Οι ροδιές της Σιμώνης - τελευταίο μέρος (Chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Rodi.jpg

Η Σιμώνη σκέφτηκε πως κόντευε να τρελαθεί. Γρίφος πάνω στο γρίφο, αίνιγμα, πίσω απ’το αίνιγμα κι αυτή να στέκει ανήμπορη να καταλάβει το παραμικρό.

Ξάφνου αέρας δυνατός σηκώθηκε. Η ροδιά ταρακουνήθηκε και τα φύλλα θρόισαν φωνάζοντας ψιθύρους, μυριάδες μικρούς ψιθύρους που πλημμύρισαν όλα τα γύρω, ουρανό, δέντρα, χώμα και λουλούδια.

Η γυναίκα έγειρε το κεφάλι της στο πλάι βγάζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό. Το Αχ της πλημμύρισε τη Σιμώνη που ανασκίρτησε, το σώμα της τινάχτηκε ριγώντας ρίγος πυρετώδες.

Τα χέρια της κινήθηκαν σα να προσπαθούσαν να ανέβουν προς τα πάνω, σα να προσπαθούσαν να μεγαλώσουν. Η Σιμώνη άκουσε έναν θόρυβο υπόκωφο να βγαίνει από το σώμα της γυναίκας, κάτι σαν κρακ που σπάει και ραγίζει. Το κορίτσι τρεμούλιασε από ένα νέο κύμα φόβου που ’ρθε πιο βίαιο να την ταράξει και να την πλημμυρίσει.

Δεν μπορούσε να μιλήσει. Οι λέξεις είχαν φυλακιστεί στο λαιμό της. Ανίκανη να αρθρώσει έστω και μία συλλαβή, άνοιξε τα μάτια της, ολοστρόγγυλους τρόμους και κοίταξε ανατριχιάζοντας τη μυστηριώδη γυναίκα που με ίσκιο έμοιαζε, τον μαύρο ίσκιο που σα γυναίκα έπαιρνε μορφή.

Η γυναίκα τεντώνονταν και τεντώνονταν όλο πιο πάνω. Είχε γείρει το κεφάλι της πίσω, μα το μαντήλι έμενε στερεωμένο πάνω στα χείλη της και στην αρχή της μύτης της. Κάτι την έσπρωχνε να βγει από το χώμα και έκανε το κορμί της να ραγίζει συνέχεια σαν πολλά γυαλιά που σπάνε. Η Σιμώνη έκλεισε τα χείλη της με την ανάστροφη της παλάμης της για να μη φωνάξει. Έτρεμε ότι και ο παραμικρός ήχος θα γκρέμιζε τα πάντα πάνω της, ένας παράλογος φόβος ότι θα χάνονταν και αυτή μαζί.

Τα χέρια της σκιάς είχαν υψωθεί κοιτώντας προς τα πάνω, σε στάση ικεσίας προς τους ουρανούς. Αλλοφρονούσα η Σιμώνη είδε πάνω στο διάφανο, λευκό δέρμα τις φλέβες να γίνονταν δρόμοι φύλλων, λεπτότατες γραμμές που διασχίζουν τα φθινοπωρινά δέντρα.

Σιγά σιγά και το μέτωπο της γυναίκας άρχισε να γίνεται το ίδιο διάφανο με τα χέρια της. Λεπτές γραμμές κι εκεί, αχνοκόκκινες λωρίδες αναβράζοντος αίματος. Και ο θόρυβος... εκείνος ο θόρυβος... τόσα γυαλιά που ραγίζουν, ραγίζουν, ραγίζουν χωρίς ποτέ τους να σπάνε.

"Κορίτσι μου" σιγοβούησε η σκιά "πήγαινε, πήγαινε "

Η Σιμώνη όμως δεν μπορούσε να καταλάβει από τον τρόμο, τα αυτιά της δεν άκουγαν τις λέξεις παρά μόνο τους άλλους τους ήχους τους τρομερούς, αυτούς που έπιαναν κι έσφιγγαν το σακούλι της καρδιά της για να το σπάσουν.

"Πήγαινε, πήγαινε μες στο σπίτι, τρέχα"

Η σκιά είχε γίνει διάφανη ύλη πλέον, μόνο το πρόσωπο εξακολουθούσε να φαίνεται λίγο πιο καθαρό, λίγο πιο σταθερό το περίγραμμά του. Όλα τα υπόλοιπα μέλη, μαύρος λεπτός καπνός που όλα περνούσαν και φαίνονταν μέσα του.

"Ποια είσαι; Ποια είσαι;" ούρλιαξε εκτός εαυτού πια το κορίτσι με την τρέλα να της αλλοιώνει το πρόσωπο. Σα μάσκα φρικτή με παγωμένα μάτια κοιτούσε τον ίσκιο που διαλύονταν κι έτριζε. Σαν να είχε χάσει πια τα λογικά της ούρλιαζε με εκείνο το απόκοσμο ουρλιαχτό που βγαίνει από τα στήθη όσων η τρέλα κυριεύει.

Και ξαφνικά σαν εκείνο το ουρλιαχτό να ήταν η αφορμή, η σκιά για λίγα δευτερόλεπτα, που φάνηκαν αιώνες, σταμάτησε να τρέμει και να αποσυντίθεται, μένοντας για ελάχιστο χρόνο να αιωρείται, ακίνητη και σταθερή.

Σε εκείνη την αιώρηση μπόρεσε η Σιμώνη να δει κάτι που της έκοψε την ανάσα, κάτι που την έκανε χρόνια μετά να παραληρεί στον ύπνο της και να σιγομιλά κρυφά στον ξύπνιο της.

Τα μάτια της σκιάς που την κοιτούσαν, το στόμα που της μίλαγε τόση ώρα, το μέτωπο, τα μάγουλα, τα μαλλιά που πλέον φαίνονταν, όλα ήταν πραγματικά γνώριμα, όλα ήταν εκείνα της γιαγιάς της.

"Γιαγιά" μουρμούρισε μόνο και το επόμενο δευτερόλεπτο βάλθηκε να τρέχει σαν τρελή προς τη μεριά της κουζίνας. Τα πόδια της πετούσαν στον αέρα, ο πανικός της, τη σήκωνε από τη γη. Έτρεχε φωνάζοντας το όνομα της γιαγιάς της. Υστερικές κραυγές, φωνές ζώου που έχει καταλάβει το θάνατο να είναι δίπλα του.

Όταν μπήκε στο κουζινάκι, βρήκε τη γιαγιά της ξαπλωμένη κάτω, διπλωμένη στα δύο. Πάνω στο τραπέζι τα απομεινάρια καθαρισμένων ροδιών, τα σύνεργα για μαρμελάδα ρόδι που μόνο εκείνη ήξερε να φτιάχνει και κάτω στο πάτωμα δίπλα στο κεφάλι της, μια σκόνη γκριζόμαυρη απλωμένη. Χοντροί κόκκοι σαν από στάχτη πετρωμένη. Οι σκόνες της, τα βότανά της... Μάγισσα γιαγιά...

Κλαίγοντας δυνατά, με συντριβή και απελπισία, γύρισε το πρόσωπο της γιαγιάς προς το μέρος της.
Ανάσαινε ακόμη, αργά πολύ αργά και η Σιμώνη μπόρεσε ξεκάθαρα να ακούσει στην ανάσα της τον σιγανό ήχο του γυαλιού που ραγίζει.

"Μίλα μου, μίλα μου" ούρλιαξε και την αγκάλιασε από τους ώμους σφιχτά σαν να ήθελε να την κρατήσει εκεί, σαν να μπορούσε με εκείνο το αγκάλιασμα να της διώξει το θάνατο που λίγο πιο πέρα κάθονταν και περίμενε αισχρός και ορμητικός να εισχωρήσει μέσα στο σώμα της γυναίκας, να της ρουφήξει κάθε ρανίδα που είχε απομείνει.

"Μη! Μη φύγεις, σε παρακαλώ, μη φύγεις, μην πεθάνεις... Γιαγιά μου, γιαγιά μου, γιαγιά μου... " σιγόκλαιγε ψιθυρίζοντας σχεδόν ερωτικά και αργοκουνώντας το σώμα της γιαγιά της...

Εκείνη την κοίταξε για λίγο, κάνοντας προσπάθεια να κρατήσει τα μάτια της όσο μπορούσε ανοιχτά, κάνοντας προσπάθεια να μιλήσει τις τελευταίες λέξεις με το στόμα της, όσο ήταν ζωντανό.

"Το είδα Σιμώνη μου, το είδα κοριτσάκι μου, όλα τα είδα από το παράθυρο... Θα σ' έπαιρνε σέιτα* μου, θα σε έπαιρνε μερούζα* μου... Τι άλλο μπορούσα να κάνω... Σε ήθελε... Σε ήθελε εδώ και καιρό... Μπορούσα μπουκουρία μου να την αφήσω; Μα τώρα θα είμαι εγώ κει μέσα, μην τη φοβάσαι πια... Μόνο ψάξε και βρες το τετράδιο, κει τα ‘χω γραμμένα όλα... Μες στο παλιό μπαούλο... "

Το τετράδιο με τα ξόρκια, το τετράδιο με τα μαγικά... Παλιό δερμάτινο εξώφυλλο, δεμένο με κορδέλα στο χρώμα του ροδιού... Και μέσα σχέδια με μολύβι παχύ, παράξενα γράμματα, μυστήριες λέξεις, βότανα που ανακατεύονται, μανδραγόρες που κλαίνε, στοιχειά που διαλύονται, πουλιά που μιλάνε, αμίλητα νερά, σπηλιές με ναραγίδες, θαλασσινοί δαίμονες, εφτά φουσάτα και λιγγέτες, φωτιές από σμιθράκια που βγάζουνε κάρβουνο από το στόμα τους, κρυφές δρακότρυπες που σκούζουν, δέντρα που στοιχειώνουν κλέβοντας ανθρώπινους ίσκιους και ανάσες, θηλυκά νεραϊδοπαρμένα από τα μικράτα τους που ανάμεσα σε δυο κόσμους ισορροπούν...


(το παραπάνω γράφτηκε με αφορμή το στοιχειωμένο, απλησίαστο σπίτι με τις ροδιές, σε κάποιο χωριό της Κορινθίας)


  • σέιτα = χαϊδεμένη

μερούζα = τρυφερή
μπουκουρία = ομορφιά


www.reginarosasamat.blogspot.com

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη