Μια φωτογραφία και μια ιστορία (Η Λουλουδού)

Από Κιθάρα wiki
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Από την Λουλουδού.


Ήταν Σεπτέμβριος του '87, λίγες μόνο μέρες πριν φύγω, και έκανα μια τελευταία βόλτα στις γειτονιές της παλιάς πόλης, για να αποχαιρετήσω τα όμορφά της σπίτια. Ήταν ένα ζεστό μεσημέρι προς απόγευμα με πολύ ήλιο, γύρω στις πέντε η ώρα. Τα χαμηλά σπίτια της γειτονιάς ήταν όλα κλειστά, ο κόσμος δεν είχε ακόμα σηκωθεί από τον μεσημεριανό του ύπνο. Εγώ, αφού ανέβηκα αρκετά, είχα αρχίσει πια να κατηφορίζω προς τα πίσω.

Κάποια στιγμή είδα παραπέρα στο δρομάκι ένα μικρό ψιλικατζίδικο. Με τόση δίψα από το περπάτημα μέσα στη ζέστη, σκέφτηκα ότι ίσως βρω κάτι να πιω εκεί. Πλησίασα.

Στο σκαλί έξω από την πόρτα καθόταν μια γιαγιά. Ήταν ακίνητη και κοιτούσε προς τον ουρανό – την πήρε ο ύπνος, σκέφτηκα, φυσικό είναι, με αυτή τη ζέστη. Πλησιάζοντας περισσότερο, κατάλαβα πως δεν κοιμόταν. Γύρισε προς το μέρος μου, αλλά συνέχισε να κοιτάζει τον ουρανό.

– Καλησπέρα γιαγιά, είπα.

– Καλησπέρα παιδί μου, απάντησε αργά, με μια καταπληκτική ηρεμία, σαν να μην μιλούσε με μένα.

– Θέλω μια πορτοκαλάδα, έχεις;

– Ναι, παιδί μου, είναι στο ψυγείο, πήγαινε πάρε σε παρακαλώ, να μην σηκώνομαι.

Μπήκα μέσα στο μαγαζάκι. Όλα ήταν παλιά, παμπάλαια, νόμιζες πως στέκονταν έτσι εδώ και εκατό χρόνια. Το μαγαζάκι είχε ελάχιστη πραμάτεια, μερικές εφημερίδες, κιτρινισμένα βιβλιαράκια και παλιά Μίκυ-Μάους διαβασμένα χιλιάδες φορές, λίγες καραμέλες και τσίχλες, μερικά μολύβια και στυλό. Όλα ήταν όμως καθαρά και τακτοποιημένα. Το ψυγείο ήταν και αυτό ένα πανάρχαιο σαράβαλο, αλλά φαινόταν να δουλεύει ακόμη. Το άνοιξα και πήρα μια πορτοκαλάδα από τις λίγες που είχε μέσα. Ξαναβγήκα.

– Πόσο κάνει;

– Ογδόντα δραχμές, είπε, χωρίς να με κοιτάξει. Έβγαλα, τις μέτρησα και της τις έδωσα. Τις πήρε και τις ακούμπησε λίγο με τα δάχτυλά της.

– Είναι εντάξει; με ρώτησε.

– Ε...

Σάστισα, δεν ήξερα τι να πω. Ξαφνικά κατάλαβα τι γινόταν. Η γιαγιά ήταν τυφλή.

– Ε... ναι, εντάξει είναι, ακριβώς, είπα. Γεια σου γιαγιά.

– Χαίρετε, μού απάντησε, και ξαναγύρισε προς τον ουρανό.

Εγώ, δεν μπορούσα πια να ησυχάσω. Αθόρυβα έκανα μια γύρα γύρω από το μαγαζάκι για να προσέξω καλύτερα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Πώς γίνεται μια τυφλή γιαγιά να κρατάει ένα μαγαζί; Πώς τα καταφέρνει; Δεν την κλέβει κανείς; Τι ιστορία κρύβεται άραγε από πίσω;

Λίγο παραπέρα είδα ένα ανοιχτό παράθυρο δίπλα στο δρόμο. Πλησίασα. Ένας μουστακαλής έβλεπε μπάλα από μια παλιά ασπρόμαυρη τηλεόραση.

– Να σάς ρωτήσω κάτι; τόλμησα να τον διακόψω.

– Λέγε, τι θέλεις, είπε, χωρίς να σταματήσει να κοιτάζει την τηλεόραση.

– Αυτή η γιαγιά, απέναντι, τι έχει;

– Στο μαγαζί; Ωχ, άστα να πάνε. Μεγάλη ιστορία. Όλη η γειτονιά έχει να λέει... Αμάν, τι χάνει ο άνθρωπος... Φτου σου, δεν το είδες βρε, εσκεμμένο ήτανε... Κρίμα η γιαγιά. Τι θες και ψάχνεις...

Εκείνη τη στιγμή μπήκε η γυναίκα του στο δωμάτιο και τού έδωσε την ευκαιρία να απαλλαγεί από μένα και να συνεχίσει να βλέπει το ματς.

– Δες λίγο τι θέλει...

– Για τη γιαγιά εκεί απέναντι στο ψιλικατζίδικο, τής είπα.

– Τραγική ιστορία, μού απάντησε. Είχε από χρόνια μια αρρώστια στα μάτια και θόλωναν, σιγά-σιγά. Τώρα βλέπει μόνο σκιές, είπε ο γιατρός. Γεράματα, βλέπεις. Έχει παιδιά, αλλά όλοι εξαφανίστηκαν. Λένε πως είναι στην Αθήνα, στην Πελοπόννησο, κανείς δεν ξέρει. Την αφήσανε μόνη της εδώ. Αυτή είχε από παλιά το μαγαζάκι, κουτσά-στραβά τα κατάφερνε. Καθώς χειροτέρευε, άρχισαν να την βοηθάνε από την γειτονιά. Τώρα πια δεν μπορεί να κάνει τίποτε από μόνη της. Λίγο ο ένας πάει και την βοηθάει, λίγο ο άλλος. Λίγο ο ένας πάει και τής συγυρίζει, άλλος τής φέρνει τα πράγματα, υπάρχουν καλοί χριστιανοί. Όλοι την ξέρουν στη γειτονιά, και τα παιδιά ακόμη, κάτι κάνουν. Θα μού πεις, τι το θέλει το μαγαζί, αφού δεν μπορεί να το κρατήσει, αλλά να, το θέλει. Κάτι να έχει να κάνει, αυτό το λίγο, αλλιώς θα τής στρίψει, μοναχή της είναι. Δράματα, βλέπεις. Όχι, ας είναι καλά η γειτονιά...

Την ευχαρίστησα και έφυγα. Φεύγοντας, πέρασα μια ακόμη φορά έξω από το μαγαζάκι. Ήταν ακόμη εκεί, ακίνητη, σαν φωτογραφία. Καημένη γιαγιά. Πού να ήξερες ότι η ιστορία σου θα γραφόταν τόσα χρόνια μετά, ανάμεσα σε τόσες άσχετες σελίδες. Αν βέβαια ζεις ακόμη...


15.6.95.

Προσωπικά εργαλεία
Χώροι ονομάτων

Παραλλαγές
Ενέργειες
Πλοήγηση
Εργαλειοθήκη