία και η βραδύτητα στις κινήσεις και στα λόγια του Λεωνίδα αλλά και το γεγονός ότι κανένας από τους υπόλοιπους δεν πήρε το μέρος κανενός από τους δύο, επέδρασαν κατευναστικά στο θυμό του Πλάκα που σηκώνοντας το ποτήρι του και πίνοντας μονοκοπανιά το ουίσκι του, άφησε το τραπέζι από τα χέρια του και άρχισε να ξαναμοιράζει την τράπουλα, κοιτώντας όμως αυτή τη φορά, κατάματα το Λεωνίδα.

Ο Γκίκας ξεφύσηξε ανακουφισμένος που δε χάλασε η παρέα, γιατί πρωτίστως αυτό τον ένοιαζε και ρίχτηκε και αυτός με μεγαλύτερο ζήλο στο παιχνίδι.

Ξεπροβοδίζοντας όμως αργότερα τους φίλους του, θέλησε να πάρει παράμερα τον Πλάκα για να του μιλήσει ιδιαιτέρως και να του ζητήσει άλλη φορά να κρατάει τα λόγια του και το θυμό του.

Ο Πλάκας τον άκουγε αμίλητος έχοντας ελαφρά κατεβασμένο το κεφάλι. Σιωπηλός κοίταζε μια το κράσπεδο της αυλής, μια το χώμα του γιούρτη*. Μία σκιά είχε σκεπάσει το πρόσωπό του και φαίνονταν σαν μαυρισμένος δαίμονας από μακριά, έτσι σκυφτός με τα κατάμαυρα μαλλιά του να σκεπάζουν κάθε του έκφραση.

"Ρε συ Γκίκα, μου λες εμένα να προσέχω πως μιλάω στον Λεωνίδα; Εμένα μου τα λες αυτά; "

"Σου λέω να μη θυμώνεις τόσο εύκολα. Στο κάτω κάτω παιχνίδι παίζουμε, δεν μαζευόμαστε εδώ για να σκοτωθούμε"

Η σκιά στο πρόσωπο του Πλάκα σα να κουνήθηκε. Μία σκιά που μαύριζε όλο και περισσότερο.

"Δεν έπρεπε να βάλεις τον Λεωνίδα μες στο σπίτι σου... Λάθος μεγάλο αυτό... "

Ξεκίνησε να φύγει μα ο Γκίκας τον γράπωσε από το μπράτσο.

"Γιατί τα λες αυτά ρε Αποστόλη; "

"Α, ρε Γκίκα" έκανε με μια ακαθόριστη τύψη στη φωνή του ο Πλάκας "ο Λεωνίδας σου γαμάει τη γυναίκα... "

Κεραυνός μέσα στη νύχτα χτύπησε τον Γκίκα. Τα πόδια του κλονίστηκαν κι ένοιωσε πως ξεκόλλησαν μόνα τους από τη γη κι ήθελαν να αιωρηθούν μαζί με το υπόλοιπο σώμα του σε έναν αέρα πηχτό που ξαφνικά τον έπνιγε τριγύρω. Η καρδιά του έκανε ένα βίαιο χοροπηδηχτό μέσα στο στήθος του. Του φάνηκε πως κατρακύλησε μες στο στομάχι του.

"Τι είπες; " κατάφερε μόνο να ψελλίσει πριν γραπώσει ακόμη πιο δυνατά το μπράτσο του Πλάκα. Ποιος ξέρει τι σανίδα σωτηρίας έβλεπε σε εκείνο το μπράτσο, εκείνη τη στιγμή.

Ο Πλάκας άρχισε να του μιλάει. Να του λέει πως κάμποσο καιρό τώρα, όχι και πολύ, όλοι στο χωριό ξέρουν πως ο Λεωνίδας μπαινοβγαίνοντας στο σπίτι του Γκίκα, άρχισε σιγά σιγά τα νταραβέρια με τη γυναίκα του.

"Και σου λέω Γκίκα, εκείνος δε σεβάστηκε εσένα που τον έβαλες στο σπίτι σου, θα σεβαστεί άλλα πράγματα; "

Ο Γκίκας όμως πια δεν άκουγε. Το πρόσωπό του είχε πανιάσει, τα χείλη του είχαν στεγνώσει και τα μάτια του έδειχναν να είχαν αδειάσει από κάθε υποψία ανθρώπινου βλέμματος. Ήθελε κάτι να πει, μα μάλλον είχε χάσει την ικανότητα να ανασύρει από τη μνήμη του τις σωστές λέξεις.

Παράτησε το χέρι του Πλάκα και άνοιξε την καγκελόπορτα. Χάθηκε σαν διάφανος καπνός μέσα στη νύχτα.

"Γκίκα, ωρέ Γκίκα, κου βέτε;"* φώναζε και ξαναφώναζε ο Πλάκας μα δίχως απάντηση.

Ο Γκίκας εξαφανίστηκε για κανα δυο μέρες. Πολλά ψιθυρίζονταν μα τίποτα δε λέγονταν, όπως συνήθως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις που όλοι νομίζουν πως ξέρουν μα τελικά τίποτα δεν ξέρουν και τίποτα κυρίως, δεν μπορούν να καταλάβουν.

Κάποιος μήνυσε με επιφύλαξη στον Λεωνίδα πως ο Γκίκας πρέπει να έμαθε, μα εκείνος έμεινε ανέκφραστος σα να του είχαν πει απλώς πως ο καιρός ήταν ζεστός. Καλά είχε περάσει με τη Λένα δυο μήνες τώρα. Σαν της ρίχτηκε πρώτη φορά στην κουζίνα, πιάνοντας το στήθος της, εκείνη τον είχε κοιτάξει έντρομη με έναν τρόμο που του έλεγε ‘σε θέλω και εγώ". Μετά από αυτό άρχισαν να βλέπονται στα κρυφά, τις νύχτες που όλο το χωριό κοιμόταν ή πριν τα ξημερώματα που ο Γκίκας σηκώνονταν για να πάει στο μαντρί του έξω απ’ το χωριό.

Ο Λεωνίδας είχε τον τρόπο του πάντα με τις γυναίκες, ο, τι γυναίκες να ήταν αυτές. Παντρεμένες,
ανύπαντρες, χήρες, παρθένες, του δρόμου. Άντρας αρρενωπός με μια ομορφιά που έκοβε την ανάσα, δεν αργούσε κοιτώντας μια γυναίκα να την κάνει σε δευτερόλεπτα του χεριού του.
Σα να είχε κάποιες μαγικές δυνάμεις. Έτσι και με τη Λένα.

Γρήγορα παραδόθηκε τρέμοντας από ερωτική ανατριχίλα στα χέρια του και γρήγορα έμαθε να μην κάνει χωρίς αυτόν. Την έκανε γούστο όμως ο Λεωνίδας και πιο πολύ επειδή ήταν γυναίκα του φίλου του. Δεν υπήρχε για εκείνον η έννοια ηθικός φραγμός. Αυτά ήταν ανοησίες για τους ανόητους.
Το να περνάς καλά, αυτό είχε σημασία για εκείνον. Εξάλλου τόσα χρόνια στην Αυστραλία είχε συνηθίσει να ζει έξω από τα ηθικά τείχη της δικής του φάρας. Τα είχε γκρεμίσει όλα αυτά και δεν είχε καμία διάθεση να τα ξαναχτίσει γυρίζοντας πίσω.

Κάποιοι στο χωριό έλεγαν πως απλώς είναι από κακό σόι και δεν υπήρχε τίποτα χειρότερο από αυτό.
Το κακό σόι στιγμάτιζε κάθε του μέλος κι ήταν πολύ δύσκολο κάποιος να βγει αλώβητος από τη φήμη που αυτό είχε, ακόμα και αν δεν το άξιζε. Μα ο Λεωνίδας την άξιζε αυτή τη φήμη και με το παραπάνω.
Πονηρός και ύπουλος, υποκριτής και φιλοχρήματος, γνώριζε πώς να σκεπάζει καλά, πολλά από τα ελαττωματά του με έναν μανδύα δήθεν ξενοιασιάς και μόνιμης καλής διάθεσης. Διάθεσης που ήταν και αυτή προσποιητή και ψεύτικη όπως κάθε τι πάνω του.

Η εξαφάνιση του Γκίκα διόγκωσε το ψίθυρο που υπήρχε και τον έκανε κανονικό σούσουρο. Όλοι πια έλεγαν ανοιχτά, αυτό που μέχρι τώρα έλεγαν στα κρυφά. Όλοι υποψιάζονταν και όλοι ήταν σίγουροι.
Η γυναίκα του έστεκε τρομοκρατημένη στην πόρτα και κοίταζε πέρα σα να προσπαθούσε να διακρίνει κάτι που θα την ανακούφιζε. Κανείς δεν τολμούσε να της πει κάτι στα ανοιχτά μα τα έβλεπε όλα στα βλέμματα. Τύψεις τη βασάνιζαν μα και καημός μεγάλος την έκαιγε μπροστά στον κίνδυνο να χάσει την αγκαλιά και τα χαρίσματα του Λεωνίδα.

Στο τέλος της δεύτερης μέρας ο Γκίκας φάνηκε στο χωριό πάλι. Καθαρός, ξυρισμένος, κατευθύνθηκε προς το μεγάλο καφενείο, σιγοσφυρίζοντας ένα παλιό αρβανίτικο τραγούδι. Ο κόσμος τον χαιρετούσε μουδιασμένα στο δρόμο και αυτό το μούδιασμα σα να τον έκανε να δυναμώνει το σφύριγμά του.
Περπατούσε με εκείνο το μεγάλο βήμα του, κοιτώντας μπροστά του και τα μηνίγγια του σφυροκοπούσαν δυνατά σαν τα σφυριά που χτυπούν σε σκληρά βράχια.

Έφτασε στο καφενείο και χαιρέτησε τον κόσμο. Διστακτικές καλημέρες και μαζεμένες ματιές ανταποκρίθηκαν στο χαιρετισμό του. Έπιασε ένα τραπέζι μόνος του και παρήγγειλε καφέ.
Το βλέμμα του έπεσε στο βάθος του καφενείου. Το σφυροκόπημα μες στο κεφάλι του έγινε πιο έντονο.
Ο Λεωνίδας από την απέναντι μεριά τον κοίταζε κατάματα.

Σήκωσε το χέρι του και τον χαιρέτησε. Ο Λεωνίδας απλώς χαμογέλασε με ένα γέλιο που καθόλου δεν άρεσε στον Γκίκα.

Σε λίγο ο καφετζής πλησίασε τον Γκίκα φερνοντάς του τον καφέ και ένα μικρό μπουκαλάκι κονιάκ.

"Τι είναι αυτό; "

"Κέρασμα απ’ τον Λεωνίδα"

Ο Γκίκας έσφιξε το φλιτζάνι με το καφέ και κούνησε με ένα αόριστο νεύμα το κεφάλι του για να απομακρυνθεί ο καφετζής. Κοίταξε προς τη μεριά του Λεωνίδα.

"Πίνω στην υγειά του Γκίκα" φώναξε δυνατά ο Λεωνίδας σηκώνοντας όρθιο το σώμα του και προτάσσοντας στον αέρα το ποτήρι του.

Ο χρόνος σα να πάγωσε εκείνη τη στιγμή για όλους. Η προσβολή ήταν βαρύτατη και το πρόσωπο του Λεωνίδα είχε μια έκφραση ικανοποίησης που κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει. Κανένας δε μιλούσε, κανένας δεν κουνιόταν για δευτερόλεπτα. Μόνο ο Λεωνίδας στεκόταν όρθιος και χαμογελούσε σαρκαστικά Σα να του έλεγε "να ρε μαλάκα, σου γάμησα τη γυναίκα και σε κερνάω για αυτό"

Ο Γκίκας άνοιξε αργά το μικρό μπουκαλάκι κονιάκ και το ήπιε μονορούφι.

"Στην υγειά σου Λεωνίδα" φώναξε με τη σειρά του αλλά πάλι κανένας δεν κουνήθηκε.

Ένοιωσε τα σωθικά του να καίγονται και ένα ρεύμα σαν ποτάμι να αναδεύεται στο στήθος του και να ζητάει να χυθεί χωρίς να ξέρει που. Ακούμπησε με αργές κινήσεις το κονιάκ στο τραπέζι του και σηκώθηκε.

Μόνο όταν βγήκε έξω από το καφενείο άρχισαν όλοι να ξεμουδιάζουν. Οι περισσότεροι κοιτούσαν με φανερή απέχθεια τον Λεωνίδα αλλά κανείς δεν μπορούσε να πει τίποτα και από πού κι ως που κιόλας...

Ο Λεωνίδας ατάραχος και απολαμβάνοντας τον εξευτελισμό στον οποίο είχε υποβάλει τον Γκίκα, έπαιζε χαρτιά καπνίζοντας ένα στριφτό τσιγάρο. Ένοιωθε κυρίαρχος και πέρα από κάθε αμφισβήτηση πια.

Ο Γκίκας πήγε στο σπίτι του μα δε μίλησε στη Λένα. Δεν της είπε τίποτα. Κι εκείνη τριγυρνούσε κοντά του σαν αόρατη σκιά που κάτι ζητά μα δεν τολμούσε να πει τι. Ο Γκίκας έκανε σαν να μην υπήρχε η Λένα μες στο σπίτι. Κι ίσως και να μην την έβλεπε κιόλας...

Την άλλη μέρα το απόγευμα στο καφενείο, όπου μαζεύονταν όλοι μετά τις δουλειές, ο Λεωνίδας σκέφτηκε να επαναλάβει το κέρασμα στον Γκίκα μα δεν τον άφηνε ο Λουκάς. Του έπιασε σφιχτά το χέρι και το κράτησε με μανία πιεσμένο κάτω, έτοιμος να του το σπάσει αν επέμενε.

"Αν κάνεις αυτό που πας να κάνεις θα σου σπάσω ο ίδιος τα δύο χέρια, κατάλαβες; "

"Αϊ γαμήσου ρε μαλάκα" έκανε με περισσή μαγκιά ο Λεωνίδας και αναταράχτηκε σα να ήταν έτοιμος για καυγά μα ο Λουκάς δεν έπαιρνε χαμπάρι από τέτοια. Του πίεσε πιο δυνατά το χέρι και ο Λεωνίδας σχεδόν ένοιωσε το πρώτο κρακ στο κόκκαλό του.

"Βούλωσέ το γιατί θα σε τσακίσω εδώ μέσα... άκουσες... εδώ μέσα... "

Και κόντεψε πραγματικά να του το σπάσει το χέρι.

Ο Γκίκας κάθονταν με δυό φίλους του όταν σηκώθηκε και πήγε προς τη μεριά του Λεωνίδα. Δεν είχε δει τη σκηνή με το Λεωνίδα και το Λουκά. Ήταν σαν κάτι άλλο να τον τράβαγε εκεί.

"Καλώς τον φίλο μου" είπε αργά ο Λεωνίδας και η φωνή του είχε εκείνη τη γνωστή προκλητική χροιά.

Ο Γκίκας δε μίλησε. Ήταν ανέκφραστος όταν έβγαλε ένα μικρό περίστροφο απ’ την τσέπη του και σημάδεψε μία και μοναδική φορά στο μέτωπο του Λεωνίδα που πέθανε ακαριαία με μια τελευταία έκφραση ανείπωτου τρόπου σκληρά χαραγμένη στο πρόσωπό του.

Ο Γκίκας έμεινε κάποια χρόνια στη φυλακή μα δεν τον πείραξε καθόλου. Είχε ξεπλύνει την προσβολή από πάνω του και αισθάνονταν πιο καθαρός από ποτέ. Γιατί δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από την προσβολή της τιμής. Αν την κουβαλούσε κι άλλο επάνω του θα έπρεπε να πεθάνει αυτός, μεγαλώνοντας ακόμη την ατιμία που του είχε κάνει ο Λεωνίδας.

"Την έβγαλα τη βρωμιά από πάνω μου" επαναλάμβανε στον εαυτό του κάθε πρωί στον καθρέφτη που ξυρίζονταν, μέσα στις φυλακές.

"Την έβγαλα" έλεγε και ξανάλεγε με το στήθος να φουσκώνει από αγαλλίαση...


chcome
toavgo@in.gr


* Γιούρτης = μικρό περιβόλι πίσω ή μπροστά από το σπίτι στα αρβανιτοχώρια

  • Κου βέτε = που πας;


Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη