Οι ροδιές της Σιμώνης (chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Από μικρή έβλεπε όνειρα, πολλά όνειρα, περίεργα όνειρα... Σαν έκλεινε τα μάτια, όλα και όλοι έρχονταν στο πλάι του μαξιλαριού της, να της μιλήσουν, να παίξουν μαζί της, να την τρομάξουν, να την προειδοποιήσουν, να τρυπώσουν με το "έτσι θέλω" στον ύπνο της.

"Σήμερα είδα αυτό... " έλεγε κι η γιαγιά σταυροκοπιόταν, έφτυνε τρεις φορές τον αέρα προς τα πάνω μουρμουρίζοντας ακατάληπτα λόγια κι έπειτα την έστελνε έξω με ένα ρόδι στο χέρι.

"Να φας μερικά σποράκια σέιτα* μου"

"Αχ, αυτό το παιδί είναι αλαφροΐσκιωτο σαν τη γιαγιά της" ψιθύριζε κρυφά μια θεία της στο αυτί του θείου, χαμογελώντας της γλυκά σαν έκανε να κοιτάξει προς το μέρος της.

"Θα υποφέρει στη ζωή του" συμπλήρωνε όταν η μικρή γύρναγε το κεφάλι της αλλού και την απόκοπτε από το οπτικό της πεδίο.

Εντούτοις, τη ρωτούσε συνεχώς: "είδες κανά καλό όνειρο χθες μανάρι μου; "

Αντί για απάντηση το κοριτσάκι την κοιτούσε επίμονα, προαισθανόμενο πως αυτό το επίμονο βλέμμα τη φόβιζε κι έπειτα κουνούσε το κεφάλι της αινιγματικά: "Δε θυμάμαι... " Η θεία μάζευε τα χείλη και μέσα από ένα στενό χαμογελαστό βλέμμα, ατένιζε σαν από θρόνο τη μικρή ανιψιά.

Έλεγε όμως ψέματα γιατί θυμόταν... Θυμόταν όλα τα όνειρα της με λεπτομέρειες. Όνειρα χρωματιστά, έντονα σαν την αληθινή ζωή που της άφηναν παράξενες γεύσεις στο στόμα σαν ξύπναγε και μία ταραχή στο στήθος που αργούσε να κοπάσει.

Άλλες φορές έβλεπε πεθαμένους να της μιλούν και να της ζητούν να μεταφέρει κάποιο μήνυμά τους στους ζωντανούς, άλλες φορές έβλεπε μία καταστροφή, που επαληθεύονταν μετά από λίγες μέρες, άλλες φορές να βγάζει ένα δόντι μπροστά σε κάποιον, κι αυτός ο κάποιος πέθαινε ύστερα από ένα-δυό μήνες...

"Το έχουν μαγεμένο το παιδί... να το πάτε να το διαβάσετε" συμβούλευε μία γειτόνισσα από την Πόλη φερμένη, τη γιαγιά.

"Δεν πας να διαβαστείς εσύ; " ήταν η απάντηση

"Η εγγόνα μου έχει κάτι που λίγοι το ’χουν... Άιντε βάιζα* μου, άιντε κουτσούνα* μου, πάρε ένα ρόδι εσύ και πήγαινε έξω να παίξεις... Και είπαμε ε; Να φας και μερικά σποράκια, έτσι παιδάκια μου; "

Η γιαγιά τάιζε τη μικρή ρόδια, από μια ροδιά υπερβολικά μεγάλη που είχαν στο κέντρο της αυλής.
Θεωρούσε το ρόδι τροφή που θα βοηθούσε την εγγονή της να δει περισσότερα όνειρα και αν τυχόν έβλεπε κάποιο πολύ κακό όνειρο την έβαζε να σπάσει με μανία το ρόδι πάνω στο κορμό ενός άλλου δέντρου ή πάνω σε έναν τοίχο φωνάζοντας σαν ιαχή μία και μοναδική λεξούλα:

"Nτίξενε"*

Αυτό ήταν το ξόρκι γιαγιάς και εγγονής.

Και έμαθε η Σιμώνη από μικρή να αποζητά τα ρόδια και τις ροδιές. Να βλέπει ροδιές κι ένα κύμα ανείπωτης χαράς κι ευχαρίστησης να την ποτίζει, να αγγίζει με τα χέρια της ρόδια και να νοιώθει πως σε αυτόν τον καρπό κρύβεται όλη η ευτυχία του κόσμου, η αθανασία των ψυχών και η ανανέωση του πνεύματος... Απόλαυση για αυτήν να κρατάει γυμνά τα σπόρια στη σάρκα της παλάμης της και αργά να τα φέρνει στα χείλη της, ανάμεσα στα δόντια της, να αισθάνεται το σπάσιμο τους πάνω στη γλώσσα της και να αντικρύζει τα ακροδαχτυλά της χυμένα με το ξινόγλυκο κοκκινωπό ζουμί...

Μεγάλωνε με αυτό της το μυστήριο δώρο να μην την εγκαταλείπει, μα όλο και να δυναμώνει με μια δύναμη που άρχιζε πια να φοβίζει και την ίδια, ξέροντας πως σε κάθε εγκατάλειψή της στα χέρια του ύπνου, σε κάθε είσοδό της στο βασίλειο των ονείρων εκείνη θα έβλεπε κάτι που θα έβγαινε αληθινό αργότερα ή ακόμη χειρότερα κάτι που θα συνέβαινε επειδή τα κλειστά της μάτια το είχαν προκαλέσει...

"Γιαγιά φοβάμαι... φοβάμαι να κοιμηθώ... "

Ακουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο της γιαγιάς, ψάχνοντας σε εκείνη τη λακκούβα που κάνει το σώμα ανάμεσα στο λαιμό και το επάνω μέρος του χεριού, γνώριμες μυρωδιές που θα μπορούσαν έστω για λίγο να την ησυχάσουν...

"Σώπα... σώπα... " μουρμούριζε η γιαγιά αινιγματικά και της χάιδευε απαλά το κέντρο του μετώπου με το δείκτη και τον μέσο, περισσότερο σα να το έτριβε, λες και εκεί υπήρχε μια μυστική πηγή ηρεμίας για την εγγονή της...

Είχε μπει στο μυαλό της Σιμώνης πως τα ίδια της τα όνειρα ήταν εκείνα που προκαλούσαν τα γεγονότα... Δεν υπήρχε τίποτα πριν από αυτά. Ο ύπνος της ήταν δημιουργός μέλλοντος, κουβαλητής άσχημων μαντάτων, διανομέας φοβερών θανάτων και καταστροφών... Όλα γεννιόντουσαν από εκείνη τη γλύκα που κατέκλυζε τα μέλη της μόλις κουρασμένη μισόκλεινε τα βλεφαρά της, γυρεύοντας να ρουφήξει μέσα της την ένταση και τη ζωή κάθε ημέρας. Αν δεν έβλεπε κάτι, αυτό απλώς δε θα υπήρχε μετά. Ήταν πολύ απλό και πολύ οδυνηρό στη σκέψη της.

"Και εγώ όταν ήμουνα σαν κι εσένα, δεν ήθελα να βλέπω τίποτα... Κάθησα μάλιστα και τρεις μέρες ξάγρυπνη... Αρρώστησα μετά και έβλεπα στην αρρωστιά μου ακόμη περισσότερα όνειρα από πριν...
Με ακούς Σιμώνη; Μη στενοχωριέσαι... Εσύ δε φταις για τίποτα... Γραμμένα είναι όλα τούτα βάιζα μου και εσύ μπορείς να τα διαβάζεις στον ύπνο σου... Ξέρεις πόσοι θα ήθελαν να το μπορούν αυτό; Ξέρεις; "

Η γιαγιά ποταμός στα λόγια της αγκάλιαζε σφιχτά την εγγόνα της μην μπορώντας να τη βλέπει να υποφέρει έτσι από άδικες σκέψεις... Η Σιμώνη της ζητούσε ένα από τα ρόδια της και μόνο όταν έπιανε μέσα σ’ όλη την παλάμη της το σκληρό περίβλημα του ροδιού, ένοιωθε να χαλαρώνει η ανησυχία μέσα της...

"Θα δεις... κάποια μέρα θα δεις... πως υπάρχουν πραγματικά πράγματα που δεν μπορούμε με τα κανονικά μας μάτια να δούμε... Υπάρχει κόσμος πίσω και πέρα από τα μάτια... Μόνο όταν τον πρωταντικρύσεις θα καταλάβεις έστω και το λίγο... Να πάψεις να βασανίζεσαι μικρούλα μου"

Και ένα αυγουστιάτικο βράδυ κοντά στα γενεθλιά της αποκαλύφθηκε τυχαία στη Σιμώνη ένα μικρό κομματάκι από το μέρος εκείνου του κόσμου που είναι πέρα και πίσω από τα μάτια, ένα τοσό δα κομματάκι, άγριο και ανατριχιαστικά όμορφο μέσα στην σκληρότητά του...

Ξύπνησε μέσα στη νύχτα απότομα... Άκουσε την αδελφή της να μιλά κρυφά με κάποιον στο τηλέφωνο.

Απ’ έξω τα τριζόνια πλημμύριζαν το καλοκαιρινό σκοτάδι με το μονότονα ευχάριστο τραγούδι τους. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό και έφερνε λίγο ψύχρα. Έκανε να ανασηκωθεί για να το κλείσει και μετά να πάει στην αδελφή της μα έντρομη ανακάλυψε πως δεν μπορούσε να κουνηθεί.

Τα χέρια της στέκονταν ακίνητα στο πλάι της, τα πόδια κι ο κορμός της δεν υπάκουγαν σε καμία από τι εντολές του εγκεφάλου της. Έκανε μεγαλύτερη προσπάθεια να γυρίσει στο πλάι, μα πάλι τίποτα.
Σαν κάποιος να την είχε καρφώσει με μεγάλα καρφιά στο στρώμα.

Τα μάτια της στριφογύρισαν φοβισμένα στο δωμάτιο. Η κουρτίνα φούσκωνε ελαφρά απ’ το αεράκι σαν πανί από καραβάκι...

"Θα φωνάξω" σκέφτηκε και μες στο στόμα της το όνομα της αδελφής της, ήδη χτυπούσε να βγει προς τα έξω... Μα εκεί στάθηκε και το όνομα. Κλεισμένο ερμητικά πίσω απ’ τα χείλη, ανίκανο να πετάξει και να ακουστεί. Φωνή δεν έβγαινε από μέσα της.

"Έχω πεθάνει" σκέφτηκε και ο πανικός την έσπρωξε να βάλει όλες της τις δυνάμεις για να ανασηκωθεί έστω κι ελάχιστα ή να ψιθυρίσει μία συλλαβή... Τίποτα... Τίποτα...

Ένοιωσε ένα βάρος να της πιέζει το στήθος και να της βουλιάζει τα μέλη προς τα κάτω. Σαν κάποιος να γελούσε μαζί της και αόρατος της έπαιζε παιχνίδια, διασκεδάζοντας να τη βλέπει ανήμπορη να κουνήσει και το μικρό της δάκτυλο...

"Χριστέ μου" σκέφτηκε "Χριστέ μου" κι αμέσως της ήρθαν τα λόγια της γιαγιάς της στο μυαλό "άμα δεις κι ακούσεις κάτι παράξενο ή νοιώσεις κάτι παράξενο, πες στα γρήγορα μια προσευχή, στα γρήγορα, ακούς; "

Τρομοκρατημένη, πιστεύοντας πως ποτέ δε θα μπορούσε πια να κουνηθεί και να μιλήσει, άρχισε σα μανιακή να λέει από μέσα της το "πάτερ ημών", γρήγορα, μπερδεύοντας τα λόγια και σφίγγοντας με αγωνία τα μάτια της που τα ’νοιωθε γεμάτα δάκρυα, μόνο που κι αυτά δεν μπορούσαν να κυλήσουν προς τα έξω φυλακισμένα στην ίδια παράλογη ακινησία...

Από τα πρώτα λόγια, τα μέλη της ελευθερώθηκαν γρήγορα, σχεδόν βίαια σα το βάρος να πέταξε μονομιάς από πάνω της... Της φάνηκε πως άκουσε ένα φτερούγισμα μες στο δωμάτιο... Σηκώθηκε απότομα στα γόνατά της και μαγνητισμένη κάρφωσε τα μάτια της δίπλα απ’ την ντουλάπα, όπου μια παράξενη ομίχλη αναδεύονταν ίδια με σύννεφο που έχασε το δρόμο του και τυχαία μπήκε μέσα από εκείνη την κουρτίνα στην κάμαρά της...

Οι τρίχες του κεφαλιού της ορθώθηκαν και μια ισχυρή ανατριχίλα σαν σπασμός, τη συντάραξε. Η φρίκη την κοκκάλωσε καθώς μέσα σε εκείνη την αραιή ομίχλη είδε πεντακάθαρα να αιωρείται μακρύ σαν μυτερό παλούκι το σώμα του γερό Βάλβη του γείτονα που ’χε πεθάνει πριν ένα μήνα και το προσωπό του να την κοιτάει συνοφρυωμένο με απερίγραπτη παγωμάρα...

Λέγανε για εκείνον πως του άρεσε να ασχολείται με μαύρες μαγείες και να δένει τον κόσμο με αυτές.
Πολλοί τον απόφευγαν σαν τον ίδιο το διάβολο.

Μαρμάρωσε εκεί γονατισμένη και τα μάτια της διασταυρώθηκαν για κλάσματα του δευτερολέπτου με εκείνα του Νικόλα... Εκείνος ανασήκωσε ελαφρά το κεφάλι του... Πρόλαβε να προσέξει πως το στόμα του ήταν ραμμένο...

Μια κραυγή της ξέφυγε από το στήθος, μία κραυγή που τάραξε όλο το σπίτι. Όλοι κατέβηκαν στην κρεββατοκαμαρά της και τη βρήκαν κάτωχρη, πανιασμένη σαν ξερό φύλλο να τρέμει κρατώντας σφιχτά στο χέρι της ένα κουβάρι απ’το τσαλακωμένο σεντόνι.

Η γιαγιά την μάζεψε στην αγκαλιά της, διατάζοντας όλους τους άλλους να βγουν από το δωμάτιο.
Μέσα σε ένα σπαστικό τρέμουλο της περιέγραψε τι είχε συμβεί. Η φωνή της κόβονταν κάθε τόσο
από τον κόμπο που στραγγάλιζε την ανάσα στο λαιμό της.

"Είδες ένα μέρος του κόσμου, πέρα και πίσω απ’τα μάτια; Είδες; ... "τη ρώτησε σα να περίμενε την επιβεβαίωση στα λόγια της...

"Γιαγιά ίσως ονειρευόμουνα"... η Σιμώνη προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της που σπαρτάραγε σε έναν πρωτόγνωρο για εκείνην τρόμο, πως όλα ήταν ένα από τα κακά όνειρα, μόνο λίγο διαφορετικό.

"Ονειρευόσουνα; Για ξαναθυμήσου καλά... "

Ήξερε όμως κι η ίδια πως δεν ήταν όνειρο αυτό που της είχε συμβεί, είχε τους κραδασμούς της ζωής έξω απ’ τα όνειρα και απειλητικό θα στοίχειωνε για καιρό τη σκέψη της. Κανένα όνειρο όσο τρομακτικό και να ’ταν δεν το κατάφερνε αυτό. Ήθελε όμως να εκλογικεύσει αυτό που της συνέβη, για να μην τρελλαίνεται όταν το έφερνε στο νου της.

Η γιαγιά έβγαλε ένα μικρό ρόδι από την τσέπη της ποδιά της και της το έβαλε στο χέρι...

"Φάε" την πρόσταξε

Και η Σιμώνη υπάκουσε. Άνοιξε το ρόδι στα δύο και μερικά σπόρια κατρακύλησαν στο φουστάνι της.
Τα μάζεψε και ένα ένα άρχισε να τα τσιμπολογάει σαν κορυδαλλός.

"Τούτα τα σπόρια, έχουνε το μυστικό της ζωής και του θανάτου μέσα τους... Φάε Σινώμη... Σιγά σιγά όλα θα τα δεις. "

Και λέγοντας αυτά τα λόγια σηκώθηκε αργά και βάδισε μέχρι το σημείο που η εγγόνα της της είχε υποδείξει ότι είχε δει τον γερό Βάλβη. Άνοιξε την παλάμη της και μια σκόνη έπεσε στο πάτωμα...
Έκλεισε τα μάτια της και άρχισε να μουρμουράει κάτι σαν ξόρκι...

"Γιαγιά τι κάνεις εκεί; "

Μα εκείνη γύρισε και την κεραυνόβολησε με τα μεγάλα της μάτια, προσταζοντάς την συνθηματικά να σιωπήσει και να μην ξαναμιλήσει...

Μόνο στο κατόπι της τόλμησε η Σιμώνη να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι της και αφού έκλεισε την πόρτα κι άναψε το φως, έσκυψε να δει τι είχε κάνει η γιαγιά, η γιαγιά που φαίνονταν να παίζει με τον αόρατο κόσμο με τον ίδιο τρόπο παιχνιδιού όπως και με τον ορατό.

Η σκόνη ήταν χυμένη σε κυκλικό μικρό σχήμα και άσπρη στο χρώμα του χιονιού.

Άγγιξε λίγη με την άκρη του δαχτύλου της και δειλά το έφερε στη γλώσσα της... Ίσα που το ακούμπησε...

"Αλάτι" ψιθύρισε γλύφοντας τα χείλη της...

(συνεχίζεται...)


chcome
toavgo@in.gr



Σέιτα = χαιδεμένη
Βάιζα = κοπέλα
Κουτσούνα = μικρούλα
Ντίξενε = φύλαγε

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη