Οι ροδιές της Σιμώνης (γ') Chcome

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Το αίμα της πάγωσε. Το σώμα της ολόκληρο έμεινε στήλη άλατος, τα μάτια της με διεσταλμένες κόρες, καρφώθηκαν με τρόμο στο πρόσωπο εκείνης της γυναίκας που προσπαθούσε τα χαρακτηριστικά
της να κρύψει κάτω από ένα αραχνοΰφαντο μαντήλι.

Womandreamingpomegranates.jpg

- Σιμώνη...

Η φωνή της γυναίκας ακούστηκε απαλή αυτή τη φορά. Μιλούσε γλυκά στο κορίτσι, σα να ήθελε να την καλοπιάσει για κάτι, να τη χαϊδέψει. Από τα μαύρα ρούχα της αναδύοταν ευωδία νυχτερινού λουλουδιού.

- Σιμώνη πλησίασε, θέλω να σε δω.

Η Σιμώνη δεν κινήθηκε. Ο φόβος της είχε κολλήσει τα πόδια στο χώμα. Ένοιωθε κι εκείνη σα δέντρο που ψάχνει απεγνωσμένα ρίζες να απολύσει για να πιαστεί γερά στη γη, τίποτα να μην μπορεί να την κουνήσει από εκεί.

Η γυναίκα έτεινε το χέρι της. Χέρι μικρό, άσπρο, με τις φλέβες να διαγράφονται γαλάζια ρυάκια επάνω του.

Η Σιμώνη νόμιζε πως μπορούσε να δει μέσα από εκείνο το χέρι. Διάφανος καθρέφτης που καθρέπτιζε τα πάνω και τα κάτω μαζί. Ουρανός και χώμα, βαριά σύννεφα μαζί με τσακισμένα φύλλα, πατημένα κάτω. Υποψία στάλας από βροχή ψιλή και μαλακιά λάσπη που τώρα πιάνει να γίνεται.

Σαν πίνακας ζωγραφικής ζωντανός εκείνο το χέρι που όλα τα συνδύαζε, όλα τα έδειχνε. Η Σιμώνη ένοιωσε έντονη την επιθυμία να το πιάσει. Χωρίς να σκεφτεί το φόβο της, ασυναίσθητα άπλωσε και το δικό της χέρι, αγγίζοντας αυτό της γυναίκας. Ζεστή αφή, χέρι ανθρώπινο, το δέρμα απαλό, οι κόμποι των δαχτύλων αχνογραμμένοι λόφοι και η παλάμη βαριά, παράταιρη με το μέγεθος του χεριού.

Ήθελε να μιλήσει, να ρωτήσει, να μάθει ποια είναι η γυναίκα που έκρυβε το πρόσωπό της, που η όψη της θύμιζε πλάσμα μυστήριο γεννημένο σίγουρα από παράξενες κι άγνωστες ενώσεις, μα δεν τολμούσε. Μονάχα η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, τόσο που η Σιμώνη πίστευε πως κάθε χτύπος συναντηχούσε μαζί με το χτύπημα που έκανε η φλέβα στο χέρι της γυναίκας καθώς το αίμα- ή ότι κυλούσε μες στις φλέβες της-έρρεε και διαχέονταν σε όλο της το σώμα.

Ξαφνικά η γυναίκα της άρπαξε την παλάμη και την κράτησε σφιχτά μες στη δική της.

Η Σιμώνη ξεφώνισε τρομαγμένη. Η γυναίκα την κρατούσε σφιχτά, χωρίς να μιλάει, έχοντας γείρει μονάχα το κεφάλι στο πλάι.

"Άφησέ με" μουρμούρισε με αγωνία. "Άφησέ με" επανέλαβε καθώς η γυναίκα δε φαίνονταν να την ακούει.

"Σιμώνη μου, κοριτσάκι μου"

Η φωνή της παρουσίας ακούστηκε θλιμμένη, σαν τις φωνές που έχουν τη θλίψη και την πίκρα ενός πρόωρου αποχωρισμού.

Η Σιμώνη τράβηξε για άλλη μια φορά το χέρι της και αυτή τη φορά μπόρεσε να το ελευθερώσει. Οπισθοχώρησε, θέλοντας να είναι σε απόσταση ασφαλείας από τη μαυροφορεμένη γυναίκα. Κάνοντας όμως πίσω πρόσεξε άθελά της κάτι που δεν είχε προσέξει μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Κάτι που την έκανε να φωνάξει πιο δυνατά αυτή τη φορά. Να φωνάξει με έκπληξη, περιέργεια, φόβο, όλα μαζί.

Η γυναίκα δεν είχε πόδια. Το φόρεμά της κατέληγε χυτό προς το χώμα και το ίδιο χυτό έμπαινε μέσα σε αυτό. Μία γυναίκα που ξεφύτρωνε μέσα απ’ τη γη και έμπαινε προς αυτήν. Ίδια με δέντρο, χωρίς ανθρώπινα πόδια, μόνο με ρίζες.

-Ποια είσαι; τη ρώτησε η Σιμώνη μην περιμένοντας στην ουσία να πάρει απάντηση καθώς η γυναίκα συνέχιζε πεισματικά να κρύβει το πρόσωπό της, είτε γυρνώντας το στο πλάι, είτε σκεπάζοντας καλά τα σημεία που θα πρόδιδαν οτιδήποτε.

"Άκουσέ με" της απάντησε ψιθυριστά "άκουσέ με μόνο και μη μιλήσεις για λίγο"

Ένευσε καταφατικά, επιθυμώντας να την ακούσει και βάζοντας την περιέργειά της έστω για λίγο πάνω από το φόβο που ένοιωθε.

"Θα νοιώσεις μία απώλεια Σιμώνη. Θα χάσεις κάτι που θα σε πονέσει πολύ. Θα προσπαθήσεις να ξεπεράσεις γρήγορα την απώλεια. Οι απώλειες δεν ξεπερνιούνται ποτέ αλλά εσύ θα προσποιηθείς πως την ξεπέρασες. Η σκέψη της κι η θλίψη της θα σε ωφελήσουν για λίγο. Αν τις κρατήσεις πολύ, δηλητήριο θα γίνουν μέσα σου. Όλα τα κρατάμε για λίγο... "

"Ποια; Ποια όλα; " αναρωτήθηκε η Σιμώνη με εμφανή τα σημάδια της εσωτερικής αγωνίας στη φωνή της.

"Άκουσέ με, μη μιλάς... Θέλω να με κοιτάξεις καλά. Ξέρω τι βλέπεις τώρα με τα μάτια σου. Ένα πλάσμα αλλόκοτο, μια γυναίκα φάντασμα για σένα. Είδες τα χέρια μου που είναι διάφανα σα φύλλα, είδες τα πόδια μου που μπαίνουν μες στη γη σα ρίζες, έπιασες το δέρμα μου που ’ναι βαρύ σαν τον κορμό του δέντρου. Τι είμαι εγώ Σιμώνη; Τι είμαι; "

Η γυναίκα επανέλαβε πιο επίμονα τη δεύτερη ερώτηση και γύρισε το κεφάλι της ίσια προς το κορίτσι. Συνέχιζε να κρύβει το πρόσωπό της πίσω από το άραχνο σκούρο μαντήλι, μα η Σιμώνη διέκρινε τη ματιά της πίσω από το λεπτό ύφασμα. Μία γνωστή ματιά, ένα αγαπημένο βλέμμα που θύμισε για δευτερόλεπτα βανίλιες ακουμπισμένες πάνω στο περβάζι της κουζίνας κι ένα κουταλάκι να ανακατεύει το νερό, χτυπώντας τα χείλη του ποτηριού με ήχους μεταλλικούς και γνώριμους.

’’Είσαι το δέντρο, μια σκιά του, δεν ξέρω τι είσαι" έκανε ζαλισμένη και ένοιωσε έντονα την παρόρμηση να τιναχτεί μπροστά και με μια κίνηση απότομη να αρπάξει το μαντήλι της γυναίκας, να δει το πρόσωπό της. Μα εκείνη σα να διαισθάνθηκε την επιθυμία της Σιμώνης έσφιξε ακόμη περισσότερο το μαντήλι πάνω της. Κι όπως το χέρι της σφίχτηκε μπροστά από το πρόσωπο, η Σιμώνη μπόρεσε να δει μέσα από τη διαφάνειά του το περίγραμμα των χειλιών της παρουσίας. Χείλη που σίγουρα είχε ξαναδεί, φιλιά που είχε νοιώσει στην κούνια της σαν ήταν μωρό και η γεύση κανελλοζάχαρης να εισχωρεί στη μνήμη των οσμών της.

"Όλοι οι άνθρωποι είμαστε σκιές κάποιου δέντρου" είπε αινιγματικά η γυναίκα.

Η Σιμώνη σκέφτηκε πως κόντευε να τρελαθεί. Γρίφος πάνω στο γρίφο, αίνιγμα, πίσω απ’ το αίνιγμα κι αυτή να στέκει ανήμπορη να καταλάβει το παραμικρό.


(Συνεχίζεται...)

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη