Οι νότες μου (Η Λουλουδού)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Από την Λουλουδού.


Είχα μόλις κατέβει από το λεωφορείο του ΚΤΕΛ και πήγαινα προς τη στάση. Μπροστά μου περπατούσε εκείνος ο γέρος που πριν λίγο καθόταν στη θέση παραδίπλα. Στο ένα του χέρι κρατούσε ένα βιολί σε μια παλιά θήκη που είχε αλλάξει ήδη πολλά χρώματα απ’ τον καιρό. Στο άλλο χέρι του βαστούσε μια βαλιτσούλα, εξίσου παλιά.

Μού είχε κάνει εντύπωση το πρόσχαρο χαμόγελό του στο λεωφορείο. Ήταν πολύ γέρος, με το πρόσωπο σκαμμένο και μαυρισμένο από τον ήλιο. Φαινόταν απλός και ευγενικός άνθρωπος, αν μπορούσα να κρίνω από τις λίγες κουβέντες που τον άκουσα να λέει. Και τώρα στο δρόμο, περπατούσε αργά και σκεφτικά.

Ξαφνικά, κατεβαίνοντας το πεζοδρόμιο, ο γέρος στραβοπάτησε κι έπεσε φαρδύς-πλατύς κάτω. Έτρεξα να τον βοηθήσω να σηκωθεί.

– Μην έχετε πάθει τίποτα;

– Μπα, όχι εντάξει είμαι, λίγο μόνο σκονίστηκα, απάντησε λαχανιασμένα. Τον βοήθησα να σηκώσει το βιολί του και την βαλίτσα του.

– Το βιολί, μην έπαθε τίποτα; Αυτά τα όργανα είναι πολύ ευαίσθητα...

– Μη νοιάζεσαι για το βιολί, μού είπε. Δεν είναι αυτό το σπουδαίο. Το σπουδαίο είναι μέσα στη βαλίτσα. Εκείνο είναι που δεν πρέπει να πάθει τίποτα.

– Έχετε κάτι εύθραυστο, παλιό; Μην έσπασε; Δεν άκουσα τίποτα!

– Μη νοιάζεσαι, όλα είναι εντάξει. Τις νότες μου έχω στη βαλίτσα! Βιολί μπορώ να πάρω και άλλο, αν μου πάθει κάτι. Τις νότες μου όμως δεν τις ξαναβρίσκω. Έλα να σου δείξω, είπε, μιας και με βοήθησες, και κατευθύνθηκε προς ένα παγκάκι κάτω από ένα δέντρο.

Καθίσαμε. Με απαλές, προσεκτικές κινήσεις άνοιξε τη βαλίτσα. Μέσα είχε ένα πακέτο από παλιά, κιτρινισμένα τετράδια. Θα ήταν σίγουρα τριάντα-σαράντα χρονών και ήδη στις γωνίες τους είχαν αρχίσει να λιώνουν. Άνοιξε μια σελίδα στην τύχη και τη γύρισε προς τα μένα. Κοίταξα, μα δεν είδα αυτό που περίμενα.

– Μα... αυτά δεν είναι νότες, τού είπα. Αυτά είναι ζωγραφιές!

Πράγματι, τώρα που πρόσεχα καλύτερα, το τετράδιο έγραφε απ’ έξω “Μπλοκ Ιχνογραφίας”, όπως αυτά που είχαμε παλιά στο σχολείο. Μέσα, αντί για νότες, είχε σε κάθε φύλλο του σχέδια, φτιαγμένα με μαύρο πενάκι και μολύβι, σίγουρα από την εποχή πριν βγουν τα στυλό.

– Ναι, μού είπε. Αυτές είναι οι νότες μου. Δεν ξέρω γράμματα, ούτε να γράφω μουσική. Το χέρι μου όμως πιάνει κι έτσι πήρα και ζωγράφισα για κάθε τραγούδι μια ζωγραφιά που να μου το θυμίζει. Όταν βλέπω τη ζωγραφιά, έρχεται στο νου μου το τραγούδι, ακριβώς σαν να το διάβαζα γράμμα-γράμμα.

Να, εδώ, δες για παράδειγμα, είπε και μου ’δειξε μια ζωγραφιά με γυναίκες πιασμένες από τα χέρια σταυρωτά να χορεύουν σε κύκλο. Το ξέρεις το τραγούδι “Σ’ αυτό τ’ αλώνι το φαρδύ”; Να, αυτό είναι το αλώνι που λέει το τραγούδι. Έχω παίξει κάμποσες φορές εκεί, και στ’ αλήθεια γινόταν μεγάλο γλέντι, πού να το ’βλεπες.

Πήρε το βιολί στα χέρια του και έπαιξε την αρχή του τραγουδιού. Παρόλο που τα δάχτυλά του έτρεμαν, η μουσική έβγαινε καθαρή. Σίγουρα, σε παλιότερες εποχές τα χέρια αυτά θα έβγαζαν φωτιές, σκέφτηκα.

– Να, κι εδώ είναι το καφέ αμάν του Ψαλίδα, στη Σμύρνη, είπε, και μού έδειξε μια άλλη ζωγραφιά. Άντρες με άγρια ματιά, γυναίκες με πολλά στολίδια και κοντά μαλλιά, ναργιλέδες, σκοτεινή ατμόσφαιρα. Στη μέση η ορχήστρα. Αυτός εδώ που βλέπεις με το βιολί να παίζει, μου έδειξε τα πρώτα μου ταξίμια, στα νιάτα μου. Μεγάλος μάστορας, λαφρύ ας είναι το χώμα που τον σκεπάζει. Να, άκου, και άρχισε ένα παραπονιάρικο σκοπό.

Πήρα ένα από τα τετράδια και άρχισα να το ξεφυλλίζω. Τα σχέδια είχαν πολλή δουλειά πάνω τους και πολλή λεπτομέρεια. Σίγουρα το καθένα από αυτά ήθελε μέρες για να γίνει.

– Πολύς κόπος, του είπα, χαρά στο κουράγιο σου.

– Ναι, απάντησε, η μουσική θέλει τέχνη, τέχνη και υπομονή.

– Η μουσική; Πετάχτηκα, αλλά αμέσως ξανασκέφτηκα και σταμάτησα.

– Πρώτα τα κάνω πρόχειρα, με μολύβι και όταν πια μου αρέσει, τα κάνω με τη μελάνη. Αυτό εδώ για παράδειγμα, με είχε παιδέψει πολύ.

Ήταν μια ορχήστρα, τέσσερα άτομα που παίζανε μπροστά από κάτι χαμηλά μαγαζιά. Δίπλα, μερικά τραπεζάκια με παρέες που τα πίνανε. Αυτό, μου λέει, είναι στην Πόλη, στα ψαράδικα. Κι αυτός που βλέπεις, ο Γιάγκος, εδώ με το κανονάκι, μου είχε μάθει αυτό το τραγούδι, είπε, κι άρχισε να το παίζει. Μα τι γινόταν εκεί στα ψαράδικα! Μέρα μεσημέρι, και πιάτο δεν έμενε όταν παίζαμε.

Να, κι εδώ με τον Σωτηράκη. Μισός Έλληνας, μισός Σέρβος, μάλαμα παιδί. O Σωτηράκης έπαιζε ακκορντεόν και το χέρι του δεν το ’βλεπες, τόσο γρήγορα έπαιζε. Τον σκότωσαν οι Γερμανοί στην κατοχή. Πραγματικά, στο σχέδιο το δεξί χέρι του Σωτηράκη δεν φαινότανε, παρά μόνο μια σκιά. O γέρος πήγε να παίξει ένα χασαποσέρβικο, αλλά δεν μπορούσε και τόσο καλά, ήταν πολύ γρήγορο. Με πήραν τα χρόνια, είπε, κουνώντας το κεφάλι, παλιά μπορούσα να τα παίζω αυτά για ώρες.

Συνέχισα να ξεφυλλίζω τις “νότες” του γέρου. Κάθε φύλλο και μια ιστορία, και ένα τραγούδι. Τόσο ζωντανές ήταν οι εικόνες.

– Κι εδώ είμαστε στη Νάξο! είπε. Ήταν σε μια παραλία, ανάμεσα σε βάρκες και δίχτυα, πάλι τα όργανα να παίζουν και μπροστά χορός. O μπάρμπα-Μαθιός ήταν το πρώτο βιολί στα νησιά. Έβγαλε πολλά τραγούδια δικά του, γνήσια. Μετά κάποιος άλλος πήγε και τα γύρισε δίσκους για δικά του. O μπάρμπα-Μαθιός προσπάθησε, μα δεν βρήκε δίκιο, ώσπου πέθανε. Αυτό εδώ το τραγούδι τουλάχιστο δεν πρόλαβαν να τού το κλέψουν, είπε, και άρχισε ένα πεταχτό νησιώτικο. Έπαιζε, και τα μάτια του ήτανε καρφωμένα στη ζωγραφιά συνέχεια, ώσπου σταμάτησε, λες και διάβαζε στ’ αλήθεια νότες.

– Έκανα κάμποσο καιρό στα νησιά, είχε πολλή δουλειά μια εποχή. Τα γλέντια που γινότανε δεν τα βρίσκεις σήμερα πια. Και τότε δεν είχαμε ούτε μικρόφωνα, ούτε ρεύμα, ούτε τίποτα. Τόσος κόσμος και όλοι τραγουδούσαν και χτυπούσαν παλαμάκια. Αυτοί ήτανε τα μεγάφωνά μας. Όχι σαν σήμερα...

Κούνησα το κεφάλι και συνέχισα να γυρνάω τα φύλλα. Λίγο παρακάτω μια ορχήστρα από τρομπέτες έπαιζε, ντυμένη με παράξενες φορεσιές. Αυτοί είναι Βούλγαροι, μου λέει. Αυτός που βλέπεις, ο Στογιάνωφ με τ’ όνομα, έπαιζε τέτοια τρομπέτα που δεν έχεις ξανακούσει. Νόμιζες πως άκουγες βιολί, τέτοιο πράμα. Να, άκου το τραγούδι του... και άρχισε πάλι να παίζει.

Συνέχισε να μου δείχνει εικόνες και να παίζει τις μελωδίες της καθεμιάς. Με το που έβλεπε κάθε ζωγραφιά, ζωντάνευε μπροστά του η σκηνή και θυμόταν ιστορίες και τραγούδια πανέμορφα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να θαυμάσω περισσότερο τις ζωγραφιές του ή το παίξιμό του.

– Τόσα ωραία τραγούδια που ξέρεις, του είπα, γιατί δεν τα μαθαίνεις σε άλλους; Γιατί δεν τα βγάζεις σε δίσκο να τα ακούσουν περισσότεροι;

– Μπα, τι λες, δεν τα θέλει αυτά ο κόσμος πια, είπε σκεφτικός. Πέρασε ο καιρός τους. Σήμερα ο κόσμος θέλει άλλα, δεν το βλέπεις;

– Ναι, μα είναι κρίμα να χαθούν αυτά τα τραγούδια, του απάντησα. Έχουν τόση ιστορία πίσω τους. Και συ δεν έχεις πια νιάτα μπροστά σου. Γιατί δεν κάνεις κάτι για να τα σώσεις;

– Πες το, δεν έχω και πολλά χρόνια ακόμα μπροστά μου. Το ξέρω και ο ίδιος. Αργά ή γρήγορα θα φύγω και γω όπως τόσοι άλλοι. Μεγάλοι μαέστροι, εγώ μπροστά τους δεν είμαι τίποτα, και πέρασαν και χάθηκαν. Κανείς δεν τους θυμάται πια, τι να κάνεις; Αλλά μπορεί να φύγω εγώ και τα τραγούδια μου, είπε με ένα χαμόγελο, και τακτοποίησε απαλά τα τετράδια με τα σχέδια, αλλά θα αφήσω και κάτι πίσω μου. Θα μείνουν τουλάχιστο οι νότες μου...


8.12.96

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη