Οι περγουλιές (Chcome)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Σαν έπεσε το φως οι τρεις τους μαζεύτηκαν στην αυλή του Μπαλάφα. Περίμεναν ο ένας τον άλλον κι όταν συγκεντρώθηκαν, άρχισαν να πέφτουν τα σχέδια. Ποιο σπίτι θα "χτυπήσουν" απόψε. Ποιανού τις περγουλιές* θα τσακίσουνε, ποιανού τα περγούλια* θα μαζέψουνε.

Η απόφαση ελήφθη γρήγορα. Εξάλλου είχανε ήδη κάνει τη συγκομιδή τους από τα περισσότερα σπίτια, είτε αυτοί, είτε κάποιοι άλλοι. Το αποψινό σπίτι θα ήτανε του θείου του Μπαλάφα, του αδελφού του πατέρα του. Αυτός είχε κάτι περγουλιές μούρλια. Λαχταριστές, λαχταριστές. Φώναζαν τους περαστικούς να έρθουνε να τις κλέψουνε. Σάματι τέτοια περγουλιά είναι δίκαιο να μείνει άκλεφτη; Πόσα περγούλια να μπορούσε να χωρέσει το στομάχι του μπάρμπα Μπαλάφα και πόσα της Μπαλάφαινας; Δέκα τσαμπιά, είκοσι τσαμπιά; Άντε τριάντα... Τα υπόλοιπα έπρεπε να πάνε υπέρ πίστεως και πατρίδας. Δηλαδή υπέρ του ανιψιού και της παρέας του.

Ήταν συνήθεια το καλοκαίρι στα αρβανιτοχώρια, να κλέβουνε ο ένας τις περγουλιές του άλλου. Στο μάτι συνήθως μπαίνανε οι πιο φροντισμένες, οι πιο όμορφες, εκείνες με τα πιο ζουμερά και μεγάλα τσαμπιά.

Με το που νύχτωνε και έπεφταν όλοι για ύπνο γινότανε στο χωριό το έλα να δεις. Ο κλέψας του κλέψαντος. Ο ένας έκλεβε τα περγούλια του άλλου γιατί η δεσπόζουσα φιλοσοφία ήταν "το ξένο είναι πιο γλυκό". Οι αρβανίτες εξάλλου είναι πασίγνωστο τοις πάσι πως είναι αρχικλέφτες από κούνια και πως τίποτα δε διασκεδάζουν περισσότερο από μία καλή κλεψιά, είτε να την κάνουνε, είτε να τη διηγούνται.

Τύχαινε κάποιες βραδιές και πέφτανε δύο ομάδες στο ίδιο σπίτι, ακόμη και τρεις. Τότε για να διευκρινιστούν τα κυριαρχικά δικαιώματα ή έπεφτε ξύλο, ή όλα λύνονταν αναλόγως με το ποιος χρωστούσε χάρη σε ποιον. Πολλές φορές όμως η μία ομάδα συνεργαζόταν με την άλλη και απολάμβαναν από κοινού τους κόπους της κλεψιάς τους. Κάτι τέτοιο συνέβαινε μόνο όταν οι τυχαία συναπαντόμενες συμμορίες απαρτίζονταν από μέλη που ήταν στενοί, στενότατοι συγγενείς –αδέλφια, ξαδέλφια-ή καρδιακοί φίλοι.

Το καλοκαίρι περνούσε πάντα εν μέσω σκληρότατων αγροτικών εργασιών που απασχολούσαν τους περισσότερους κατοίκους του χωριού. Σχεδόν όλους. Οι περισσότεροι από τους μισούς έβαζαν καπνά ή τριγύρω στο χωριό ή στον αργολικό κάμπο και οι υπόλοιποι πήγαιναν στα εργοστάσια που ασχολούνταν με την τυποποίηση των βερίκοκων.

Η μέρα ξεκινούσε πριν να χαράξει το πρώτο φως. Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην εργάζεται σαν σκυλί. Με μοναδική προμήθεια μαζί τους λίγο νερό, τυρί, καμιά ντομάτα και ψωμί την έβγαζαν μέχρι αργά το απόγευμα, όπου επιστρέφοντας σπίτι, έπρεπε να φάνε κάτι στο πόδι και μετά να ασχοληθούν με τη συνέχεια των αγροτικών τους υποχρεώσεων, δηλαδή να αδειάσουνε το μαζεμένο καπνό από τις λινάτσες, να καθίσουν οκλαδόν κάτω, να τον βελονιάσουν ένα ένα φύλλο και να κρεμάσουν κάθε βελονιά στα ειδικά σύρματα του γιούρτη.

Καιρός για διασκέδαση δεν υπήρχε. Από το πρωί μέχρι το βράδυ δουλειά. Κι όταν το βράδυ έπεφτε, έπεφταν κι οι άνθρωποι ξεροί στα κρεβάτια τους, μην έχοντας δύναμη ούτε να αναπνεύσουν καν, με κάθε κοκαλάκι να πονάει από την κούραση. Κανά δυο ώρες μετά τον πρώτο ύπνο ήταν η στιγμή που οι ομάδες νεαρών συνήθως ξεκινούσαν να γλιστρούν κρυφά στις αυλές των σπιτιών, σαν ίσκιοι και νυχοπατώντας να κλέβουν σε μεγάλες σακούλες όσο πιο πολλά περγούλια μπορούσαν.

Βέβαια ο κάθε ένας είχε τη δική του περγουλιά, απαραίτητη σε κάθε αρβανίτικη αυλή μιας κι ήταν η μόνη χαρά του αρβανίτη κι η μόνη πολυτέλεια που επέτρεπε στον εαυτό του το καλοκαίρι. Να έχει μια ωραία κληματαριά που να κάνει ακόμη ωραιότερα σταφύλια. Όσο κούραση και να υπήρχε, πάντα κοιτούσαν τις περγουλιές τους και τους πρόσφεραν τις απαραίτητες φροντίδες, έτσι ώστε κι αυτές να τους προσφέρουν πίσω λαχταριστές αρμαθιές με ξινόγλυκες ρόγες. Αν τυχόν μάλιστα η κληματαριά τους έβγαζε κάποια χρονιά περισσότερα τσαμπιά ή πιο γεμάτα και βαριά δεν υπήρχε μεγαλύτερο καμάρι από αυτό στη γειτονιά.

Και δεν υπήρχε ωραιότερο πράγμα τις λιγοστές στιγμές που ο αρβανίτης επέτρεπε στον εαυτό του να ξεκουραστεί το καλοκαίρι, πίνοντας ένα καφέ κάτω από την περγουλιά του, να ανασηκώνει το σβέρκο του και κοιτώντας ψηλά να γεμίζουν τα στήθια αγαλλίαση βλέποντας τα τσαμπιά να κρέμονται πάνω από το κεφάλι του, όπως όλα τα καλά κρέμονταν πάνω από το κεφάλι του Αδάμ στον παράδεισο. Εκείνα τα ζουμερά σταφύλια, στριμωγμένα το ένα κολλητά δίπλα στο άλλο, κρεμασμένα σαν ακριβά καντηλέρια εκκλησίας, ξεπροβάλλοντας μέσα από τα πλατιά φύλλα στο σχήμα της παλάμης, να τα νοιώθει να ξινίζουν σχεδόν στη γλώσσα και μόνο που τα κοίταζε. Σπάζαν τα σάλια στο στόμα. Κι ήταν κι η μόνη όαση δροσιάς και πρασίνου που μπορούσε να υπάρχει σε εκείνο το χωριό που σκαρφαλωμένο ψηλά δεχόταν ανελέητα τις ακτίνες του ηλίου το πρωί, περιτριγυρισμένο από πέτρα μονάχα και τίποτα άλλο.

Όταν το μάτι, όπου και να γυρίσει στο αρχαίο μυκηναϊκό τοπίο, βλέπει πέτρες, πέτρες σωρό, τόνους πέτρες, βγαλμένες με τα δάχτυλα και τα νύχια από το χώμα, να σχηματίζουν διαχωριστικά λίθινα ψηλά τειχία στα χωράφια ως φυσικό σύνορο, τότε η περγουλιά στο κέντρο της αυλής, πλατύφυλλη και καταπράσινη είναι για αυτόν όχι μόνο ξινό, γλυκό σταφύλι μα ευχαρίστηση πνευματική σχεδόν, αλάτι στο νου του, δροσούλα στην ξεραΐλα του, ανάταση στην έρημο των οφθαλμών του, πράσινο μες στο γκρι, απόλαυση κρεμάμενη πάνω από το κεφάλι του, ψευδαίσθηση του παραδείσου που’βλεπε στις τοιχογραφίες της εκκλησίας της Υπαπαντής.

Για αυτό η κάθε περγουλιά, αποτελούσε καμάρι και στολίδι του σπιτιού, χαϊδεύονταν από τα βλέμματα και φροντίζονταν καλύτερα από κάθε τι, μ’ αληθινή αγάπη. Για να ’ρθει ο Μπαλάφας μετά κι όλοι οι Μπαλάφηδες του χωριού και να την ρημάξει. Μα ήταν γνωστά αυτά. Αναμενόμενα κάθε καλοκαίρι.

Και πιο πολύ για όσους είχαν τις ωραιότερες περγουλιές. Αυτοί κοιμόντουσαν σχεδόν δυστυχισμένοι, ξέροντας κάθε χρόνο τις τους περίμενε. Τουλάχιστον εύχονταν ξυπνώντας να μη βρουν την περγουλιά τελείως αφανισμένη, έστω να ήταν αφανισμένη κατά το ήμισυ, έστω κατά τα τρία τέταρτα. Να ’μενε και κάτι για αυτούς...

Ελάχιστοι ήσαν εκείνοι που ξάπλωναν μέσα στο σπίτι. Συνήθως λόγω ζέστης ο ύπνος γίνονταν έξω, πάνω στις ταράτσες ή μέσα στις αυλές, κάτω ή δίπλα από τις περγουλιές. Το δίκαννο, απαραίτητο στολίδι κάτω από το κρεβάτι, σε εύκολη πρόσβαση κι άγγιγμα με το που θα τεντωθεί το χέρι προς τα κάτω. Αν τυχόν κάποιος κλέβοντας γίνονταν αντιληπτός από τα αφεντικά του σπιτιού, τότε δεν τα γλύτωνε τα σκάγια στο πόδι ή στα μαλακά του, όπως δε γλύτωνε και το ρεζίλι την άλλη μέρα και την ειρωνία από τους υπόλοιπους.

Υπήρχαν "συμμορίες" που κατάφερναν μέσα σε μια νύχτα να ξεκάνουν παραπάνω από μία περγουλιές και να περιμένουν το ξημέρωμά τους, αραγμένοι σε κάποιο ψηλό σημείο του χωριού, περιγράφοντας και χρωματίζοντας ιστορίες ο ένας στον άλλο, τσιμπολογώντας παράλληλα ρόγες σταφυλιού, ωσάν άλλοι συμποσιαστές που έχουν φροντίσει κατά τη διάρκεια του συμποσίου τους να έχουν άφθονες τις προμήθειες αγαθών. Γιατί ως γνωστό μια καλή συζήτηση πρέπει πάντα να συνοδεύεται και από ένα καλό μάσημα που βοηθά το μυαλό να συγκεντρωθεί. Τσουβάλι οι ρόγες λοιπόν για όσους πετύχαιναν να κλέψουν δυο και τρεις κληματαριές το ίδιο βράδυ, τσουβάλι κι οι κουβέντες μέχρι το πρωί, αλλά και τα γέλια. Ωραίες βραδιές!

Αυτή ήταν κι η μοναδική διασκέδαση τότε καθώς λίγοι ήταν αυτοί που είχαν αυτοκίνητα για να μπορέσουν να πάνε στο Άργος ή στο Ναύπλιο. Θέλοντας και μη λοιπόν οι αγώνες κλεψιάς, που άτυπα είχαν καθιερωθεί, ήταν εκ των ουκ άνευ για το χωριό, από αυτά που τα βρίζεις όταν τα ακούς ή όταν στα κάνουν και την ίδια στιγμή ετοιμάζεσαι να τα κάνεις κι εσύ σε κάποιον άλλον. Oύτως ή άλλως φυσικό πράγμα η κλεψιά για αυτούς, όπως είναι για άλλους το κυριακάτικο πρωινό εκκλησίασμα.

Κι όχι μόνο φυσικό μα και γέλιο στα χείλη.

Από τις καλύτερες συμμορίες ήταν βέβαια εκείνη του Μπαλάφα που με συντροφιά δυο άλλους φίλους του κατάκλεβαν κάθε χρόνο τις αυλές. Είχε μάλιστα καθιερωθεί ανάμεσα στις "συμμορίες" να ενημερώνονται κάθε βράδυ για το που θα χτυπήσει ο Μπαλάφας έτσι ώστε να αποφευχθεί μία συνάντηση μαζί του έξω από το ίδιο σπίτι καθώς ήταν σίγουρο ότι θα νικούσε σε οποιαδήποτε αναμέτρηση. Ήταν σκληρό σόι οι Μπαλάφηδες αλλά σεβαστό από τους υπόλοιπους.

Εκείνη τη βραδιά που είχαν αποφασίσει να χτυπήσουν το σπίτι του θείου του, θα το έκαναν με την άκρα μυστικότητα που απαιτούσε η περίσταση και όπως πάντα θα σκαρφάλωναν σαν τα γατιά στο πάνω μέρος της κληματαριάς, μπουσουλώντας στο μεταλλικό σκελετό που τη στερέωνε και απλώνοντας το χέρι προς τα κάτω για να κόψουν. Ποιος να δει ένα χέρι μέσα σε εκείνη την πυκνή φυλλωσιά και από πού να το δει αλλά και που να σημαδέψει άμα και τυχόν το έβλεπε;

Πρόσβαση στο επάνω μέρος της περγουλιάς μπορούσαν να έχουν μονάχα από την ταράτσα του ισόγειου σπιτιού, την πλάκα που βρίσκονταν πάνω από τη σάλα. Εκεί θα σκαρφάλωναν πρώτα από την πίσω μεριά του σπιτιού που έβλεπε σε έναν κακοτράχαλο και πετριασμένο δρόμο, αδιάβατο από περαστικούς. Θα ανέβαιναν στην ταράτσα γρήγορα και εύκολα και μετά από εκεί θα προχωρούσαν στα τέσσερα πάνω στη σιδεριά που μεγάλωνε η περγουλιά. Μια σιδεριά σε ορθογώνιο σχήμα, χωρισμένη σε πολλά μικρότερα σιδερένια ορθογώνια γεμάτα το καθένα με τα δικά του φύλλα και τσαμπιά. Είχαν φέρει μαζί τους και κάνα δυο σακούλες ο καθένας. Περίμεναν πλούσια συγκομιδή.

Έμελλε όμως κάτι να τους χαλάσει τα σχέδια. Κάτι που δεν το περίμεναν αλλά μετά την πρώτη έκπληξή τους το διασκέδασαν κιόλας καθώς οι δυσκολίες γίνονται ευκολίες αν διασκεδάζονταν σκορπιζόμενες σε πνιχτά γέλια και εύθυμα μάτια.

Πάνω στην ταράτσα ο θείος Μπαλάφας είχε βγάλει ένα παλιό κρεβάτι όπου έριχνε ανάλαφρους καλοκαιρινούς ύπνους με τη συμβία του. Ζέστη και των γονέων εκείνες τις ημέρες, ο ήλιος είχε βαλθεί να κατακάψει το χωριό και την πέτρα του που ακόμη κι αυτή ζεστή άχνιζε μόλις έπιανε μεσημέρι. Ένα άχνισμα που κρατούσε ως το βράδυ κάνοντας τον ύπνο και τις ανάσες σωστή φωτιά και λάβρα.

"Βρε τον μαλάκα τον μπάρμπα σου, εδώ βρήκε να κοιμηθεί απόψε; " ψιθύρισε, καταπνίγοντας ένα γέλιο, ο Λιάκος του Λαμπέτη.

"Σσσσττττ" έκανε μόνο μακρόσυρτα ο Μπαλάφας υψώνοντας το δείχτη του μπροστά από τη μύτη του και το στόμα του.

Το ευτύχημα ήταν ότι ο ύπνος ήταν βαρύς λόγω της κούρασης που βασάνιζε όλους τότε. Ο Μπαλαφας ροχάλιζε σα λιοντάρι που βρυχάται κι η Μπαλάφαινα από δίπλα κρατούσε το σεκόντο. Και να τους σκουντούσε κάποιος εκείνη την ώρα ίσα που θα ανατάραζε τη σάρκα τους και τίποτα άλλο.

Για αυτό και δεν κατάλαβαν γρι όταν ο ανιψιός με τους άλλους δύο ανέβηκαν στην ταράτσα, πέρασαν δίπλα από το κρεβάτι τους, σκαρφάλωσαν στη σιδεριά και άρχισαν να ξαλαφρώνουν τη φορτωμένη από χυμούς περγουλιά. Μέσα σε δέκα λεπτά είχαν τελειώσει και αργά πάλι ξανασύρθηκαν πίσω στην ταράτσα.

Μα ο διάολος είχε καβαλήσει εκείνο το βράδυ τον Μπαλάφα και τους φίλους του για τα καλά φαίνεται για αυτό και δεν τους έφτασαν μονάχα τα λάφυρα της κλοπής. Πατώντας το πόδι τους πάνω στην ταράτσα δεν κρατήθηκαν και έπνιξαν όλοι το ίδιο κύμα γέλιου που ανέβηκε στο στήθος τους καθώς άκουσαν σε πρίμα συμφωνία το άγριο γαϊδουρινό ροχαλητό του Μπαλάφα να συνοδεύεται σε αρμονικά τακτά χρονικά διαστήματα από το σφυριχτό σχεδόν τσιριχτό ροχαλητό της Μπαλάφαινας που συνοδεύονταν από ένα αστείο πλατάγισμα στα χείλη.

"Μη γελάτε ρε χάχες" πρόσταξε ο Μπαλάφας τη στιγμή που κι εκείνος προσπαθούσε να πνίξει τα δικά του γέλια.

"Ωραία τραγουδάνε μαζί ο θειός σου κι η θειά σου"... ο Κριεζής φώναξε σχεδόν λέγοντας αυτά τα λόγια.

Για δευτερόλεπτα κράτησαν κι οι τρεις τις ανάσες τους καθώς φοβήθηκαν ότι κάποιος θα ξυπνούσε αλλά ήταν τόσο βαρύς ο ύπνος τους που δεν κουνήθηκε ούτε βλέφαρο κι η συναυλία ροχαλητών συνεχίστηκε στον ίδιο ρυθμικό τόνο.

Παρακινημένοι και από το αστείο θέαμα του ροχαλίζοντος ζευγαριού αλλά και από τη μόνιμη διάθεση που είχαν να πειράζουν τους άλλους σκαρώνοντας πλάκες και φάρσες, αποφάσισαν να καθίσουν λίγο παραπάνω στην ταράτσα. Το μυαλό τους δούλευε πυρετωδώς για το τι άλλο μπορούσαν να κάνουν που θα τους χάριζε ακόμη λίγο γέλιο γιατί όντες πανέξυπνοι κι οι τρεις, είχαν μυριστεί άφθονες υποσχέσεις γέλιου μπροστά στην εικόνα του μεσόκοπου κουρασμένου ζευγαριού που μακαρίως αναπαύονταν από την κούραση της ημέρας, αφήνοντας την βραδινή τους τύχη να δουλεύει λίγα μέτρα μακριά από το κρεβάτι τους.

"Περιμένετε! " αναφώνησε ξαφνικά ο Μπαλάφας που αναπήδησε σα να θυμήθηκε κάτι. Και πραγματικά είχε θυμηθεί. Κάνοντας νόημα στους άλλους δύο να τον περιμένουν ακίνητοι κι αμίλητοι κατέβηκε σχεδόν πετώντας στο κάτω μέρος του σπιτιού και κατευθύνθηκε στην αποθήκη που φύλαγαν τα ντανιασμένα καπνά. Γύρισε με ένα μεγάλο ρολό σύρμα.

Με γρήγορες κινήσεις ξετύλιξαν το ρολό και κρατώντας τις ανάσες τους έφεραν το σύρμα κάμποσους γύρους γύρω από το κρεβάτι, πάνω από το ζευγάρι. Ο Λαμπέτης είχε ξαπλώσει κάτω από το κρεββάτι για να κρατάει τα μπόσικα και να σφίξει αρκετά το σύρμα. Ο Μπαλάφας έφερνε τους πάνω γύρους κι ο Κριεζής ήλεγχε τη δουλειά που γινότανε, κοιτάζοντας σε κάθε γυροβολιά του σύρματος αν όντως είχε πιάσει καλά.

Ο θείος κι η θεία χαμπάρι. Το μόνο που άλλαξε ήταν ο τόνος του ροχαλητού, από γαϊδουρινό σε μουλαρίσιο και από σφυριχτό σε χλιμιντριστό. Και στο αυτί τους να φώναζε κάποιος πάλι δε θα κουνούσαν βλέφαρο. Κοιμόντουσαν εντελώς ξερά κούτσουρα.

Μόλις το έργο ολοκληρώθηκε, έπρεπε να το διασκεδάσουν κιόλας αλλιώς προς τι τόσος κόπος;

Ο Κριεζής πλησίασε τον θείο του Μπαλάφα και τον σκούντησε μια φορά. Χρειάστηκε όμως να τον σκουντήσει πολλές φορές μέχρι ο Μπαλάφας να ανοίξει λίγο τα μάτια του.

"Ε... εε... τι; ποιος; " έκανε ζαλισμένος και μετά χασμουρήθηκε ίδιος με λιοντάρι.

"Ε, μπάρμπα, ξύπνα! " του έκανε ο Κριεζής κουνώντας από πάνω του προκλητικά ένα μεγάλο τσαμπί σταφύλι, αφήνοντας την τελευταία κάτω κάτω ρώγα του να γαργαλήσει τη μύτη του Μπαλάφα.

’’Φέτος έκανες καλή σοδειά με την περγουλιά σου. Μπράβο ρε θείο. Μπουκιά και συχώριο τα σταφύλια σου. Μέλι σκέτο. Ζάχαρη... "

Ο Μπαλάφας σα να άρχισε να ξυπνά από τον βαρύ ύπνο σκούντησε τη γυναίκα του που πήγε να πεταχτεί αλλά που να μπορέσει έτσι όπως ήταν δεμένη σα σαλάμι.

"Πανούλη μου" είπε μόνο γυρίζοντας να κοιτάξει τον άντρα της με ικετευτικό βλέμμα που έλεγε κάτι ανάμεσα σε "πω πω τι πάθαμε" και " τσακισέ τα άτιμα Πανούλη μου". Μα κι ο Πανούλης δεμένος από το στέρνο μέχρι τους αστραγάλους κείτονταν ανήμπορος να κάνει ο,τιδήποτε.

"Θα σας φτιάξω εγώ κωλόπαιδα. Εσύ ρε συφοριασμένε, εσύ! Δε θα σε πιάσω μόλις σηκωθώ! Οχτασιες οκάδες θα σε κάνω ρε κωλοπαίδι του κερατά! Δε θα το μάθει κι ο πατέρας σου ρε χτικιό τι έκανες στο θειο σου"

Τα περισσότερα τα έλεγε με αληθινή μανία στον ανιψιό του και μετά γύριζε και κοίταζε και τους άλλους δυο φωνάζοντας "Λύστε μας ρε αλήτες, λύστε μας ρε καθάρματα που να σας πάρει ο διάολος και να σας σηκώσει"

Αλλά οι αλήτες αγρόν ηγόραζαν. Μασούσαν αργά και απολαυστικά τις ρώγες των κλεμμένων σταφυλιών, έτσι για να τη σπάσουν περισσότερο στον Μπαλάφα.

"Σιγά θείο, θα πάθεις καμιά καρδιά" ξήλωνε ο Κριεζής

"Πολύ πρώτο πράγμα το σταφύλι σου. Άντε και του χρόνου να ’ρθουμε με μεγαλύτερη παρέα" έραβε ο Λαμπέτης.

Και οι τρεις γελούσαν συνέχεια κάνοντας τον Μπαλάφα να αφρίζει και να σκυλιάζει. Κι έτσι αφρισμένος και σκυλιασμένος έβαζε όλη του τη δύναμη για να σηκωθεί.

"Σπρώξε κι εσύ μωρή" έλεγε όλο νεύρα στη γυναίκα του "σπρώξε με δύναμη, κουνήσου πέρα δώθε που κάθεσαι σα χάνος. Σύρματα είναι, θα σπάσουνε. "

Και δώστου και παλεύανε σαν τρελοί και δώστου και τραντάζονταν το κρεβάτι από τις προσπάθείες τους.

"Ντούρο, ντούρο σε βρίσκω μπάρμπα"

"Δώστου μπάρμπα, δώστου" συνέχιζε το τρίο τις κοροϊδίες.

Μέχρι που ξαφνικά από τα πολλά κουνήματα, πέρα δώθε αλλά και την πίεση που έβαζε ο Μπαλάφας από τη μεριά του το ελαφρύ κρεβάτι γύρισε τούμπα από την πλευρά του κι έμειναν Μπαλάφας και Μπαλάφαινα πλαγιαστά δεμένοι να ωρύονται. Ο Μπαλάφας να κατεβάζει καντήλια, αγίους και Παναγίες και η Μπαλάφαινα να κλαψουρίζει.

"Μη Πανούλη μου, μην τους πεισμώνεις άλλο. Ελάτε ρε παιδιά, ελάτε να μας λύσετε. Ελάτε μωρέ ντιάληδες*, ελάτε βρε παιδιά μου, ελάτε να χαρείτε"

Σιγά μην τους έλυναν. Αυτό ήταν και το ωραίο της πλάκας, να τους βρει η γειτονία τα χαράματα έτσι δεμένους και να γίνουν θέμα συζήτησης και αστείου στο χωριό για μια ζωή.

Οι τρεις φίλοι το απολάμβαναν με όλη τους την καρδιά. Γελούσαν κλαίγοντας. Τα μάτια τους έτσουζαν κι η κοιλιά τους πονούσε.

Τι διασκέδαση αυτή η αποψινή που τους έλαχε! Θεία έμπνευσις!



* περγουλιές = κληματαριές
περγούλια = τσαμπιά
ντιάληδες = παλικάρια


Αφιερωμένο στον Γ. Ζ. από τις Μυκήνες που ξέρει να διηγείται τόσο μοναδικά τις ιστορίες του χωριού μας.

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη